17/3/20

Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού


Ο  Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος  Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.)  και    Ονωρίου   (395 – 423   μ.Χ.)  από   ευσεβείς και εύπορους γονείς. Ο   πατέρας   του   Ευφημιανός   ήταν συγκλητικός, φιλόπτωχος  και  συμπαθής, ώστε καθημερινά τρεις τράπεζες παρέθετε  στο  σπίτι του  για τα ορφανά, τις χήρες   και    τους ξένους  που  ήταν  πτωχοί.   Η    γυναίκα   του  ονομαζόταν   Αγλαΐς   και  ήταν  άτεκνη.  Στη  δέησή της  να  αποκτήσουν παιδί,  ο  Θεός  την εισάκουσε.   Και   τους   χάρισε   υιό.    Αφού  το παιδί  μεγάλωσε και  έλαβε  την  κατάλληλη   παιδεία,   έγινε   σοφότατος και  θεοδίδακτος. Όταν   έφθασε   στη   νόμιμη   ηλικία,  τον  στεφάνωσαν με  θυγατέρα  από  βασιλική  και  ευγενική  γενιά. Το  βράδυ όμως στο   συζυγικό  δωμάτιο   ο   Άγιος,   αφού  πήρε   το   χρυσό   δακτυλίδι   και    την   ζώνη,  τα  επέστρεψε  στην σύζυγό του  και εγκατέλειψε  τον  κοιτώνα. Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο περιφρονώντας τη ματαιότητα της επίγειας δόξας. Καταφθάνει στην Λαοδικία   της   Συρίας και  από εκεί  στην   Έδεσσα   της   Μεσοποταμίας. Εκεί    ο   Όσιος    Αλέξιος  μοίρασε τα χρήματα   στους   πτωχούς,    ακόμα  και  τα  ιμάτιά του  και,  αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα  και  χιλιομπαλωμένα  ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού   της   Υπεραγίας Θεοτόκου,    ως   ένας   από    τους   πτωχούς.  Προτίμησε   έτσι   να   ζει   με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων   κάθε   Κυριακή,  ενώ  μόνο   τότε  έτρωγε λίγο  άρτο   και  έπινε   λίγο   νερό.
Οι   γονείς   του   όμως    τον    αναζητούσαν  παντού  και  έστειλαν  τους  υπηρέτες   τους    να    τον    βρουν.  Στην  αναζήτησή  τους  έφθασαν  μέχρι    και    στο    ναό    της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν.   Οι   δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα   του   Αλεξίου   με   οδύνη,   φορώντας  πτωχά   ενδύματα, καθόταν   σε   μία   θύρα   του    σπιτιού  πενθώντας   νύχτα   και   ημέρα. Το  ίδιο  και   η νύφη,   που   φόρεσε   τρίχινο   σάκο   και   περίμενε   κοντά  στην   πεθερά   της.
Ο   Όσιος   Αλέξιος   για   δεκαεπτά   χρόνια   παρέμεινε   στο  νάρθηκα του   ναού  της   Θεοτόκου   ευαρεστώντας   τον   Θεό.   Και   μία   νύχτα   η Θεοτόκος   παρουσιάσθηκε    στον   προσμονάριο   του   ναού   σε   όνειρο και   του   ζήτησε   να   του   φέρει   μέσα   στο   ναό   τον   άνθρωπο   του Θεού. Τότε ο   προσμονάριος,  αφού βγήκε από το ναό και δεν  βρήκε  κανέναν  παρά  μόνο  τον  Αλέξιο,  δεήθηκε στην  Θεοτόκο  να  του  υποδείξει   τον   άνθρωπο,   όπως   και   έγινε.   Τότε   πήρε   από   τον   Όσιο   Αλέξιο   και   τον  εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.
Μόλις ο  Όσιος   κατάλαβε   ότι   έγινε   γνωστός   εκεί,   έφυγε   κρυφά   και σκέφθηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου  του  Αποστόλου,   όπου  εκεί  θα  ήταν  άγνωστος.  Άλλα  όμως  σχεδίασε η Θεία   Πρόνοια. Γιατί βίαιος  άνεμος άρπαξε το πλοίο και το   μετέφερε στην   Ρώμη.   Βγαίνοντας από  το  πλοίο,  κατάλαβε  ότι   ο    Κύριος  ήθελε  να  επανέλθει  ο  Αλέξιος   σπίτι   του.
Όταν    συνάντησε  τον  πατέρα  του,  που  δεν  αναγνώρισε   τον   υιό   του,   του   ζήτησε  να  τον  ελεήσει  και  να τον αφήσει  να τρώει  από   τα περισσεύματα   της   τράπεζάς   του.   Με   μεγάλη   προθυμία   ο   πατέρας του   δέχθηκε   να   τον   ελεήσει   και   μάλιστα του έδωσε κάποιον υπηρέτη   για   να   τον   βοηθάει. Κάποιοι   βέβαια   από   τους   δούλους της   οικίας   του   τον   πείραζαν  και   τον   κορόιδευαν,   όμως    αυτόν   δεν   τον  ένοιαζε.  Έδινε  την   τροφή   του   σε   άλλους, παραμένοντας  όλη  την  εβδομάδα  χωρίς  τροφή  και νερό  και  μόνο   μετά    την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.
Έμεινε   λοιπόν   για   δεκαεπτά   χρόνια   στον   πατρικό   οίκο   χωρίς   να   τον γνωρίζει   κανένας.  Όταν έφθασε ο  καιρός  της   κοιμήσεώς  του,  τότε  κάθισε και  έγραψε  σε  χαρτί  όλο  τον  βίο  του,  τους τόπους  που  πέρασε,  αλλά  και   κάποια   από  τα μυστήρια που γνώριζαν μόνο   οι   γονείς του.   Κάποια   Κυριακή,   όταν   ο   Αρχιεπίσκοπος   Ιννοκέντιος τελούσε  την Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να  αναζητήσουν  τον  άνθρωπο   του    Θεού.  Την    Παρασκευή    ο   Όσιος   Αλέξιος   παρέδωσε   το   πνεύμα   του   στα   χέρια    του Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι πιστοί βασιλείς και   ο   Αρχιεπίσκοπος,   προσήλθαν    στο    ναό   για    να    δεηθούν    στον   Θεό   να    του  αποκαλύψει  τον  άγιο άνθρωπο του Θεού. Τότε μία φωνή τους   κατηύθυνε στο   σπίτι   του   Ευφημιανού. Λίγο   αργότερα οι  βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έφθασαν  στο  σπίτι  του  Ευφημιανού, προξενώντας μάλιστα  την  απορία  της   γυναίκας  και    της   νύφης   του   για  την  παρουσία  τους  εκεί και  ρώτησαν  τον Ευφημιανό.  Όμως εκείνος, αφού πρώτα ρώτησε τους υπηρέτες, αποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην   συνέχεια ο   υπηρέτης   που   φρόντιζε  τον  Όσιο    Αλέξιο,   παρακινούμενος   από   Θεία δύναμη, ανέφερε  τον τρόπο της  ζωής  του  πτωχού,  τον  οποίο  εξυπηρετούσε. Τότε  ο   Ευφημιανός  χωρίς  να   γνωρίζει  ότι  ο  Όσιος  είναι  ήδη  νεκρός,  αποκάλυψε  το  πρόσωπο αυτού,  που  έλαμπε  σαν  πρόσωπο  αγγέλου.  Στο  χέρι  του    Οσίου   μάλιστα,   είδε   χαρτί   που   δεν μπορούσε   να   αποσπάσει.   Στην   συνέχεια  ανέφερε   στους   επισκέπτες   του ότι βρέθηκε   ο  άνθρωπος   του   Θεού.   Οι   βασιλείς και  ο   Αρχιεπίσκοπος    τότε  δεήθηκαν  στον  Όσιο  να  τους  επιτρέψει   να   δουν  το χαρτί που  είχε  στο  χέρι  του.  Μόλις  ο  αρχειοφύλακας  πήρε  στο  χέρι  του  το   χαρτί,   ο Ευφημιανός   αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για  τον  υιό  του,  τον  οποίο αναζητούσε  χρόνια  τώρα,  και  μεγάλο πένθος  έπεσε  στην  οικογένειά  του.   Θρήνος   μεγάλος   και   από   την   γυναίκα   του   και   τη   νύφη   του. 
Ο  βασιλεύς  Ονώριος  και  ο  Αρχιεπίσκοπος  μετέφεραν το  τίμιο   λείψανο του   Οσίου   στο   μέσο  της  πόλεως   και   κάλεσαν   όλο  τον   λαό,   για   να   έλθει   να προσκυνήσει  και  να  λάβει  ευλογία.  Όσοι προσέρχονταν  και  ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αυτά τα θαύματα  οι   πιστοί δόξαζαν   τον   Θεό. Ήταν  τόσος  ο κόσμος που προσέρχονταν  να  δει   το  τίμιο  λείψανο,  που  δεν   μπορούσαν   να  το   μεταφέρουν   στο   ναό   του  Αγίου  Βονιφατίου   για   να  το   ενταφιάσουν.  Έριξαν  ακόμη    και   χρυσό  και  άργυρο  στον  κόσμο  για  να   του   αποσπάσουν την προσοχή,  αλλά  μάταια.  Όταν  πια  μεταφέρθηκε  το  τίμιο λείψανο  στο  ναό,  για  επτά  ημέρες  εόρταζαν  πανηγυρικά  και στην εορτή συμμετείχαν  οι γονείς    και η νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη    φτιαγμένη  από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους.   Αμέσως  άρχισε  να  ευωδιάζει  και  να  αναβλύζει   μύρο,  το  οποίο  και  έγινε   ίαμα  καιθεραπεία για  όλους.


Απολυτίκιον.   Ήχος   δ’.   Ταχύ   προκατάλαβε.    
Εκ ρίζης   εβλάστησας, περιφανούς και κλεινής, εκ πόλεως ήνθησας, βασιλικής  και  λαμπράς, Αλέξιε πάνσοφε· πάντων  δ’  υπερφρονήσας    ως φθαρτών και   ρεόντων,   έσπευσας  συναφθήναι,   τω   Χριστώ   και   Δεσπότη. Αυτόν  ούν   εκδυσώπει    αεί,  υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον.   Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.        
Αλεξίου σήμερον   του   πανολβίου,   εορτήν   την πάνσεπτον, επιτελούντες ευλαβώς, αυτόν υμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Οσίων τερπνόν εγκαλλώπισμα.


Μεγαλυνάριον.
Κλήσιν την ουράνιον  εσχηκώς, μόνος εν Αγίοις, Θεου  άθρωπος   θαυμαστός,  Αλέξιε  συ  ώφθης,   τω    ισαγγέλω  βίω·   διο   της   των  Αγγέλων, χαράς  ηξίωσαι.

Saint Alexios the man of God


Alexios Alexios was born in Rome during the times of emperor Arkadi (395-408 AD) and Odorion (395-423 AD) from wishful and affluent parents. Efemianos' father was senatorial, philanthropic and sympathetic, so that every day three banks spoke to his home for orphans, widows and strangers who were poor. His wife was called Aglais and was childless. In her enthusiasm to have a child, God heard it. And he gave them a son. After the child grew up and received the appropriate education, he became a sage and a theorist. When he reached the legal age, he was crowned with a daughter of a royal and kind generation. In the evening, however, in the conjugal room the Saint, after taking the gold ring and the belt, returned them to his wife and left the dormitory. Getting enough money from his riches left with a ship despising the futility of ground glory. She arrives at Syria's Laodice and from there in Edessa, Mesopotamia. There Alexios distributed the money to the poor, even his garments, and after dressing with ragged and milled clothes he sat in the narthex of the Temple of the Most Holy Theotokos as one of the poor. He preferred to live with fasting throughout the week and take on the Achranth of Mysteries every Sunday, and only then ate a little bit of bread and drank some water.
He stayed for 17 years in his father's house without anyone knowing him. When the time of his sleep arrived, he sat down and wrote on paper all his life, the places he passed, and some of the mysteries that only his parents knew. On Sunday, when Archbishop Innocent held the Divine Liturgy, a voice from the Holy Altar was heard, inviting the participants to seek the man of God. On Friday, Saint Alexius delivered his spirit to God's hands, and in the afternoon of the same day the faithful kings and Archbishop went to the temple to bind God to reveal God's holy man. Then a voice directed them to Ephymian's house. Shortly thereafter, the kings, together with the Archbishop, arrived at Efimianos' house, causing the wail of his wife and bride for their presence there, and they asked Euphyman. But he, after asking the servants, replied that he knew nothing. Then the servant who took care of Osio Alexios, inspired by Divine power, mentioned the way of the poor's life, which he served. Then Euphymion, unaware that the Savior is already dead, revealed his face, shining like an angel's face. In fact, in Hosios' hand, he saw paper he could not get. Then he told his visitors that the man of God was found. The kings and the Archbishop then agreed to Osios to allow them to see the paper he had in his hand. Once the archivist took the paper in his hand, Euphemian realized he was his son, whom he had been seeking for years, and great mourning fell upon his family. A great lament from his wife and bride.
King Onios and the Archbishop carried the honest relic of Ossios in the middle of the city and called all the people to come to worship and receive blessing. Those who came and received the honorable relic, dumb, deaf, blind, lepers, demonized, all were healed. Seeing these miracles the believers glorified God. It was so many people who came to see the honorable relic, who could not take it to the temple of Saint Boniface to bury it. They even threw gold and silver in the world to distract him, but in vain. When the honorable relic was transferred to the temple, seven days were celebrated and celebrated by the parents and the bride. Then the honest relic was placed in a case made of gold, silver and precious stones. Immediately began to smell and spit out myrrh, which became a remedy for all.


Apolyticus. Sound d '. Fast anticipated.
From the roots of hollow, brimstone and waxed, from the city of the valley, royal and brilliant, Alexis the fullfoot; all that you have overcome as perishable and flowing, you are rushed together, Christ and Despot. It is for us that we give ourselves to our souls.


Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
Alexios the day of the pallium, the feasting of the bridesmith, who performs earnestly, we praise the saying; rejoice Omnibus trembling.


Majesty.
Call the heavenly man in heaven, alone in God, God the human person, Alexis, meet you, I live in the angel, I am delighted

Δεν υπάρχουν σχόλια: