Ο Όσιος Σεραφείμ, κατά κόσμο Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1866 στο
χωριό Βαχρομέεβο της επαρχίας Αρεφίνσκαγια, της περιφέρειας της πόλεως Γιαροσλάβλ. Την 1η Απριλίου
1866 βαπτίσθηκε και
έλαβε το όνομα Βασίλειος
προς τιμήν του
Οσίου Βασιλείου
του Νέου. Οι γονείς
του Βασιλείου,
Νικολάϊ Ιβάνοβιτς και Χιονία
Ολύμπιεβνα Μουραβιέφ, ήταν θεοσεβούμενοι
και φιλόθεοι άνθρωποι.
Από μικρό παιδί ο Βασίλειος διδασκόταν μαθήματα αρετής και παρουσίαζε τα
χαρακτηριστικά μιας Χριστιανικής ψυχής, τα οποία και αποκαλύφθηκαν πλήρως, στα χρόνια της ωριμότητάς του.
Ο φιλάνθρωπος
Θεός του πρόσφερε
την εξυπνάδα, τον ασυνήθιστο ζήλο και την
προθυμία, την υπομονή
και την επιμονή
στην επίτευξη των στόχων του,
καθώς και στην εξαιρετική μνήμη.
Σε
πολύ μικρή
ηλικία, σχεδόν μόνος του έμαθε την γραμματική
και στην συνέχεια τις αρχές της μαθηματικής επιστήμης. Τα πρώτα
του βιβλία ήταν το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι.
Στον
έφηβο Βασίλειο άρεσε πολύ η μελέτη εκκλησιαστικών και θεολογικών βιβλίων
και συγκεκριμένα αυτών που είχαν
σχέση με
τον βίο των Αγίων. Οι Άγιοι, όπως ο Παύλος
ο
Θηβαίος, οι μεγάλοι Ασκητές Αντώνιος, Μακάριος και Παχώμιος, Μαρία η Αιγυπτία, καλλιεργούσαν εντός του ρίγος σεβασμού
και πνευματικής χαράς. Ήδη
τότε μπροστά του απλώθηκε ένας κόσμος, που θάμπωσε όλα τα γήινα πράγματα. Στα βάθη της αγνής εφηβικής ψυχής του γεννήθηκε η σκέψη της μοναχικής
αγγελικής μορφής. Για τους
γύρω του αυτός ο σκοπός
αποτελούσε ακόμα μυστικό.
Όταν
υπήρχε ελεύθερος χρόνος
η οικογένεια
Μουράβιεφ πήγαινε για προσκύνημα σε ναούς και μοναστήρια. Με μεγάλη
χαρά επισκεπτόταν τη Λαύρα
της
Αγίας Τριάδος και την Σκήτη
της Γεθσημανή, όπου ζούσε ο γνωστός γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωφ). Ο γέροντας υπήρξε σοφός
δάσκαλος και χαρισματούχος. «Χωρίς
τον Θεό, ούτε
στο κατώφλι!», ήταν η αγαπημένη
παραίνεση του γέροντος
Βαρνάβα,
με την οποία
δεχόταν τους επισκέπτες. Αυτά τα λόγια
χαράχθηκαν στην ψυχή
του νεαρού Βασιλείου και
τα έκανε νόμο
για την ζωή του.
Έτσι, με τρόπο σχεδόν
απαρατήρητο, έβαλε ο Πανάγαθος
Κύριος στην
καρδιά του Βασιλείου,
από μικρή ηλικία,
τους σπόρους του
ήθους και
της αγιότητας. Και
οι σπόροι αυτοί έπεσαν σε γόνιμο έδαφος.
Ξαφνικά ήλθε
θλίψη. Ο Κύριος
κάλεσε κοντά του τον
Νικολάϊ Ιβάνοβιτς Μουραβιέφ. Ήταν
μόνο τριάντα εννέα ετών. Η οικογένεια περνούσε μεγάλη δοκιμασία.
Η μητέρα του
Βασιλείου ήταν φιλάσθενη
και μετά το συμβάν η κατάστασή
της επιδεινώθηκε. Ο
Βασίλειος έπρεπε να αναλάβει
το
χρέος να συντηρήσει
την οικογένειά του.
Όμως
η Θεία Πρόνοια προσέφερε την βοήθειά Της στην πτωχή οικογένεια. Ένας συγχωριανός
τους, δίκαιος και
ευσεβής άνθρωπος, που εργαζόταν στην Αγία Πετρούπολη,
κάλεσε τον Βασίλειο στην πόλη
με σκοπό να τον
βοηθήσει να βρει
δουλειά. Η μητέρα του
τον ευλόγησε με την εικόνα
της Θεοτόκου
και ο δεκάχρονος Βασίλειος
έφυγε για την Αγία
Πετρούπολη.
Εκεί ο Βασίλειος
δυσκολεύθηκε πολύ στο
να προσαρμοστεί στην
έντονη ζωή της πρωτεύουσας. Με την βοήθεια του προστάτη του πήρε την
θέση του διανομέα σε ένα
από τα καταστήματα
του
Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδή
του εμπορικού κέντρου της Αγίας Πετρουπόλεως. Από τις πρώτες ημέρες, λόγω ζήλου για την καλή εκτέλεση της εργασίας
και της προθυμίας του, ο Βασίλειος
κέρδισε την εμπιστοσύνη
του εργοδότη του. Στην
συνέχεια αναλαμβάνει
τις
πιο δύσκολες δουλειές, τις οποίες με την βοήθεια
του Θεού εκτελεί
κατά τον καλύτερο
τρόπο.
Σχεδόν όλο του τον
μισθό τον αποστέλλει στην μητέρα του, κρατώντας μόνο ένα μικρό μέρος για τις βασικές
του ανάγκες.
Ήλθε
όμως η στιγμή που η τάση του Βασιλείου προς
τον μοναχισμό
γίνεται πιο έντονη.
Ήταν περίπου δεκατεσσάρων
ετών, όταν κάποια
ημέρα επισκέφθηκε τη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου
Νέφσκυϊ και ζήτησε συνάντηση με τον
ηγούμενο. Όμως ο
ηγούμενος εκείνη την
ημέρα έλειπε. Εκείνη την περίοδο
στὴ
Λαύρα βρίσκονταν γέροντες, ποὺ ήταν
γνωστοί σε όλη την
Ρωσία. Του πρότειναν, λοιπόν, να συναντήσει έναν
από αυτούς τους γέροντες.
Γονατιστός, με δάκρυα
στα μάτια, διηγήθηκε τότε ο Βασίλειος σεκάποιον
γέροντα την μεγάλη του επιθυμία.
Σε απάντηση άκουσε από τον γέροντα
μία συμβουλή, η
οποία αποδείχθηκε προφητική:
να παραμείνει
στον κόσμο,
νὰ ασχοληθεί
με καλές και δεκτές από τον Θεό πράξεις, να
δημιουργήσει καλή και
ευσεβή οικογένεια, να δώσει σωστή
ανατροφή στα παιδιά του και
μαζίμε την σύζυγό
του, όλη την
υπόλοιπη ζωή τους να
την αφιερώσουν στον
μοναχισμό. Και στο τέλος ο
γέροντας είπε: «Βασίλειε! Σε περιμένει ένας δύσκολος
δρόμος με πολύ θλίψη.
Ακολούθησέ τον μπροστά στον Θεό και
στη συνείδησή σου. Θα φθάσει η στιγμή και ο Θεός θα σε
ανταμείψει…». Έτσι παρουσιάστηκε
στον Βασίλειο η βούληση
του Θεού. Όλο το υπόλοιπο του βίου
του αποτελούσε μία προετοιμασία για
την μοναστική ζωή. Ήταν ένα
κατόρθωμα υπακοής που κράτησε
περισσότερο από σαράντα
χρόνια.
Τις
ελεύθερες ώρες του
τις περνούσε στο ναό, όπου προσευχόταν
ή μελετούσε. Προσπαθούσε
συνέχεια να διδάσκει
τον εαυτό του, ενώ σε
κάθε ευκαιρία πήγαινε στο χωριό του και βοηθούσε
την
μητέρα του. Την αγαπούσε
πολύ και
συνέχεια προσευχόταν γι’ αυτήν.
Ο
εργοδότης του Βασιλείου με όλα
τα μέσα ενθάρρυνε
τον θεοσεβούμενο τρόπο της ζωής του. Εκτιμούσε πολύ το ήθος, την
πρακτικότητα, την εξαίρετη εργατικότητα και το αναμφισβήτητο εμπορικό ταλέντο του υπαλλήλου
του. Όταν
δε ο Βασίλειος
έκλεισε τα δέκα επτά
του χρόνια, τον έκανε προϊστάμενο του γραφείου της επιχείρησης. Στο μέλλον ήλπιζε
να τον έχει συνέταιρο.
Λόγω
των υποχρεώσεών του, ο νεαρός προϊστάμενος έπρεπε να επισκέπτεται την Μόσχα,
το Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ και άλλες
πόλεις
της Ρωσίας. Τότε με
την συγκατάθεση
του εργοδότη του επισκέπτεται τους
ευλογημένους τόπους που βρίσκονται
κοντά. Πηγαίνει πάντα στη μονή
του Οσίου Σεργίου του Ροντονέζ, για να
προσευχηθεί. Οι προσκυνητές που επισκέπτονταν τη Λαύρα, προσπαθούσαν πάντα
να επισκεφθούν τη Σκήτη της Γεθσημανή, για να προσκυνήσουν την ιερά
εικόνα της Θεοτόκου του Τσέρνιγκωφ και να πάρουν την ευλογία και τη συμβουλή
του γέροντος Βαρνάβα. Ο ίδιος
ο Θεός έφερε ξανά το νεαρό
Βασίλειο κοντά στον
γέροντα και, μετά την
μεγάλη συζήτηση που είχαν,
ο Βασίλειος έγινε
πνευματικός υιός
του γέροντος Βαρνάβα.
Με
την ευλογία του γέροντος Βαρνάβα, ο Βασίλειος προσπαθούσε συνέχεια να ασκείται στην προσευχή,
να έχει καθαρή την σκέψη
του και να αντιστέκεται
στους πειρασμούς.
Έφθασε η στιγμή,
ο
Βασίλειος να διαλέξει την
σύντροφο της ζωής του. Έτσι το έτος 1890, με την
ευχή του πνευματικού του, νυμφεύεται την
Όλγα Ιβάνοβνα
Ναϊντένοβα.
Το
έτος 1892 ο Βασίλειος ανοίγει δική του
επιχείρηση. Έχοντας την απαραίτητη
πείρα και τις
σταθερές εμπορικές διασυνδέσεις,
ασχολείται με την παραγωγή και
εμπορία γουναρικών. Ένα μεγάλο μέρος των εμπορευμάτων, εξαγόταν
στο εξωτερικό:
Γερμανία, Αυστρο – Ουγγαρία, Αγγλία,
Γαλλία και άλλες
χώρες.
Το έτος 1895 γεννήθηκε
ο υιός τους, ο
Νικόλαος και μετά η κόρη τους, η Όλγα. Όμως το κορίτσι πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία
και μετά τον θάνατό της, ύστερα από κοινή συμφωνία, και ευλογία του γέροντα
Βαρνάβα, οι σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν την κοινή τους ζωή ως αδέλφια. Οι
προσευχές του πνευματικού τους πατέρα τους βοήθησαν
να κρατηθούν στέρεοι στην απόφασή τους.
Η οικογένεια των Μουραβιέφ, μετά από κάθε Θεία Λειτουργία σε
μεγάλη εορτή και πανήγυρη, προσέφερε φαγητό σε πτωχούς ανθρώπους.
Μετά το «Πάτερ ημών» ο Βασίλειος
τους μιλούσε για την σημασία
της εορτής και για
τον βίο του
Αγίου που εόρταζαν, τους ευχαριστούσε
και ευχόταν σε όλους, που επισκέφθηκαν το σπίτι του. Όταν τελείωνε
το γεύμα, προσέφερε
στους καλεσμένους του δώρα
και χρήματα και
τους καλούσε στην επόμενη εορτή.
Ως πιστός μαθητής του γέροντος Βαρνάβα,
ο Βασίλειος έλεγε: «Όλο το κακό πρέπει να
σκεπασθεί μόνο με την αγάπη. Όσο πιο χαμηλή είναι η θέση σου, τόσο πιο
πολύτιμος είσαι για μένα». Μόνο ο Θεός γνωρίζει πόσοι πτωχοί και
ασθενείς μνημόνευαν στην προσευχή
τους εξ όλης της καρδίας τους, τα ονόματα Βασίλειος και Όλγα,
ζητώντας υγεία και σωτηρία
για τους ευεργέτες
τους.
Ο Βασίλειος βοηθούσε ναούς
και μονές και ως εύσπλαχνος Σαμαρείτης πρόσφερε δωρεές
για την
συντήρηση των γηροκομείων,
το μεγαλύτερο εκ των
οποίων
βρισκόταν στη διεθνή
λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) του μοναστηριού Νοβοντέβιτσι. Με
κάθε ευκαιρία οι αγαπημένοι
σύζυγοι επισκέπτονταν τα γηροκομεία, προσφέροντας την
παρηγοριά και την ζεστασιά τους
στους αδύναμους και μόνους.
Οι Μουραβιέφ πολλές φορές έπαιρναν σπίτι τους, τους ασθενείς
από τα κρατικά νοσοκομεία. Οι άρρωστοι ανάρρωναν καλύτερα σε συνθήκες
ενός φιλόξενου σπιτιού. Η εγκάρδια
συμπόνια και η ειλικρινής
αγάπη, έκαναν θαύματα.
Το έτος 1903
η Ρωσία εόρτασε τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ.
Ήταν θέλημα Θεού να βρεθούν εκεί, στη μονή
του Σαράτοβο, η Όλγα με τον
Βασίλειο. Ο Βασίλειος
από την εφηβική
του ηλικία εκτιμούσε
βαθιά τον Όσιο Σεραφείμ.
Θυμόταν πάντα τα λόγια του
Οσίου, ότι ο πραγματικός
σκοπός της Χριστιανικής
ζωής είναι η
απόκτηση του Αγίου Πνεύματος.
Στις
αρχές του 1906 ο πατέρας Βαρνάβας αρρώστησε
βαριά. Για τελευταία φορά επισκέπτεται την γυναικεία μονή Ιβήρων – Βίκσουν, την οποία
ίδρυσε ο ίδιος και
την Αγία Πετρούπολη.
Εδώ πέρασε δύο
ημέρες, συναντήθηκε με τα αγαπημένα πνευματικά
του τέκνα,
τους ευχαρίστησε για την αγάπη του προς το πρόσωπό του και την ευεργεσία
τους προς τη μονή Ιβήρων, παρακαλώντας να
την βοηθήσουν και στο μέλλον.
Στις 17 Φεβρουαρίου
ο γέροντας Βαρνάβας κοιμήθηκε
με ειρήνη.
Πραγματικός
φίλος για τον Βασίλειο
έγινε ο αρχιμανδρίτης
Θεοφάνης (Μπιστρόε), ο πνευματικός της
τσαρικής οικογένειας και μελλοντικός Αρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ο οποίος εκείνη την
περίοδο διατελούσε επιθεωρητής της θεολογικής
ακαδημίας της Αγίας
Πετρουπόλεως.
Ο μελλοντικός
Επίσκοπος διέκρινε αμέσως στον Βασίλειο, τον πραγματικά ευσεβή και ταπεινό ασκητή. Τους συνέδεσε, επίσης, η αγάπη στις επιστήμες. Στον
Βασίλειο πάντα άρεσε η ιστορία και, ο Αρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ως καθηγητής της
βιβλικής ιστορίας, αποτελούσε γι’ αυτόν ασύγκριτο συνομιλητή
και διδάσκαλο.
Το
έτος 1905 ο Βασίλειος γίνεται τακτικό μέλος του Φιλανθρωπικού Οργανισμού της πόλεως Γιαροσλάβλ, του μεγαλύτερου στη Ρωσία.
Πολλοί γνωστοί Ιεράρχες και εκκλησιαστικοί παράγοντες εκείνης της
εποχής, όπως ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, υπήρξαν
μέλη του Οργανισμού. Το έτος 1908 γίνεται μέλος του
Οργανισμού ο Θεοφιλέστατος Τύχων,
μελλοντικός Πατριάρχης της Ρωσίας, ο
οποίος τότε διηύθυνε
την καθέδρα του Γιαροσλάβλ.
Από τό
έτος 1917 αρχίζει
η εποχή της δοκιμασίας για την Ρωσία. Κατά
τα πρώτα τρία χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, η οικογένεια Μουραβιέφ
μένει εκτός πόλεως. Η νέα εξουσία κρατικοποίησε την εμπορική επιχείρηση της
οικογένειας Μουραβιὲω και ο Βασίλειος, ελεύθερος πλέον από τις κοσμικές
του υποχρεώσεις, βυθίζεται
στη μελέτη των έργων των Αγίων Πατέρων.
Με την ευλογία του Μητροπολίτη της Αγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν, καταφεύγει
στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκϊυ, και στις 13 Σεπτεμβρίου 1920 ο Βασίλειος
υποβάλλει αίτηση στη γεροντία της
Λαύρας, με παράκληση να τον δεχθούν στην αδελφότητα.
Η απάντηση ήταν θετική. Το πρώτο διακόνημα που του ανατέθηκε
ήταν αυτό του
νεωκόρου. Την ίδια περίοδο
γίνεται δόκιμη
της μονής Νοβοντέβιτσι και η
σύζυγος του Βασιλείου,
η Όλγα.
Ήδη
στις 26 Οκτωβρίου 1920 ο Επίσκοπος
Βενιαμίν ευλογεί τη χειροθεσία των δόκιμων Βασιλείου και Όλγας, που ονομάζονται αντίστοιχα Βαρνάβας και
Χριστίνα. Σε λίγο ο πατέρας
Βαρνάβας γίνεται ιεροδιάκονος και του ζητείται να
αναλάβει το γραφείο
του κοιμητηρίου. Αυτή η θέση
ήταν η πιο δύσκολη
στη μονή. Η χώρα υπέφερε από
τον εμφύλιο πόλεμο.
Ο κόκκινος στρατός πολεμούσε τον λευκό στρατό.
Στα νεκροταφεία των περιοχών
Νικόλσκι, Τίχβινσκι και Λαζαρέβσκι το
κλάμα δεν σταματούσε.
Ο πατέρας Βαρνάβας συμμετείχε ενεργά
στο πιό μαζικό
εκκλησιαστικό – κοινωνικό κίνημα υπερασπίσεως της πίστεως, που οργάνωσε
η αδελφότητα του Αγίου
Αλεξάνδρου στις αρχές
της δεκαετίας του 1920.
Αυτή
η περίοδος ήταν
πολύ δύσκολη για την Λαύρα. Οι
εκπρόσωποι της εξουσίας συνέχεια επενέβαιναν στις
υποθέσεις της μονής,
δημιουργώντας κάθε φορά διάφορα
διοικητικά προβλήματα.
Παρ’
όλα αυτά η μοναστική
ζωή
στη Λαύρα όχι μόνο
δεν έσβηνε, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση πρωτοφανούς
ανόδου. Η μονή αποτελούσε πραγματικό
κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της
Αγίας Πετρουπόλεως. Εκεί δημιουργήθηκε
ο σταθμός
συλλογής χρημάτων για τους πεινασμένους, παραχωρήθηκαν
χώροι της Λαύρας στους άστεγους αναπήρους πολέμου, εύρισκαν καταφύγιο
τα ορφανά και καθημερινά προσφερόταν φαγητό στους πτωχούς. Το έργο της
σιτίσεως ανατέθηκε στον πατέρα Βαρνάβα.
Στις
11 Σεπτεμβρίου 1921 ο Μητροπολίτης Βενιαμίν χειροτόνησε τον πατέρα Βαρνάβα σε
ιερέα. Ο πρώην έμπορος γνώριζε καλά
την ζωή των
ανθρώπων από διαφορετικά
στρώματα, από έναν
απλό εργάτη μέχρι τον διανοούμενο και κατανοούσε
τις πνευματικές τους ανάγκες και τα προβλήματά τους. Εκείνη την εποχή οι
ψυχές πολλών πιστών στρέφοντας
στον απλό και πράο πατέρα Βαρνάβα. Όλο και περισσότερος κόσμος ερχόταν στοκελί του
για πνευματική καθοδήγηση
και παρηγοριά.
Μεγάλη
θλίψη προκάλεσαν
στον πατέρα
Βαρνάβα οι συλλήψεις των
αγαπημένων του φίλων και συναγωνιστών: του αρχιμανδρίτου
Βενιαμίν, του Επισκόπου Λάντοζσκι Ιννοκεντίου, του Επισκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου (Γιαρουσέβιτς), των αρχιμανδριτών
Γουρίου και Λέοντος, του ιερομονάχου Εμμανουήλ και πολλών άλλων από την αδελφότητα
της
Λαύρας.
Μαζί με τις
συλλήψεις ήλθαν
και οι καινούργιες συμφορές. Στις
17 Ιουλίου ο νέος Επίσκοπος
Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει ότι έχει όλα τα
δικαιώματα επί της Λαύρας και απαγορεύει τη μνημόνευση του Πατριάρχη
Τύχωνος. Η εξουσία στήριζε
φανερά μία μερίδα του
κλήρου που την ακολούθησε. Εκείνη την
στιγμή ο ιερομόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ο πνευματικός της μονής αρχιμανδρίτης
Σέργιος (Μπιριουκόφ) και ο
ιερομόναχος Βαρλαάμ (Σατσερντότσκι), το
πνευματικό κύρος των
οποίων ήταν πολύ μεγάλο,
συμβούλεψαν τους αδελφούς
να δείχνουν επιεικείς απέναντι στη νέα
διοίκηση της Λαύρας και να δεχθούν
την προσωρινή και επιφανειακή υποχώρηση, ειδάλλως το μοναστήρι αναπόφευκτα
θα έκλεινε. Ο χρόνος τους δικαίωσε.
Μετά την
απελευθέρωση του Πατριάρχη Τύχωνος
από τη φυλακή,
το έτος 1923, η Λαύρα βρήκε τον κανονικό της ρυθμό.
Δεν
ήταν καθόλου εύκολο για τους μοναχούς να διατηρήσουν την εσωτερική τους
γαλήνη σε αυτή
την πολυτάραχη εποχή.
Αμέσως
μετά τα γεγονότα, ο πατέρας Βαρνάβας εκλέγεται από τη διοίκηση και
την αδελφότητα της
Λαύρας, μέλος της
Γεροντίας και διορίζεται
σε πιο υπεύθυνη
διοικητική θέση, στη θέση
του
ταμία της Λαύρας. Παρόλο
που ο Βαρνάβας επεδίωκε
την απομόνωση και την απαλλαγή από
την φροντίδα των κοσμικών
υποθέσεων, ανέλαβε το νέο
του διακόνημα
με πραότητα και υπακοή
στο θέλημα του Θεού.
Λίγο αργότερα
ετοιμάζεται εσωτερικά, για
να αναλάβει το διακόνημα
του πνευματικού. Λίγο πριν του ανατεθεί
το διακόνημα της ιεράς εξομολογήσεως κείρεται, περί τα τέλη του 1926 ή τις αρχές
του 1927, μεγαλόσχημος μοναχός και λαμβάνει το
όνομα Σεραφείμ, προς
τιμήν του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Κατά
την περίοδο των ταραχών ο ταπεινός ασκητής έλεγε προς τους πιστούς: «Η
υπομονή σας θα
εξασφαλίσει τη σωτηρία
της ψυχής σας. Σε μας μένει μόνο να εγκαταλείπουμε τον εαυτό
μας στον Θεό και να Τον παρακαλάμε για
συγχώρεση. Να θυμόμαστε ότι ο
Θεός είναι αγάπη και ελπίζουμε στο έλεός Του».
Όμως
οι πολύωρες εξομολογήσεις μέσα στο ναό, οι
συνεχείς ψύξεις, οι απίστευτα φυσικές και πνευματικές υπερφορτώσεις,
επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του Οσίου Σεραφείμ. Οι ιατροί διέγνωσαν
μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμό και θρομβοφλεβίτιδα των κάτω άκρων
ταυτόχρονα. Οι πόνοι
στα
κάτω άκρα έγιναν αβάσταχτοι. Για αρκετό χρονικό
διάστημα ο Όσιος Σεραφείμ
δεν έλεγε σε
κανέναν τίποτα για τις
ασθένειές του και συνέχιζε
με
απίστευτη γενναιότητα
να τελεί τη Θεία
Λειτουργία και το μυστήριο της
ιεράς εξομολογήσεως. Το πρόσωπο του
Οσίου φώτιζε πάντοτε μία
ηρεμία και χαρά
και κανένας από
τους αδελφούς δεν μπορούσε να
φαντασθεί τον πόνο που
ένιωθε. Μόνο η φωνή
του κάποια στιγμή
γινόταν πολύ σιγανή.
Έφθασε η
ημέρα που ο Όσιος
Σεραφείμ δεν μπορούσε
να σηκωθεί
από το κρεβάτι.
Την
καινούργια δοκιμασία, την ασθένεια, την δέχθηκε ο Όσιος με εξαιρετική ηρεμία
και υπομονή, σαν
νὰ ήταν το επόμενο λειτούργημα που του ζήτησε
ο Θεός. Δεν υπήρχε ούτε μικροψυχία, ούτε δυσαρέσκεια. Ευχαριστώντας συνέχεια
τον Κύριο, ο
Όσιος έλεγε σε
αυτούς που τον επισκέπτονταν: «Είμαι αμαρτωλός,
αξίζω περισσότερα! Υπάρχουν άνθρωποι
που υποφέρουν από
χειρότερες ασθένειες!».
Ο
καιρός περνούσε και η κατάσταση της υγείας του Οσίου παρουσίαζε επιδείνωση. Ήταν
εξήντα τριών ετών τότε.
Εμφανίσθηκαν η πνευμονική
και καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι ιατροί
τον
συμβούλευσαν να
μετακομίσει στην
εξοχή και επιλέχθηκε
η περιοχή της Βυρίτσας.
Ο Μητροπολίτης Σεραφείμ (Τσιτσάγκωφ), ο
οποίος είχε ιατρικές γνώσεις, διάβασε το πόρισμα
των ιατρών και αμέσως έδωσε την
ευλογία του
για το ταξίδι.
Μετά την
μετακόμιση στη Βυρίτσα, ο
Όσιος Σεραφείμ δεν επισκέπτεται τους ιατρούς: «Για όλα
υπάρχει η βούληση του Θεού.
Η ασθένεια είναι σχολή της
πραότητος, όταν πραγματικά
γνωρίζεις τὴν ανημποριά σου…».
Την
Δευτέρα, την Τετάρτη και
την Παρασκευή ο Όσιος δεν
έτρωγε τίποτε. Κάποιες φορές δεν
έτρωγε καθόλου για μερικές ημέρες. Πολύ σπάνια
έπινε τσάϊ με λίγο ψωμί. Κάθε εβδομάδα
κοινωνούσε από τους ιερείς της περιοχής. Όμως, εκτός αυτού,
στο κελί του Οσίου υπήρχαν πάντοτε τα Τίμια Δώρα και όλα τα απαραίτητα για την Θεία Κοινωνία. Νιώθοντας την εσωτερική
ανάγκη κοινωνούσε
μόνος.
Προς
μίμηση του ουράνιου διδασκάλου του, ο Όσιος Γέροντας της Βυρίτσας προσευχόταν
στον κήπο επάνω σε πέτρα, μπροστά στην εικόνα
του θαυματουργού Αγίου
Σεραφείμ του Σαρώφ.
Από
την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Όσιος Σεραφείμ προσευχόταν καθημερινά
επάνω στην πέτρα. Και οι προσευχές του έφθαναν στον Κύριο. Η αγάπη αποκρινόταν στην αγάπη. Μόνο ο Θεός
γνωρίζει πόσες ανθρώπινες
ψυχές έσωσαν εκείνες
οι προσευχές. Είναι το μόνο αναμφίβολο,
ότι σαν μία αόρατη
κλωστή
συνέδεαν τη γη με τον ουρανό,
ζητούσαν και πρόσμεναν το έλεος του Θεού,
αλλάζοντας με έναν τρόπο
μυστικό, την πορεία
πολλών σοβαρών
γεγονότων.
Όμως
ο
χρόνος του γήϊνου
ταξιδιού του Οσίου, πλησίαζε στο τέλος. Ο Όσιος
Σεραφείμ γνώριζε την
στιγμή που θα
περνούσε στην αιωνιότητα. Μία μέρα πριν
το τέλος του,
ευλόγησε τους συγγενείς
και τους φίλους
του με την εικόνα του Οσίου
Σεραφείμ
του Σαρώφ.
Πολύ
νωρίς εκείνο το πρωινό του έτους 1949
φανερώθηκε στον Όσιο Σεραφείμ η
Παναγία και με το δεξί της χέρι του έδειξε τον ουρανό.
Ο Όσιος παρακάλεσε να μην τον ενοχλήσει κανείς.
Η ημέρα πέρασε με πολύ προσευχή, την ανάγνωση
του Ευαγγελίου και
του Ψαλτηρίου. Γύρω στις 2,
μετά το μεσονύκτιο, ο Όσιος Σεραφείμ
έκανε τον σταυρό του και ψελλίζοντας την ικεσία
«Σώσε, Κύριε και
ελέησε όλον τον κόσμο» έφυγε για την αιωνιότητα.
Το λαϊκό προσκύνημα συνεχιζόταν για τρεις ημέρες. Όλοι ένιωθαν ότι τα χέρια του Οσίου ήταν μαλακά και ζεστά σαν να ήταν ζωντανός. Κάποιοι ένιωθαν ευωδία δίπλα στο φέρετρο. Την πρώτη ημέρα μετά τον θάνατο του Οσίου θεραπεύθηκε ένα τυφλό κοριτσάκι. Η μητέρα του το πήγε κοντά στο φέρετρο και είπε στο παιδί της: «Φίλησε το χέρι του παππού». Και σε λίγο έγινε το θαύμα.
Το λαϊκό προσκύνημα συνεχιζόταν για τρεις ημέρες. Όλοι ένιωθαν ότι τα χέρια του Οσίου ήταν μαλακά και ζεστά σαν να ήταν ζωντανός. Κάποιοι ένιωθαν ευωδία δίπλα στο φέρετρο. Την πρώτη ημέρα μετά τον θάνατο του Οσίου θεραπεύθηκε ένα τυφλό κοριτσάκι. Η μητέρα του το πήγε κοντά στο φέρετρο και είπε στο παιδί της: «Φίλησε το χέρι του παππού». Και σε λίγο έγινε το θαύμα.
Oscar Seraphim of Vyritsa,
Russia
Oscar Seraphim, Basil
Nikolaevich Muravieff, was born on March 31, 1866, in the village of
Varochomevo in the province of Arefinskaja, the district of the city of
Yaroslavl. On April 1, 1866, he was baptized and received the name Basil in
honor of Saint Basil the New. Vassilijski's parents, Nikolai Ivanovich and
Chony Olybievna Muraviev, were respectable and hospitable people. Since a small
child, Basil had taught virtues and presented the characteristics of a
Christian soul, which were fully revealed in his maturity years.
The philanthropist God
offered him wisdom, unusual zeal and willingness, patience and perseverance in
achieving his goals, as well as in remarkable memory. At a very young age, he
almost learned the grammar and then the principles of mathematical science. His
first books were the Gospel and the Psalter.
Adolescent Kingdom enjoyed
the study of ecclesiastical and theological books, especially those related to
the life of the Saints. The Saints, such as Paul the Thivaus, the great Ascites
Anthony, Makarios and Pachomios, Mary and Egypt, cultivated within the shiver
of respect and spiritual joy. Already there was a world spread out in front of
him, and he confused all earthly things. In the depths of his pure teenage soul
he was born the thought of the lonely angelic form. For those around him, this
purpose was still secret.
When there was free time
the Muraviev family went for pilgrimage to temples and monasteries. It was with
great joy that they visited the Lavra of the Holy Trinity and the Skete of
Gethsemane, where the well-known elder Barnabas (Mercury) lived. The elder was
a wise teacher and charismatic. "Without God, not even at the
doorstep!", He was the favorite of Barnabas, who welcomed the visitors.
These words were engraved in the soul of the young Kingdom and made them a law
for his life.
Thus, almost unnoticed,
the Benevolent Lord put in the heart of the Kingdom, from an early age, the
seeds of morality and holiness. And these seeds fell on fertile soil.
Suddenly sadness came. The
Lord called Nikolai Ivanovich Muraviev near him. It was only thirty-nine years
old. The family was going through a great test. The mother of the Kingdom was
fond of her, and after her event her condition deteriorated. Basil had to take
on the debt to support his family.
But the Divine Providence
offered her help to the poor family. A devout, righteous and devout man who
worked in St. Petersburg called Kingdom in the city to help him find a job. His
mother blessed him with the image of Theotokos and the ten-year-old Basil left
for St Petersburg.
There, Basil struggled to
adapt to the intense life of the capital. With the help of his patron, he took
the place of a distributor in one of the shops of Gostini Dvor, the commercial
center of St. Petersburg. From the very first days, due to his zeal for the
good execution of his work and his willingness, Basil gained the trust of his
employer. Then he undertakes the most difficult tasks, which, with the help of
God, performs the best. Almost all of his salary sends him to his mother,
keeping only a small part for his basic needs.
But the moment came when
King's tendency toward monasticism became more intense. It was about fourteen
years old when one day he visited the Lavra of St. Alexander Nefskyi and called
for a meeting with the abbot. But the abbot was missing that day. At that time
in the Lavra were elders who were known all over Russia. They suggested that he
meet one of these elders. Kneeling, with tears in his eyes, Basil told the old
man his great desire. In reply he heard from the elder a counsel which proved
prophetic: to remain in the world, to deal with good and accepted by God deeds,
to create a good and devout family, to give proper upbringing to his children
and together with his wife, the rest of their life to dedicate her to
monasticism. And in the end the elder said, "Basil! A difficult road is
waiting for you with a lot of sadness. Follow Him in front of God and your
conscience. The moment will come and God will reward you ... ". So the
will of God was presented to the Kingdom. The rest of his life was a
preparation for monastic life. It was a feat of obedience that lasted more than
forty years.
His free hours went to the
temple where he was praying or studying. He was constantly trying to teach
himself, while at every opportunity he went to his village and helped his
mother. She loved her very much and continued praying for her.
The king's employer, by
all means, encouraged the hereditary way of his life. He valued the ethos, the
practicality, the excellent workmanship and the undisputed commercial talent of
his employee. When Basil ended his seventeen years, he was the head of the company's
office. In the future he hoped to have a partner.
Due to his obligations,
the young boss had to visit Moscow, Nizhny Novgorod and other cities in Russia.
Then, with the consent of his employer, he visits the blessed places nearby. He
always goes to the monastery of Father Sergio of Rontones to pray. The pilgrims
who visited Lavra always tried to visit the cloister of Gethsemane to worship
the sacred icon of the Chernihag Theotokos and to take the blessing and advice
of Elder Barnabas. God himself brought the young kingdom back to the elder and,
after the great talk they had, Basil became the spiritual son of Elder
Barnabas.
With the blessing of Elder
Barnabas, Basil was constantly trying to practice prayer, to have his thoughts
clear and to resist temptations.
The time has come for
Basil to choose the mate of his life. So in the year 1890, at the wishes of his
spiritual, he married Olga Ivanovna Naidenova.
In the year 1892 Basil
opens his own business. Having the necessary experience and stable trade links,
he is engaged in the production and marketing of fur. Much of the merchandise
was exported abroad: Germany, Austria - Hungary, England, France and other
countries.
In the year 1895 their son
was born, Nikolaos and then their daughter, Olga. But the girl died at a very
early age, and after her death, after a common accord, and a blessing of Elder
Barnabas, the Muraviev spouses continue their common life as brothers. The
prayers of their spiritual father helped them to hold firm in their decision.
The family of Muravier,
after each Divine Liturgy at a great feast and feast, offered food to poor
people. After "Our Father", Basil spoke to them about the importance
of the feast and the life of the saint who celebrated, thanked and wished to
all who visited his home. When he finished the meal, he offered his guests
gifts and money and invited them to the next feast. As a faithful student of
Elder Barnabas, Basil said: "All evil must be covered only by love. The
lower your position, the more valuable you are to me. " Only God knows how
many poor people and patients have been praying with their whole heart, the
names of Basil and Olga, asking for health and salvation for their benefactors.
Basil helped temples and
monasteries and, as a merciful Samaritan, donated donations for the maintenance
of nursing homes, the largest of which was located on the international
boulevard (now Moskovsky Boulevard) of the Novodevichi monastery. On every
occasion, beloved spouses visited nursing homes, offering their consolation and
warmth to the weak and lonely.
Muravier has often been
taking home, patients from state hospitals. The sick were better off in a
hospitable home. Hearty compassion and sincere love have done wonders.
In 1903, Russia celebrated
Saraf's Serafim. It was the will of God to find there, in the monastery of
Saratov, Olga with the Kingdom. Basil from his teenage age deeply appreciated
Oscar Seraphim. He always remembered the words of Hosios that the real purpose
of Christian life is the acquisition of the Holy Spirit.
In early 1906 Father
Barnabas became seriously ill. For the last time he visited the women's
monastery Iveron - Vikous, which he founded and St. Petersburg. Here he spent
two days, met with his beloved spiritual children, thanked them for his love in
his face and their benevolence to the monastery of Iveron, pleading to help her
in the future. On 17 February Elder Barnabas slept in peace.
Real friend of the Kingdom
became Archimandrite Theofanis (Bistro), the spiritualist of the Tsarist family
and future Archbishop Poltavski, who at that time served as an inspector of the
Theological Academy of St. Petersburg.
The future Bishop
immediately discerned Kingdom, the truly pious and humble ascetic. They also
linked love to science. In the Kingdom, the story was always like, and
Archimandrite Theofanis, as a professor of biblical history, was an
incomparable interlocutor and teacher for him.
In 1905 Basil became a
regular member of the Charity Organization of the city of Yaroslavl, the
largest in Russia. Many well-known Hierarchs and ecclesiastical actors of that
time, such as St. John of Kronstadt, were members of the Organization. In the
year 1908, Theophillestos Tychon, future Patriarch of Russia, became the member
of the Organization, who then directed the chair of Yaroslavl.
From 1917 on, the test of
Russia begins. In the first three years after the October Revolution, the
Muravier family is out of town. The new power has nationalized the commercial
enterprise of the Mouravios family, and Basil, free from his worldly
obligations, sinks into the study of the works of the Holy Fathers.
With the blessing of the
Metropolitan of Saint Petersburg, Benjamin, he resorts to the monastery of St.
Alexander Nevsky, and on September 13, 1920, Basil submitted an application to
the old lady, asking to accept him in the fraternity. The answer was positive.
His first assignment was that of the Neocorus. At the same time, he became a
probationer of the Novodevichi monastery and the wife of the Kingdom, Olga.
As early as October 26,
1920, Bishop Benjamin blessed the testimony of the Vassilios and Olgas, called
Barnabas and Christina, respectively. In a little while, Father Varnavas
becomes a priest and is asked to take over the office of the cemetery. This position
was the most difficult in the monastery. The country suffered from the civil
war. The Red Army was fighting the White Army. In the cemeteries of Nicolski,
Tihwinsky and Lazarevski, crying did not stop.
Father Barnabas actively
participated in the massive ecclesiastic-social faith-defending movement,
organized by the brotherhood of St. Alexander in the early 1920s.
This was a very difficult
time for Lavra. Representatives of power continued to intervene in the
monastery's affairs, creating various administrative problems each time.
Nevertheless, monastic
life in Lavra not only did not go out, but was in a state of unprecedented
climb. The monastery was a real center of the ecclesiastical life of St.
Petersburg. There was the money-making station for the hungry, the Lavra areas
were given to the homeless warriors, the orphans were sheltered, and the poor
were offered daily food. The work of feeding was assigned to Father Barnabas.
On September 11, 1921,
Metropolitan Benjamin ordained Father Barnabas to a priest. The former trader
knew well the lives of people from different strata, from a simple worker to
the intellectual, and understood their spiritual needs and problems. At that
time the souls of many believers turn to the simple and upright Father Barnabas.
More and more people were coming to his head for spiritual guidance and
consolation.
The arrests of his beloved
friends and agonists caused great sorrow to Father Barnabas: Archimandrite
Benjamin, Bishop Lantoski Inokenti, Bishop Yamoursaki Nikolaou (Yarousevich),
Archimandrite Gourios and Leontos, Hieromonk Emmanuel and many others from the
Lavra Brotherhood.
Together with the arrests,
new disasters came. On July 17, the new Bishop Nicholas (Sobolef) declares that
he has all the rights to Lavra and forbids the commemoration of Patriarch
Tychos. The power clearly supported a portion of the clergy who followed it. At
that time, the hieromonk Barnabas (Muraviev), the spiritual master of the
monarch Archbishop Sergios (Biryukov) and the priest-monk Varlaam (Sacserdotsky),
whose spiritual authority was very large, advised the brothers to be lenient to
the new Lavra administration accept the temporary and superficial retreat,
otherwise the monastery would inevitably close. Time was right for them. After
the release of Patriarch Tikhon from prison, in 1923, Lavra found its normal
rhythm.
It was not easy for the
monks to maintain their inner peace in this turbulent era.
Immediately after the
events, Father Barnabas is elected by the administration and the brotherhood of
Lavra, a member of the Gerontias, and is appointed to a more responsible
administrative position, as Lavra's treasurer. Although Barnabas sought
isolation and relief from the care of secular affairs, he took his new impetus
with gentleness and obedience to the will of God.
A little later he is
preparing himself internally to take the spiritual speech. Shortly before he
was commissioned to commemorate the holy confession, a great monk was named,
around the end of 1926 or early 1927, and received the name Seraphim, in honor
of Sharif's Seraphim.
During the rioting period,
the humble ascetic told the believers: "Your patience will secure the
salvation of your soul. We are left alone to abandon ourselves to God and to
forgive Him for forgiveness. Let us remember that God is love and we hope for
His mercy. "
However, long-standing
confessions in the temple, continued cooling, unbelievable physical and
spiritual overloads have exacerbated the state of health of Saint Seraphim.
Doctors diagnosed intervertebral neuralgia, rheumatism and thrombophlebitis of
the legs at the same time. Pain in the lower limbs became unbearable. For a
long time Oscar Seraphim did not tell anyone about his illnesses and continued
with incredible bravery to perform the Divine Liturgy and the mystery of the
holy confession. The face of Osio always lit up a calm and joy, and none of the
brothers could imagine the pain he felt. Only his voice became very quiet at
some point.
The day arrived that Saint
Seraphim could not get out of bed.
The new test, the illness,
was accepted by the Savior with excellent calm and patience, as if it were the
next function God had asked for. There was neither microchamp nor resentment.
Constantly thanking the Lord, the Savior said to those who visited him: "I
am a sinner, I deserve more! There are people suffering from worse illness!
"
The weather was passing,
and the state of San José's health was deteriorating. He was sixty-three years
old then. Pulmonary and cardiac insufficiency occurred. The doctors advised him
to move to the countryside and the area of Byritsa was chosen.
Metropolitan Serafim
(Zhitsagov), who had medical knowledge, read the findings of the doctors and
immediately gave his blessing on the journey.
After moving to Vyritsa,
Sissafeim did not visit physicians: "For all is the will of God. Disease
is a school of practice when you really know your immorality ... ".
On Monday, Wednesday and
Friday, the Ossios did not eat anything. Sometimes he does not eat at all for a
few days. Very rarely she drank tea with some bread. Every week he was in
communion with the priests of the region. But besides that, in the cell of
Hosios there were always the Holy Gifts and all the things necessary for the
Divine Society. Feeling an inner necessity was self-confident.
To imitate his heavenly
teacher, the Holy Elder of Byritsa prayed in the garden on stone, in front of
the image of the miraculous Saint Seraphim of Sarov.
Since the beginning of the
Second World War, Saint Seraphim prayed daily on the stone. And his prayers
were to the Lord. Love was responding to love. Only God knows how many human
souls saved those prayers. It is the only doubt that, as an invisible thread,
they connected the earth with the sky, they sought and insisted on the mercy of
God, changing in a secret way the course of many serious events.
But the time of the
earthly voyage of Saint, was approaching in the end. Oscar Seraphim knew the
moment he would pass into eternity. One day before the end, he blessed his
relatives and friends with Sharif's image of Seraphim.
Very early that morning of
1949, Virgin Mary appeared to Osio Seraphim and with her right hand she showed
the sky. The Father pleaded not to disturb him. The day passed with much
prayer, reading the Gospel and the Psalter. Around 2, after midnight, Saint
Seraphim made his cross and sparked the supplication "Save, Lord and
healed all the world", left for eternity.
The folk pilgrimage
continued for three days. Everyone felt that Hosio's hands were soft and warm
as if he were alive. Some felt fragrance next to the coffin. On the first day
after the death of Hosios, a blind girl was cured. His mother went to the
coffin and said to her child: "Kiss the grandfather's hand." And
then the miracle happened.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου