Ο Όσιος Νίκων έζησε στην Ρωσία κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. και
ήταν μαθητής του Οσίου Αντωνίου († 10 Ιουλίου). Ήταν μοναχός στὴ Λαύρα του Κιέβου και είχε τιμηθεί
από τον Θεό με το ιερατικό αξίωμα. Με την ευλογία του Οσίου Αντωνίου
έκειρε μετά από κανονική δοκιμασία και κατάλληλη
πνευματική προετοιμασία όσους ζητούσαν με πόθο το αγγελικό σχήμα. Αξιώθηκε μάλιστα της μεγάλης τιμής
να κείρει
με τα χέρια του τον Ὀσιο Θεοδόσιο († 3 Μαΐου), τον μεγάλο θεμελιωτή της μοναχικής ζωής στη Ρωσία. Έκειρε
ακόμη, περί το έτος 1062, δύο μεγάλες μορφές της Λαύρας, τον επιφανή
βογιάρο Βαρλαάμ και τον ευνούχο ηγεμόνα Εφραίμ.
Γι’
αυτές όμως τις μοναχικές κουρές υπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ο
ηγεμόνας Ιζιασλάβος οργίσθηκε
πολύ, επειδή έχασε από
κοντά του δύο σπουδαία πρόσωπα, δύο χρήσιμους συνεργάτες
και θύμωσε με τους Οσίους. Διέταξε
να φέρουν μπροστά
του εκείνον που τόλμησε να τους κείρει μοναχούς. Ο Όσιος
Νίκων οδηγήθηκε στον ηγεμόνα. Εκείνος
τον κοίταξε
με περισσή οργή
και φώναξε:
Εσύ καλόγερε, τόλμησες να κάνεις σαν κι εσένα, τον βογιάρο και
τον ευνούχο
μου;
Ναι,
εγώ, με την εντολή του Οσίου πατέρα μου και την ευλογία του ουράνιου Βασιλέως
Ιησού Χριστού, που τους κάλεσε
σε αυτό το δρόμο της ασκήσεως,
αποκρίθηκε ο Όσιος ήρεμα και θαρρετά.
Ο ηγεμόνας
με μανία του έδωσε
εντολή
οι νέοι μοναχοί να επιστρέψουν στην πρότερή τους κατάσταση.
Σε αντίθετη περίπτωση θα κατέστρεφε
το σπήλαιο.
Μετά
από το επεισόδιο αυτό, οι αδελφοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το σπήλαιο και να φύγουν
μακριά, σε άλλο τόπο, όπου
δεν θα έφθανε η ηγεμονική οργή.
Τότε ο Όσιος Νίκων πήγε στο Τμουταρακάν και εκεί,
κοντά στην πολίχνη,
βρήκε έναν
έρημο τόπο, όπου εγκαταστάθηκε. Επιδόθηκε αμέσως σε σκληρούς ασκητικούς αγώνες,
ζώντας με σιωπή, «μόνος μόνω τω
Θεώ προσευχόμενος». Η παρουσία
του δεν αργούσε
να γίνει γνωστή
και η φήμη του να απλωθεί
σε ολόκληρη την περιοχή.
Η
Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη δεν είχε ακόμη στερεωθεί εκεί και η μοναχική
ζωή ήταν τελείως άγνωστη. Σιγά – σιγά οι κάτοικοι
άρχισαν να πλησιάζουν τον Όσιο και
να εντυπωσιάζονται από την παράξενη γι’ αυτούς ζωή του. Εκείνος τότε, για την δόξα του
Κυρίου, έλυνε την σιωπή του και
τους μιλούσε
για τον αληθινό Τριαδικό Θεό και
την
Ορθόδοξη πίστη. Όλοι σαγηνεύονταν από τη σοφία, την γνώση
και την αγιότητά του, μετανοούσαν
και
δόξαζαν τον Κύριο με την ζωή
και τα έργα τους. Αργότερα, ορισμένοι ζήτησαν
από τον Όσιο να τους κάνει μοναχούς.
Και εκείνος, αφού τους δοκίμαζε και τους
νουθετούσε, τους έκειρε.
Έτσι τέθηκαν τα θεμέλια για την κατοπινή ανέγερση της μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου, που έγινε σπουδαίο μοναστικό
κέντρο, ισάξιο της μονής
των Σπηλαίων.
Μετά τον θάνατο του ηγεμόνα του Τμουταρακάν Ροστισλάβου
Βλαντιμίροβιτς, οι κάτοικοι της χώρας παρακάλεσαν τον Όσιο Νίκωνα, στον οποίο έτρεφαν απεριόριστη
εμπιστοσύνη και αφοσίωση, να πάει στον ηγεμόνα του
Τσερνιγκώφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς
και να ζητήσει
τον υιό του Γκλὲμπ
για την ηγεμονία του Τμουταρακάν.
Ο Όσιος εκτέλεσε με επιτυχία την διακονία που του ανέθεσε το ποίμνιό του. Επιστρέφοντας μαζί με τον πρίγκιπα Γκλέμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε από το Κίεβο και
επισκέφθηκε τη μονή των Σπηλαίων.
Όταν ο μακάριος
ηγούμενος Θεοδόσιος
αντίκρισε, μετά από τόσα χρόνια,
τον παλαιό συνασκητή του, σκίρτησε από
χαρά. Έπεσαν και οι δύο
στην γη και έβαλαν βαθιά μετάνοια
ο ένας στον άλλο. Ύστερα αγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση και κάθισαν να συζητήσουν.
Όταν
ο Όσιος Νίκων, μετά από πολύ ώρα ετοιμάσθηκε
να φύγει,
ο μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σε λυγμούς και τον
παρακαλούσε να μείνει στα Σπήλαια, για να συνεχίσουν μαζί
την επίγεια ασκητική οδοιπορία
τους.
Πρέπει να
πάω, είπε ο Νίκων, να
ρυθμίσω ότι αφορά στο
μοναστήρι μου. Έπειτα, αν είναι θέλημα
Θεού, θα επιστρέψω.
Πράγματι
ο
Όσιος, πήγε στο Τμουταρακάν
με τον πρίγκιπα
Γκλέμπ, ο οποίος
ανέλαβε και την ηγεμονία
της
χώρας. Ο ίδιος
φρόντισε να τακτοποιήσει με επιμέλεια
τις υποθέσεις της μονής του
και κατόπιν, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, γύρισε
στη Λαύρα, κοντά στον Όσιο Θεοδόσιο.
Υποτάχθηκε με ταπείνωση στον
Άγιο ηγούμενο και εκτελούσε με ακρίβεια όλες του τις εντολές, νεκρώνοντας το δικό του θέλημα. Και
ο μακάριος Θεοδόσιος, όταν χρειαζόταν να λείψει από τη μονή, άφηνε ως αντικαταστάτη του, στη διαποίμανση
της αδελφότητας, τον Νίκωνα.
Πολλές
φορές ο
Όσιος Νίκων, που γνώριζε την
τέχνη της βιβλιοδεσίας,
έραβε και έδενε
βιβλία. Τότε ο Θεοδόσιος
καθόταν ταπεινά
δίπλα του, άν και ήταν ηγούμενος
και
του ετοίμαζε τους σπόγγους που χρειαζόταν για το
εργόχειρό του. Την ώρα εκείνη, αλλά
και σε άλλες ευκαιρίες, οι δυο Όσιοι μάζευαν
γύρω
τους τους αδελφούς και τους νουθετούσαν με
πνευματικές διδαχές και
ασκητικούς λόγους.
Αργότερα
όμως,
όταν ξέσπασε η γνωστή διαμάχη ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες, του Κιέβου Ιζιασλάβο, του Τσερνιγκώφ Σβιατοσλάβο
και του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ, ο Όσιος Νίκων επέστρεψε στο
Τμουταρακάν, όπου έζησε μερικά χρόνια με τον ίδιο ασκητικό ζήλο.
Όταν
έμαθε ότι ειρήνευσε
ο τόπος του Κιέβου, ο Όσιος πήρε πάλι τον
δρόμο για την Λαύρα. Φθάνοντας
όμως εκεί, διαπίστωσε πώς ο Όσιος Θεοδόσιος
δεν ήταν πια στην ζωή. Ηγούμενος
τώρα ήταν ο φιλόθεος
Στέφανος. Ο Όσιος Νίκων αποφάσισε να
τελειώσει τον επίγειο
βίο
του στη μονή της μετάνοιάς του. Έμεινε λοιπόν εκεί και επισκεπτόταν συχνά τον τάφο του
Οσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορά με δάκρυα
χαρμολύπης.
Όταν
με τη συνεργία του πονηρού, ορισμένοι
αδελφοί δημιούργησαν αναταραχή στην αδελφότητα και απομάκρυναν τον μακάριο
Στέφανο από την ηγεμονία
της μονής,
ηγούμενος αναδείχθηκε ο Όσιος Νίκων. Με διάκριση
και
σοφία αγωνίσθηκε ο Όσιος να φέρει την ειρήνη και την ομόνοια
στην αδελφότητα. Και το κατόρθωσε
με μεγάλο κόπο,
πολύ υπομονή και περισσότερη προσευχή.
Οι αδελφοί, αναγνωρίζοντας την ακεραιότητα, την σύνεση και
την αγιότητά του, ησύχασαν και υποτάχθηκαν σε αυτόν, ως σε φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο
και πνευματικό
οδηγό.
Πολλές φορές ο μοχθηρός
διάβολος προσπάθησε
να δημιουργήσει
νέα σκάνδαλα και να βάλει εμπόδια στην ανύσταχτη φροντίδα του
Οσίου να καθοδηγεί στον δρόμο της σωτηρίας τις ψυχές που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Οι σκοτεινοί
σκοποί του όμως δεν μπορούσαν να σβήσουν το φως των
αρετών του πιστού δούλου του Θεού.
Στα χρόνια της ηγουμενίας του Οσίου Νίκωνος, έγινε με τρόπο
θαυμαστό η αγιογράφηση του ναού των
Σπηλαίων από Έλληνες αγιογράφους, σταλμένους
από την Κυρία Θεοτόκο.
Ο Όσιος Νίκων
κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1088. Ενταφιάσθηκε
στη μονή των Σπηλαίων, όπου μέχρι σήμερα το
τίμιο λείψανό
του αναπαύεται άφθορο και ακέραιο,
τιμημένο με τη δόξα
και τη Χάρη του
Θεού και επιτελεί
πολλά θαύματα.
Saint Victor the Dean of
the Lavra of Caves in Kiev
Saint Nikon lived in
Russia in the 11th century AD. and was a student of St. Anthony († 10 July). He
was a monk in the Lavra of Kiev and was honored by God with the priestly
office. With the blessing of St. Anthony, after the proper test and proper
spiritual preparation, those who were enthusiastic about the angelic form were
praying. In fact, he was highly honored to have the Holy Theodosius († 3 May),
the great founder of solitary life in Russia. There was still, around 1062, two
great figures of Lavra, the eminent bull-baron Varlaam and the eunuch ruler
Ephraim.
For these, however, the
lonely shears suffered great sorrow. The ruler Ishislaus was very angry because
he lost two great faces, two useful associates, and he was angry with the
Osians. He ordered to bring before him the one who dared to be called monks.
Saint Nicolas was led to the ruler. He looked at him with much rage and
shouted,
Did you praise, dare to do
like you, my bower and my eunuch?
Yes, I, with the command
of Saint my father and the blessing of the heavenly King Jesus Christ, who
called them in this way of practicing, the Savior answered calmly and
obstinately.
The ruler with his mania
instructed the young monks to return to their former condition. Otherwise, it would
destroy the cave.
After this episode, the
brothers were forced to leave the cave and go away to another place where the
hegemonic anger would not reach. Then Saint Nikon went to Tmutarakan, and
there, near the town, he found a desert place where he settled down. He
immediately suffered hard ascetic struggles, living in silence, "alone by
God praying". His presence did not delay and his reputation spread
throughout the region.
The Orthodox Christian
faith was not yet fixed there, and lonely life was totally unknown. Little by
little, the inhabitants began to approach Osios and be impressed by the strange
life for them. He then, for the glory of the Lord, resolved his silence and
spoke to them of the true Triune God and the Orthodox Faith. All were seduced
by his wisdom, knowledge, and holiness, repented and glorified the Lord with
their lives and works. Later, some asked Osios to make them monks. And he,
having tasted them and squeezing them, told them. Thus the foundations were
laid for the later erection of the monastery of the Hypehraia Theotokou, which
became an important monastery center, equal to the monastery of the Caves.
After the death of the
ruler of Tmutarakan, Rostislav Vladimirovic, the residents of the country
pleaded with Osio Nikon, in whom he was unlimitedly confident and dedicated, to
go to Chernigov's ruler, Svyatoslav Yaroslawic, and ask Glemb's son for the
hegemony of Tmutarakan.
Osios successfully
performed the ministry that his flock had entrusted him with. Returning with
Prince Gleb Svyatoslavic, he passed from Kiev and visited the monastery of
Caves. When the blessed abbot Theodosius reproached his old contender after so
many years, he gathered with joy. Both fell on the earth and deeply repented
one another. Then they were embraced by crying and sat down to discuss.
When Saint Nicolas, after
a long time, was about to leave, the blessed Theodosius burst into sobs again
and begged him to stay in the Caves to continue their terrestrial ascetic
journey.
I have to go, "said
Nikon," to settle that it concerns my monastery. Then, if it is God's
will, I will return.
In fact, Osios went to
Tmutarakan with Prince Gleb, who also took over the country's hegemony. He took
care of arranging the affairs of his monastery, and then, according to his
promise, he returned to Lavra, near Theosios Theodosius. He humiliated himself
with the Holy Abbot and performed all his commandments with precision,
deadening his own will. And the blessed Theodosius, when he needed to be absent
from the monastery, left Nicholas as a substitute for his brotherhood.
Many times Saint Oscar,
who knew the art of bookbinding, picked up and gave books. Then Theodosius sat
humbly beside him, though he was abbot, and prepared the sponges he needed for
his work. At that time, but also on other occasions, the two Soviets gathered
around them the brothers and gave them spiritual teachings and ascetic reasons.
Later, however, when the
famous controversy broke out between the three sibling rulers, Kiev Izzavlav,
Chernigov Svyatoslav and Peregyslav Vsevolod, Saint Nikon returned to
Tmutarakan, where he lived for a few years with the same ascetic zeal.
When he learned that the
place of Kiev was peaceful, the Savior again took the road to Lavra. But when
he arrived there, he found how the Divine Theodosius was no longer alive. Abbot
now was the hospitable Stephen. Saint Nicolas decided to finish his earthly
life in his monastery of repentance. So he stayed there and often visited the
tomb of Saint Theodosius, shouting him every time with tears of joy.
When with the collusion of
the wicked, some brothers created an uproar in the fraternity and removed the
blessed Stephen from the monastery's hegemony, the abbot was the Victorious of
the Victory. With the distinction and wisdom the Osios struggled to bring peace
and unity to the brotherhood. And he did it with great effort, much patience
and more prayer. The brothers, recognizing his integrity, prudence and
holiness, were silent and subdued to him, as an enlightened father, a teacher,
and a spiritual guide.
Many times the wicked
devil tried to create new scandals and impede the unshrewing care of Hosios to
guide the paths of salvation to the souls that the Lord entrusted him. His dark
purposes, however, could not erase the light of the virtues of the faithful
servant of God.
In the years of the reign
of Saint Nicolas, the hagiography of the church of the Caves by Greek
hagiographers, sent by Mrs. Theotokos, was remarkable.
Saint Nicolas slept
peacefully in 1088. He was buried in the monastery of Spilaion, where his
honorable relic is housed and honored, honored with the glory and grace of God
and performing many m
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου