16/3/20

Ο Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω


Ο  Όσιος  Χριστόδουλος,   κατά   κόσμο   Ιωάννης,   γεννήθηκε   το   1020 στη  Νίκαια  της   Βιθυνίας   από  ευσεβείς  γονείς,   τον   Θεόδωρο   και    την Άννα. Ανατράφηκε από τα νεανικά του χρόνια   στην   μοναχική   πολιτεία και ασκήτεψε  στον Όλυμπο της Βιθυνίας και   στην   Παλαιστίνη.    Έπειτα απήλθε   στο  όρος  Λάτρον  της  Καρίας  της   Μ.   Ασίας,  στη μονή  του  Στήλου,   όπου  ίδρυσε   βιβλιοθήκη  και   συγκέντρωσε   γύρω   του    πολλούς   μοναχούς. Εξαιτίας  της  παραμονής του  στο  όρος  του  Λάτρου, ο  Όσιος Χριστόδουλος προσονομάζεται «Λατρηνός». Λόγω όμως των    βαρβαρικών επιδρομών κατέφυγε,  το  έτος 1079, στην Πάτμο, όπου με    την   συνδρομή του    αυτοκράτορα   Αλεξίου   Α’   του    Κομνηνού (1081 – 1118) ανήγειρε   την περιώνυμη    μονή    και    βιβλιοθήκη.
Στην συνέχεια μετέβη  στην Κωνσταντινούπολη  για  υποθέσεις της μονής και αργότερα, αφού  παραιτήθηκε από ηγούμενος, ήλθε στο Στρόβιλο,   πόλη   κοντά   στην ακτή της Μ. Ασίας και  ανέλαβε   εκεί   την φροντίδα  της  μονής  του  Αρσενίου.  Από  το  Στρόβιλο μετέβη    αργότερα στη  νήσο  Κω. Εκεί  ίδρυσε   μονή   της   Αγνής   Θεομήτορος,   στην   οποία κατόπιν   ενεργειών   του   ο   αυτοκράτορας   του   Βυζαντίου   Αλέξιος   Α’   ο Κομνηνός, δώρισε προάστια    της   νήσου   Λέρου    και    τη    νήσο   Λειψώ.
Από  την  Κω  μετέβη   στην   Κωνσταντινούπολη  και  αφού  συνάντησε    τον αυτοκράτορα  Αλέξιο   Α’   Κομνηνό,  τον παρακάλεσε να  του    δώσει    άδεια να  ιδρύσει  μονή  στη  νήσο  Πάτμο. Η  άδεια   παρασχέθηκε  και  επιπλέον παραχωρήθηκε  στον  Όσιο    από    τον    αυτοκράτορα  και  όλη  η  νήσος  το έτος  1088.   Η    ανέγερση    της  μονής    στην   Πάτμο,  η    οποία   τιμάται  στο όνομα   του    Αγίου   Ιωάννου   του    Θεολόγου,   εξαιτίας   της   συγγραφής   της Αποκαλύψεως  από  τον ιερό  Ευαγγελιστή  στο  νησί  αυτό,  άρχισε  αμέσως από  τον    Όσιο   Χριστόδουλο.  Πριν    όμως    ακόμη   τελειώσει  το  έργο, ο   Όσιος    αναγκάστηκε   μαζί    με  τους  μοναχούς  να  εγκαταλείψει  το  έργο   και    το   νησί, λόγω  των  επιδρομών  των Τούρκων  εναντίων  αυτών.
Από  την   Πάτμο  καταπλέει   για    ασφάλεια  στον  Εύριπο  (Εύβοια)    κατά  το   έτος   1092.
Η  διαμονή  του  Οσίου   Χριστοδούλου   στην   Εύβοια   ήταν   σύμφωνα   με επιστημονικές  έρευνες  μικρής  διάρκειας. Υπάρχει  η  πληροφορία  ότι  ένας  ευσεβής  και  πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή    οικία   του  στον   Όσιο,  ο  οποίος  την  ανέδειξε  σε  μοναστήρι,   άν και  οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού  στην   Πάτμο,  απαιτούσαν  την παραμονή του  όχι  στην έρημο  αλλά  κοντά  στον κόσμο.  Εξάλλου,  στην  Εύβοια  ανέκαθεν  υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο  σπήλαιο στο δυτικό   άκρο   της   κωμόπολης Λίμνη    (Ελύμνιον).
Ο  Όσιος  κατά  την διαμονή του  στον  Εύριπο   συνέταξε    την   «Διαθήκη»  και    τον   «Κωδίκελλό»   του  (Μάρτιος   1093). Τη  Διαθήκη   αυτή,   για   να   έχει ισχύ,   την   υπογράφουν   επτά   αξιωματούχοι   της   επισκοπικής   αρχής  και   της πόλεως Ευρίπου   (Χαλκίδος),   ήτοι   Λέων   πρεσβύτερος  και   σακελλάριος   της  πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος  και  νοτάριος  της  καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ… της καθέδρας  Ευρίπου, Βασίλειος  ο  ευτελής διάκονος…    και    νοτάριος   Ευρίπου    κ.ά.
Ειδικότερα  ο   Μητροπολίτης   Ρόδου  Ιωάννης,   στο   έργο  του   «Βίος   και Πολιτεία  του  Οσίου  πατρός  ημών  Χριστοδούλου»   εξιστορεί  την    διαμονή και  την  κοίμηση    του   Οσίου   Χριστοδούλου   στον   Εύριπο,  που    συνέβη   το έτος   1093,  όπως   και   την   ανακομιδή    του   ιερού   λειψάνου   του   και   τη μεταφορά   του    στην   Πάτμο,    αναγράφοντας  τα  εξής:
«Και  φθάνουν εκεί  ο  Όσιος  μαζί  με  την  αδελφότητα,  εκεί  όπου   το    νερό της  θάλασσας εισρέει προς τα έξω και  πάλι   οπισθοχωρώντας    δημιουργεί κάποιο  στενό  θαλάσσης, που  οι  αρχαίοι  το  ονόμασαν  πορθμό  του  Ευρίπου. Και  εκεί  λοιπόν, αφού  έγινε  το αντικείμενο  του  θαυμασμού  όλων  και   αφού    αξιώθηκε   την   πρέπουσα   τιμή,  σαν να   ήταν   Άγγελος σε θνητό  σώμα, νουθετούσε το ποίμνιό του, για να   μη   δυσφορεί    στις   συχνές μετακινήσεις, ούτε να αντιστέκεται ανόητα στις βουλές του  Θεού, που   οικονομεί  τα   πάντα   εν   σοφίᾳ. Αλλά  ένας από  τους  μοναχούς,  επειδή   δεν  υπέμενε   τις   κακουχίες, ούτε   το    στριφνό  και  το  επίπονο  της    αρετής,  όπως  ο  Ιούδας από τους δώδεκα αναχώρησε από την ομήγυρη   των   αδελφών και  την πνευματική    εκείνη   συγκέντρωση   την   αντικατέστησε   με   κήπο,  που  νοίκιασε. Και, καθώς ο  διάβολος  εισήλθε  στον  Ιούδα  και  τον   ώθησε    στην  προδοσία, με   τον   ίδιο   τρόπο   και   πονηρό   δαιμόνιο   βασάνιζε   τον   μοναχό   που είχε αποσπασθεί  από  την   αδελφότητα   και   ανακοινώνεται   στον   πατέρα   η ασθένεια  του  μικρόψυχου  αδελφού. Εκείνος, πράος και  ανεξίκακος, δίνοντας τόπο στην οργή, αφού  πήρε το  ιερό  Ευαγγέλιο,  έρχεται  το  βράδυ προς  τον μαινόμενο  και  παράφρονα,   διαβάζει τα    λόγια   του    Αγίου Πνεύματος για  ασθενή  και αμέσως   βελτιώνεται   η    θέση   του  αρρώστου,  ο οποίος  δεν  επιθυμούσε  πλέον να    ασχολείται   με    την   φύτευση   δένδρων  και την  άρδευση   κήπων,  αλλά  προθυμοποιείται  για  την καλλιέργεια  της    γης της  αρετής,    επανερχόμενος  με    αυτόν   τον   τρόπο   και   πάλι   στην   ποίμνη,   από την   οποία   κακώς προηγουμένως είχε αποκοπεί.   Μετά   την   πάροδο   μικρού χρονικού    διαστήματος,   προφητεύει   σε   όσους   τον   ακολουθούσαν  ότι  θα αποδημήσει  προς    τον   Κύριο,    ότι   οι    Αγαρηνοί    δεν   θα    κατοικήσουν   μέχρι τέλους   στα    νησιά    και    ότι   ο    επιστήθιος   φίλος   του   δεν   θα    αδιαφορήσει   γι’ αυτούς, αλλά  ότι   μόλις   καταπαύσει   η    θαλασσοταραχή,   θα  επανέλθουν   και πάλι  στο  πνευματικό  μαντρί.  Παρακαλεί   λοιπόν    να    παραλάβουν   μαζί τους  το  νεκρό  σώμα του από  την ξένη  αυτή γη  και  να    το    τοποθετήσουν στο  ναό,   για   τον   οποίο   μόχθησε   πολύ.   Αυτά,   αφού   προείπε   σε   ὀσους συναναστρεφόταν  και  καθαγίασε  τους πάντες  με  αποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε το  πνεύμα του στον Θεό,  την   16η   Μαρτίου.   Ταυτόχρονα   με  την   εκπλήρωση   της   προφητείας   και   την   εξαφάνιση   των   πειρατών   από   τη θάλασσα  με την δύναμη του άρχοντος, οι  καλοί   μαθητές του  θυμόντουσαν   την   προφητεία   του    ενάρετου   ποιμένα   και   ετοιμάζονταν  να  αποπλεύσουν.  Επειδή    όσοι    κατοικούσαν   τη   χώρα   εκείνη   άκουσαν   ότι   θα στερούνταν το τίμιο εκείνο σώμα, αφού συγκεντρώθηκαν από τα γύρω   μέρη, έλεγαν   απροκάλυπτα,  ότι  με  κανένα λόγο  δεν    θα    το   επέτρεπαν   αυτό. Γιατί νόμιζαν  ότι  θα  ήταν  ανόητο  και  εξ’ ολοκλήρου  ασύνετο,  να επιτρέψουν σε   άλλους  να  το   μετακομίσουν όπου ήθελαν, επειδή    (ο   Όσιος) ήταν   γι’   αυτούς   σωτήρας,   ιατρός   και θεραπευτής κάθε  αρρώστιας.   Γι’   αυτό  με αυστηρότητα  φρουρούσαν τον νεκρό. Αλλά   δεν   έπρεπε   να  διαψευσθεί    η προφητεία  του  μάκαρος.    Γι’   αυτό    και    αφού    πλέον    είχε   προχωρήσει   η νύχτα,    ξεφεύγοντας   από    την   προσοχή    των   φρουρών,   μεταφέροντας   τον νεκρό  στους   ώμους   τον   επιβιβάζουν σε πλοίο   και,   αφού   έτυχαν   νηνεμίας, φθάνουν   στο   νησί,   αποβιβάζουν   με   μεγαλοπρεπή   πομπή   το   ιερό   σκήνος υμνολογώντας τον Θεό και  ευωδιάζοντας  τον  αέρα  με  αρώματα.  Και  τώρα   άρτιο  και   σώο   κείται το  σκήνωμα στο  ναό  του  Αποστόλου  και  αναβλύζει  πηγές   θαυμάτων  και  όσοι  με πίστη το  αγγίζουν  αισθάνονται κάποια  οσμή μύρου  και  με  μόνη  την  αφή  καθαγιάζονται  και  απελευθερώνονται    από   κάθε    σωματική    βλάβη».
Από   τα   όσα   συνέγραψε   ο    Όσιος   Χριστόδουλος   διασώθηκαν   τα   εξής:   «Υποτύπωσις    ήτοι  διάταξις   γενομένη  προς  τους  εαυτού    μαθητάς   εν τη   εν   Πάτμω  ιδὶα   αυτού  μονή»,   η    προαναφερθείσα   «Διαθήκη»   και   ο   «Κωδίκελλος».        
Η  μνήμη  της  ανακομιδής  των ιερών λειψάνων  του Οσίου   Χριστοδούλου εορτάζεται    στις    21    Οκτωβρίου.


Απολυτίκιον.   Ήχος    α’.   Της   ερήμου   πολίτης.           
Της Νικαίας τον  γόνον  και  της  Πάτμου το  καύχημα, και   των Μοναζόντων   το   κλέος,   θεοφόρον   Χριστόδουλον,   τιμήσωμεν   εν   ύμνοις αδελφοί,  το  σκήνος   προσπτυσσόμενοι    αυτού,   ίνα   λάβωμεν   την   ίασιν   των  ψυχών,  και    των    σωμάτων   κράζοντες·   δόξα   τω   δεδοκότι   σοι    ισχύν,   δόξα  τω  σε   στεφανώσαντι,   δόξα    τω    ενεργούντι   δια    σου,   πάσιν    ιάματα.


Κοντάκιον.   Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.        
Το   σεπτόν  σου   λείψανον, ως ιατρείον,   κεκτημένοι   άμισθον,   νόσων   και θλίψεων   πολλών,   απολυτρούμεθα   κράζοντες·  χαίροις   Πατέρων,  το   κλέος Χριστόδουλε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βιθυνίας γόνος  λαμπρός,   και    της   νήσου   Πάτμου,  αντιλήπτωρ  και αρωγός· χαίροις αφθαρσίας, ευώδες καλλιστείον, Χριστόδουλε θεόφρον,   Χριστού   συμμέτοχε.

Saint Christodoulos in Patmos


Saint Christodoulos, John, was born in 1020 in Nicaea, Bithynia, by godly parents, Theodore and Anna. He was raised from his youth in the lonely state and practiced in Olympos of Bithynia and in Palestine. Then he came to Mount Latron of Caria of Asia Minor, at the monastery of Stella, where he founded a library and gathered around him many monks. Due to his stay on the Mount of Latsros, Saint Christodoulos is called "Latrine". However, due to the barbarian invasions, he took refuge in Patmos in 1079, where, with the help of Emperor Alexios I of Komnenos (1081-1118), he built the nameless monastery and library.
He then went to Constantinople for the monastery's affairs, and later, after resigning from his abbot, he came to Strovilos, a town near the coast of Asia Minor, and took over the care of the monastery of Arsenios. From Stravilos he later moved to the island of Kos. There he founded a monastery of the Holy Theotokos, in which, after his actions, the emperor of Byzantium Alexios I Komnenos donated the suburbs of the island of Leros and the island of Lipsos.
From Kos he traveled to Constantinople and after meeting Emperor Alexios I Komnenos, he begged him to give him permission to establish a monastery on Patmos island. The permission was granted and was granted to the Assumption by the emperor and the whole island in the year 1088. The erection of the monastery in Patmos, which is honored in the name of St. John the Theologian because of the writing of the Revelation by the holy Evangelist on this island, began immediately by Osios Christodoulos. Before the work was over, however, Osios was forced with the monks to abandon the work and the island because of the Turkish invasions against them.
From Patmos he arrives for safety in Evripos (Evia) in the year 1092.
The stay of Saint Christodoulou in Evia was according to short-term scientific research. There is the information that a pious and wealthy resident of Euripus offered his luxurious home to Osios, who made it a monastery, although the cares of Ossios due to the great estate of the monastery in Patmos demanded his stay not in the desert but close to the world. Moreover, there has always been a tradition in Euboea, according to which Osios Christodoulos remained as a clergyman in the cave at the western end of the town of Limni (Elimnios).
During his stay in Euripus, the Savior drew up his "Testament" and "Codecel" (March 1093). To this effect, this covenant is signed by seven officers of the episcopal authority and the city of Euripus (Chalkis), ie the elder and the sackcloth of the city of Euripus, John the elder and the patron of the Euphrous, Michail ... of Ephripos, deacon ... and notary Evripos etc.
In particular, the Metropolitan of Rhodes Ioannis, in his work "Life and the State of Our Father our Christodoulou", chronicles the residence and settlement of Saint Christodoulou in Euripus, which happened in 1093, as well as the redeeming of his sacred relic and his transfer to Patmos, highlighting the following:
"And the Savior arrives there with the brotherhood, where the water of the sea flows outward and back again, creating a narrow sea, which the Ancients called Euripus' Strait. And then, having become the object of admiration for all, and having claimed the proper honor, as if he were an angel in a mortal body, he was feeding his flock so as not to disturb frequent travels, or to resist foolishly in the voices of God, everything in wisdom. But one of the monks, because he did not suffer the hardships, nor the bitterness and painfulness of virtue, as Judas from the twelve departed from the brotherhood of the brothers, and that spiritual gathering replaced her with a garden that he rented. And as the devil entered Judah and pushed him into betrayal, in the same way, a wicked demon was tortured by the monk who had been detached from the brotherhood and the father of the sickly brother was told to the father. That man, who is a real and unselfish one, giving his place to anger, having taken the sacred gospel, comes to the berserk and desperate in the evening, he reads the words of the Holy Spirit for a patient, and immediately improves the position of the sick, who no longer wished to deal with tree planting and garden irrigation, but it is willing to cultivate the land of virtue, returning to it again in the flock, from which it had been poorly cut beforehand. After a short period of time, he prophesies to those who follow him that he will go to the Lord, that the Agorians will not dwell in the islands until the end, and that his baptized friend will not indifferent to them, but that as soon as the seaside return to the spiritual pen. So please take their dead body with them from this foreign land and put it in the temple, for which it was very painful. This, after proclaiming to those who were engaged and consecrated to all with farewell words, delivered his spirit to God on March 16th. Simultaneously with the fulfillment of the prophecy and the disappearance of the pirates by the sea with the power of the lord, his good students remembered the prophecy of the virtuous shepherd and were preparing to sail. Because those who inhabited that country heard that they would have been deprived of that honest body, having been gathered from the surrounding parts, they said openly, that they would not allow it for any reason. Because they thought it would be silly and wholly misunderstood, allow others to move it where they wanted, because (the Ossios) was for them a savior, a doctor and a healer of all illnesses. That's why they strictly guarded the dead man. But the prophet's prophecy had to be refuted. That is why after the night had passed, escaping from the attention of the guards, carrying the deceased to his shoulders, they boarded him on board, and after they had reached the sea, arriving on the island, a sacred tent descends with a magnificent procession praising God and smelling him air with perfumes. And now there is the relic in the Apostle's temple, and there are springs of miracles, and those who by faith touch it feel some odor of myrrh and with the touch alone they are sanctified and released from all bodily harm. "
From what Josio Christodoulos wrote, the following were preserved: "Subtlety, a device made for the disciples in the patome of the monastery of Patmos", the above-mentioned "Testament" and "Codecelos".
The memory of the relics of the holy relics of Saint Christodoulou is celebrated on October 21st.


Apolyticus. Sound a '. Desert citizen.
Of Nicaea the beast and of Patmos the pride, and of the Monasians of the crown, the dear Christodoulus, we honor the brothers of hymns, the tall temple that grows up to him, we receive the healing of the souls and the bodies that are scorching; glory, the glories, the glories, glory, glory acting for you, good laughter.
Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
Your sepentor redeemed, as a practice, unrequited, sickness and sorrows of many, destitute of the crucibles; rejoicing of the Fathers, the Christodoule.


Majesty.
Hierony of Bithynia a brilliant flesh, and the island of Patmos, a perceptible and a helper; rejoicing in delight, fragrant beauty, Christodoule the theologian, Christ participated.

Δεν υπάρχουν σχόλια: