12/3/20

Ο Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος


Ο  Άγιος   Συμεὼν  ο  Νέος   Θεολόγος,   γεννήθηκε   το   έτος    949   μ.Χ. στη   Γαλάτη    της   Παφλαγονίας  από    γονείς   ευσεβείς   και   εύπορους, τον   Βασίλειο  και  την   Θεοφανώ.  Ο  θείος   του   Βασίλειος,   ο    οποίος κατείχε   υψηλή    θέση στον αυτοκρατορικό   οίκο της Κωνσταντινουπόλεως,  προσέλαβε  νωρίς  τον ανεψιό    του  κοντά   του, όπου,   όπως   ήταν   φυσικό,   έτυχε  καλής  παιδείας.   Όμως   ο   Όσιος δεν   έδινε   προσοχή   και    δεν   έδειχνε   ενδιαφέρον    για    μάθηση.
Κατά  την   εποχή    αυτή  ο  Συμεών   γνωρίστηκε   με   έναν   μοναχό   της περιωνύμου   μονής   Στουδίου,   ο    οποίος    ονομαζόταν,   επίσης, Συμεών. Ο   μοναχός  αυτός  έγινε  από  την  αρχή  ο  πνευματικός    του πατέρας.  Όταν   κατά    το    έτος  963   μ.Χ. πέθανε  ο  θείος του,  ο  Συμεών   προσήλθε  στη μονή  του   Στουδίου,  όπου  ζητούσε    «τον    εκ νεότητος  αυτού   χρηματίσαντα   πατέρα  πνευματικόν   και   διδάσκαλον». Ο    ίδιος   ο   Όσιος   Συμεών   παρομοιάζει   τον   θείο   του   με   τον Φαραώ,   τη   διαμονή   του   στον   αυτοκρατορικό  οίκο  με   την  αιχμαλωσία  των  Ισραηλιτών  στην  Αίγυπτο και    τον   πνευματικό    του πατέρα    με    τον   Μωϋσή.
Κάποτε   ο   Γέροντάς   του,   του   έδωσε   ένα   βιβλίο   με   τα συγγράμματα   των  Αγίων  Μάρκου  του  Ερημίτου  και  Διαδόχου Φωτικής.  Ζωηρή  εντύπωση του  προξένησε  το  ακόλουθο  απόφθεγμα  από  το  βιβλίο του Αγίου    Μάρκου    του    Ασκητού,  που  είχε  τον   τίτλο  «Περί    Νόμου    Πνευματικού»:
«Εάν  ζητάς  ωφέλεια,  επιμελήσου  τη  συνείδησή σου,
Κάνε  όσα  σου  λέει  και  θα  εύρεις  την  ωφέλεια».
Ο    Όσιος    Συμεών  ήταν   σαν   να    άκουσε   το    λόγο    αυτό   από    το  στόμα  του   Θεού    και    άρχισε   αμέσως    να    κάνει    ό, τι    τον πρόσταζε  η  συνείδησή  του. Και  αυτή,  που  είναι   κάτι   θεϊκό,  τον  παρακινούσε    συνεχώς    στα  ανώτερα, έτσι  ώστε  αύξησε  την  προσευχή  και  την  μελέτη   του   μέχρι  την   ώρα    που   άρχιζε    να λαλεί    ο  πετεινός,   δηλαδή    μέχρι   τα   χαράματα. Σε αυτό  τον βοηθούσε και    η    συνεχής    νηστεία.   Έτσι,   ακόμα   και    πριν  φύγει από  τον   κόσμο,   ζούσε   σχεδόν   ασώματο   βίο.  Δεν   του   χρειάστηκε λοιπόν   πολύς   καιρός,   για    να    εκδημήσει   εντελώς   από    τα  ορώμενα   και    να   εισδύσει    στα   αόρατα   θεία   θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε  με  τον Θεό,  είδε  ξαφνικά    να    λάμπει  άπλετο  φως  από   τους    ουρανούς    και    να  κατεβαίνει  προς  αυτόν. Φώτισε  τα  πάντα    και    τα   μετέβαλε   σε   μία   ολοκάθαρη   ημέρα.   Καθώς   ήταν   και ο ίδιος τυλιγμένος    από αυτό το φως, του φαινόταν σαν   να   εξαφανίσθηκε   ολόκληρη   η   οικία   μαζί  με  το    δωμάτιό   του,   ενώ  ο    ίδιος  είχε   αρπαγεί  στον    αέρα,   νιώθοντας  σαν    να    μην   είχε   καθόλου   σώμα. Κατάπληκτος   από   το   μέγα   τούτο   μυστήριο   κραύγαζε   με   μεγάλη   φωνή   το «Κύριε, ελέησον».  Καθώς  βρισκόταν μέσα σε αυτό  το    θείο   φως,   βλέπει  στα  ύψη του  ουρανού  μία  ολόφωτη νεφέλη,  άμορφη  και    ασχημάτιστη, γεμάτη   από  την  άρρητη   δόξα  του  Θεού.  Στα  δεξιά  της  έστεκε  ο  πνευματικός του πατέρας  Συμεών ο  Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή  την εκστατική κατάσταση  για  πολύ, χωρίς να  αισθάνεται,  καθώς    βεβαίωνε  αργότερα, εάν  ήταν  μέσα στο  σώμα  ή  εκτός του  σώματος.   Όταν κάποτε  εκείνο   το   φως    σιγά – σιγά   υποχώρησε,   ήλθε  στον   εαυτό  του    και κατάλαβε   πως  βρίσκεται   μέσα   στο    δωμάτιο.
Μετά  από  αυτή  τη  θεωρία,  ο  Όσιος  Συμεών  ικέτευε  συνεχώς   το Γέροντά    του    να     τον   κείρει   μοναχό.
Αλλά  ο   πνευματικός   του   πατέρας  τον  αναχαίτισε,    επειδή    ήταν   νέος στην   ηλικία   και    έτσι   ο   Όσιος   επέστρεψε   στην   οικία   του    θείου   του,   όπου άρχισε   με   επιμέλεια  να  μελετά.   Βαθιά  εντύπωση    απεκόμισε    από    τα έργα  των   Αγίων   Μάρκου του  Ασκητού  και  Διαδόχου   Φωτικής,   τα  οποία έλαβε    από    τα    χέρια    του    πνευματικού    του.
Κατά    το   έτος   970   μ.Χ.   ο    Συμεών    επισκέφθηκε    τους    γονείς   του    και   τους ανακοίνωσε   την   κλίση   του για τον μοναχικό  βίο. Μάταια   εκείνοι προσπάθησαν  να  μεταβάλλουν  την  απόφαση  του  μονάκριβου  υιού   τους. Η  απόφαση  του  Συμεών  ήταν σταθερή.  Αρνήθηκε  εγγράφως    την πατρική  περιουσία  που  του  ανήκε  και  κατέφυγε  στη  μονή   του  Στουδίου. Λίγο    αργότερα μεταβαίνει    στη  μονή    του    Αγίου   Μάμαντος  του   Ξηροκέρκου,  υπό  τον  ηγούμενο  Αντώνιο,  που  βρισκόταν  κοντά   στη μονή   του   Στουδίου.   Μετά   από   μία   διετία   εκάρη   εδώ     μοναχός,   για   να  φωτίζει  όλους  τους  πιστούς  με    το   φως   της   γνώσεως, που   φώτιζε  τον   εαυτό του.  Όταν  μετά  από   λίγο   πέθανε  ο  ηγούμενος    της    μονής,   ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη    Νικολάου  του   Χρυσοβέργη   (984 – 995 μ.Χ.)  και  την  έγκριση των  μοναχών    του    Αγίου   Μάμαντος,    έγινε    ηγούμενος    της    μονής.
Ως ηγούμενος ο  Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι   μόνο    την   κατεστραμμένη   μονή,  αλλά  προ  πάντων  το ανθρώπινο  στοιχείο.  Η   μονή    παρομοιαζόταν   με   κατάλυμα  κοσμικών και  νεκρών σωμάτων.  Και  η  μεν  μονή   ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η  πνευματική  όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε   την   μεγάλη   αδιαφορία   ορισμένης   ομάδας    μοναχών, οι  οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μία πρωϊνής κατηχήσεως, να επιτεθούν  κατά   του  Γέροντός   τους.   Κατά   την   ώρα   της   επιθέσεως   ο   Όσιος,   «τας  χείρας   δεσμεύσας  προς  εαυτόν  και  εις   ουρανόν  άρας    αυτού την διάνοιαν,  επί  χώρας  άσειστος  έστη,  υπομειδιών και  φαιδρός    ατενίζων προς    τους   αλάστορας».
Αυτό  ήταν  αρκετό   να  αφοπλίσει  τελείως   τους  τριάντα   εκείνους μοναχούς, οι  οποίοι  επέδειξαν   αυτή   την   συμπεριφορά.   Ο   Πατριάρχης Σισίννιος  ο  Β’   (996 – 998   μ.Χ.)   προς   τον    οποίον    κατέφυγαν    αμέσως,   για να δικαιωθούν προφανώς από  αυτόν, εξεπλάγη  από  την μανία  και    τον φθόνο  των  ασύνετων  μοναχών    και   διέταξε    να   εξορισθούν.  Όμως  ο Όσιος  Συμεών παρακάλεσε  θερμώς  τον Πατριάρχη  να  τους  συγχωρέσει.
Ο    Όσιος,   παρά    τα   πολλά   καθήκοντά   του   στη   μονή,   εύρισκε    καιρό    να  γράφει «των   θείων   ύμνων   τους   έρωτες»,   τους «λόγους των εξηγήσεων», τους   «κατηχητικούς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικά και  Θεολογικά Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα  εναντίων    του    Οσίου   δημιούργησε  ο  σύγκελλος του  Πατριάρχη,   Μητροπολίτης   Νικομήδειας Στέφανος.  Αφορμή    γι’ αυτό ήταν  η  αγαθή   φήμη του  Οσίου.    Επειδή   ο   σύγκελλος   δεν    μπορούσε   να βρει   στον βίο  του  Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε  προς  το  πρόσωπο  του κοιμηθέντος   ήδη   Γέροντός  του.   Η  κατηγορία   του   σύγκελλου  ήταν  ότι  ο  Όσιος  υμνούσε  τον   πνευματικό   του   πατέρα  ως   Άγιο.   Τελικά    έπεισε   την   Σύνοδο  να  διερευνήσει  το  ζήτημα.    Και  μετά  την   διαδικασία   αυτή,   όλοι   αναγνώρισαν,   εκτός  του   σύγκελλου,   το δίκαιο  του   Συμεών.   Τότε   ο    σύγκελλος    συνεργάστηκε    με  μοναχούς   που εχθρεύονταν  τον    Όσιο  και  έκλεψε    από    τη    μονή    την   εικόνα   επί   της οποίας  είχε  αγιογραφηθεί  ο  πνευματικός   πατέρας   του    Οσίου    μαζί   με τον  Χριστό  και  άλλους  Αγίους. Ο  Όσιος διατάχθηκε  να  προσέλθει    στη Σύνοδο,    για   να   απολογηθεί.  Και   πάλι   βρέθηκε    αθώος.
Ο  Όσιος   παρέμεινε    επί   είκοσι    πέντε   χρόνια   ως   ηγούμενος   και    το    έτος 1005 αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως,  που   εκαλείτο  Παλουκητόν   και    ησύχαζε   στη    μονή  της Αγίας   Μαρίνας.  Στην  ηγουμενία  τον  διαδέχθηκε ο μαθητής   του Αρσένιος.   Κοιμήθηκε  με  ειρήνη    το   έτος  1022.
Η    Σύναξη   αυτού   ετελείτο   στη   μονή   του  Στουδίου,  στη    μονή    του    Αγίου Μάμαντος  και    στη    μονή   της    Αγίας   Μαρίνας.
Ο  Όσιος   Συμεών   εδίδασκε   ότι   η   προς   Θεόν   ειλικρινής  αγάπη  και   η μετάνοια  ήσαν  ασφαλείς  οδοί προς  τη   θέωση.    Η   τριαδολογική    βάση    της θεώσεως  του ανθρώπου  απολήγει  ιστορικά  στα   χριστολογικά    πλαίσια  της σωτηρίας και της λυτρώσεως, με   σαφείς   εκκλησιολογικές   αλλά   και εσχατολογικές  προεκτάσεις   προς   την   ολοκλήρωση   και   πλήρωση   της τελειώσεώς  του. Το   φως   της   Αγίας   Τριάδος   αποκαθαίρει   την   καρδιά    του ανθρώπου,    διαστέλει «τον   μέτοχον  αυτού»  από τον    κόσμο   του   σκότους και της  πτώσεως  και  δημιουργεί  τις    προϋποθέσεις,   ώστε   οι   πιστοί    από  τώρα  να αρχίσουν να γεύονται τη μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικά   ο   Όσιος   Συμεών:   «Το   φως   της   Αγίας   Τριάδος   φαίνον   εν καθαρά    καρδία    παντός   αφιστά   του   κόσμου   καὶ    τον   μέτοχον  αυτού  απ’ εντεύθεν   ήδη    εμφορείσθαι  περὶ   της   μελλούσης   δόξης».  Εδώ η  θέωση   σχετίζεται    άμεσα  με  το  ιστορικό  και   εσχατολογικό  έργο  της Θείας  Οικονομίας,  αφού  τελικός  σκοπός   είναι  η   σωτηρία   και   η δοξοποίηση  του   ανθρώπου. Αυτού του   σωτηριολογικού   έργου   «απαρχή»  «μεσότης»  και   «τελειότης»   είναι    ο    Χριστός.
Η   τελείωση   και   η   θέωση   ολοκληρώνεται στη  Βασιλεία  του  Θεού.  Αναφέρει   σχετικά    ο    Όσιος  ότι    ο   Χριστός  είναι  η  Βασιλεία  και    η    Εδέμ.   «Συ  βασιλεία ουρανών, συ γη, Χριστέ, πραέων, συ χλόης   παράδεισος, συ    ο    νυμφών   ο   θείος».          
Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε   Νέος   Θεολόγος,  «ο   Θεολόγος   του   φωτός»   ή   «ο   Άγιος του φωτός».   Κατά   τις  πνευματικές  αναβάσεις   του   Αγίου,   επιδιδόμενος   στην ησυχία,   ελευθερωνόταν  από   την   ύλη,   η   γλώσσα   του    γινόταν γλώσσα πυρός,  συνέθετε    και  θεολογούσε   θείους  ύμνους,  γινόταν  ολόκληρος  πυρ, ολόκληρος φως   και   θεωνόταν   κατά   χάριν.   Άλλοτε,   μαρτυρείται   ότι βρισκόταν επάνω στη γη   και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος,    ήταν    «όλος    φωτός    και    όλος  λαμπρότητος».

Saint Simeon the New Theologian




Saint Symeon, the New Theologian, was born in 949 AD. in the Galati of Paphlagonia by godly and affluent parents, Kingdom and Theophano. His uncle, Basil, who held a high position in the imperial house of Constantinople, hired his early nephew at his earliest, where, naturally, he was well educated. However, the Saint did not pay attention and was not interested in learning.
At that time Symeon met a monk of the monk named Stoudiou, who was also called Symeon. This monk was made from the beginning by his spiritual father. When in the year 963 AD his uncle died, Symeon went to the monastery of Stoudius, where he demanded "the child of his father who was a spiritual father and a teacher". Samos Simeon himself likens his divine to Pharaoh, his stay in the imperial house with the captivity of the Israelites in Egypt, and his spiritual father with Moses.
Once his Elder gave him a book with the writings of the Marks of the Hermit and the Guardian of Light. His vivid impression created the following teachings from St. Mark's Book of Asquis, entitled "On the Law of Spirituality":
"If you are looking for a benefit, be careful of your conscience,
Do what he says and you will find the benefit. "
Saint Symeon was like listening to this word from God's mouth and immediately began to do what his conscience prompted him. And she, who is something divine, continually inspired him to the upper ones, so that he increased his prayer and study until the rooster began to sing, that is, until the dawn. This was also helped by continued fasting. So, even before he left the world, he lived almost innocent life. It did not take long for him to develop completely from the heavens and to invade the invisible divine spectacles.
One night, therefore, who prayed and in a pure mind communicated with God, suddenly saw shining light from the heavens and descending to him. Enlighten everything and change them to a very clean day. As he himself was wrapped in this light, it seemed to him that the whole house disappeared with his room, while he had been grasped in the air, feeling as if he had no body at all. Amazed by this great mystery, he cried with a loud voice, "Lord, be merciful." As it was in this divine light, it sees at the heights of the sky a pale cloud, amorphous and incomprehensible, full of the glorious glory of God. To the right was the spiritual father of Simeon the Pious. He stayed in this ecstatic situation for a long time, without feeling, as he later asserted, whether he was inside or outside the body. When once that light slowly subsided, he came to himself and realized he was in the room.
Following this theory, Saint Symeon continually begged his Elder to be a monk.
But his spiritual father intercepted him because he was young in age, and so Osios returned to his uncle's home where he began diligently to study. He was profoundly impressed by the works of Saints Mark of Asquis and Successor of Light, which he received from the hands of his spiritual.
In the year 970 AD. Simeon visited his parents and announced their inclination for lonely life. In vain they tried to change the decision of their single son. Simeon's decision was steady. He refused in writing his father's property and resorted to the monastery of Stoudiou. Shortly afterward, he moved to the monastery of Agios Mamantos of Xirokerkos, under the abbot Antonios, near the monastery of Stoudios. After a couple of years, he was a monk here, to enlighten all believers in the light of knowledge, enlightening himself. When the abbot of the monastery died, Saint Simeon was ordained a sovereign and, with the blessing of Patriarch Nicholas of Chrysovergy (984-995 AD) and the approval of the monks of St. Mammas, became the abbot of the monastery.
As the Abbot, the Ossios had to deal with many unpleasant situations. Not only the destroyed monastery, but above all the human element. The monastery was similar to the accommodation of cosmic and dead bodies. The monastery as a building was downgraded, but the spiritual formation of the monks required many insurmountable efforts. His teaching met the great indifference of a certain group of monks who arrived at the point during an early catechism attacking their Elder. At the time of the attack, Osios, "His hands bound to himself and to his heavenly mind the intelligence, on a country of unrest, and subconscious, and a man looking at the wanderer."
This was enough to disarm the thirty monks who demonstrated this behavior. Patriarch Shishinnius II (996-998 AD), to whom they immediately resorted to be apparently justified by him, was surprised by the fury and envy of the unwise monks and ordered them to be exiled. However, Simeon Simeon strongly urged the Patriarch to forgive them.
In spite of his many duties in the monastery, the Ossios found it time to write "the divine hymns of love", "explanatory reasons", "catechism", "Proceedings, Cognitive and Theological Chapters".
Unfavorable issues were raised by the Syrian Patriarch, Metropolitan of Nicomedia Stephanos. The reason for this was the good reputation of Saint. Because the Syngel could not find some class in the life of Saint, he turned to the face of his already sleeping Elder. The class of the scholar was that the Holy One praised his spiritual father as a saint. He finally persuaded the Synod to investigate the matter. And after this process, everyone acknowledged the Simeonian law outside of the consensus. Then the Syngel collaborated with monks who dwelt on Osio and stole from the monastery the icon on which Hosios' spiritual father was hagiographed with Christ and other Saints. The Jesuit was ordered to come to the Synod to apologize. Again he was found innocent.
Osios remained for twenty-five years as an abbot, and in the year 1005 he retired to a retreat on the opposite side of the desert of Chrysopolis, which was called Palukiton and settled in the monastery of Agia Marina. His disciples succeeded Arsenios. He slept in peace in the year 1022.
The Synaxis was in the monastery of Stoudios, in the monastery of Agios Mamantos and in the monastery of Agia Marina.
Saint Symeon taught that sincere love and repentance toward God were safe paths to theosis. The triumphal basis of human doctrine ends historically in the christian frameworks of salvation and redemption, with clear ecclesiological and eschatological extensions to the completion and fulfillment of its completion. The light of the Holy Trinity restores the heart of man, spreads "his shareholder" from the world of darkness and falling, and creates the conditions for believers to begin to taste their future glory. Typically, Saint Symeon writes: "The light of the Holy Trinity appears to be a pure heart, all of the world, and its shareholder, from now on, is already wounded by the glory of glory." Here, theosis is directly related to the historical and eschatological work of the Divine Economy, since the ultimate goal is the salvation and praise of man. This satirical work of "beginning", "middle" and "perfectness" is Christ.
Perfection and the doctrine end in the Kingdom of God. In this regard, Ossios mentions that Christ is the Kingdom and Eden. "A heavenly covenant, a beast, a Christ, a fairy, a paradise, a nymph of the uncle."
For his theological training and skill, Saint Symeon was named New Theologian, "the theologian of light" or "the saint of light". During the spiritual ascents of the saint, freed from matter, his tongue became a language of fire, composed and theologized divine hymns, became full of fire, full light and glorified. Sometimes, it is testified that he was on the earth and having his hands raised and praying, was "all light and all brilliance."

Δεν υπάρχουν σχόλια: