Ματθ. 25, 14-30
Η
παραβολή των ταλάντων
14 ῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς
ἰδίους δούλους καὶ
παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ
ὑπάρχοντα αὐτοῦ,
15 καὶ
ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα,
ᾧ δὲ δύο,
ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν
ἰδίαν δύναμιν,
καὶ ἀπεδήμησεν
εὐθέως.
16 Πορευθεὶς δὲ ὁ
τὰ πέντε τάλαντα
λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς
καὶ
ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα.
17 Ὡσαύτως καὶ ὁ
τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς
ἄλλα δύο.
18 Ὁ δὲ
τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ
ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον
τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
19 Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν
ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει
μετ᾿ αὐτῶν λόγον.
20 Καὶ προσελθὼν ὁ
τὰ πέντε τάλαντα
λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε
τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά
μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα
πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿
αὐτοῖς.
21 Ἔφη αὐτῷ
ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!
ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω ·
εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου
σου.
22 Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ
τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε,
δύο τάλαντά
μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα
δύο τάλαντα
ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς.
23 Ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε
ἀγαθὲ καὶ πιστέ!
ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ
πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν
χαρὰν τοῦ κυρίου σου.
24 Προσελθὼν δὲ
καὶ ὁ τὸ
ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε·
ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων
ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν
οὐ διεσκόρπισας·
25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν
ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου
ἐν τῇ γῇ·
ἴδε ἔχεις τὸ σόν.
26 Ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ
δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις
ὅτι θερίζω ὅπου
οὐκ ἔσπειρα
καὶ συνάγω
ὅθεν οὐ διεσκόρπισα!
27 Ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς
τραπεζίταις, καὶ
ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.
28 Ἄρατε οὖν
ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι
τὰ δέκα τάλαντα.
29 Τῷ
γὰρ ἔχοντι παντὶ
δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ
μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει
ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
30 Καὶ τὸν ἀχρεῖον
δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ
ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ
κλαυθμὸς καὶ ὁ
βρυγμὸς τῶν
ὀδόντων.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ματθ. 25, 14-30
Η παραβολή των ταλάντων
14 «Όπως
ένας άνθρωπος, που
θα πήγαινε ταξίδι,
κάλεσε τους δούλους του
και τους παρέδωκε
όλα τα υπάρχοντά του.
15 Σε
έναν έδωκε πέντε τάλαντα,
σε άλλον δύο,
σε άλλον ένα,
στον καθένα κατά την
ικανότητά του, και
έφυγε αμέσως για ταξίδι.
16 Εκείνος
που πήρε τα πέντε
τάλαντα,
τα εμπορεύθηκε και
κέρδισε άλλα πέντε.
17 Επίσης
εκείνος που πήρε
τα δύο, κέρδισε
άλλα δύο.
18 Εκείνος
όμως που πήρε
το ένα, πήγε
και έσκαψε στη
γη και έκρυψε το
χρήμα του κυρίου του.
19 Ύστερα
από πολύ
χρόνο έρχεται ο κύριος
των
δούλων εκείνων και τους
ζητεί λογαριασμόν.
20 Εκείνος που
είχε πάρει τα πέντε
τάλαντα, προσήλθε
και έφερε άλλα πέντε
τάλαντα και είπε,
«Κύριε, μου παρέδωκες πέντε
τάλαντα· κύτταξε, κέρδισα άλλα πέντε τάλαντα».
21 Ο
κύριός του του είπε,
«Εύγε,
δούλε καλέ και
πιστέ. Σε ολίγα
φάνηκες πιστός, σε πολλά
θα σε εγκαταστήσω.
Ἐμπα στην χαράν
του κυρίου σου».
22 Ήλθε
και εκείνος που είχε πάρει
τα δύο τάλαντα,
και είπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μου
παρέδωκες· κύτταξε, κέρδισα
άλλα δύο τάλαντα».
23 Ο
κύριός του του
είπε, «Εύγε, δούλε
καλέ και πιστέ.
Σε ολίγα φάνηκες πιστός, σε
πολλά θα σε εγκαταστήσω» Έμπα
στην χαράν του κυρίου
σου».
24 Ήλθε
και εκείνος που
είχε πάρει το
ένα τάλαντον, και
είπε, «Κύριε, σε
ήξερα ότι είσαι
ένας σκληρός άνθρωπος,
θερίζεις εκεί, όπου
δεν έσπειρες και μαζεύεις
εκεί, όπου δεν εσκόρπισες,
25 και
επειδή φοβήθηκα, πήγα και
έκρυψα το τάλαντόν σου
στην γην, ιδές έχεις
ό,τι είναι δικό σου».
26 Ο
κύριος του του απεκρίθη, «Πονηρέ
δούλε και οκνηρέ,
ήξερες πως θερίζω εκεί,
όπου δεν έσπειρα
και μαζεύω εκεί,
όπου δεν εσκόρπισα.
27 Έπρεπε
λοιπόν να βάλῃς
τα χρήματά μου
στους τραπεζίτες και εγώ, όταν επέστρεφα,
θα τα έπαιρνα
πίσω με τόκον.
28 Πάρτε
από αυτόν το
τάλαντον και δώστε
το σ’ εκείνον,
που έχει τα δέκα
τάλαντα,
29 διότι
στον καθένα που
έχει, θα δοθούν
και άλλα και θα
περισσέψουν· από εκείνον
όμως που δεν
έχει, θα του
αφαιρεθεί και αυτό
που έχει.
30 Και
τον άθλιον δούλον ρίξτε
έξω στο σκοτάδι,
εκεί θα είναι
το κλάμα και το
τρίξιμο των δοντιών».
Β΄ Κορ.
6, 1-10
1 Συνεργοῦντες δὲ
καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς
κενὸν τὴν χάριν
τοῦ
Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς·
2 λέγει
γάρ· καιρῷ
δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ
ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά
σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ
νῦν ἡμέρα σωτηρίας·
3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ
ἡ διακονία,
4 ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ
πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν
ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις,
5 ἐν
πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν
ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις,
ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις,
6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει,
ἐν μακροθυμίᾳ,
ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ,
ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ,
7 ἐν
λόγῳ ἀληθείας, ἐν
δυνάμει Θεοῦ, διὰ
τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν
δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν,
8 διὰ δόξης
καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας
καὶ εὐφημίας,
ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς,
9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ
ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ
ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ
μὴ θανατούμενοι,
10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ
δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς
δὲ πλουτίζοντες,
ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ
πάντα κατέχοντες.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Β΄ Κορ.
6, 1-10
1 Ως συνεργάτες
του σας παρακαλούμεν
να μη δεχθήτε
μάταια την χάριν του
Θεού,
2 διότι λέγει, Εις καιρόν ευνοίας
σε άκουσα και
εις ημέραν σωτηρίας
σε βοήθησα. Ο καιρός
ευνοίας είναι τώρα,
η ημέρα
σωτηρίας είναι
τώρα.
3 Δεν
δίνομεν σε κανένα
καμμίαν αφορμήν προσκόμματος
δια να μη δυσφημισθεί η
υπηρεσία μας,
4 αλλά
σαν υπηρέτες του
Θεού συστείνουμε τους
εαυτούς μας σε
όλα δια της μεγάλης
υπομονής μας σε
θλίψεις, σε ταλαιπωρίες,
σε στερήσεις,
5 σε
μαστιγώσεις, σε φυλακίσεις,
σε ταραχές, σε
κόπους, σε αγρυπνίες
και πείναν·
6 με
αγνότητα, σύνεσιν, μακροθυμίαν
και καλωσύνην, με
Πνεύμα Άγιον, με αγάπη
χωρίς υπόκρισιν,
7 με
το κήρυγμα της
αληθείας και με
δύναμιν Θεού, με
τα όπλα της δικαιοσύνης, τα
επιθετικά και αμυντικά,
8 σε
τιμήν και ατίμωσιν,
σε δυσφημήσεις και
επαίνους, σαν λαοπλάνοι
και όμως αληθινοί,
9
σαν άγνωστοι και
όμως πολύ γνωστοί,
σαν να πεθαίναμε
και όμως ζούμε, σαν
τιμωρούμενοι και όμως
μη θανατούμενοι,
10 σαν
λυπημένοι και όμως
πάντοτε χαρούμενοι, σαν
πτωχοί και όμως κάνοντες
πολλούς πλουσίους, σαν
να μη έχωμεν
τίποτε και όμως κατέχομεν τα
πάντα.
Matt. 25, 14-30
The parade of the
talents
14 "Like a man who
would go on a journey, he called his servants and gave them all his
possessions.
15 To one he gave five talents,
to another two, to another one, to each in his capacity, and immediately left
for a voyage.
16 He who took the five
talents traded them and won five more.
17 Also he who took the
two, won two more.
18 But he that took the
one went and dug in the land, and hid his master's money.
19 After a long time comes
the master of those servants and seeks them an account.
20 He who had taken the
five talents came and brought another five talents and said, "Lord, you
handed me five talents; I have been pet, I have won five more talents."
21 His master said to him,
"Well, work good and believe. You seemed a little faithful, I will settle
for you in a lot. Give thanks to your lord.
22 And he that had taken
the two talents came, and he said, Lord, two talents thou hast delivered me,
and I have gained two talents.
23 His master said to him,
"Well, work good and believe. In a few moments you seemed loyal to me, I
will install you in many "Emba in your master's joy".
24 And he that had taken
the one talent came, and said, Lord, I knew you that thou art a tough man; thou
shalt dwell therein, where thou hast not gathered, and gathered thither, where
thou hast not scattered,
25 And because I was
afraid, I went and hid your talent in the land; you have all that is yours.
"
26 And his lord answered,
Behold, thou art a servant, and have known that I have grown there, where I
have not come, and gather therein, where I have not escaped.
27 So I had to put my
money on the bankers and I, when I returned, would take them back with interest.
28 Take from him the
talent and give it to him, who has the ten talents,
29 For every one who has,
others will be given, and they will go out; but he who has not, will be
removed, and what he has.
30 And the shameful slave
thrown out into the dark, there shall be the weeping and the grinding of the
teeth. "
B Corinthians 6: 1-10
1 As your associates
please do not take in vain the grace of God,
2 For he saith, At a time
of favor I have heard thee, and helped thee in a salvation day. The time of favor
is now, the salvation day is now.
3 We are not given any
cause for hindrance in order not to defame our service,
4 but as servants of God
we set ourselves together in all our great patience in sorrows, troubles,
deprivations,
5 in flares, in imprisonments,
in riots, in labor, in vigil and in hunger;
6 with purity, sympathy,
long-suffering and kindness, with the Holy Spirit, with love without suspicion,
7 by preaching the truth
and by the power of God, with the weapons of righteousness, the aggressive and
defensive,
8 in honor and dishonor,
in defamation and praise, as apostates but true,
9 as unknown and yet very
well known, as though we were dying and yet living, as punished and yet not
dead,
10 like sad and yet always
happy, as poor and yet making many rich, as if we did not have anything, and
yet we possess everything.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου