23/11/18


Λουκᾶ  19,12-28

12 εἶπεν   οὖν·  ἄνθρωπός  τις  εὐγενὴς   ἐπορεύθη  εἰς  χώραν  μακρὰν λαβεῖν  ἑαυτῷ  βασιλείαν  καὶ   ὑποστρέψαι.
13 Καλέσας  δὲ  δέκα  δούλους   ἑαυτοῦ   ἔδωκεν  αὐτοῖς   δέκα  μνᾶς καὶ εἶπε  πρὸς  αὐτούς·  πραγματεύσασθε  ἐν  ᾧ  ἔρχομαι.
14 Οἱ  δὲ  πολῖται  αὐτοῦ  ἐμίσουν  αὐτόν,  καὶ  ἀπέστειλαν πρεσβείαν  ὀπίσω   αὐτοῦ  λέγοντες·  οὐ  θέλομεν  τοῦτον  βασιλεῦσαι  ἐφ᾿  ἡμᾶς.
15 Καὶ   ἐγένετο  ἐν  τῷ  ἐπανελθεῖν  αὐτὸν  λαβόντα  τὴν  βασιλείαν, καὶ εἶπε  φωνηθῆναι  αὐτῷ  τοὺς  δούλους  τούτους  οἷς  ἔδωκε τὸ  ἀργύριον,  ἵνα  ἐπιγνῷ  τίς  τί  διεπραγματεύσατο.
16 Παρεγένετο  δὲ  ὁ  πρῶτος  λέγων·  κύριε,  ἡ  μνᾶ  σου  προσειργάσατο δέκα  μνᾶς.
17 Καὶ  εἶπεν   αὐτῷ· εὖ,  ἀγαθὲ  δοῦλε!  Ὅτι  ἐν  ἐλαχίστῳ  πιστὸς  ἐγένου,  ἴσθι  ἐξουσίαν  ἔχων  ἐπάνω  δέκα  πόλεων.
18 Καὶ  ἦλθεν  ὁ  δεύτερος  λέγων·  κύριε,  ἡ  μνᾶ  σου  ἐποίησε  πέντε μνᾶς.
19 Εἶπε  δὲ  καὶ  τούτῳ·  καὶ  σὺ  γίνου  ἐπάνω  πέντε  πόλεων.
20 Καὶ  ἕτερος  ἦλθε  λέγων·  κύριε,  ἰδοὺ  ἡ  μνᾶ  σου,  ἣν εἶχον  ἀποκειμένην  ἐν  σουδαρίῳ.
21 Ἐφοβούμην  γάρ  σε,  ὅτι  ἄνθρωπος   αὐστηρὸς  εἶ·  αἴρεις  ὃ  οὐκ  ἔθηκας,  καὶ  θερίζεις  ὃ  οὐκ  ἔσπειρας,   καὶ   συνάγεις   ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.
22  Λέγει  αὐτῷ·  ἐκ  τοῦ  στόματός  σου  κρινῶ  σε, πονηρὲ  δοῦλε.  Ἤδεις  ὅτι  ἄνθρωπος  αὐστηρός  εἰμι  ἐγώ,  αἴρων  ὃ  οὐκ  ἔθηκα, καὶ  θερίζων  ὃ οὐκ  ἔσπειρα,  καὶ  συνάγων  ὅθεν  οὐ  διεσκόρπισα·
23  καὶ  διατί  οὐκ  ἔδωκας  τὸ  ἀργύριόν  μου  ἐπὶ  τὴν  τράπεζαν, καὶ  ἐγὼ ἐλθὼν  σὺν  τόκῳ  ἂν  ἔπραξα  αὐτό;
24 Καὶ   τοῖς  παρεστῶσιν  εἶπεν.  Ἄρατε  ἀπ᾿  αὐτοῦ  τὴν  μνᾶν  καὶ  δότε τῷ  τὰς  δέκα  μνᾶς  ἔχοντι.
25 Καὶ  εἶπον  αὐτῷ·  κύριε,  ἔχει  δέκα  μνᾶς.
26 Λέγω  γὰρ  ὑμῖν  ὅτι  παντὶ  τῷ  ἔχοντι  δοθήσεται,  ἀπὸ  δὲ  τοῦ  μὴ ἔχοντος  καὶ  ὃ  ἔχει  ἀρθήσεται  ἀπ᾿  αὐτοῦ.
27 Πλὴν  τοὺς  ἐχθρούς  μου  ἐκείνους,  τοὺς  μὴ  θελήσαντάς   με βασιλεῦσαι  ἐπ᾿  αὐτούς,  ἀγάγετε  ὧδε  καὶ   κατασφάξατε αὐτοὺς  ἔμπροσθέν  μου.

Θριαμβευτική   είσοδος  του  Ιησού  Χριστού   εις   τα   Ιεροσόλυμα

28 Καὶ   εἰπὼν   ταῦτα  ἐπορεύετο  ἔμπροσθεν  ἀναβαίνων  εἰς   Ἱεροσόλυμα.


ΑΠΟΔΟΣΗ   ΣΤΗΝ   ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Λουκά  19,12-28

12 Είπε  λοιπόν,  «Κάποιος   από   ευγενή   καταγωγή   πήγε   σε  μακρυνή   χώρα   δια  να  λάβει   δια   τον   εαυτόν  του   βασιλική   εξουσία   και ύστερα   να  επιστρέψει.
13 Αφού  εκάλεσε  δέκα  δούλους  του,  τους   έδωκε  δέκα εκατοντάδραχμα  και  τους   είπε,  «Εμπορευθήτε  με  αυτά  έως  ότου επιστρέψω».
14 Αλλ’ οι  συμπολίται   του   τον   μισούσαν  και  έστειλαν   πίσω  του πρεσβεία  λέγοντες,   «Δεν   θέλουμε   να  γίνει   αυτός   βασιλεύς  μας».
15 Όταν  επανήλθε,   αφού  έλαβε   την  βασιλική  εξουσία,   είπε  να κληθούν   οι   δούλοι  εκείνοι  που  τους  είχε  δώσει  τα  χρήματα,  δια  να μάθει   τι  είχε   κερδήσει  ο  καθένας.
16 Ο  πρώτος   ήλθε  και  είπε,  «Κύριε,  το  εκατοντάδραχμό  σου  έφερε άλλα   δέκα  εκατονάδραχμα».
17 Ο  κύριός  του  του  είπε,  «Εύγε,  δούλε  καλέ,  εις   ελάχιστα  φάνηκες έμπιστος,  πάρε  εξουσία   επάνω  σε  δέκα  πόλεις».
18 Και  ήλθε  και  ο  δεύτερος  και  είπε,  «Το  εκατοντάδραχμό  σου,  Κύριε, έκανε  άλλα  πέντε  εκατοντάδραχμα».
19 Είπε  δε  εις  τούτον,  «Και  συ  έχε  εξουσία   πάνω  σε  πέντε  πόλεις».
20 Ήλθε   και   άλλος   δούλος   και  είπε,  «Κύριε,  να  το  εκατοντάδραχμό σου,  το  οποίο   είχα   φυλάξει  σ’ ένα   μαντήλι.
21 Διότι  σε  φοβόμουνα,   επειδή  είσαι   άνθρωπος  αυστηρός·  παίρνεις εκείνο  που  δεν   έβαλες  εσύ  και  θερίζεις  εκείνο  που   δεν   έσπειρες».
22 Ο   κύριός  του  του  λέγει,  «Πονηρέ   δούλε,  από  τα  λόγια  του στόματός  σου  θα  σε  κρίνω.  Ήξερες   ότι   είμαι   άνθρωπος   αυστηρός, και  παίρνω   εκείνο   που  δεν  εβαλα  και  θερίζω  εκείνο  που  δεν έσπειρα.
23 Γιατί  λοιπόν   δεν   έβαλες  το  χρήμα  μου  εις   την  τράπεζαν,  και  όταν  επέστρεφα,  θα  το  εισέπραττα  μαζί  με  τόκο;».
24 Και   εις  τους  παρευρισκομένους  είπε,  «Πάρτε  από   αυτόν   το εκατοντάδραχμο   και  δώστέ το   σ’ εκείνον  που  έχει   τα   δέκα εκατοντάδραχμα».
25 Αυτοί  του  είπαν,  «Κύριε,   έχει  δέκα   εκατοντάδραχμα».
26 «Σας   λέγω,   ότι    στον   καθένα  που  έχει,   θα   δοθούν   και  άλλα, από  εκείνον  όμως   που   δεν   έχει,  θα  αφαιρεθεί  και  εκείνο  που  έχει.
27 Αλλά   όσον  δια   τους   εχθρούς  μου  αυτούς,  που  δεν   ήθελαν  να είμαι  βασιλεύς  τους,  φέρτε  τους   εδώ   και  σφάξτε  τους  μπροστά  μου».

Θριαμβευτική   είσοδος  του  Ιησού   στα  Ιεροσόλυμα

28 Όταν  είπε   αυτά,  προχώρησε   δια   να  ανεβεί  στα  Ιεροσόλυμα.


Α΄ Τιμοθέου  4,4-8, 16

4 Ὅτι  πᾶν  κτίσμα  Θεοῦ  καλόν,  καὶ  οὐδὲν  ἀπόβλητον  μετὰ  εὐχαριστίας  λαμβανόμενον·
5 ἁγιάζεται  γὰρ  διὰ  λόγου  Θεοῦ  καὶ  ἐντεύξεως.
6 Ταῦτα  ὑποτιθέμενος  τοῖς  ἀδελφοῖς καλὸς  ἔσῃ  διάκονος  Ἰησοῦ Χριστοῦ,  ἐντρεφόμενος  τοῖς  λόγοις  τῆς  πίστεως  καὶ  τῆς  καλῆς διδασκαλίας  ᾗ  παρηκολούθηκας.
7 Τοὺς  δὲ  βεβήλους  καὶ  γραώδεις  μύθους  παραιτοῦ,  γύμναζε δὲ σεαυτὸν  πρὸς  εὐσέβειαν·
8 ἡ  γὰρ  σωματικὴ  γυμνασία  πρὸς  ὀλίγον  ἐστὶν  ὠφέλιμος,  ἡ  δὲ εὐσέβεια  πρὸς  πάντα  ὠφέλιμός  ἐστιν,  ἐπαγγελίας  ἔχουσα  ζωῆς  τῆς νῦν  καὶ  τῆς  μελλούσης.
16 Ἔπεχε  σεαυτῷ  καὶ  τῇ  διδασκαλίᾳ,  ἐπίμενε  αὐτοῖς·  τοῦτο  γὰρ  ποιῶν καὶ  σεαυτὸν  σώσεις  καὶ  τοὺς  ἀκούοντάς  σου.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗΝ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Α΄   Τιμοθέου  4,4-8, 16

4 Διότι   κάθε  δημιούργημα  του   Θεού  είναι   καλό  και  κανένα  δεν  είναι   απορρίψιμον,  όταν  λαμβάνεται  με   ευχαριστία,
5 διότι  αγιάζεται  με   τον   λόγο   του  Θεού  και  την   προσευχή.
6 Εάν   αυτά  διδάσκεις   τους  αδελφούς,  θα  είσαι  καλός  υπηρέτης  του Ιησού  Χριστού,   διότι   θα  τρέφεις   τον  εαυτόν  σου  με  τους   λόγους   της   πίστεως   και  της   καλής   διδασκαλίας,   την   οποία παρακολούθησες.
7 Τους   δε  βεβήλους  μύθους  που  αρμόζουν  σε   γρηές,  απόρριπτε,   και γύμναζε  τον  εαυτόν  σου  εις   την   ευσέβειαν,
8 διότι   η  σωματική  γυμναστική  ολίγον  ωφελεί,   η  ευσέβεια  όμως   είναι   καθ’ όλα  ωφέλιμος,   διότι  περιέχει   υπόσχεσιν  και  δια  την τωρινή  ζωή  και  δια  την  μέλλουσα.
16 Πρόσεχε  τον   εαυτόν  σου  και  την   διδασκαλίαν   σου·   επίμενε  εις   αυτά. Διότι   κάνοντας   αυτό,   και  τον   εαυτόν  σου  θα   σώσεις   και  εκείνους  που  σ’ ακούνε.


Luke 19: 12-28

12 He said, "A man of noble descent went to a distant land to receive for himself the royal power and then to return.
13 And when he had called his ten slaves, he gave them ten hundred cents, and said unto them, Bring ye them with them, till I return.
14 But his fellow citizens hated him, and sent him an embassy, ​​saying, "We do not want him to become our king."
15 When he came back, having received the royal power, he said that the servants who had given them the money were called to know what had been won by everyone.
16 The first came and said, "Lord, your centipede has brought you ten hundred centimeters."
17 And his lord said unto him, Behold, thou art a servant, in the least seen as a confidant, take authority over ten cities.
18 And the second came and said, "Your centurion, O Lord, has made another five hundred cubits."
19 And he said unto him, There was power in five cities.
20 Another slave came and said, "Lord, let your centipede, which I had kept on a scarf.
21 For I feared you because you are a strict man; you take that which you did not do, and you render that which you have not consumed. "
22 His master says to him, "Piti, work, I will judge you from the words of your mouth. You knew I was a strict man, and I get what I did not put up and reap what I did not get.
23 Why then did you not put my money at the bank, and when she returned, would she receive it with interest? "
24 And he said to the attendants, "Take from him the hundred-handed, and give it to him who has the ten hundred cents."
25 They said to him, "Lord, he has ten cents."
26 "I say unto you, that unto every one that hath, there shall be others, but he that hath not, and that which he hath, shall be taken away.
27 But for my enemies, who did not want to be their king, bring them here and slaughter them in front of me. "

Jesus' triumphant entrance to Jerusalem

28 When he said this, he proceeded to ascend to Jerusalem.
A Timotheos 4,4-8, 16

4 For every creation of God is good, and none is discarded when it is received with thanksgiving,
5 For it is sanctified by the word of God and prayer.
6 If you teach the brethren, you will be a good servant of Jesus Christ, because you will be nourishing yourself with the reasons of faith and good teaching you have been following.
7 And the wickedness of myths that are sore for thee, thou hast rejected, and thrust thyself into piousness,
8 because physical exercise is of little benefit, but piety is all the more beneficial because it contains a promise both for present life and for the future.
16 Take heed to yourselves and your teaching, persevere in them. For by doing this, you yourself will also save those who hear you.

Δεν υπάρχουν σχόλια: