29/12/19

Ο Όσιος Μάρκελλος


Πέτυχε στην   ζωή  του  διότι  με  την   χάρη   του   Θεού   κατάλαβε,   ότι   οι  κοσμικές   λαμπρότητες    φαίνονται  και   αφανίζονται   όπως   τα άνθη.   Και   είχε   την   πεποίθεση   ότι   ζωή   αληθινή   και   κερδισμένη είναι   μόνο   εκείνη,  που   αφιερώνεται   στην   υπηρεσία  του   καλού, επάνω   στον   δρόμο   του    Ιησού  Χριστού.
Ο    Μάρκελλος   έζησε  τον   5ο   αιώνα,   επί    πατριαρχείας    Γενναδίου του   Α’   (458 – 471) και βασιλέως του Λέοντα  Α’  του   Μακέλλη.   Η καταγωγή   του Μάρκελλου   ήταν  από   τη   Συρία   και   η   οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια. Επειδή  οι  γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα,   στόλισαν   τον   γιο   τους   με   πολλή   παιδεία.  Αλλά   η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη την φλόγα της ευσεβείας.  Τα    κοσμικά   αξιώματα   δεν   τον   ενδιέφεραν.
Με τέτοιες  διαθέσεις  πήγε   στην   Έφεσο,   όπου   μπήκε   σε   μοναστήρι και  έγινε  μοναχός. Από   εκεί   πήγε   στην   Κωνσταντινούπολη,   στη Μονή   Ακοιμήτων,   όπου   ηγούμενος    ήταν  ο Αλέξανδρος. Εκεί, γρήγορα   διακρίθηκε για  τις   αρετές   του   και  αγαπήθηκε πολύ  από τους   αδελφούς   της   Μονής, για   την   ταπεινοφροσύνη   που διατηρούσε, άν  και   ήταν   άνθρωπος   μελέτης    και  μεγάλης διανοητικής    αξίας.
Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και ύστερα ο διάδοχός του Ιάκωβος,  η   αγάπη   και    η   εκτίμηση    των   αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο    τον   Μάρκελλο.   Η    διοίκησή   του   ήταν   άριστη.   Σύμφωνα με άλλη γνώμη, την μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο Όσιος Μάρκελλος,   πιθανών   στη   θέση   του    σημερινού   Τσιμπουκλί.     
Έτσι  με   αυτή   την   θεία   και   Οσία    ζωή   του,   κοιμήθηκε   και αναπαύτηκε   ο   Μάρκελλος   στη   Μονή   του.


Απολυτίκιον.  Ήχος   γ’.  Θείας    πίστεως.   
Ύμνον  άληκτον,   Θεώ   προσφέρων,   νουν    ακοίμητον,  προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων· όθεν  κανών   αρετής εχρημάτισας, και   Μοναστών ποδηγέτης  θεόσοφος. Πάτερ   Μάρκελλε, Χριστόν   τον   Θεόν    ικέτευε,   δωρήσασθαι   ημίν   το   μέγα   έλεος.


Κοντάκιον.  Ήχος    πλ. β’.   Την   υπέρ    ημών.      
Την   αγγελικήν,   ασίγητον   υμνῳδίαν, σώματι   θνητώ, μιμούμενος θεοφόρε,  ποιμήν   άγρυπνος    ώφθης, σαφώς και   αρχέτυπον,   τοις   εκ πόθου  επομένοις σοι, ευσεβεία  και  σεμνότητι, και βοώσι Πάτερ Μάρκελλε·   χαίροις   θεράπον   Χριστού,   και    Οσίων   κρηπίς.


Μεγαλυνάριον.
Αίνεσιν   ακοίμητον  τω   Θεώ,   Μάρκελλε   προσφέρων,   κατεκοίμησας των παθών, τας  επαναστάσεις, και  άγρυπνος προστάτης, υπνώσας  πανοσίως,   ημίν   γεγένησαι.

Saint Marcellus

He succeeded in his life because by the grace of God he understood that the cosmic splendors look and disappear like flowers. And he was convinced that only true, earned life is the one dedicated to the service of the good, in the way of Jesus Christ.
Marcellus lived in the 5th century, under the patriarchate of Gennadius I (458-471) and king of Leontas I Makellis. Marcello's background was from Syria and his family was quite wealthy. Because his parents loved the letters, they adorned their son with a lot of education. But the young man's heart had the flame of piety within him alive and yet. The secular office did not interest him.
With such sentiments he went to Ephesus, where he entered a monastery and became a monk. From there he went to Constantinople, to the monastery of Akimiton, where Alexander was abbot. There, he was quickly distinguished for his virtues and much loved by the brothers of the monastery, for the humility he maintained, though he was a man of study and of great intellectual value.
After the death of the abbot Alexander and after his successor James, the love and appreciation of the brothers, he made abbot Marcello. His administration was excellent. According to another opinion, the monastery of Akimiton was built by this Saint Marcellus, probably in place of the present Tsibukli.
So with this divine and Hosea life, Marcellus slept and rested in his Monastery.


Absolutely. Sound c. Divine faith.
Humble, God offering, unending yet, willingly espoused, to fulfill divine ordinances; Father Marcellus, Christ begged God, I am graciously granted.


It's close. Sound b. For us.
The angelic, unadulterated hymn, the mortal body, imitating theophore, the sound of a vigilant impulse, clearly and archetypal, as long as your followers, reverence and modesty, and the baptism of Peter Christophe and Goddess;


Magnificent.
Still waiting for God, Marcellus, the tender-bearer of passions, the revolutions, and the watchful protector, sleeping in complete panic, you are halfway.

Δεν υπάρχουν σχόλια: