Προνομιούχο
χαρακτηρίσαμε πολλές φορές το νησί της Κύπρου. Προνομιούχο και ευλογημένο,
αλλά
και μαρτυρικό. Ναί! Μαρτυρικό, γιατί κανένα μέρος του κόσμου, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν γνώρισε
και δεν
δοκίμασε τόσες συμφορές και καταστροφές
όσες αυτό.
Η ομορφιά
του από την μία, τα αγαθά με τα οποία
το
προίκισε η αγάπη
του Δημιουργού από την άλλη, έγιναν αφορμή
ώστε διάφοροι λαοί, από τα πανάρχαια χρόνια, να επιβουλεύονται
την ευτυχία
του και να προσπαθούν
με συνεχείς
επιδρομές να το κατακτήσουν.
Η
γη του πολλές φορές ζυμώθηκε
με το αίμα των παιδιών
του.
Μια
περίοδος ιδιαίτερα φοβερή
μα και τραγική
υπήρξε η περίοδος των αραβικών επιδρομών (Σαρακηνών).
Για 300 τόσα
χρόνια
(από τα μέσα
περίπου του 7ου αιώνος
μέχρι των μέσων του 10ου) η Κύπρος υπέφερε τρομερά από τις επιδρομές
αυτού του λαού, των Αράβων – Σαρακηνών.
Στο διάστημα αυτό
η Κύπρος ερημώθηκε πραγματικά. Από
την μάστιγα του
λαού αυτού η νήσος ξαναβρήκε
σχετική γαλήνη μετά τον εξοντωτικό
αγώνα, που ανέλαβε ενάντια στον λαό αυτό
ο στρατηγός του Βυζαντίου
και μετά αυτοκράτορας αυτού, ο Νικηφόρος
Φωκάς.
Στα
χρόνια
που ακολούθησαν την περίοδο αυτή χιλιάδες μοναχοί
που ζούσαν στην Αίγυπτο
και την Παλαιστίνη
στην προσπάθειά τους να
βρουν κατάλληλο μέρος
για ησυχία και προσευχή
διάλεξαν την Κύπρο.
Κι
ήρθαν σ’ αυτήν. Εκατοντάδες ολόκληρες ήρθαν. Οι σπηλιές στα ακατοίκητα τότε μέρη της
Κύπρου γέμισαν
από τους αγωνιστές
αυτούς της αρετής. Πολλοί μάλιστα
από τους ερημίτες
αυτούς
έγιναν Άγιοι. Γι’
αυτό και το προσωνύμιο στη
νήσο μας «Αγία
Νήσος η Νήσος των
Αγίων».
Για
τέσσερις μάλιστα από
αυτούς που ήρθαν
τότε στην Κύπρο και
έγιναν αφορμή να κτιστεί εδώ το μοναστήρι του Μαχαιρά θα αναφερθούμε στις γραμμές
που
ακολουθούν.
Τα
πρόσωπα αυτά είναι οι Νεόφυτος, Ιγνάτιος, Προκόπιος και Νείλος.
Στην
αρχή
ήρθαν οι πρώτοι
δύο
από αυτούς (1145). Το πλοίο
που
τους έφερε τους αποβίβασε
κάποια μέρα στο λιμάνι της Κερύνειας. Από εκεί
οι δύο ασκητές προχώρησαν και ύστερα από περπάτημα, όχι και πολλών
ωρών, έφθασαν στο μοναστήρι του Χρυσοστόμου, που βρισκόταν
στους πρόποδες του Πενταδακτύλου,
το γνωστό
ως μοναστήρι
του Αγίου Χρυσοστόμου του Κουτζουβέντη.
Την εποχή αυτή τούτο το μοναστήρι βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Στο Κοινόβιο
αυτό οι δύο μοναχοί δεν έμειναν για πολύ καιρό. Ὁ πόθος τους
να ζήσουν σε δικό τους ασκητήριο, ερημικό και
ήσυχο, τους έκαμε να περιμένουν
λίγο να τους αποκαλύψει ένα τέτοιο μέρος ο Κύριος
στην υπηρεσία του οποίου
τάχθηκαν από τα νεανικά τους χρόνια.
Ένα βράδυ μετά από θερμή προσευχή
οι ασκητές
βγήκαν έξω από το
κελί τους για να αναπνεύσουν τον δροσερό αέρα του βουνού. Κάποια στιγμή
εκεί που στεκόντουσαν ο Νεόφυτος είπε
στον Ιγνάτιο.
«Αδελφέ μου, κοίτα ένα παράξενο φως στα μακρινά εκείνα βουνά». Το φως αυτό
παρακολούθησαν για μερικές βραδιές να τρεμοσβήνει σαν να τους προσκαλούσε να πάνε
κοντά του. Ένα πρωί
το αποφάσισαν. Αφού αποχαιρέτησαν τον ηγούμενο
και τους αδελφούς
της
Μονής για την
πολυήμερη φιλοξενία και την αγάπη
τους, ξεκίνησαν. Με οδηγό
το επίγειο εκείνο άστρο, που
είδαν ψηλά στις πλαγιές της μεγάλης οροσειράς σαν τους
παλαιούς Μάγους οδήγησαν τα βήματά τους προς
αυτό με πόθο τους
να φτάσουν
και να ζήσουν εκεί την ασκητική ζωή,
που έκαμαν σκοπό και δράμα της ζωής τους.
Πέρασαν
απ’ έξω από την Λευκωσία, στάθμευσαν για λίγο στις Ιερές Μονές των Αγίου Ηρακλειδίου και Αγίου Μνάσωνος και βαδίζοντας
συνέχεια έφτασαν μία μέρα στον
τόπο που τους απεκάλυπτε ο
Θεός. Μιὰ βρυσούλα
με γάργαρο κρύο νερό βρισκόταν
κάτω από ένα ύψωμα που βάτοι αδιαπέραστοι
το σκέπαζαν και μέσα
σ’ αυτούς βρισκόταν το φως που έβλεπαν να φωτίζει όλο
εκείνο το μέρος. Κάθισαν κοντά
στην πηγή, έφαγαν
λίγο ξερό ψωμί που
είχαν μαζί τους,
ήπιαν
και από το νερό που κυλούσε
μπροστά τους και δοξάζοντας τον Θεό για το δώρο του έβγαλαν τα κλαδευτήρια
τους για να καθαρίσουν τον τόπο από τους βάτους.
Μια φωνή
που ακούστηκε από μέσα
τους
σταμάτησε:
-
Αφήστε τα κλαδευτήρια σας και πάρτε το μαχαίρι
που είναι μπροστά σας. Μ’ αυτό συνιστώ να κόψετε τους βάτους και όχι με τα κλαδευτήρια. Θέλω να λέγομαι Παναγία η
Μαχαιριώτισσα και όχι Παναγία η Κλαδευτηριώτισσα.
Ποιος μιλούσε; Από την
αγία εικόνα της Παναγίας
που ήταν πέρα από το μαχαίρι ακουόταν η φωνή. Με δάκρυα στα μάτια οι δύο ασκητές παραμέρισαν τους βάτους,
πήραν το μαχαίρι
και καθάρισαν
τον τόπο
που χρειαζόταν, για να εισέλθουν στο ιερό σπήλαιο. Μόλις μπήκαν, γονάτισαν,
προσκύνησαν την αγία εικόνα της Παναγίας με βαθιά συγκίνηση και δάκρυα
και είπαν με ένα στόμα:
—
Πανάχραντη, Μητέρα του Χριστού,
βοήθησέ μας να φτιάξουμε
ένα πιο κατάλληλο
μέρος για σένα και να ζήσουμε κοντά σου, κάτω από τη σκέπη και την
προστασία σου.
Από
την ίδια στιγμή οι δυο ερημίτες ρίχτηκαν στην δουλειά. Καθάρισαν την μικρή σπηλιά και έβαλαν εκεί την εικόνα
της
Παναγίας. Θα ήταν
προσωρινά ο ιερός
ναός της χαριτόβρυτης Παρθένου. Δίπλα στην ιερή
σπηλιά έφτιαξαν μία καλύβα για τον εαυτό τους. Και άρχισαν την
άσκησή τους.
Μια απορία
είναι
φυσικό να γεννάται
στη σκέψη του καθενός
που ακούει αυτή την ιστορία.
Πως βρέθηκε
αυτή η εικόνα
σε τούτο το μέρος;
Ποιος την ζωγράφισε
και ποιος την έφερε και
την έβαλε σ’ αυτή
την σπηλιά;
Μία παράδοση μας λέγει
πως και αυτή
η εικόνα
είναι μία από
τις εβδομήντα, που ζωγράφισε ο Απόστολος
Λουκάς. Η εικόνα
βρισκόταν στην Πόλη και φυλασσόταν στην
εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών.
Η
παράδοση για τον ερχομό της αγίας εικόνας από την Κωνσταντινούπολη ενισχύεται και από την ονομασία – επιγραφή της
εικόνας, Αγιοσορίτισσα. Εικόνα δηλαδή που βρισκόταν
επάνω από την αγία σορό, επάνω από το φόρεμα — την
εσθήτα της Θεοτόκου που φυλασσόταν
στο ναό των Βλαχερνών. Κατά την
περίοδο της εικονομαχίας (730 – 843) κάποιος ευσεβής
μοναχός για να διαφυλάξει
την αγία εικόνα, την άρπαξε με
τρόπο
και με φανερό κίνδυνο
της ζωής του μέσω της
Μικράς Ασίας την μετέφερε στην Κύπρο. Προχωρώντας από τόπο σε τόπο
έφθασε
στα βουνά του Μαχαιρά,
βρήκε τη σπηλιά και εκεί
τοποθέτησε τον θησαυρό,
την αγία εικόνα. Στο μέρος αυτό έζησε και ο ίδιος μέχρι του θανάτου
ως ερημίτης. Πόθεν ήταν ο φιλόθεος αυτός μοναχός και ποιο το όνομά του δεν ξέρουμε. Αυτό
που ξέρουμε είναι πως χάρη στην τόλμη του διασώθηκε η αγία και
θαυματουργός αυτή εικόνα που από
το μέρος αποκαλείται Παναγία η Μαχαιριώτισσα. Και μία
και μιλούμε για εικόνες,
αυτή
την εποχή μεταφέρθηκαν κατά την παράδοση και διαφυλάχθηκαν
στο ευλογημένο μας νησί και άλλες τρεις
εικόνες από τον κύκλο των εβδομήντα. Γι’ αυτές ιδρύθηκαν
στο νησί μας τα μοναστήρια:
Της Τροοδίτισσας, του Μεγάλου Αγρού και του Άρακα. Αργότερα ιδρύθηκε και το μοναστήρι της Χρυσορροϊάτισσας.
Σχετικά
με την ετυμολογία του ονόματος Μαχαιράς υπάρχουν διάφορες εκδοχές:
Μία,
το συνδέει με κάτοικο του μέρους αυτού, που είχε το επώνυμο Μαχαιράς, και από αυτόν πήρε το όνομα η περιοχή.
Άλλη εκδοχή
ότι
το κρύο στα μέρη αυτά είναι πολύ δριμύ,
κόβει όπως λέμε σαν μαχαίρι. Τρίτη εκδοχή
από ένα χόρτο,
το
μαχαιρόχορτο, που λέγεται έτσι, γιατί, όταν αυτό είναι ώριμο,
σχίζει το χέρι που δοκιμάζει να το
κόψει. Είναι και τέταρτη εκδοχή
που έχει σχέση με την εύρεση της εικόνας
της Παναγίας με ένα μαχαίρι μπροστά
της. Μ’ αυτό το μαχαίρι καθάρισαν οι δυο
σεπτοί Πατέρες
την περιοχή
από τα αγριόχορτα
και τους βάτους που σκέπαζαν την σπηλιά μέσα στην οποία φυλασσόταν
η αγία εικόνα. Γι’ αυτό και Παναγία
του Μαχαιρά
ή Μαχαιριώτισσα.
Οι ευλαβείς μοναχοί για τους οποίους αναφερθήκαμε παρ’ όλες τις
προσπάθειές τους δεν μπόρεσαν να στήσουν στον τόπο αυτό ένα καλύτερο μέρος,
μία μικρή
εκκλησία να ειπούμε,
για την εικόνα της πάναγνης μητέρας του Κυρίου μας. Ο
σύντομος θάνατος του Νεοφύτου εμπόδισε προσωρινά την πραγμάτωση των
οραματισμών των αγίων Πατέρων. Ο Ιγνάτιος για ένα
διάστημα έμεινε μόνος. Εκείνος
όμως που
μεριμνά και συντηρεί τα πάντα έδωσε σύντομα
την ενίσχυση.
«Ουκ εάσῳ υμάς πειρασθήναι υπέρ ό δύνασθε» λέγει στον καθένα μας. Ένα πρωί έστειλε κοντά στον αγωνιστή της αρετής Ιγνάτιο ένα καλό
σύντροφο, τον γέροντα Προκόπιο. Οι δύο του Θεού
εκλεκτοί ερημίτες, χάρη στην επίδοσή τους
στον καλόν αγώνα της αρετής,
πολύ σύντομα τράβηξαν κοντά τους μερικές ακόμη θεοφιλείς και θεόφρονες ψυχές. Οι ανυπέρβλητες όμως δυσκολίες της ασκητικής ζωής που
συναντούσαν καθημερινά
ανάγκασε τους ζηλωτές αυτούς εργάτες της αγγελικής ζωής να ζητήσουν
για το έργο τους την βοήθεια των ευσεβών βασιλέων
της βασιλίδας των πόλεων.
Με έξοδα ευσεβών
Κυπρίων απεφάσισαν και ανέλαβαν ένα ταξίδι
στη μεγάλη Πόλη του
Κωνσταντίνου (1160). Αυτοκράτορας τότε στον θρόνο
του Βυζαντίου ήταν ο «φιλόχριστος και χριστομίμητος και πορφυρογέννητος Κύρ Μανουήλ ο Κομνηνός». Χωρίς πολλές δυσκολίες οι σεβαστοί Πατέρες κατώρθωσαν να συναντήσουν
τον αυτοκράτορα
και να γνωρίσουν σ’ αυτόν τον σκοπό
της επίσκεψής των.
–
Πολυχρονεμένε Βασιλιά
μας, ο πόθος να ζήσουμε σ’ ένα ερημικό και ήσυχο
μέρος την αγγελική ζωή που
διαλέξαμε οδήγησε τα βήματά μας από
την Παλαιστίνη στης Κύπρου το νησί. Προσπαθώντας σ’ αυτό να βρούμε
ένα κατάλληλο μέρος,
όπως το θέλουμε, είδαμε μία
βραδιά από
το μοναστήρι που φιλοξενούμαστε
στους πρόποδες της οροσειράς
του Πενταδάκτυλου, στην απέναντι
οροσειρά του Τροόδους ένα φως δυνατό. Το φως αυτό το βλέπαμε κάθε βράδυ
στο ίδιο μέρος να τρεμοσβήνει,
σαν να
μας προσκαλούσε. Φύγαμε από το μοναστήρι, που μέναμε, και πήγαμε να ιδούμε τί ήταν αυτό το φως. Σε μία
σπηλιά μέσα βρήκαμε, σαν φτάσαμε, μια υπέροχη
εικόνα της Θεομήτορος
και ένα μαχαίρι
κοντά. Μεγαλειότατε, σ’ αυτό το μέρος
σκεφθήκαμε να στήσουμε το μοναστήρι μας, να δημιουργήσουμε ένα
πνευματικό φάρο που να στηρίζει και ενισχύει τον πονεμένο
γύρω κόσμο στον αγώνα του για τη διατήρηση
και προβολή της Ορθοδοξίας μας παντού. Μια
Μονή στο όνομα της Μεγαλόχαρης θα είναι μία διαρκής ενίσχυση της κάθε καρδιάς
που θα
ποθεί να αντιμετωπίζει
νικηφόρα τις δυσκολίες
της
ζωής. Δυστυχώς μας
λείπουν τα οικονομικά
μέσα. Και αυτά
ήρθαμε να εκζητήσουμε από σας τον θεοπρόβλητο
πατέρα του λαού μας. Είπαν
και πολλά άλλα οι Άγιοι
του Θεού
άνθρωποι.
Τα
λόγια των, τα ήκουσε με πολλή συμπάθεια
ο πιστός βασιλιάς. Γνώριζε ο πορφυρογέννητος
άρχοντας
πως λαός
με βαθιά πίστη στον Θεό
είναι ό,τι ωραίο και βασικό για μία ευτυχισμένη, χριστιανική και ειρηνική
ζωή. Αλλά και ένας σύμμαχος, ο
καλύτερος σύμμαχος στην αντιμετώπιση ενός εχθρού. Και ήταν τότε πολλοί οι
εχθροί της μεγάλης μας Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό στην παράκληση των
δυο ταπεινών, αλλά και φωτισμένων εργατών του χριστιανικού
αμπελώνος έσπευσε
να ανταποκριθεί
με τις πιο κάτω τέσσερις
επιχορηγήσεις:
1.
Κάθε χρόνο από το Αυτοκρατορικό Ταμείο να λαμβάνουν οι αδελφοί
της Μονής πενήντα τρικέφαλα.
2.
Το όρος
και ο τόπος γύρω από τον
οποίο είχαν ιδρύσει
το ασκητήριό τους, να είναι κτήμά τους. Ήταν μία ευλαβής προς αυτούς αυτοκρατορική δωρεά.
3.
Η Μονή που θα κτιζόταν στο μέρος αυτό, να είναι
ελεύθερη, αφορολόγητη και ακαταπάτητη τόσο από το δημόσιο, όσο και από ιδιώτες.
4.
Με ιδιαίτερο Βασιλικό Πρόσταγμα ετέθη και άλλος ένας υπέρ
της μονής περιορισμός. Ο αρχιερέας της
περιοχής να μην έχει καμιά εξουσία επί
της Μονής, αλλά και επί των εντός αυτής
ασκουμένων μοναχών
να διατηρεί όμως το δικαίωμα να
ζητά να αναφέρονται σ’ αυτόν οι ευρισκόμενοι στη Μονή
για ζητήματα εκκλησιαστικής τάξεως. Επίσης να έχει το
προνόμιο, αυτός να προχειρίζει
κάθε φορά τον εκάστοτε νέο ηγούμενον, που να
ψηφίζουν οι αδελφοί, χωρίς όμως αυτός
να ανακρίνει τον ψηφισθέντα. (Νείλου «Τυπική Η, Θ, ΙΖ»).
Με
την ψυχή ξεχειλισμένη από ευγνωμοσύνη στον Πανάγαθο Θεό,
αλλά και ευχαριστίες στον αυτοκράτορα
για την τόσο γενναιόδωρη ανταπόκρισή του
στην παράκλησή τους, ξαναγύρισαν οι ευλαβείς ερημίτες στο φτωχικό κατάλυμά
τους. Χωρίς καμιά αναβολή στρώθηκαν τόσο αυτοί, όσο και οι
ευρισκόμενοι μαζί τους αδελφοί,
στην εκτέλεση του ιερού έργου τους. Με πολλή
προσοχή οι ασκητές φρόντισαν να κτίσουν πρώτα εκκλησία στο όνομα της
χαριτόβρυτης Παρθένου, της Υπεραγίας Θεοτόκου και ύστερα
μερικά κελιά για τους καινούργιους
μοναχούς που είχαν ήδη προσέλθει
στη συνοδεία τους. Φυσικά ο πρώτος εκείνος
ιερός ναός ήταν
μικρός. Αρκετά ικανοποιητικός, όμως, για τον σκοπό για τον
οποίο τον είχαν κτίσει.
Μέσα σ’ αυτόν ύψωσαν την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας και
καθημερινά οι πιστοί και αφοσιωμένοι στον Κύριο εργάτες, μπορούσαν να εκτελούν άνετα τα άγια καθήκοντά τους. Τα καθήκοντα της
πνευματικής και ψυχικής καλλιέργειάς των, για να πραγματώνουν τον σκοπό της ζωής τους,
να γίνεται ο καθένας επιστολή Χριστού,
«γινωσκομένη και αναγινωσκομένη
υπό πάντων ανθρώπων» (Β’ Κορινθ. γ’ 2).
Είχε τελειώσει
η
ιερή προσπάθεια, το κτίσιμο
δηλαδή του ναού
και των λίγων κελιών για τους μοναχούς, όταν μία
δοκιμασία βρήκε την αγωνιζομένη αδελφότητα.
Ο γέρο Προκόπιος, ο πιστός και ενάρετος
αδελφός της ιεράς Μονής μετά από σύντομη αρρώστια
κλήθηκε από τον
Κύριο της ζωής να αφήσει τα γήϊνα.
Μετέστη προς Κύριον.
Πέθανε. Οι αδελφοί
κήδευσαν με τα δάκρυα
της αγάπης
και της στοργής
των
τον σεβαστό πατέρα και επέστρεψαν
στο μοναστήρι τους, για να συνεχίσει ο καθένας το έργο
του.
Την
ευθύνη της Μονής, την ηγουμενία ανέλαβε μετά από
θερμές παρακλήσεις εκ μέρους όλων, ο μοναχός
Ιγνάτιος. Ο σεβάσμιος
αυτός πατέρας, από νωρίς είχε
διακριθεί ανάμεσα στους συμμοναστές του.
Ζούσε
ζωή αγία, παραδειγματική. Τα λόγια του προφήτου Ιερεμία« αγαθόν ανδρί, όταν άρη
ζυγόν εν νεότητι αυτού»
(Θρην. γ’ 27) ήσαν πάντα μπροστά
του. Κάτω από την σοφή
καθοδήγηση των δυο πνευματικών
πατέρων του Νεόφυτου στην αρχή και του Προκόπιου
κατόπιν, ο ταπεινός και υπάκουος Ιγνάτιος εσφυρηλάτησε ένα εξαίσιο χαρακτήρα.
Με την πλήρη και τελειωτική υποταγή του απέκτησε
σιγά – σιγά την πραότητα.
Από την
πραότητα την άκρα ταπείνωση και από την ταπείνωση την τέλεια
αρετή, την αγιότητα.
Με τούτο τον τρόπο
χαριτώθηκε και έγινε άξιος της κλήσεώς του, αλλά και
συνεπής προς την κλίση της ψυχής
του. Αποδείχθηκε
νωρίς ένας καλλιεργημένος πνευματικά άνθρωπος, και
έγινε ένας δάσκαλος της ευσέβειας με λόγια και έργα. Αναδείχθηκε ακόμη ένας
πρόμαχος της ορθόδοξης πίστεως, αλλά και της δικαιοσύνης. Έγινε ένας εξαίρετος
παρηγορητής των θλιβομένων,
αλλά και ένας άριστος
οδηγός της κάθε
ψυχής που κατέφευγε
σ’ αυτόν σε έργα θεάρεστα και χριστομίμητα, σε έργα αγάπης και χριστιανικής ανωτερότητας,
αλλά και ιερού ενθουσιασμού.
Με
τη θεάρεστη
αυτή ζωή, πολύ νωρίς η φήμη του
διαδόθηκε αρκετά και πέρα από
τη μονή και πολλοί κάθε λίγο από τα γύρω μέρη έτρεχαν κοντά του να χαρούν προσωπικά ο καθένας «το ελκυστικόν γλυκύ άρωμα του μύρου των αρετών του».
Για
τούτο τον σκοπό επισκέφθηκε κάποια μέρα την μονή και ο ασκητής που
ήρθε επίσης από την Παλαιστίνη, ο
ζηλωτής και φλογερός Νείλος. Να πως μας διηγείται ο ίδιος την
επίσκεψή του στη μονή και την συνάντησή του με τον γέροντα Ιγνάτιο. «Όταν ήλθα
στην Κύπρο, φρόντισα και βρήκα μερικούς ανθρώπους φιλάρετους, που επαινούσαν την ησυχία και
το αθόρυβο της Μεγαλονήσου και εβεβαίωναν
πως ο πιο ερημικός τόπος είναι και
ο πιο κατάλληλος για όσους επιθυμούν να ασκητεύσουν. Δέχθηκα τα λόγια τους σαν ορθά
και τους θερμοπαρακάλεσα να μου υποδείξουν ένα τέτοιο τόπο για άσκηση. Στην παράκλησή μου, μου υπέδειξαν τον τόπο όπου ήταν κτισμένη η νέα μονή της Υπεραγίας
Θεοτόκου και τον εκεί υπεύθυνο τον γέροντα Ιγνάτιο. Χωρίς να χάσω καιρό κατευθύνθηκα στο μέρος εκείνο
και ζήτησα τον πατέρα που μου συνέστησαν.
–
Όταν μπήκα στο κελί του, έβαλα μετάνοια, όπως συνηθίζεται σε μοναχούς, και του φανέρωσα τον σκοπό μου.
Εκείνος με προθυμία με καταρίθμησε στα λογικά του πρόβατα,
και από τότε έμεινα
μαζί του και τον ανεγνώριζα πατέρα, πνευματικό και καθοδηγητή
σε όσα έπρεπε να
πράττω. Επίσης τον παραδέχθηκα σωτήριο διδάσκαλο όλων των ωραίων
διδαγμάτων και σταθερό χειραγωγό στον
δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Είχα υπακοή σε όλα τα θεάρεστα θελήματά του. Απαρνήθηκα εξ ολοκλήρου
το δικό
μου θέλημα, και
έγινα σε όλα δικό του
χέρι και πόδι,
βακτηρία του γήρατός
του, βοηθώντας αυτόν και κοπιάζοντας μαζί του
για την περιποίηση
και την λειτουργία της Μονής».
Το ειλικρινές
ενδιαφέρον για την
πρόοδο
τῆς Μονής που επέδειξε
ο Όσιος Νείλος από την πρώτη
στιγμή της συνάντησής του με τον γέροντα Ιγνάτιο, έκαμε τούτο να τον θεωρήσει ως τον απεσταλμένο του Θεού
για να αναλάβει την ηγουμενία και την ευθύνη
της Μονής μετά από αυτόν. Και τα γεγονότα που ακολούθησαν
βεβαιώνουν απόλυτα τις ελπίδες που ο ηγούμενος Ιγνάτιος στήριξε στο πρόσωπο
του πολύ μορφωμένου αυτού μοναχού.
Ο
σεβαστός αυτός πατέρας, ο Όσιος Νείλος υπήρξε για την ιερά Μονή
της μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, της Παναγίας του Μαχαιρά, ο φωτεινός οδηγός και
καθοδηγητής της Αδελφότητας στον δρόμο της υψηλής αποστολής της. Αυτός ακόμη
και ο άγρυπνος τροφοδότης καισυντηρητής
της. Τούτα τα χρόνια ήταν μία περίοδος πολλών δυσκολιών για τους κατοίκους ολοκλήρου
της νήσου. Μια μεγάλη ανομβρία που βάσταξε τρία ολάκερα χρόνια πολύ βασάνισε το ταλαίπωρο νησί. Για την
αντιμετώπιση των δυσκολιών αυτής της περιόδου (1179 – 1181) ο στοργικός
και ακούραστος ασκητής δεν δυσκολεύθηκε
να αναλάβει με προθυμίαν ταξίδι στην απέναντι της Κύπρου Κιλικία
της Μ. Ασίας
και να ζητήσει από τους εκεί πιστούς υλική βοήθεια για την συντήρηση της Μονής. (Νείλου
«Τυπική» ΙΑ’). Με τις
άοκνες φροντίδες και προσπάθειές του η
Μονή όχι μόνο πέρασε τις δύσκολες
εκείνες ημέρες των στερήσεων, αλλά και
συνέχισε με παραδειγματικό ζήλο το πνευματικό έργο της. Όταν δε η φιλανθρωπία του Αγίου Θεού κάλεσε πλησίον
του τον ήδη γέροντα
Ιγνάτιο (1179), ο επίσκοπος
Ταμασού Νικήτας ο Αγιοστεφανίτης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Αυτοκρατορικού Ορισμού ετέλεσε την προχείριση και ενθρόνιση
του π. Νείλου ως ηγουμένου της Αγίας Μονής. Η προσφορά του ακάματου και φλογερού αυτού πατέρα ως ηγουμένου της Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Μαχαιρά, όχι μόνο κατά την περίοδο της ηγουμενίας του σ’
αυτήν, αλλά και όταν η Εκκλησία
τον εκάλεσε στον ςπισκοπικό Θρόνο της Ταμασού (1209)
υπήρξε αφάνταστα μεγάλη.
Αυτός με τους νόμους του μοναστηριού που έγραψε
(Τυπική Διάταξη) θεμελίωσε ουσιαστικά
την πνευματική πρόοδο της Μονής. Αλλά
και ως
ηγούμενος φρόντισε για
την επικύρωση των προνομίων της Μονής που είχε
χορηγήσει στους Προκόπιο και Ιγνάτιο ο ευσεβής αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός. Αυτός ακόμη αναφέρει ως ημέρα που πανηγυρίζει η
Μονή, την ημέρα των Εισοδίων
της Θεοτόκου,
την 21η Νοεμβρίου.
Με
ζήλο παραδειγματικό τόσο αυτός όσο και οι όσιοι
πατέρες Νεόφυτος, Προκόπιος και Ιγνάτιος αγωνίσθηκαν για την
εξύψωση της μοναχικής
ζωής στην Κύπρο μας. Κατασκλαβωμένες οι άγιες
αυτές
μορφές από την
αγάπη του Θεού «την
εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» από την
θυσία δηλαδή του Θεού Λόγου, πάλαιψαν
και έγιναν και αυτοί
«σύμμορφοι των Χριστού παθημάτων». Η «μέχρις εσχάτων» αγάπη τους προς
τον
Κύριο και νυμφίο της ψυχής των,
τους έκαμε τόσο δυνατούς, ώστε ούτε η μόνωση των βουνών, ούτε οι δυσκολίες της
ασκήσεως, ούτε η ενθύμηση
του κόσμου και των απολαύσεών του να μπορέσει να τους απομακρύνει από τον σκοπό, τον άγιο σκοπό,
που από νέοι καθόρισαν στη ζωή
τους. Το άγιο παράδειγμα
τους άς είναι πάντα μπροστά
στα μάτια μας.
Σήμερα
μάλιστα, το ήμισυ του νησιού μας στενάζει κάτω από την μπότα
του πιο βάρβαρου κατακτητή. Σήμερα που τα αγαπημένα μας χωριά έχουν
κυριολεκτικά ερημωθεί και οι άγιες εκκλησιές
μας βεβηλώνονται ασύγγνωστα και καθημερινά από τον
Τούρκο εισβολέα. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ιερή κληρονομιά που μας
εμπιστεύθηκαν οι αιώνες έχουμε χρέος και καθήκον σαν κόρη οφθαλμού να διαφυλάξουμε. Και αυτό θα γίνει μόνο με
την δική μας
μετάνοια και επιστροφή. Άς σηκώσουμε υψηλά την δάδα
του εθνικού μας προορισμού και ελεύθεροι
από μικρότητες
και αδυναμίες
και μίση και κακίες άς
αγωνισθούμε ο καθένας,
πως το θέλημα του Θεού να γίνει και δικό
μας θέλημα. Και τότε με τις πρεσβείες της μυριο χαριτόβρυτης Παρθένου,
της μητέρας του Κυρίου μας και μητέρας
όλων μας, των αγίων
κτητόρων της ιστορικής αυτής Μονής και των δεκάδων
Κυπρίων αγίων, η ελευθερία
η βγαλμένη από τα
κόκαλα των Ελλήνων
τα ιερά, θα ξαναγυρίσει
και πάλι στα γνώριμα χώματα του νησιού μας. Θα
ανοίξουν και πάλι οι αραχνιασμένες εκκλησιές
μας.
Χαρούμενα θα κτυπήσουν οι
καμπάνες του εθνικού μας Πάσχα.
Γιατί
άς μη ξεχνούμε ποτέ πως
«αυτή εστίν η νίκη, η
νικήσασα τον κόσμον, η πίστις
ημών».
Άγιοι Πατέρες, Νεόφυτε, Προκόπιε, Ιγνάτιε και Νείλε, πρεσβεύσατε υπέρ ημών των αμαρτωλών τούτη η μέρα να έρθει μία ώρα γρηγορότερα. Αμήν.
Απολυτίκιον.
Ήχος α’. Της
ερήμου πολίτης.
Χριστοφόρου τετράδα των Κτιτόρων τιμήσωμεν, οι του Μαχαιρά θείας μάνδρας μονασταί ύμνοις λέγοντες, Νεόφυτε η βάσις της Μονής, Ιγνάτιε ασκήσεως κανών, και Προκόπιε θεόφρον, Νείλε σοφέ. Κυρίω ικετεύσατε, όπως χαρίσηται ημίν, δύναμιν την του Πνεύματος, ίνα φανώμεν συν υμίν, της Βασιλείας σύσκηνοι.
Χριστοφόρου τετράδα των Κτιτόρων τιμήσωμεν, οι του Μαχαιρά θείας μάνδρας μονασταί ύμνοις λέγοντες, Νεόφυτε η βάσις της Μονής, Ιγνάτιε ασκήσεως κανών, και Προκόπιε θεόφρον, Νείλε σοφέ. Κυρίω ικετεύσατε, όπως χαρίσηται ημίν, δύναμιν την του Πνεύματος, ίνα φανώμεν συν υμίν, της Βασιλείας σύσκηνοι.
Μεγαλυνάριον
Χαίρεις των οσίων σεπτή τετράς, Μαχαιριωτίσσης, Μάνδρας θείας οι ιδρυταί, συν τω Νεοφύτω, Ιγνάτιε και Νείλε, Προκόπιε τε μάκαρ, ημών οι έφοροι.
Χαίρεις των οσίων σεπτή τετράς, Μαχαιριωτίσσης, Μάνδρας θείας οι ιδρυταί, συν τω Νεοφύτω, Ιγνάτιε και Νείλε, Προκόπιε τε μάκαρ, ημών οι έφοροι.
Saints Neophytos,
Ignatios, Prokopios and Nile builders of the Holy Machara Monastery
We have privileged the
island of Cyprus many times. Privileged and blessed, but also martyred. Yes!
Witness, because no part of the world, as far as we know, has known and
experienced as much catastrophe and disaster as this.
Its beauty on the one
hand, the goods with which the Creator's love endowed on the other, gave rise
to various peoples, from ancient times, seeking its happiness and constantly
striving to conquer it. His land was often fermented with the blood of his
children.
The period of the Arab
invasions (Saracens) was a particularly terrible and tragic period. For 300
years (from about the middle of the 7th century until the middle of the 10th)
Cyprus suffered terribly from the raids of this people, the Arabs-Saracens.
During this time, Cyprus
was truly deserted. From the scourge of this people, the island regained
relative peace after the extermination, which was undertaken against the people
by the Byzantine general and then by his emperor, Nikephoros Fokas.
In the years that
followed, thousands of monks living in Egypt and Palestine in their quest to
find a place of peace and prayer chose Cyprus.
And they came to her.
Hundreds of people came. Caves in the then uninhabited parts of Cyprus were
filled by these fighters of virtue. Many of these hermits even became saints.
That is why the surname on our island "Holy Island or the Island of the
Saints".
For four of those who came
to Cyprus at the time and made the occasion to build here the monastery of
Machairas we will refer to the following lines.
These persons are
Neophytos, Ignatius, Prokopios and Nile.
At first came the first
two of them (1145). The ship carrying them landed one day in the port of
Kyrenia. From there the two ascetics went, and after walking, not many hours,
reached the monastery of Chrysostom, which was at the foot of the Pentadactyl,
known as the monastery of St. Chrysostom of Koujouventis. At that time the
monastery was at a high threshold. In this congregation the two monks did not
stay long. Or their desire to live in their own sanctuary, deserted and quiet,
we made them wait awhile for such a place to be revealed to them by the Lord in
the service of their youth.
One evening after a warm
prayer, the herders came out of their cells to breathe the cool mountain air.
At some point, where Neophytos was standing, he told Ignatius. "My
brother, look at a strange light in those distant mountains." This light
watched for a few nights shimmering as if inviting them to go near him. One
morning they decided. After saying goodbye to the abbot and brothers of the
monastery for their long days of hospitality and love, they began. Guided by
that terrestrial star, which they saw high on the slopes of the great mountain
range like the old Magi, led their steps towards it with the desire to reach
and live the ascetic life there, which made the purpose and drama of their
lives. They went out of Nicosia, parked for a while in the Holy Monasteries of Saint
Heraclidus and Saint Mason, and then walked one day to the place where God
revealed them. A splash of cold water with a gargle of water was beneath a
hillside that was impenetrable, and within them was the light they saw shining
all over that place. They sat near the fountain, ate some of the dry bread they
had with them, drank from the water that flowed in front of them, and
glorifying God for his gift, they removed their calipers to cleanse the place.
A voice heard inside them stopped:
- Release your hooks and
take the knife in front of you. With this, I recommend cutting the ends and not
the fasteners. I mean Panagia Mahairiotissa and not Panagia Claditoriotissa.
Who was talking? The voice
of the holy icon of Our Lady beyond the knife was heard. With two tears in
their eyes, the two ascetics laid aside the knives, took the knife, and cleared
the place they needed to enter the sacred cave. As soon as they entered, they
knelt down, worshiped the holy icon of Our Lady with deep emotion and tears and
said with one mouth:
- Most Holy Mother of
Christ, help us to make a place more suitable for you and to live near you,
under your thought and protection.
At the same time, the two
hermitages were put to work. They cleaned the little cave and put there the
image of Our Lady. It would be a temporary temple of the graceful Virgin. Next
to the sacred cave they built a hut for themselves. And they started
practicing.
The question is, of
course, born in the minds of anyone who hears this story. How was this picture
found in this place? Who painted it and who brought it and put it in this cave?
One tradition tells us
that this image is also one of the seventy, painted by Apostle Luke. The icon
was in the City and was kept in the Church of Our Lady of Blachern.
The tradition of the
coming of the holy icon from Constantinople is also reinforced by the name -
inscription of the icon, the Holy Mother of God. That is, the image above the
sacred body, above the dress - the gown of Theotokos kept in the temple of
Blachernes. During the period of iconoclasm (730 - 843) a devout monk in order
to preserve the sacred image, seized it in a manner and with the apparent
danger of his life through Asia Minor, transporting it to Cyprus. Moving from
place to place, he reached the Machara Mountains, found the cave, and there he
placed the treasure, the holy icon. He lived there until his death as a hermit.
Where was this philatelic monk and what is his name we do not know. What we do
know is that thanks to his boldness, this holy and miraculous icon, which is
called Panagia Mahairiotissa, was saved. And one by one we speak of images, at
this time they were traditionally transported and preserved on our blessed
island and three more from the circle of the seventies. That is why the
monasteries were founded on our island: Trooditissa, Grand Agros and Arakas. Later,
the monastery of Chrysorroiatsissa was founded.
There are several versions
concerning the etymology of the name of Macharas:
One relates it to a
resident of that part, who had the surname Mahairas, and from it the name was
taken. Another version that the cold in these places is very severe, cuts as we
say as a knife. Third version of a grass, the cutlery, so-called, because, when
it is mature, it tears the hand trying to cut it. It is also a fourth version
that relates to finding the image of the Virgin Mary with a knife in front of
her. With this knife the two seperate Fathers cleansed the area of the weeds
and reeds that covered the cave in which the holy image was kept. That's why
Our Lady of Machairas or Mahairiotissa.
The venerable monks we
have mentioned in spite of all their efforts have not been able to set up in
this place a better place, a small church to say, for the image of our Lady's
Mother Mother. The short death of Neophytus temporarily prevented the
realization of the visions of the Holy Fathers. Ignatius was alone for a while.
But the one who looks after and maintains everything soon gave the boost.
"No we are tempted to do all you can," he tells us. One morning he
sent a good companion, Elder Prokopios, close to her fighter Ignatius. The two
divinely chosen hermits, thanks to their performance in the good fight of
virtue, soon attracted a few more theophile and godly souls. But the
insurmountable difficulties of ascetic life that they encountered daily made
these zealous workers of angelic life ask for the help of the pious kings of
the king of the cities for their work.
At the expense of pious
Cypriots, they decided to take a trip to the great city of Constantine (1160).
The emperor at the time of the Byzantine throne was "the benevolent and
Christlike and purple-born Sun Manuel Komninos". Without much difficulty,
the respected Fathers were able to meet the Emperor and get to know the purpose
of their visit.
- Our long-awaited King,
our desire to live in a secluded and peaceful part of the angelic life we
chose led our steps from Palestine to Cyprus on the island. Trying to find a
suitable place for it, as we would like, we saw one night from the monastery at
the foot of the Pentadaktylos Mountains, across the Troodos Mountains, a light
possible. We could see this light flickering every night in the same place, as
if it were inviting us. We left the monastery we were staying in and went to
see what that light was. In a cave inside we found, as we arrived, a
magnificent picture of Theodoros and a knife nearby. Greatly, in this place we
thought of setting up our monastery, creating a spiritual lighthouse that
supports and enhances the suffering around the world in its struggle to
preserve and promote our Orthodoxy everywhere. A Monastery in the name of the
Great will be a constant strengthening of every heart that will be able to
overcome the difficulties of life victoriously. Unfortunately, we lack the
financial means. And we have come to seek from you the God-fearing Father of
our people. The Saints of God have said many more things.
Their words were heard
with great sympathy by the faithful king. The purple-eyed lord knew that a
people with deep faith in God is all that is good and essential for a happy,
Christian and peaceful life. But also an ally, the best ally in dealing with an
enemy. And then there were many enemies of our great Empire. That is why at the
request of the two humble, but also enlightened workers of the Christian
vineyard, he hastened to comply with the following four grants:
1. Every year from the
Imperial Fund, the brothers of the Monastery receive fifty triples.
2. The term and place
around which they established their hermitage should be their estate. It was a
royal tribute to them.
3. The monastery which was
to be built in this part shall be free, duty-free and free of charge, both by
the public and by private individuals.
4. Another royal restraint
was put in place with a special royal decree. The high priest of the area has
no authority over the monastery, but also over the monks practicing there, but
reserves the right to request that those present in the monastery be referred
to ecclesiastical matters. It also has the privilege of announcing to the new
abbot each time the brothers vote, but without questioning the voted one. (Nile
"Typical H, I, Q").
With the soul overflowing
with gratitude to the Almighty God, but also thanks to the emperor for his
generous response to their request, the venerable hermits returned to their
poor abode. Without delay, they, as well as the brothers who were with them, joined
in the execution of their sacred work. With great care the ascetics made sure
to build a church first in the name of the Charity Virgin, the Virgin Mary, and
then some cells for the new monks who had already come to accompany them. Of
course, that first sacred temple was small. Quite satisfying, however, for the
purpose for which they were built. In it they raised the miraculous image of
the Virgin Mary, and daily the faithful and devoted workers of the Lord were
able to perform their holy duties comfortably. The tasks of their spiritual and
spiritual cultivation, in order to accomplish the purpose of their lives, are
to make each letter of Christ, "known and anointed by all men" (2
Corinthians 3: 2).
The sacred effort, that is
to say, the building of the temple and the few cells for the monks, had ended
when one ordeal found the struggling brotherhood. Elder Prokopios, the faithful
and virtuous brother of the Holy Monastery after a brief illness, was summoned
by the Lord of Life to leave the earth. Move to Lord. Passed away. The brothers
nodded with tears of love and affection for their esteemed father and returned
to their monastery to continue their work.
The monastery, Ignatius,
assumed the responsibility of the monastery after warm pleas from all. This
venerable father had been distinguished from his companions from the beginning.
He lived a holy, exemplary
life. The words of the prophet Jeremiah, "good man, when the young man
weighs his bosom" (Gen. 27) have always been before him. Under the wise
guidance of the two spiritual neophyte fathers at the beginning and Prokopios
afterwards, the humble and obedient Ignatius forged a fine character. With his
complete and complete submission he gradually acquired the gentleness. From
humility to humiliation and humility to perfect virtue, holiness.
In this way he became
well-endowed and worthy of his calling, but also consistent with the
inclination of his soul. He became an early cultivated spiritual man, and
became a teacher of piety with words and deeds. Another prominent example of
Orthodox faith, but also of justice, emerged. He became an excellent comforter
of the afflicted, but also an excellent guide of every soul who resorted to him
in works of worship and of Christ, in works of love and Christian superiority,
but also of sacred excitement.
With this magnificent
life, very early on, his reputation spread far beyond the monastery, and many
in every part of the surrounding countryside were running to enjoy each one
"the attractive sweet aroma of the scent of his virtues."
For this purpose, the
monastery was visited one day and the ascetic also came from Palestine, the
zealous and fiery Nile. This is how he himself narrates his visit to the
monastery and his meeting with Elder Ignatius. "When I came to Cyprus, I
took care of some of the philadelphia people, who praised the quietness and the
quiet of Megalonissos and confirmed that the most deserted place is the most
suitable for those who wish to practice. I accepted their words as correct and
begged them to point me to such a place for exercise. At my request, they
indicated to me the place where the new convent of the Theotokos was built and
Elder Ignatius in charge. Without wasting any time, I headed to that place and
asked for the father who recommended me.
- When I entered his cell,
I put repentance, as is customary for monks, and I showed him my purpose. He
willingly counted on his rational sheep, and since then I have stayed with him
and recognized him as a father, a spiritual and a guide to what I needed to do.
I also accepted him as a lifelong teacher of all the fine lessons and a steady
manipulator on the road to the lonely state. I was obedient to all his
wonderful pursuits. I completely renounced my will, and I became, in all things
his own hand and foot, a bacterium of his old age, helping him and laboring
with him for the care and operation of the Monastery. "
The sincere interest in
the progress of the Monastery shown by Saint Nile from the first moment of his
meeting with Elder Ignatius, made us consider him to be the messenger of God to
assume the abbey and responsibility of the Monastery after him. And the events
that follow confirm the hopes that Abbot Ignatius rested on the face of this
highly educated monk.
This revered father, Saint
Nile, was for the holy convent of the virgin virgin Virgin Mary the Blessed
Virgin, the luminous guide and guide of the Brotherhood on the path of her high
mission. She even her alert feeder and host. These years were a time of great
difficulty for the inhabitants of the whole island. A great drought that lasted
three sweltering years greatly tormented the suffering island. To cope with the
difficulties of this period (1179 - 1181), the affectionate and tireless
ascetic did not find it difficult to undertake a voluntary voyage to Cilicia,
Asia Minor, and to seek the material support of the monastery there. (Nile
'Standard' IA). With his untiring care and efforts, the monastery not only went
through those difficult days of deprivation, but also continued its spiritual
work with exemplary zeal. When the charity of the Holy God summoned the already
elder Ignatius (1179), Bishop Tamasos Nikitas the Hierostephanite, in
accordance with the requirements of the Imperial Definition, administered and
enthroned Fr. Nile as abbot of the Holy Monastery. The offer of this staunch
and fiery father as abbot of the Basilica and Stavropegia Monastery of
Machairas, not only during his reign, but also when the Church invited him to
the Bishop's Throne of Tamasos (1209) was immense.
He by the laws of the
monastery he wrote (Formal Order) substantially founded the spiritual progress
of the monastery. He also, as abbot, took care of the ratification of the
privileges of the monastery granted to Prokopios and Ignatius by the pious
Emperor Manuel Komninos. He even mentions it as the day celebrated by the
monastery, the day of the Feast of the Assumption, on November 21.
With zeal exemplary both
he and the noble fathers Neophytos, Prokopios and Ignatius fought for the
sublime life of our Cyprus. These sacred figures were overwhelmed by the love
of God "our Lord Jesus Christ" by the sacrifice of the Word of God,
and they also became "conformed to Christ's passions". Their 'love to
the end' for their Lord and nymph of their soul, made them so strong that
neither the isolation of the mountains, nor the difficulties of exercise, nor
the remembrance of the world and its pleasures could remove them from the
purpose, the sacred purpose that young people have set in their lives. Let their
sacred example always be in front of our eyes.
Today, half of the island
sits beneath the boot of the most barbaric conqueror. Today, our beloved
villages are literally deserted and our sacred churches are ruthlessly and
daily ransacked by a Turkish invader. Today, more than ever, the sacred
heritage entrusted to us for centuries has a debt and a duty to protect our
eyes as a daughter. And that will only happen with our repentance and return.
Let us lift up the torch of our national destiny and free from petty and
weaknesses and hatreds and evils. Let us all fight for the will of God to
become our will. And then with the embassies of the mysterious Grace Virgo, the
mother of our Lord and the mother of us all, the saintly builders of this
historic monastery and the tens of Cypriot saints, the freedom that comes out
of the bones of the Greeks will return again and again. famous land of our
island. Our sprawling churches will reopen.
Our national Easter bells
will be happy to ring. Because let us never forget that "this is the
victory, I have defeated the world, our faith."
Holy Fathers, Neophyte,
Prokopie, Ignatius and Nile, you have been an ambassador for our sinners this
day to come one hour faster. Amen.
Absolutely. Sound a '.
Desert Citizen.
Christophorus Quadrant of
the Masters honored, the Divine Peninsula monastery hymns, The monastery's new
foundations, Ignatius of canonization, and Prokopie theodore, Nile wise. Lord,
you have begged, as it is half given, the power of the Spirit, fiber apparently
plus hymn, of the Basilica pills.
Magnificent
Greetings to the founders
Tetris, Mahariotissis, Divine Mandra, plus Neophytos, Ignatius and Nile,
Prokopie te Makar, our superintendents.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου