12/12/19

Ο Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου


Ανήκει στην ιερή  φάλαγγα  των   αγίων   Πατέρων   της   Εκκλησίας   των πρώτων   αιώνων.
Γεννήθηκε   το   270   μ.Χ.   και   έζησε   στα   χρόνια   του   Μ. Κωνσταντίνου   (306 – 337)   και   του   γιού   του   Κωνστάντιου   (337 – 361).
Γενέθλια  πατρίδα  του  ο   Ἀγιος   Σπυρίδων   είχε  όχι   την   Τριμυθούντα της   Κύπρου,   όπως   γράφουν   πολλοί    και   που   σήμερα   είναι   ένα μικρό   χωριό   με το όνομα Τρεμετουσία, αλλά την γειτονική της κωμόπολη   Άσσια.
Αυτό   μας   λέγει   ο   Άγιος  Τριφύλλιος, πρώτος   Επίσκοπος  της Λευκωσίας και μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος  μεν ήν  ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω  Ασκία  καλουμένω   γεννηθείς  εις  την  Κυπρίων   επαρχίαν».   Το   χωριό   Ασκία (πιο   σωστά   Άσκια)   είναι   η   γνωστή   κωμόπολη   της   Άσσιας,   που είναι    κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που  δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και  να διαβάζει   καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου· και τέτοιος πραγματικά ήταν ο Άγιός μας. Τέτοιοι   ήσαν   και   οι   γονείς   του.   Άνθρωποι   αγρότες,   φτωχοί,   αλλά πολύ  ενάρετοι  και  πιστοί.  Γι’ αυτό   και    το   παιδί    τους   το    ανέθρεψαν   με   προσοχή  και  φόβο   θεού.   Το   ανέθρεψαν,   όπως    λέγει   και    ο  θείος  Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε   η   γιαγιά   του   Λωίδα   και    η   μητέρα   του   Ευνίκη   «εν παιδεία   και    νουθεσία   Κυρίου».

Μόρφωση   και    ζωή

Γράμματα   ο   Άγιος   δεν  έμαθε  πολλά. Ούτε  φοίτησε  σε   ανώτερες Σχολές,  όπως   οι   άλλοι    μεγάλοι   ιεράρχες   της   Εκκλησίας.   Η    Αγία Γραφή  όμως, το βιβλίο  του θεού, ήταν  ο   καθημερινός   και    αχώριστος σύντροφός   του.   Όπου  πήγαινε,  μαζί   του   την   έπαιρνε.   Μαζί    του στο   σπίτι.   Μαζί   του   και   όταν   οδηγούσε   τα   πρόβατα   στη   βοσκή, γιατί   ήταν   βοσκός. Μέσα   στο   σακίδιό   του,   την   γνωστή   κυπριακή  βούρκα   στην  οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και  το Ευαγγέλιό   του. Πόσο συγκινητική, μα και αξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθειά του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:

Εκεί  στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα  μελετούσε  μ’ ευφροσύνη   τα   λόγια   του   Θεού   και    σαν   τον Δαβίδ   έψαλλε   και    δοξολογούσε  τα  μεγαλεία  του.   Πολλές    φορές  ακόμη   καλούσε  κοντά  του   τους   άλλους   βοσκούς   και   με   στοργή και αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού  τον νόμο, και  αγωνιζόταν   ώρες   να   οδηγήσει   τις    ψυχές   τους   στα   χλοερά   λιβάδια   της    χριστιανικής  πίστης.

Από  τα   πρώτά    του   βήματα  το  λουλούδι  αυτό   του   Ουρανού    και  όργανο  του  Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού  της  Ορθοδοξίας  τα  αρώματα.  Κάθε   μέρα   που περνούσε, ο  ζήλος   του   για την   σωτηρία   των  γύρω   του,   μα   και   η    αγάπη   και   η   ταπείνωσή του,  τον  ανέβαζε και   σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής  και  ηθικής  τελειώσεως.   Και  γινόταν για τις δύσκολες ημέρες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο   θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στον διωγμό, που  εξαπέλυσε ενάντια στους  χριστιανούς   ο   Μαξιμίνος (308 – 313)   συνελήφθη  και   ο ιερός Σπυρίδων.  Ο   φλογερός   και   υπέρμαχος   της   χριστιανικής   αλήθειας του    Θεού  επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ’ ένα απ’ αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί    και    το   πόδι   του    και  είχε  βλαφθεί  και  το  ένα του μάτι.

Τους παλμούς της  καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα  δεν   μπόρεσε   να   μειώσει.   Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο   το   είναι   του,   σαν   σκεφτόταν   ότι   έπασχε   για   την   πίστη   του   στον   Σωτήρα   Χριστό.   «Ουκ   άξια   τα   παθήματα   του    νυν   καιρού    προς    την   μέλλουσαν   δόξαν  αποκαλυφθήναι   εις   ημάς». (Ρωμ. η’ 18),  έλεγε  και   επαναλάμβανε   από    μέσα   του,   σαν    δεχόταν τα   ραπίσματα   και   τους   άλλους   εξευτελισμούς.

Ο  Άγιος  δημιουργεί    οικογένεια

Μα   και    στις   ημέρες   της   ευτυχίας   και  της   οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε  μετά την  απελευθέρωσή  του,   που   έγινε πιθανόν   ύστερα    από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων,   η   φλόγα   της   πίστεώς   του   στον   Χριστό   έμεινε αμείωτη   και   η   αγάπη    του   πάντα   υποδειγματική.

Είπα   στις   ημέρες   της   οικογενειακής   θαλπωρής,   γιατί   νέος   ο   Άγιός  μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως  πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε  ο   Κύριος   κοντά  του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά  την  χαριτωμένη  κόρη   του,  την   Ειρήνη    του.   Ο    πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου  Ιώβ   ήταν   πάντα   στο   στόμα του.   «Ο   Κύριος   έδωκεν,   ο Κύριος  αφείλατο. Ως  τω   Κυρίω   έδοξεν, ούτω   και  εγένετο.   Είη   το όνομα   Κυρίου  ευλογημένον   εις  τους  αιώνας» (Ιώβ α’ 21). Παρηγοριά στην  θλίψη   του   βρήκε  πάλι   στα   λόγια   του   Θεού.   Γιατί   μόνο   τα λόγια   του    Θεού    τις   στιγμές   αυτές    είναι    ικανά   να   ξεκουράσουν ψυχικά    τον    άνθρωπο   και   να   τον   οδηγήσουν   στην   σωτηρία.

Η   πανθομολογουμένη   από   όλους  ευσέβεια    και   αρετή του κατέστησε   τον   Άγιο   σεβαστό   και   αγαπητό,   όχι   μονάχα   στην   πόλη  του, μα και στα γύρω χωριά. Σ’ αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα   τα   ορφανά. Σε κάθε ανάγκη   σ’ αυτόν   κατέφευγαν  όλοι,   γιατί   στο  πρόσωπό του  ήταν  βέβαιοι πως θα βρίσκανε αυτό που  ήθελαν,   αυτό   που   ποθούσαν.   Την   παρηγοριά   και    την  ανακούφιση.

Ο   Σπυρίδων   ποιμένας    ψυχών

Έτσι,   όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και  μεγάλοι μ’ ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί   ποιμένας  των   ψυχών τους.  Αργότερα    κλήρος    και    λαός   με  τις   παρακλήσεις   τους   πάλι   ανέδειξαν   τον   Άγιο   πρώτο Επίσκοπό   της   Τριμυθούντος.   Και    την   θέση   αυτή  τίμησε  και  δόξασε  όσο   κανένας   άλλος  ο  απλοϊκός  βοσκός.  Την   τίμησε   και   την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος  και  ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου   «μάθετε  απ’ εμού,   ότι   πράος   ειμί   και   ταπεινός   τη   καρδία»   (Ματθ. ια’ 29)   ήταν   γι’ αυτόν   σύνθημα   ζωής,   ήταν   καθημερινό   βίωμα.

Ο  Σπυρίδων   ήταν ακόμη η προσωποποίηση της  αγάπης  και  καλοσύνης.  Η   πόρτα   του  σπιτιού   του   ήταν   πάντα   ανοιχτή   για κάθε  ξένο  και  περαστικό,   και   για  κάθε   οδοιπόρο.   Τα   λόγια   του θείου  Παύλου  «την   φιλοξενίαν   διώκετε»   ήταν   γι’ αυτόν    τρόπος ζωής.   Ο  Άγιος   αγαπούσε   τον   κάθε  άνθρωπο.   Όποιος   ερχόταν σπίτι   του   έπρεπε   να   καθίσει   να   ξεκουραστεί,   να   διανυκτερεύσει, να  φάει  και  να πιεί. Πολλές  φορές  ο ίδιος   ο   Επίσκοπος   μιμούμενος τον  Κύριο   έφερνε   νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σε όλες τις εκδηλώσεις της  ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως  ήταν   ο   γνήσιος    ακόλουθος  Εκείνου,  που   ήταν   και   είναι   «η   οδός   και  η  αλήθεια   και   η  ζωή».   Η αγιότητά του υπήρξε θαυμαστή.  Γι’ αυτό   και    ο  Πανάγαθος   Θεός   πλούσια   τον   αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του Θαυματουργού. Μερικά  από τα θαύματα θα αναφερθούν και εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι  οι χριστιανοί, πόσο   χαριτώνει   ο   Κύριος   εκείνους,   που   με   σταθερότητα    και    ειλικρίνεια    αληθινή    του    δίδουν   την  καρδιά τους.

Θαύματα

1. Κάποτε η  Κύπρος υπέφερε  από ανομβρία. Πείνα μεγάλη και αρρώστιες  πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν  κάθε   μέρα.   Η   κατάσταση    ήταν    τραγική.   Ένας Ηλίας    ή   κάποιος    άλλος   όμοιός  του  χρειαζόταν   τις   στιγμές  εκείνες,   για   να   ανοίξει  τους   καταρράκτες   του    ουρανού.   Και   σαν τέτοιος  βρέθηκε   ο   Άγιός   μας.   Ο   πόνος   του   λαού   του   τον έσπρωξε   σε   βαθιά   και  κατανυκτική  προσευχή. Το  αποτέλεσμα υπήρξε  άμεσο. Βροχές πολλές  και   ευεργετικές  άρχισαν   να   πέφτουν σ’ όλο   τον   τόπο.   Και   όταν   αυτές   συνεχίζονταν   με   κίνδυνο   το κακό   να γίνει μεγαλύτερο παρἀ την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του Αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Και  οι  άνθρωποι   δόξασαν   τον   Μεγάλο   Πατέρα,   που   τόσο   γρήγορα    και με   τόση   σπουδή   τους   λύτρωσε  από  τα  δεινά.


Ιδιαίτερα  η   αγάπη   του   Αγίου   εκδηλωνόταν   για   τους   πτωχούς   και τους    δυστυχισμένους. Σ’ αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος   να   αρνηθεί   την   βοήθεια    και    την   προστασία   του.

2. Κάποτε  πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία   κτύπησε   το   πολύπαθο νησί.   Οι   πλούσιοι   και   όσοι   είχαν   γεννήματα   στις  αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά.  Ευκαιρία   έλεγαν   να   αυξήσουμε   τα πλούτη   μας. Ένας   φτωχός   με   πολυμελή  οικογένεια  κατέφυγε σ’ έναν  τέτοιο   πλούσιο   και   με   δάκρυα   τον   παρακαλούσε   να   του δανείσει   λίγο   σιτάρι   για   να   θρέψει   την   οικογένειά   του    και   να του   το  επιστρέψει   ή   να   του    το   πληρώσει   μόλις  μπορέσει.   Ο σκληρός  πλούσιος   στα   δάκρυα   και   τις   παρακλήσεις   του   πτωχού έμεινε  ασυγκίνητος. Καμιά   συμπάθεια,   καμιά    συμπόνια    δεν   έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημά  του   και  του   διηγήθηκε  την   στάση   του   πλουσίου  απέναντί  του.   Ο   Άγιος,   αφού   τον   ήκουσε,   τον   ενίσχυσε   και   του είπε να κάνει υπομονή μέχρι  την επομένη ημέρα. «Αύριο, του  είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ  ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί  ο  ίδιος  να   σου   δώσει   όσο   σιτάρι  θέλεις.   Και    το   σπίτι σου   θα   γεμίσει  από  γεννήματα».

Με   τούτα  τα   λόγια  του   προανήγγελλε  ο   Άγιος  αυτά,  που   θα γινόντουσαν  τη  νύκτα.  Τα  μεσάνυκτα  βροχή  καταρρακτώδης  άρχισε να  πέφτει  σε  όλη  την  περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματά του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας   ο  πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς  να πάρουν   όσα   θέλουν.

— «Πάρτε,  αδελφοί  μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν   θέλω χρήματα».
Τα   λόγια   του   Αγίου  επαλήθευσαν.   Οι   πτωχοί   πήραν   και   δόξασαν τον   Θεό  για   την   ευσπλαχνία   του.  Πήρε  και  ο πτωχός μας  και  ευχαρίστησε και αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες   καρδιές.   Οι   μορφές   άλλαξαν.   Μόνον   των   πλουσίων   η καρδιά   έμεινε   η   ίδια    σκληρή    και   ανάλγητη.

3. Μια  μέρα,  ένας  άλλος   πτωχός    με  πολυμελή   οικογένεια  κτύπησε την πόρτα  της  επισκοπής  του.  Πλησίασε  τον  Άγιο  και   με   δάκρυα   του   ζήτησε  ένα   δάνειο.  Το   ήθελε   για   να   πληρώσει   κάποιο   χρέος του   σ’ έναν   πλούσιο,   που    απειλούσε   να   του   πωλήσει   το   σπίτι του.  Που   να   βρει   όμως   ο   Άγιος  ένα   τόσο   μεγάλο   ποσό;   Στον πόνο   που   του   δημιουργούσαν   τα   πικρά   δάκρυα   του   πτωχού,   που από   την   θλίψη  σπάραζε,   ο στοργικός  επίσκοπος καταστενοχωρημένος   άρχισε  να  βηματίζει.  Ξάφνου   εκεί    μπροστά του  πήρε  το  μάτι  του   ένα   φίδι   να  σέρνεται   μέσα   στην  πρασινάδα. Σαν  αστραπή  πέρασε  από   τον   νου   του   το   ραβδί   του   Ααρών,   που στο  παλάτι   του   Φαραώ  τ’ αφήκε   να  πέσει   στη   γη   και   έγινε   φίδι. «Άς    ήταν,   Κύριε,   το   φίδι   αυτό   να   γινόταν   χρυσάφι   για   τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα  σου»,    ξανάπε και   σήκωσε    το  χέρι. Το   φίδι   σταμάτησε.   Και     ο  Άγιος έσκυψε    και  το   πήρε.   Στο   χέρι  του   το   σιχαμερό   ερπετό    μεταμορφώθηκε  και άστραψε   τώρα   χρυσαφένιο.

- Πάρτο,   παιδί   μου,   είπε   ο   Άγιος    με   καλοσύνη.   Πάρτο   να   κάμεις   την   δουλειά    σου.
Και  ο   πτωχός   γεμάτος   χαρά   πήρε   το  χρυσάφι   και   έτρεξε   και  το έδωσε  ενέχυρο  στον πλούσιο   δανειστή.  Όταν   αργότερα   με  την βοήθεια  του  Θεού  πλήρωσε    το   χρέος   του,   ο  δανειστής  του επέστρεψε  το   χρυσαφένιο    ενέχυρο. Και   ο   πτωχός    το   πήρε   και   με δάκρυα   ευγνωμοσύνης   το   γύρισε   στον   Άγιο.   Αυτός,   αφού   το  έλαβε   στα  χέρια,   έστρεψε   τα  μάτια   στον    ουρανό,   δόξασε   τον   Θεό   για   την  άπειρη    φιλανθρωπία   του   και   ύστερα   το   έριξε   στη γη.   Και   ω     του   θαύματος!   Το   χρυσάφι   έγινε   και   πάλι   φίδι   και έφυγε   από   μπροστά  τους.

4. Την απέραντη   αγάπη   του   Αγίου  για   τα   λογικά   του   πρόβατα   και   το ενδιαφέρον   του   γι’ αυτά,   μας   την   δείχνει    και   τούτο    το  γεγονός.

Κάποτε ένας   καλός   και  ενάρετος χριστιανός, που  ήταν  και  στενός φίλος  του   Αγίου,  συκοφαντήθηκε   από  μερικούς   κακούς   ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά.   Και   ο   άρχοντας,   μόλις   την   άκουσε   έσπευσε   να  επιβάλει  στον  άνθρωπο σαν τιμωρία  τον   θάνατο.   Η  είδηση   έφτασε   και   στ’ αυτιά   του   αγίου, που   ήξερε   ότι   ο   άνθρωπος    ήταν   αθώος. Τι κάμνει;   Χωρίς   να   χάσει   καιρό,   ξεκινά    να    πάει   να   βρει   τον   φίλο του και να δει, άν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα    μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά   νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή   ορμή.    Ο    Άγιος, που   ήξερε   να   τα   αναθέτει όλα   στον   Θεό,   δεν   τα   έχασε.   Εκεί   που   στεκόταν   και συλλογιζόταν  τι   να   κάμει,   ήρθε   στο   νου   του   η    περίπτωση    του  Ιησού   του   Ναυή,   όταν   πέρασε   και   αυτός   τον   Ιορδάνη   με   την Κιβωτό   της   Διαθήκης   και   τον   λαό.   Σήκωσε   στη   στιγμή   τα   χέρια, ψιθύρισε   μία   θερμή   προσευχή  και  ύστερα  με φωνή  δυνατή  φώναξε  κι   είπε:

— Ποτάμι   στάσου.   Ο   Δεσπότης    Χριστός  με καλεί   να   πάω    να γλυτώσω   τον    φίλο   μου.   Στάσου,   λοιπόν,   να    περάσω.

Την   ίδια    ώρα   τα  ορμητικά  νερά  του  χειμάρρου,  που  λες   και  κτυπούσαν   σ’ ένα   στέρεο   βράχο,   σταμάτησαν.   Έπαψαν   να   κυλούνε.   Οι   φυσικοί   νόμοι  παραμέρισαν,   και   ένας   δρόμος   άνοιξε μπροστά   τους.  Τα   πλήθη, που στέκονταν εκεί  και  με αγωνία περίμεναν  πότε   να   καλμάρουν   τα   νερά  για   να   περάσουν   και   αυτοί  στην   άλλη   μεριά,   μπροστά   στα   όσα  έβλεπαν, συγκλονίστηκαν.  Έκαμαν  τον  σταυρό   τους   και  ακολούθησαν  τον Άγιο,  που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ’ άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι  και  δοξολογούσαν τον   Θεό,   που   χαρίτωσε   τόσο πλούσια τον Άγιό τους. Την είδηση έμαθε και ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη    δοκίμασε   και   αυτός.   Και   όταν   ο   Άγιος   τον   πλησίασε, έσπευσε   με   συγκίνηση  και  χαρά ν’ αφήσει  ελεύθερο τον θανατοποινίτη    φίλο    του   και   μαζί   γύρισαν   στην   πόλη.   Τι   ωραία αλήθεια,   αν   όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατά τους! Πόσο  διαφορετικός, οπωσδήποτε   θα   ήταν   ο   κόσμος!
Ο  Άγιος  πήρε  από   τον   Θεό   και   το   χάρισμα   να   διαβάζει   τις μυστικές   σκέψεις   των   ανθρώπων.   Τα   ακόλουθα   δυο   περιστατικά είναι   αρκετά   να   βεβαιώσουν    και    τούτη   την   αλήθεια.

Κάποτε  ο    Άγιος, συνοδευόμενος  από  τον  φίλο   και   μαθητή   του Τριφύλλιο,   τον πρώτο Επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν  για  την  Κερύνεια.  Πήγαιναν   εκεί   για   κάποια   εργασία.   Ο δρόμος περνούσε  από την Κυθρέα.   Ήταν  άνοιξη  και    η   φύση   γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλια χαρούμενα κελαηδούσαν  γλυκά   και  πετούσαν  από  κλαδί  σε   κλαδί.   Στο   βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια,   που με την ευωδία  που σκορπούσαν  λες και δοξολογούσαν   και   Αυτόν   τον   Δημιουργό.   Εκεί   που   βάδιζαν   αργά – αργά,   γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος   στάθηκε   και    θαυμάζοντας   τον   πανοραμικό    κάμπο, που   απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να   κάμνει   κ άποιες   σκέψεις:

Τι   ωραία,  σκεφτόταν   νοερά,   να    είχα   για   την   επισκοπή    μου μερικά   από   αυτά   τα   κτήματα,   που   βρίσκονται  σ ’ αυτόν   τον   τόπο. Θα   μου   έδιναν ένα καλό  εισόδημα  για να  αντιμετωπίζω   τόσες  ανάγκες.

– Τι  σκέπτεσαι, αδελφέ μου;   του   είπε   ο  Σπυρίδων.   Γιατί   αφήνεις  το μυαλό   σου   τούτη   την    ώρα   να   ασχολείται  με   τόσο   μάταια πράγματα;

– Γέροντά   μου,   μα    διάβασες   τις    σκέψεις   μου;

-Αδελφέ μου,   «ού γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν   επιζητούμεν»  (Εβρ. ιγ’ 14). Δεν   έχουμε   εδώ   στην   γη   μόνιμη   και διαρκή   πατρίδα και πόλη, με πόθο βαθύ ποθούμε  και  ζητούμε την μέλλουσα,    την    ουράνια  Ιερουσαλήμ. Μάταια  είναι   όλα   τα   γήϊνα αγαθά. Στην καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα έναν πόθο. Την απόκτηση    των   ουρανίων,   των   αιωνίων   αγαθών.   Τα   γήϊνα   αγαθά είναι   όλα  προσωρινά   και   απατηλά.   Σήμερα   είναι   δικά   μας.   Αύριο θα   γίνουν   κτήμα   κάποιου  άλλου.   Και    ουδέποτε  τίνος.

— Πατέρα  μου,  συγχώρησε  με.   Νικήθηκα   από   την  θεωρία.   Δεήσου και   εσύ   του    Κυρίου   μας    να    με    συγχωρήσει.

– Ναι,  τέκνον  μου,   πρόσεχε.   Ο   διάβολος   χρησιμοποιεί    και   τα   πιο αθώα   πράγματα,   για   να   μας   παρασύρει   και   να   μας   σκανδαλίζει. Αντί   με   τη   θεωρία   να   αφήνει   το   μυαλό   μας   να    στρέφεται    και να   δοξάζει   τον   Δημιουργό,   που   όλα   τα   έκαμε  για  την   δική   μας αγάπη   και   ευτυχία,   αντίθετα    το   σπρώχνει   να   ποθεί   τα   μάταια  και    να   ζητά  τρόπους,  για   να   τα    αποκτήσει,  να    τα   κάμει    κτήμα του.

Πόση   σοφία  στα  λόγια  του   θεοφώτιστου   επισκόπου. Αντί   ο άνθρωπος   μπροστά   στα   τόσα μεγαλεία  του  Παντοδύναμου Δημιουργού   να    αφήνει   την   σκέψη   του   με   ευγνώμονα    διάθεση    να   υμνεί   και   να   δοξάζει   τον   Ποιητή   και   Πλάστη   Του,   αυτός    ένα   μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση  και  απόλαυση   όλων   αυτών   των   επίγειων  αγαθών.

5. Κάποια  άλλη   φορά   ο   Επίσκοπος,   ύστερα   από    μακρινή   οδοιπορία   για   διδαχή   του   λαού   του μπήκε   κουρασμένος   στο   σπίτι ενός  από  τους   πιστούς   του   για   να   ξεκουραστεί.   Στο     άκουσμα  της    είδησης   κόσμος   πολύς    από   τα   γειτονικά   σπίτια   στην   αρχή και   έπειτα   από   όλη   την   κοινότητα    έτρεξαν   να   τον   συναντήσουν και   να  πάρουν  την   ευλογία   του.   Ανάμεσα   στα   πλήθη    ήταν   και μία  αμαρτωλή  γυναίκα,  που  ήρθε  και  αυτή    να   δει   τον   Άγιο. Κάποια   στιγμή    μάλιστα   έπεσε   και   κάτω,   για   να   ασπασθεί   τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο Άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς  να  τον ακούσει κανένας,   με   τρόπο   γλυκύ    και   ταπεινό,   ψιθύρισε   στη    γυναίκα:

– «Κυρά   μου,   μη   με  εγγίσεις».   Εκείνη   όμως  επέμενε.   Και    τότε   ο Άγιος  με   αυστηρότητα   φανέρωσε  μπροστά   σε   όλους   την   αμαρτία της.   Η   γυναίκα   θαύμασε   και   με   συντριβή   καρδιάς   έσκυψε   και άρχισε   με  δάκρυα   να  ζητά   το  έλεος  του   Θεού.   Μπροστά   στην μετάνοιά   της  ο   στοργικός   πατέρας   της   είπε    με   συγκίνηση   τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μία τέτοια αμαρτωλή:   «Θάρσει,   θύγατερ.  Αφέωνται   σοι  αι  αμαρτίαι».   Πήγαινε στο    καλό   και   πρόσεχε   μελλοντικά.   Με   τον   τρόπο   του   ο    άγιος βοήθησε  την   αμαρτωλή   εκείνη   γυναίκα   να   μετανοήσει.   Αλλά   και έδωσε   ένα   μάθημα   σε   όλους.   Μόνο   η   μετάνοια   η   ειλικρινής  ξεπλένει   την  ψυχή  και  αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική,   να   είναι   παιδί   του    Θεού.

6. Ο  Άγιος   κατά   τη   Μεγάλη   Σαρακοστή   συνήθιζε   να   νηστεύει απόλυτα. Δεν  έτρωγε  τίποτα,   ούτε   αυτός   ούτε   και   η   κόρη   του. Κάποια   βραδιά,   σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε   την   πόρτα   της   επισκοπής   του.   Ο   Άγιος   έσπευσε   με προθυμία   να   του   ανοίξει    και    να   τον  υποδεχθεί.   Του    πρόσφερε νερό   να   ξεπλυθεί   και πήγε να  βρει  κάτι, για  να  του   δώσει   να δειπνήσει.   Κοίταξε  παντού,   μα   τίποτα    δεν    βρήκε.   Ούτε   ψωμί   δεν είχε. Στην αμηχανία του ο Άγιος θυμήθηκε πως σε κάποια γωνιά βρισκόταν  κρεμάμενο   ένα   κομμάτι     διατηρημένο   χοιρινό   κρέας   από   τις   ημέρες   της   κρεοφαγίας.   Χωρίς   να   χάσει   καιρό,   φώναξε την    κόρη  του  να   ψήσει   λίγο  για   τον   φιλοξενούμενό   τους.   Η    κόρη   ετοίμασε   το   τραπέζι.

Έβαλε   πάνω   το   ψητό   κρέας    και   κάλεσαν   τον   ξένο    να   φάγει.   Ο  ξένος, σαν είδε  το  προσφερόμενο, αρνήθηκε  να  το   δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτά   μου,   συγχώρεσε  με.  Νηστεύω.   Είμαι   χριστιανός.

– Ναι! παιδί μου, είπε  ο Άγιος. Και εγώ νηστεύω. Είμαι και εγώ χριστιανός.   Μα   μία   και  δεν  έχουμε  τίποτε   άλλο   στο   σπίτι   και   εσύ   πρέπει  να   τονωθείς   ύστερα   από   την  τόση   οδοιπορία,   θα    φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί   μου,   να   τονωθείς.
Και    ο  Άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε  και  έδωσε   και   σ’ εκείνον   λέγοντάς   του.   «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο  Λόγος».   Την   άλλη  μέρα φυσικά  συνέχισε  και   πάλι   τη νηστεία   του.   Το  περιστατικό   αυτό   δείχνει   την   πλατιά   αντίληψη του  Αγίου για τη νηστεία, που είναι και η μόνη ορθή.   «Το Σάββατον   εγένετο   δια  τον   άνθρωπον  ουχ   ο   άνθρωπος   δια  το   Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).

7. Λίγα  γράμματα  έμαθε  ο   Άγιος,   όπως   είδαμε. Τούτο,   όμως,   δεν τον εμπόδισε από του  να προσέλθει  και  να λάβει  μέρος  στην  Α’ Οικουμενική    Σύνοδο  που   συνεκάλεσε   ο   Μέγας Κωνσταντίνος   το  325    μ.Χ.  για   να   αποστομώσει   και   καθαιρέσει   τον    Άρειο.   Ο τρομερός    αυτός    αιρετικός,   όπως   ξέρουμε,   δίδασκε   ότι   ο   Χριστός δεν   είναι  Θεός, αλλά  δημιούργημα και  πλάσμα του Θεού. Και η αιρετική  του αυτή διδασκαλία  είχε   προκαλέσει   αληθινό   σάλο    και είχε   συνταράξει   ολόκληρη  την   Χριστιανική   Εκκλησία.

Στην   σύνοδο   αυτή   από   τη   μία   μεριά   είχε   παραταχθεί   ο   Άρειος με  τους   ικανούς   ρήτορες   και   οπαδούς   του   επισκόπους.   Και   ήταν αυτοί   ο   Νικομήδειας   Ευσέβιος,   ο  Νικαίας Θεαγένης και  ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί  μ’ αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθισαν στην σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχώριζε  και   ένας   Έλληνας    φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου  και  τα  σοφίσματα  εθεωρείτο   ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ  αυτών   διακρίνονταν,   οι   Άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος,  ο Παφνούτιος από την Θηβαίδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος  τότε   της   Αλεξανδρινής  Εκκλησίας, ο Επίσκοπος Τριμυθούντος  Σπυρίδων  και  άλλοι   πολλοί.   Ο   τελευταίος   φυσικά    δεν   διακρινόταν  για  την  μόρφωσή   του.   Διακρινόταν,   όμως,  για    την απλότητα   και   την   ταπείνωσή   του.   Ήταν   ένα   δοχείο    ακένωτο  από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του  Αγίου Πνεύματος.  Από  την   στιγμή   που   μπήκε   στην   αίθουσα   της   συνόδου  η  καρδιά του κτυπούσε  δυνατά και  με βαθιά πίστη προσευχόταν   νοερά   να   φωτίσει,   ο    Θεός,   ώστε   στο    τέλος   να λάμψει   η   αλήθεια.

«Πάτερ,   δόξασόν   σου   τον   Υιόν»,   έλεγε   και   επαναλάμβανε   με  δάκρυα  στα   μάτια.   Η   αγάπη    του   στον   λατρευτό   μας   Σωτήρα Χριστό  του  φλόγιζε όλο το  κορμί  και  τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στην  συζήτηση, που   είχε   ανάψει   ο   τρομερός   Άρειος   με   την φιλοσοφική   του   μόρφωση,   την   πανουργία   και   την   ευγλωττία   του, αλλά  και   τους   οπαδούς   του   ρήτορες,   που   τον   ενίσχυαν αφάνταστα,   πετούσε   κυριολεκτικά  κεραυνούς ενάντια   στην   αλήθεια και  την   Εκκλησία   του   Χριστού.   Οι    ώρες   περνούσαν,   χωρίς   ένα θετικό   αποτέλεσμα.   Κάποια   στιγμή  μάλιστα ένας   από   τους   πιο δεινούς   ρήτορες  του   Αρείου,   ο   Έλληνας   σοφός    Ευλόγιος   είχε προβάλει   τέτοια   επιχειρήματα   και   με τόση  μαεστρία που είχε νομισθεί   ότι   το   δίκαιο   βρισκόταν   με   το   μέρος  τους.   Οι υπερασπιστές  της   χριστιανικής   αλήθειας,   και   αυτός   ο  Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα  στη  μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε  από  την   θέση   του   ο   Άγιος   μας   και   ζήτησε   να    μιλήσει.   Αργά  προχωρεί   προς   το   βήμα.   Οι   οπαδοί   του    αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν.    Γνώριζαν πως ο    Άγιος   ήταν   αγνός    και    ενάρετος.   Ήταν  όμως, και  ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα   και   χωρίς   αυτό   που   λέμε   κατά   κόσμο   σοφία   και γνώση.   Πως   θα  μπορούσε   λοιπόν   ο   ταπεινός    βοσκός    να   τα βγάλει πέρα μ’ έναν ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι’ αυτό στενοχωρήθηκαν και μερικοί αγωνίζονταν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει.   Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς και αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει   να   τον   εκθέσει    και   να   τον   γελοιοποιήσει.   Ο    Σπυρίδωνας,   όμως,   επέμενε.   Και    ο   Βασιλιάς    έδωσε   τον   λόγο.

Σιγή    και    πάλι   νεκρική    απλώθηκε   στην   αίθουσα.   Οι   φίλοι   του Αρείου    με   δυσκολία   συγκρατούν την  περιφρόνησή   τους,  ενώ   οι πατέρες   με   αισθήματα   σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα.  Κάποια   στιγμή   ο   μέγας    Σπυρίδων   διακόπτοντας   την σιωπή    στρέφεται   προς   τον   φιλόσοφο    και    με   φωνή  σταθερή  αρχίζει   να   του   λέγει   τούτα   τα   λόγια:

– Άκουε,   σοφέ. Ένας  είναι   ο  Θεός.   Αυτός   με   τον   Λόγο   Του   και    το   Πνεύμά   Του   δημιούργησε   όλο    τον κόσμο. Και  αυτά   που βλέπουμε, μα  και  εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό   και   υπέροχο   δημιούργημα,   τον   άνθρωπο.   Αυτός   ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα.   Για  την   ιδική   μας   σωτηρία    πιστεύουμε   ότι   ο   Υιός   του Θεού  έγινε  και   άνθρωπος   και   γεννήθηκε    από   μία   κόρη,  την Παρθένο   Μαρία.   Μεγάλωσε  σαν   άνθρωπος   εκεί   στη  Ναζαρέτ, δίδαξε επί τρία χρόνια και ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε  και   εμάς  και  μας   χαρίζει   άφθαρτη    και    αιώνια   ζωή. Ο   Λόγος  του    Θεού,   αφού   παρέμεινε   στη   γη    μετά   την   Ανάστασή  Του   επί   σαράντα     ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα  στον ουρανό  από  όπου  και  έστειλε  στην γη   μετά  δέκα  μέρες   το   Πανάγιο Πνεύμα   το   οποίο   από  τότε   παραμένει   στην   Εκκλησία.   Ο   Λόγος του   Θεού πιστεύουμε ακόμη, πως θα ξανάρθει  κάποια  ημέρα   για   να κρίνει    τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε    μπροστά  Του   για   να   απολογηθούμε σ’ Αυτόν για  όλα   τα   έργα,   τα   λόγια   και    τα   ενθυμήματά   μας.

– Ο  Λόγος   του   Θεού,   ο   Κύριος   ημών   Ιησούς   Χριστός   είναι ομοούσιος  με τον  Πατέρα,   Σύνθρονος,   Ομότιμος    και    Ομόδοξος. Ένας   είναι    ο   Θεός·   Τρία    Πρόσωπα   όμως,   τρεις   Υποστάσεις, Πατήρ,  Υιός   και    Άγιο   Πνεύμα.   Τα   τρία   αυτά   Πρόσωπα,   ο    ένας Θεός,   η   μία   Ουσία   είναι   για   τον   νου   του   ανθρώπου   κάτι   το άρρητο   και   ακατάληπτο.   Όπως   είναι   αδύνατο   να   βάλει   κανείς  όλα  τα νερά της θάλασσας σ’ ένα ποτήρι, έτσι   είναι   αδύνατο   και   το πεπερασμένο  μυαλό   του   ανθρώπου   να   χωρέσει   και   να   κατανοήσει   το   άπειρο   της   Θεότητος.   Για   να   δώσω   όμως   μία εξήγηση   των   λόγων   μου,   άς   με   συγχωρήσει   ο   Πανάγαθος   που  θα   χρησιμοποιήσω   αυτό   το   χειροπιαστό  παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι  στην   τσέπη   του   και   έβγαλε   ένα κεραμίδι  και   δείχνοντάς   το,   έκαμε με το δεξί του χέρι  το   σημείο   του σταυρού   και    είπε:

— «Εις    το    όνομα    του   Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν την σκηνή, συγκλονίζονται   κυριολεκτικά.   Γιατί   με   τις   λέξεις   του   Αγίου,  η φωτιά   με   την   οποία   ψήθηκε   το    κεραμίδι   ανέβηκε   πάνω.

- «Και   του   Υιού»,

Πρόσθεσε.   Τότε   το   νερό   με  το  οποίο   ζυμώθηκε   το   ξερό   κεραμίδι, έτρεξε   κάτω.

— «Και    του   Αγίου   Πνεύματος».

Συμπλήρωσε  ο   πρακτικός   και   θεοφώτιστος  διδάσκαλος.  Το   χώμα έμεινε   στο   χέρι   του.

– Αδελφοὶ  και   πατέρες   μου,  συνέχισε  ο   θαυματουργός·   όπως   το κεραμίδι   αποτελεί     ένα   πράγμα   μιάς     ουσίας   και   μιάς   φύσεως, αλλά   είναι   τρισύνθετο -  φωτιά,   νερό,   χώμα-   έτσι  και    ο  Άγιος Θεός.  Άν   και    δεν  πρέπει να παρομοιάσουμε  την  Άκτιστο   και Υπερούσια   αυτή   Φύση  με  κτιστό   και   φθαρτό   δημιούργημα,   εν τούτοις   για  να κάνουμε τα ακατάληπτα  καταληπτά,  -άς μας συγχωρήσει  το   άπειρο  έλεός Του – λέμε   και    τονίζουμε:

– Ο   Θεός  είναι  ένας  κατά  την   ουσία   και   την   φύση.   Αλλά   κατά   τα  πρόσωπα  ή    τις  υποστάσεις   είναι   Τριαδικός:   Πατήρ,  Υιός   και  Άγιο   Πνεύμα.

Τα λόγια του Αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων.   «Τις  Θεός  μέγας  ως   ο   Θεός  ημών.   Συ   εί    ο   Θεός   ο   ποιών  θαυμάσια   μόνος».   (Ψαλμ. ος’ 14 – 15).   Ψάλλουν   και   δοξολογούν  τον  Κύριο.   Ο    Άρειος   και οι   οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος  αναγνωρίζει    και    ομολογεί   φανερά   την   ήττα    του:

– Τα   λόγια   σου   με  έπεισαν,   άγιε  γέροντα,   και  το  θαύμα  με βεβαίωσε,  ότι   έχεις   δίκαιο.   Πιστεύω  τώρα.  Πιστεύω  με  όλη   την δύναμη  της  ψυχής  μου   ότι   ο   Ιησούς   Χριστός   είναι  Υιός   του   Θεού, Θεός   αληθινός   και   Αυτός,   ομοούσιος   με   τον  Πατέρα.

Δάκρυα   χαράς  έτρεξαν   από   τα   μάτια   όλων   και  πρώτα – πρώτα από   τα   μάτια   του   φιλοσόφου,  που   έσπευσε   να   δεχθεί   το βάπτισμα   και   να   γίνει  χριστιανός.

Η  αλήθεια  για  μία  ακόμη   φορά  θριάμβευσε.  Και  επεβλήθη   «ουκ   εν πειθοίς  ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως»   (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδή  όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης   σοφίας, αλλά  με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα  που  έγινε  επιβεβαίωσε  την   διδασκαλία.   Να   ποιος   ήταν   ο Άγιος   μας.   Φλογερός,    ζηλωτής    στην   πίστη,   θεοφώτιστος.

8. Ὀταν   ο   Άγιος   επέστρεψε   στην   Κύπρο,   με  πολλή   θλίψη   έμαθε, πως   η   κόρη   του   Ειρήνη  είχε προ πολλού αποθάνει.  Ο  πιστός επίσκοπος  δέχτηκε   και τούτη την δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία   και   υπομονή.   Μερικές   μέρες   υστερότερα    μία   γυναίκα  ήρθε   σ’ αυτόν   και   με   κλάματα   του   ζήτησε  ένα  πολύτιμο   πράγμα, ένα   κόσμημα. Το   είχε  δώσει   στην   κόρη   του   να   το   φυλάξει,   λίγο πριν   πεθάνει.   Ο  Άγιος  σηκώθηκε  και  με προσοχή   ερεύνησε  όλο το  σπίτι   για  να  βρει  το  ξένο  πράγμα.   Δυστυχώς,   όμως,   πουθενά   δεν το   βρήκε.  Τότε   χωρίς   καμιά   αναβολή  τράβηξε   για   τον   τάφο   της κόρης  του. Σαν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μία θερμή προσευχή, και ύστερα,  αφού  έσκυψε  πάνω   από   τον   τάφο,   κάλεσε  τη   νεκρή    κόρη του   να   του   πει,   ως   να   ήταν   ζωντανή,   που   είχε   βάλει   το πράγμα  που   της  έδωκαν.   Την   ίδια    στιγμή   μία   φωνή    από   τα βάθη  του   τάφου   ακούστηκε   να   του   λέει:

– Πατέρα   μου,   στον  τάδε   τόπο   το   έχω   φυλαγμένο.
Τότε   και    ο    Άγιος   της   είπε:
– Κοιμήσου, κόρη   μου, ήσυχα.   Κοιμήσου   μέχρι   την   ημέρα   εκείνη, που    ο   Κύριος   μας   θα   σε  αναστήσει   στη    κοινή   ανάσταση   όλων μας.
Όσοι  ήταν   εκεί   τρόμαξαν   και   έμειναν   σκεφτικοί.   Συλλογίζονταν την   δύναμη,   με   την  οποία   ο   Πανάγαθος   Θεός   χαρίτωσε   τον απλοϊκό   μα   άγιο   επίσκοπό   τους.   Τον   ποιμένα   τον   καλό,   που έσπευδε   να   κάμει   το   καθετί   για   την   ωφέλεια  και  την εξυπηρέτηση   των   χριστιανών   του.

9. Στα   337   μ.Χ.   πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στον δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου  ανέβηκε   τώρα   ο   γιός   του   Κωνστάντιος.   Αυτός   ξανάκτισε  και   την   Σαλαμίνα   της   Κύπρου,   που  είχε   καταστραφεί από   σεισμό   το   343.   Από    το  όνομά   του   όμως  η  νέα  πόλη  ονομάστηκε    Κωνστάντια.
Ο   Κωνστάντιος   κυβέρνησε   το   κράτος   του  Βυζαντίου   23   περίπου χρόνια   (337 – 360 μ.Χ.). Κατά την  περίοδο  αυτή – δεν  ξέρουμε   πότε ακριβώς    ο   αυτοκράτορας   επισκέφθηκε   την   πρωτεύουσα   της Συρίας  την   Αντιόχεια   και   αναγκάστηκε   να   παραμείνει   εκεί   για καιρό,   γιατί   αρρώστησε   βαριά.   Οι   καλύτεροι   γιατροί μπαινόβγαιναν    στο   παλάτι,   χωρίς   να  μπορούν  να   προσφέρουν τίποτα.

Στις  δύσκολες   εκείνες   ώρες   τόσο   ο   Κωνστάντιος,   όσο   και   οι   δικοί του   κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδιά, εκεί που ο βασιλιάς    προσευχόταν, βλέπει   μπροστά   του   έναν   άγγελο,   ο     οποίος  αφού  του έδειξε μία χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πως την αρρώστια   του   μόνο   αυτοί   θα   μπορούσαν  να   του   την   θεραπεύσουν.   Ο    βασιλιάς,   χωρίς   να χάσει   καιρό   έστειλε   και   κάλεσε   στο   παλάτι  όλους  τους επισκόπους. Ανάμεσα   σ’ αυτούς,   όμως,   που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει   τα   δυο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι  επίσκοποι προσευχήθηκαν  και  ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό την θεραπεία του άρχοντα, αλλά τίποτα  δεν  κατόρθωσαν. Στις   δύσκολες εκείνες  ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την  εκεί  χορεία  έλειπε ο  Σπυρίδων    της   Κύπρου. Χωρίς   καθυστέρηση   ο   βασιλιάς   έστειλε   στη νήσο    άνθρωπο   δικό   του  και    τον   κάλεσε.   Ο   ταπεινός    ιεράρχης, που  κατά  παραχώρηση   Θεού  γνώριζε  τα   της   αρρώστιας   του Βασιλιά,  πήρε   μαζί  του  τον   μαθητή   του   Τριφύλλιο,   που   η   αγάπη του Θεού προόριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονό του Αρτεμίδωρο  και  ξεκίνησε  για   την   Αντιόχεια.   Όταν   έφτασε   στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε   με την συνοδεία του στο παλάτι. Στην είσοδο του παλατιού   ο   φρουρός   που    τους  είδε   έτσι   φτωχικά   ντυμένους ζήτησε   να   τους   εμποδίσει   να  εισέλθουν.   Τον   Σπυρίδωνα    μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντάς  τον  για κανένα   ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε  και  ένα  χαστούκι  στο  πρόσωπο.   Ο   πράος   ιεράρχης,  χωρίς  καθόλου  να θυμώσει   έστρεψε  και  την  άλλη  πλευρά  του  προσώπου   του   λέγοντας  ότι    ο  βασιλιάς  τον  κάλεσε. Όταν  ο  φρουρός  αντιλήφθηκε, ότι μπροστά  του   δεν   είχε   ζητιάνο,   αλλά  έναν  αρχιερέα  και  μάλιστα τον   ονομαστό  της Κύπρου  αρχιερέα  Σπυρίδωνα,  έπεσε  μπροστά   του και  με   δάκρυα  τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο  Άγιος,  που ήξερε  να   σκορπά   τριγύρω   του   μόνο   την   καλοσύνη,   τον   πήρε   από   το   χέρι   και   αφού  τον νουθέτησε, του  έδωκε τις  πατρικές  ευλογίες  του.
Οι  άνθρωποι   του   βασιλιά   παρέλαβαν   τον   Άγιο   και   τον   οδήγησαν με την συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στο αντίκρισμά τους ο βασιλιάς   αναγνώρισε  αμέσως τα   δυο   πρόσωπα,   που   του   είχε   δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε  προς   τον   Άγιο.   Συγκινητική  η  σκηνή!  Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά  στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου    Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και την χάρη Του. Ο ταπεινός  αρχιερέας, πλημμυρισμένος   από  αγάπη  και  συμπόνια    στον  ανθρώπινο   πόνο   σηκώνει    το  σεπτό  και  άγιο χέρι του  και  το  αποθέτει  στο  κεφάλι του  άρχοντα   προφέροντας   την    ίδια    ώρα  θερμή    και    άγια   προσευχή.   Το   αποτέλεσμα;    Θαυμαστό!
Σε μία στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά   αποκαθίσταται   και   παίρνει   την   θέση   της   στο βασιλικό   κορμί.
Οι   καρδιές    κτυπούν   δυνατά   από   συγκίνηση    και   ευγνωμοσύνη στον   Θεό   για    την   δωρεά  του.   Ο    Ἀγιος   μετά   τη   θεραπεία   είπε και   μερικά   πνευματικά   λόγια,  που   αφορούσαν   στη     ψυχική σωτηρία   του   επίγειου   άρχοντα:

— Να  θυμάσαι   πάντοτε,   βασιλιά,   ότι   κάθε   εξουσία   προέρχεται   από   τον   Θεό.   Γι’ αυτό    και   ο   κάθε  άρχοντας  έχει    υποχρέωση   να ασκεί   την  εξουσία   προς   το   συμφέρον   του   λαού    του.   Οδηγός  στην  ζωή  του   καθενός μας  ας είναι  η  αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία.  Όποιος  έχει   αγάπη   μέσα  του   δεν   μπορεί   παρά    να κάμνει  το καλό στον συνάνθρωπό του. Με την  αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας, όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια    και   μη   δεχθείς   στην   Εκκλησία    καμιά  διδασκαλία  αντίθετη   με   τα    όσα   διδάσκει   η   Αγία   Γραφή    και  η  ιερά  Παράδοση.

Αυτά  είπε  ο   Άγιος   και   ξεκίνησε   να   φύγει.   Και   όταν   ο   βασιλιάς για  να   εκδηλώσει  σ’ αυτόν  την   ευγνωμοσύνη    και    την   αγάπη   του, του  πρόσφερε   χρήματα, πολλά χρήματα, ο  Άγιος  αρνήθηκε  να   τα δεχθεί,  λέγοντας  πως  πιο  πάνω   από   τα   χρήματα    είναι    η    αγάπη. Και   όταν   ο   βασιλιάς  επέμενε, ο  Άγιος, για  να   μη  θεωρηθεί υπερήφανος   και   ακατάδεχτος,   δέχτηκε   τα   δώρα   και  προτού   να φύγει    από   το   παλάτι   τα  διαμοίρασε     στους    αυλικούς.

Την  πράξη  αυτή   του   Αγίου   σαν   έμαθε   ο   βασιλιάς    τον  ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο   Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος  δε  τις  νουθεσίες   του   φρόντισε   στη    ζωή   του  να κάμνει  πολλές   φιλανθρωπίες   σε   κάθε φτωχό   και   π ονεμένο.   Και ακόμη,  για   την   αγάπη   του   Αγίου   Σπυρίδωνος,   πρώτος    αυτός   απ’ όλους  τους  βασιλείς  νομοθέτησε,   ώστε   οι   κληρικοί  να  μη πληρώνουν   κανένα  φόρο.  «Είναι   άτοπο  και   ντροπή,  έλεγε,  οι υπηρέτες   και  αντιπρόσωποι  του Ουράνιου   Βασιλιά   να   πληρώνουν φόρους    σε    επίγειους    και    θνητούς   άρχοντες».



Ήλθε  όμως  ο  καιρός,   η   ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και  ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης   και   καλοσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει   τον μάταιο τούτο κόσμο  και να μεταπηδήσει  από   το επίγειο   στο   ουράνιο   θυσιαστήριο   του   Κυρίου,   για   να   συνεχίσει εκεί   τις   υπηρεσίες   του.   Αυτό   έγινε   το   348   μ.Χ.   με   τον  θάνατο του   Αγίου   στην επισκοπή   του   στην   Τριμυθούντα.   Έφυγε   ο   καλός ποιμήν.   Έφυγε   από   το  ποίμνιό   του.   Η   αγάπη  όμως  και   το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε  την μεσιτεία  του  και  τις  πρεσβείες   του   προς   τον    Κύριο,  δεν σταμάτησαν.  Συνεχίζονται   ως   σήμερα.   Και   θα   συνεχίζονται    μέχρι  που    θα    θέλει   ο   Τριαδικός   Θεός.

Τα  πνευματικά   του   παιδιά  θρήνησαν   για   καιρό   την   κοίμησή   Του. Το   λείψανό   του    στην   ανακομιδή   που   έγινε   μετά   από   πολλά χρόνια   είχε  μείνει   άφθαρτο   και   ευωδίαζε.   Γι’ αυτό    και    οι   κάτοικοι   της   προνομιούχου   πόλεως,   που   τον   είχε  ποιμένα   ψυχών, το   έβαλαν  σε  μία   μαρμάρινη  λάρνακα,  που  έστησαν  δίπλα   στην είσοδο   του ναού από τον νάρθηκα, για να  είναι προσκύνημα των πιστών.

Η  λάρνακα  βρίσκεται  ακόμη  στο  ίδιο  μέρος  αλλά   χωρίς   τον θησαυρό.  Χωρίς   το   άγιο   λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές  επιδρομές ή επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ στην Κωνσταντινούπολη.   Από   εκεί   λίγο   καιρό  πριν   να   πέσει   η   βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της   Θράκης,   Μακεδονίας   και  Σερβίας στην Παραμυθιά  της  Ηπείρου  και  ύστερα  στην  Κέρκυρα   γύρω   στο   1460. Επί  τρία   ολάκερα   χρόνια   ο    ευσεβής  εκείνος   ιερέας   περιπλανιόταν από   τόπο  σε   τόπο   μέχρις    ότου   φτάσει   στην   Κέρκυρα.   Σ’ όλο   αυτό   το   διάστημα   τα δυο  λείψανα  τα είχε  κρυμμένα   σε  δυο   σακιά άχυρα    για  τα οποία,  σαν   τον  ρωτούσε  κανείς  έλεγε,  πως  τα  ά χυρα εκείνα   ήταν   τροφή  για   το   υποζύγιό  του.

Το  λείψανο   του   Αγίου   στην  Κέρκυρα

Τα  Επτάνησα   την εποχή  αυτή   βρισκόντουσαν   κάτω  από  την   εξουσία  των  Ενετών.  Γι’  αυτό  και  ο  Πολύευκτος  κατέφυγε  σ’ ένα   από  αυτά, την Κέρκυρα,  γιατί πίστευε, πως εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θσ ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα πρόσφυγα, τον  ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη, άλλοτε   συμπολίτη του,  και   του   κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό  λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στο ναό του τάγματος του  Φ. Νέρι  (Ορατοριανών)  μέχρι   τον  Νοέμβριο του  1984. Κατά  το   έτος   αυτό,  παραμονές   της   εορτής   του    Αγίου,   μετά   από έντονες ενέργειες του  Σεβασμιωτάτου  Μητροπολίτου  Κερκύρας  και  Παξών  κ. Τιμοθέου,  η  Εκκλησία  της   Ρώμης   δέχτηκε  και   πρόσφερε στην   Εκκλησία  της  Κερκύρας  το   ως   άνω   ιερό   λείψανο.   Τούτο    πήγε   και   παρέλαβε   ο  ίδιος   ο  Σεβασμιώτατος  Κερκύρας   και   το  μετέφερε  αεροπορικώς   στην  ευλογημένη   νήσο.  Έτσι  το   ιερό   οστούν του   δεξιού     χεριού   του   αγίου,  που   για   αιώνες   φυλασσόταν   στη Ρώμη από  τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται    μαζί με το  ιερό  σκήνωμα του Αγίου. Το  αριστερό διατηρείται   ακέραιο   μαζί με   το   άγιο   λείψανο.   Επίσης   και    τα μάτια   του   Αγίου   κατά   παραχώρηση   του   Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα   μέσα   στον   τάφο. Της   Αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται  στον   Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας.  Είναι   ακέφαλο   και    εορτάζεται   η   μνήμη   της   στις 11    Φεβρουαρίου.    Η   Αγία   Θεοδώρα   είναι   αυτή   που   αναστήλωσε μαζί   με   τον Πατριάρχη   Μεθόδιο   τις    άγιες  εικόνες  την   πρώτη Κυριακή των   Νηστειών  του  843.  Την  αναστήλωση    έκαμε   μετά   τον θάνατο   του   συζύγου  της  Θεοφίλου.   Ο    κόσμος   του  νησιού   με βαθύτατο    σεβασμό   υποδέχθηκε   τον   ανεκτίμητο   Θησαυρό.   Χιλιάδες πιστοί  κάθε  χρόνο  απ’ όλα  τα  μέρη  του  κόσμου  επισκέπτονται   τον περίπιστο   ναό  του  Αγίου,  που  η   ευλάβεια   του   Κερκυραϊκού   λαού ανήγειρε  προς  τιμή   του.   Το   άγιο  λείψανο  φυλάσσεται  εδώ   σε πολυτελή  λάρνακα   και  διατηρείται   άφθαρτο  και  ακέραιο   ενάντια στους   αμετάθετους   της   φύσεως   όρους.   Άφθαρτο    και   ακέραιο μένει,  για    να  δ ιακηρύττει   στους   αιώνες  το   λόγιο,   το   προφητικό.   «Τοις    αγίοις   τοις   εν   τη     γη  αυτού   εθαυμάστωσεν   ο    Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).

Πολλά  θαύματα  έγιναν  και   εδώ   στην   Κέρκυρα    και    γίνονται   κάθε   χρόνο  σε   όσους   με   πραγματική   πίστη   καταφεύγουν   στην   χάρη του   και   με   συντριβή    καρδιάς  και  ταπείνωση  εκζητούν   τις  πρεσβείες  του,  γιατί   «ο  θαυματουργός κάν  τέθνηκε   Σπυρίδων, του  θαυματουργείν   ουκ  έληξεν  εισέτι».  Δηλαδή,  ο    θαυματουργός  Σπυρίδων  και   αν  απέθανε,  δεν έπαψε όμως και από του να θαυματουργεί.   Στον   Άγιο   αυτόν   επαναλήφθηκε    πραγματικά   ο λόγος   του    Αποστόλου   Παύλου.   «Ζω    δε   ουκέτι   εγώ,   ζη   δε    εν   εμοί    Χριστός».    (Γαλ. στ’ 20).

 Άπειρα  είναι  τα   θαύματά   του.   Γι’ αυτό   και   δεκάδες  πολλές   τα χρυσά  κανδήλια,   δώρα  ευλαβών  ψυχών  που   κρέμονται  πάνω  και  γύρω  από  την λάρνακα,  που  φιλοξενεί  το  άγιο  λείψανό  του.  Όλα  αυτά  δείχνουν  και μαρτυρούν   την   βαθιά   εκτίμηση   και ευλάβεια  στο  πρόσωπο    του  Αγίου μας  από   μέρους   των   ευεργετηθέντων.    Ογδόντα   ναοί   στην  Ελλάδα μας διακηρύττουν  τον  σεβασμό  του φιλόθρησκου   Ελληνικού   λαού  στη   μνήμη   του.    Από    όλα   τα   μέρη  του   κόσμου  χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν  ταξίδια  μακρινά   κάθε   χρόνο   για   να   πάνε   στην  χάρη   του,   να    προσκυνήσουν    το    άγιο σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές   και   θεαματικές   λιτανεύσεις   του.    Τέτοιες   λιτανεύσεις    γίνονται   τέσσερις   τον  χρόνο.  Μια   κατά   το   Μ. Σάββατο   σε   ανάμνηση   της   απαλλαγής   της   νήσου   από   τη   σιτοδεία.    Δεύτερη    κατά   την Κυριακή  των   Βαίων  σε   ανάμνηση  της  απαλλαγής   της  νήσου   από  την  τρομερή   επιδημία   της  πανώλης  (πανούκλας).  Τρίτη   η   λιτανεία  της  11ης   Αυγούστου   για   ανάμνηση   της   σωτηρίας    της   νήσου   από   την  τουρκική   εκστρατεία.  Και   τέταρτη   κάθε πρώτη   Κυριακή του Νοεμβρίου  για   να   θυμούνται  την    δεύτερη    θαυμαστή  απαλλαγή    της   νήσου     από   την  πανώλη.


Απολυτίκιον.  Ήχος   α’.  Του  λίθου  σφραγισθέντος.    
Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και  θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων   Πατήρ   ημών·   διο  νεκρά  συ  εν   τάφω  προσφωνείς,   και  όφιν  εις  χρυσούν  μετέβαλες · και  εν   τω   μέλπειν   τας    αγίας σου ευχάς, Αγγέλους  έσχες  συλλειτουργούντάς   σοι ιερώτατε. Δόξα   τω   σε   δοξάσαντι   Χριστώ,   δόξα   τω   σε  στεφανώσαντι,   δόξα   τω    ενεργούντι   δια   σου,  πάσιν    ιάματα.


Κοντάκιον.   Ήχος   β’.   Τα   άνω   ζητών.
Τω  πόθω   Χριστού,   τρωθείς   ιερώτατε,   τον   νουν   πτερωθείς,  τη  αίγλη   του   Πνεύματος,   πρακτική   θεωρία   την  πράξιν  εύρες   θεόληπτε,  θυσιαστήριον   θείον   γενόμενος,   αιτούμενος   πάσι    θείαν  έλλαμψιν.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· χαίροις  ασθενούντων,    και   πασχόντων   ο ιατρός· χαίροις των λογίων, του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος    ποιμήν  τρισόλβιε.

Saint Spyridon, the Wonderful Bishop of Trimithus, Cyprus

It belongs to the sacred phalanx of the Holy Fathers of the early centuries Church.
He was born in 270 AD. and lived in the years of M. Constantine (306-337) and his son Constantine (337-361).
His birthplace Saint Spyridon had not the Trimythus of Cyprus, as many write, and today it is a small village called Tremetusia, but its neighboring town of Assia.
This is what St. Trifilius, the first Bishop of Nicosia and a disciple of St. Spyridon, tells us. "This is what Saint Spyridon was saying when he was raised, in a village called Askia I was born in the Cypriot province." The village of Askia (more correctly Askia) is the well-known town of Assia, which is close to Trimythus. "Homer" means a simplistic man, a man who did not study, did not learn to write and read well.
Man, as we say today of the mountain and the plain. A man of the countryside; and so was our Saint. So were his parents. Human farmers, poor but very virtuous and loyal. That is why their child was raised with the attention and fear of a god. He was raised, as his uncle Paul says of his disciple Timothy, that his grandmother Lois and his mother Eunice were "brought up in the Lord's education and guidance".

Education and life

Letters Saint did not learn much. Nor did he attend higher schools like the other great hierarchs of the Church. But the Bible, the book of God, was his daily and inseparable companion. Wherever he went, he would take it with him. With him at home. With him and when he led the sheep to the grazing, because he was a shepherd. In his backpack, the famous Cypriot morsel on which he had his lean meal, had his Gospel. How moving, but worthwhile, this was his habit! Let's get it out? He speaks alone. We add this:

There in the plain, when the sheep were grazing, Spyridon sitting under the shade of a tree or on a rampart was studying the words of God with great gusto, and as David was singing and glorifying his greatness. On many occasions he still called upon the other shepherds and with exemplary love and love taught them the law of God, and struggled for hours to lead their souls into the grassy meadows of the Christian faith.
From its earliest steps, this flower of Heaven and instrument of the Holy Spirit took care to scatter perfumes everywhere in Orthodoxy. With each passing day, his zeal for the salvation of those around him, but also his love and humility, lifted him to higher levels of virtue and moral perfection. And it was about the difficult days of his age, the era of severe persecution and idolatry, a model of courage and Christian confession. In the persecution that started against the Christians Maximinos (308 - 313) was arrested and the sanctuary Spyridon. The bishop and believer of the Christian truth of God bishop could not be ignored. Torture a lot. One of them, as one co-worker tells us, had his leg dislocated and one of his eyes hurt.

His heartbeat and his love for Christ, however, could not reduce anything. A kindness flooded his whole being, as if he thought he was suffering for his faith in Christ the Savior. "It is not worth the illusions of the present day to glorify it are revealed to us." (Rom. 18), he would say and repeat from within, as if accepting slaps and other humiliations.

The Saint creates a family

But even in the days of happiness and family warmth enjoyed after his release, probably after the release of the Median Decree, the flame of his faith in Christ remained unchanged, and his love always exemplary.

I said in the days of family warmth, because our saint was young, under pressure from his parents, he created a family. Unfortunately, however, he lost his beloved partner very soon. The Lord called her near him. So Spyridon was left alone with his cute daughter, his Peace. The pain has been great. But he never complained. Job's words were always in his mouth. “The Lord gave, the Lord gave up. As Lord did, so did he. It is the name of the Lord that is blessed for ever and ever ”(Job 1:21). Comfort in his grief he found again in the words of God. Because only the words of God at this time are capable of resting man mentally and leading him to salvation.

His reverence and virtue made him all-respected and beloved, not only in his city, but also in the surrounding villages. The unfortunate found refuge in him. He was the protector of the pains. He was orphaned by his father. Everybody turned to him in every need, because in his face they were sure that they would find what they wanted, what they wanted. Consolation and relief.

Spyridon the shepherd of souls

So when the priest of that place died, young and old with one mouth called Spyridon and persuaded him to be ordained a shepherd of their souls. Later, the clergy and the people with their invitations again nominated the Holy First Bishop of Trimythus. And this place was honored and glorified like no other shepherd shepherd. He honored her and glorified her because she was humble and humble. The words of Divine Master, "Learn from me, that I am humble and lowly in heart" (Matt. 29) were to him a life-long motto, a daily experience.
Spyridon the shepherd of souls

So when the priest of that place died, young and old with one mouth called Spyridon and persuaded him to be ordained a shepherd of their souls. Later, the clergy and the people with their invitations again nominated the Holy First Bishop of Trimythus. And this place was honored and glorified like no other shepherd shepherd. He honored her and glorified her because she was humble and humble. The words of Divine Master, "Learn from me, that I am humble and lowly in heart" (Matt. 29) were to him a life-long motto, a daily experience.

Spyridon was still the personification of love and kindness. The door of his house was always open to every stranger and stranger, and to every walker. Uncle Paul's words "stay away" were his way of life. The Saint loved every man. Anyone who came to his home had to sit down to rest, spend the night, eat and drink. On many occasions the Bishop himself imitating the Lord brought water and washed the feet of the tired camps with love in order to rest them. In all the manifestations of his life the humble and prudent representative of the new faith was the true follower of Him, who was and is "the way and the truth and the life." His holiness was wonderful. That is why the Almighty God richly rewarded him from the time he was still in life. There are infinite miracles that we have done with the help of Christ. Great wonders, undoubtedly, moving. The Church was justly given the name of the Wonderworker. Some of the miracles will be mentioned here as well. It is worth seeing and getting to know all Christians, how gracious the Lord is to those who, with steadfastness and sincerity, truly give their hearts.

Miracles

1. Cyprus once suffered from drought. Great hunger and ill many were literally hitting the unhappy place. Many were dying every day. The situation was tragic. An Elias or another like him needed those moments to open the waterfalls of heaven. And as such our Saint was found. The pain of his people pushed him into a deep and devotional prayer. The result was immediate. Many and beneficial rains began to fall all over the place. And when they continued with the danger of the evil becoming greater despite the drought, then again the prayers of the Saint stopped them. The painful island was breathing. Genotypes of all kinds flooded the plains. And the people glorified the Great Father, who so quickly and so earnestly redeemed them from the plagues.


The love of the Saint in particular was manifested for the poor and the unhappy. It was impossible for the philanthropic Bishop to refuse his help and protection.

2. Once again a great deal of misery and misery struck the desolate island. The rich and those who had sex in the warehouses shook hands with joy. Opportunity was said to increase our wealth. A poor man with a large family resorted to such a rich man and tearfully begged him to lend him some wheat to feed his family and return it to him or pay him as soon as he could. The cruel rich man's tears and pleas for the poor remained unmoved. No sympathy, no compassion showed his stone heart. Crushed, the poor man got up and headed to the house of the Saint. With pain in his soul he reported his problem and told the rich man his attitude towards him. The Saint, after hearing him, strengthened him and told him to be patient until the next day. "Tomorrow, he told him prophetically, the one who refused to help you shortly will beg you to give you as much wheat as you want. And your house will be full of births. "
With these words the saint foretold these, which would take place at night. The midnight rainy torrential rain began to fall all over the area. The rich man's warehouses were torn down and his bunkers flooded the streets. The rich man was crying and begging the poor to get what they wanted.

- "Take it, my brothers, he was telling them. Get through. I don't want money. "
The words of the saint were verified. The poor received and glorified God for His mercy. Our poor man also took it and thanked this Great Father for leaving no one but caring for everyone. The joy returned to the aching hearts. The forms have changed. Only the rich heart itself was hard and unexplainable.

3. One day, another poor man with a large family knocked on the door of his diocese. He approached the Saint and asked for a loan with tears. He wanted it to pay off some of his debt to a rich man who was threatening to sell his home. But where does the Saint find such a large sum? In the pain caused by the bitter tears of the poor man, who grieved with sorrow, the affectionate bishop began to tremble. Suddenly there in front of him he saw a snake crawling in the greenery. As lightning passed through Aaron's stick, which in Pharaoh's palace let him fall to the ground and became a snake. "Let it be, Lord, that snake would become golden for this poor family man," she said quietly. Yes sir. Let it become gold to help your unhappy creature, "he said, raising his hand again. The snake stopped. And the Saint bent down and took it. In his hand the serpent was transformed and now glowed golden.

- Parto, my child, said the Saint kindly. Instead of doing your job.
And the poor full of joy took the gold and ran and pledged it to the rich lender. When God later repaid his debt with the help of God, his lender returned the golden pawn. And the poor man took it, and with tears of gratitude returned it to the saint. He, having taken it into his own hands, turned his eyes to heaven, glorified God for his infinite charity, and then threw it to the earth. And oh the miracle! The gold became a snake again and left in front of them.
4. This fact is shown to us by the Saint's infinite love for his rational sheep and his interest in them.

Once a good and virtuous Christian, who was also a close friend of the Saint, was slandered by some evil men, who envied him, in the lord of the city. The slander was heavy. And the lord, as soon as he heard it, hastened to impose death on man. The news reached the ears of the saint, who knew that the man was innocent. What is she doing? Without wasting any time, he starts to go find his friend and see if he can free him. But it was winter. A heavy rain, which had fallen a short time ago, caused a torrent that was in the middle of the road to overflow. There was no passage from either place. The murky waters of the river flowed with great momentum. The Saint, who knew how to entrust everything to God, did not lose it. Where Jesus was standing and pondering what to do, the case of Jesus of Shipwreck came to mind when he also crossed the Jordan with the Ark of the Covenant and the people. He raised his hands for a moment, whispered a warm prayer and then with a loud voice shouted:

- Stop the river. Christ the Lord invites me to go and save my friend. So stop, let me pass.

At the same time, the rushing waters of the torrent, as if they were hitting a rock, stopped. They stopped rolling. Physical laws were set aside, and a road was opened in front of them. The crowds, who were standing there anxiously waiting for the waters to come to pass, and they, in front of what they saw, were shocked. They made their cross and followed the Saint, who went ahead and passed first. When they arrived in the city, they were excited about what they had seen. Those who listened to her were amazed and glorified God, who had so richly endowed them with grace. The lord also learned the news. It was a great surprise for him too. And when the Saint approached him, he rushed with emotion and joy to release his murderous friend, and together they returned to the city. What a truth if all the spiritual shepherds showed similar interest in their rational sheep! How different the world would be!
The Saint took from God the gift of reading the secret thoughts of men. The following two incidents are enough to confirm this truth.
Once Saint, accompanied by his friend and disciple Trifilius, the first Bishop of Nicosia (then Ledra), set out for Kyrenia. They went there for some work. The road passed through Kythrea. It was spring and nature around a true painting. The trees are blooming. The cheerful birds chirped sweetly and flew from branch to branch. On the mountain the herds greedily grazed the rich grass with the myriad flowers, which with their fragrance scattered and glorified this Creator as well. Where they were walking slowly and slowly, because the path was uphill, at some point Trifilius stood and admiring the panoramic plain stretching beneath their feet, began to make some thoughts:

How nice, mind-boggling, to have for my bishop some of these estates, which are in this place. They would give me a good income to meet so many needs.

- What are you thinking, my brother? Spyridon told him. Why are you leaving your mind this time to deal with such vain things?

- My old man, have you read my thoughts?

-My brother, "they did not have a city to live with, but they were looking for it" (Heb. 14). We do not have here a permanent and lasting homeland and city here on earth, longing for and seeking for the future, heavenly Jerusalem. In vain are all earthly goods. In your heart make sure you always have a craving. The acquisition of heavenly, eternal goods. Earthly goods are all temporary and deceitful. Today it is ours. Tomorrow they will become someone else's estate. And no one ever.

- My father, forgive me. I was defeated by theory. May you and our Lord forgive me.

- Yes, my child, be careful. The devil uses even the most innocent of things to seduce and scandalize us. Instead of the theory of letting our mind focus and glorify the Creator, which we did all for our own love and happiness, it instead pushes it to crave futility and seek ways to acquire it, to make it property. of.

How much wisdom in the words of the enlightened bishop. Instead of man in front of so many greats of the Almighty Creator leaving his thought with a grateful disposition to praise and glorify His Poet and Lover, he only as a rule thinks and desires the acquisition and enjoyment of all 5. Once again, the Bishop, after a long journey to teach his people, entered the home of one of his faithful to rest. On hearing the news, many of the neighboring houses at first and then the whole community ran to meet him and receive his blessing. Among the crowds was a sinful woman, who also came to see the Saint. At some point he even went down to get his foot rested. By the grace of the Holy Spirit, the Saint, as she looked at her, immediately knew her sin. Whispering no one, sweetly and humbly, he whispered to the woman:

- "My Lady, don't bail me out." But she insisted. And then the Saint, with rigor, revealed to all her sin. The woman marveled, and with a crushing heart she bent down and began to cry with tears to seek God's mercy. In front of her repentance, her loving father said with emotion those words that the Lord himself once said to such a sinner: "Heal, daughter. They are left to their sins. " Go for the good and look out for the future. In his own way, the saint helped that sinful woman repent. But he also gave a lesson to everyone. Only repentance that is sincere rinses the soul and restores man to the place of honor, to be a child of God. these earthly goods.
6. During the Great Lent the Saint used to fast completely. He ate nothing, neither he nor his daughter. One night, during a fasting period, an unknown hiker knocked on the door of his diocese. The Saint rushed to open and welcome him. He offered him water to rinse and went to find something to give him for dinner. He looked everywhere, but he found nothing. Not even bread. In his embarrassment, Saint remembered hanging a piece of preserved pork from the days of meat-eating in some corner. Without wasting any time, he shouted at his daughter to bake a little for their guest. The daughter prepared the table.

He put on the roast meat and invited the stranger to eat. The stranger, as he saw the offer, refused to try it, saying:

- My lord, forgive me. Fast. I am a Christian.

- Yes! my child, said the saint. And I fast. I am also a Christian. But we have nothing else at home and you have to get stressed after so much trekking, you will eat what is in it. To! I end up fasting first. Eat, my child, get stimulated.
And the Saint, in order to encourage the stranger, ate and gave to him as well. "Always pure in the net, uncle unclean Logos." The next day, of course, he continued fasting again. This incident illustrates the Saint's widespread perception of fasting, which is the only right thing to do. "The Sabbath was for man, not man for the Sabbath." (Mark 2: 27).
7. The Saint learned a few letters, as we have seen. This, however, did not prevent him from attending and attending the First Ecumenical Council convened by Constantine the Great in 325 AD. to deport and annihilate the Areios. This awesome heretic, as we know, taught that Christ is not God, but the creature and creature of God. And this heretical teaching had caused a real shame and had shaken the whole Christian Church.

At this meeting, the Arius with his capable bishops and followers was lined up at one point. And these were Nicomedia Eusebius, Nicaea Theagenes and Chalcedon Makarios. Together with them, with the permission of the King, several philosophers of the Arius and his defenders came and stood before the meeting. Among them stood out a Greek philosopher, the Evangelist, who was considered invincible in dialectical art, the ingenuity of speech, and sophistication.

There were 317 honorable bishops and clergy gathered in the Orthodox lineup. Among these were distinguished Saints Nicholas and Alexander, priest, bishop of Antioch Efstathios, Paphnoutios of Thebes, Athanasius the Great, deacon of the Alexandrian Church, Bishop Trimydithos and Alexander the Great. The latter was of course not distinguished for his education. But he was distinguished for his simplicity and humility. It was a container riddled with celestial treasures. It was a dwelling of the Holy Spirit. As soon as he entered the meeting room, his heart was beating loudly and with deep faith he prayed mentally to enlighten God so that in the end the truth would shine.

"Father, glorify your Son," he said and repeated tears in his eyes. His love for our adorable Savior Christ burned his whole body and filled him with irresistible force.

In the discussion, which the terrific Arius had illuminated with his philosophical education, his virginity and eloquence, as well as his adherents who unbelievably supported him, he was literally throwing thunder against the truth and the Church of Christ. Hours passed without a positive result. At one time, even one of the most vicious orators of the Arius, the Greek wise Eulogian had put forward such arguments and with such mastery that it was thought that justice was on their side. The defenders of Christian truth, and M. Athanasios himself, kept silent. The funeral was silent for a few seconds in the large meeting room. At that time our Saint rose from his place and asked to speak. Slowly it goes step by step. His followers were smiling, as they saw him. The other fathers were distressed. They knew that the Saint was pure and virtuous. But he was also a simple man, in a few words and without what we call wisdom and knowledge. So how could a humble shepherd put them through a wise and perverse orator? So they were upset and some were struggling to keep him from speaking. They were afraid that the rude and ruthless orator would ask to expose him and ridicule him. Spyridon, however, insisted. And the King gave the word.
Silence again lay dead in the room. Areio's friends find it difficult to contain their disdain, while fathers look at the elder with respect and wonder. At some point, Spyridon the Great, interrupting the silence, turns to the philosopher and begins to say these words in a steady voice:

- Listen, wise. One is God. He, with His Word and His Spirit, created the whole world. And what we see, but also what we don't see. He also created the wonderful and wonderful creation, man. This Word of God is the Son of God true and identical with the Father. For our own salvation we believe that the Son of God also became human and was born of a daughter, Virgin Mary. He grew up as a man there in Nazareth, taught for three years and then was crucified and buried as a man. He then resurrected as God after three days and met with us and gives us eternal and eternal life. The Word of God, after remaining on earth for forty days after His Resurrection, ascended to heaven from where it sent the Holy Spirit after ten days to the Church which has remained in the Church ever since. We still believe that the Word of God will one day come back to judge the whole world. We, too, will be resurrected and presented before Him to apologize to Him for all our works, words, and remembrances.

- The Word of God, our Lord Jesus Christ is identical with the Father, Comrade, Peer, and Homosexual. One is God; but three Persons, three hypostases, the Father, the Son, and the Holy Spirit. These three Persons, one God, one Substance is for the human mind something indivisible and incomprehensible. Just as it is impossible to put all the waters of the sea in a glass, it is also impossible for the finite mind of man to fit in and understand the infinity of Divinity. But to give an explanation of my reasons, let me forgive Panagathos for using this tangible example.
Then the saint put his left hand in his pocket and took out a tile and pointing it at the cross point with his right hand and said:

- "In the name of the Father."

He tightened the tile. The fathers watching the scene are literally shocked. Because, in the words of the Saint, the fire with which the tile was cooked went up.

- "And of the Son,"

He added. Then the water that fermented the dry tile ran down.

- "And of the Holy Spirit."

The practical and enlightened teacher completed it. The soil remained in his hand.
My brother and my fathers, continued the miracle-worker; as the tile is a thing of one substance and a nature, but it is triple - fire, water, earth - so does God. Although we must not liken this Uncreated and Supernatural Nature to a created and perishable creation, yet to make the incomprehensible understandable, - to forgive us His infinite mercy - we say and emphasize:

- God is one in essence and in nature. But in the face or in the entities it is Triadic: Father, Son and Holy Spirit.

The words of the Saint amazed those present. The chamber resounded with praise to God and cheers to the Fathers. "God the Great as our God. God is whose wonderful self. " (Psalm 14-14). They praise and glorify the Lord. Areios and his followers were really devastated. The humble philosopher clearly recognizes and confesses his defeat:

- Your words have convinced me, Holy Elder, and the miracle has confirmed to me that you are right. I believe now. I believe with all the power of my soul that Jesus Christ is the Son of God, the true God, and He, like the Father.

Tears of joy ran from everyone's eyes and first - first from the eyes of the philosopher, who rushed to accept baptism and become a Christian.

The truth once again triumphed. And there was imposed "no persuasive reason of human wisdom, but in demonstration of the Spirit and of power" (1 Cor. 4). That is, not with fascinating words of human wisdom, but with evidence of divine power, which confirmed the teaching by the miracle that was done. Here's who our Saint was. Fiery, zealous in faith, enlightened.

8. When the Saint returned to Cyprus, he learned with great sadness that his daughter Irene had long since passed away. The faithful bishop also accepted the test with exemplary patience and patience. A few days later a woman came to him and wept for him a valuable thing, a jewel. He had given it to his daughter to keep, shortly before she died. The saint got up and carefully searched the whole house to find the foreign thing. Unfortunately, however, he found nowhere. Then, without any delay, he pulled for his daughter's grave. When he arrived, he stood, restored a warm prayer, and then, bending over the tomb, invited his dead daughter to tell him, as if he were alive, that he had done what they had been given. At the same time a voice from the depths of the tomb heard him say:

- My father, I have kept it in this place.
Then the saint said to her:
- Sleep, my daughter, quietly. Sleep until that day, when our Lord will resurrect you into the common resurrection of us all.
Those who were there were terrified and thoughtful. They pondered the power with which the Almighty God bestowed their naive but holy bishop. The shepherd of the good, who hastened to do everything for the benefit and service of his Christians.

9. In 337 AD died the founder of our Byzantine empire Constantine the Great. His son Constantius ascended the glorious throne of Byzantium. He also rebuilt the Salamis of Cyprus, which had been destroyed by an earthquake in 343. However, the new city was named after Constantia.
Constantius ruled the Byzantine state for about 23 years (337 - 360 AD). During this period - we do not know exactly when - the emperor visited the Syrian capital Antioch and was forced to stay there for a long time because he was seriously ill. The best doctors were rushing into the palace, unable to offer anything.

During those difficult times, both Constantius and his friends resorted to prayer. One night, where the king was praying, he saw an angel in front of him, who, after showing him a dance of holy bishops between whom two were separated, told him that only his illness could cure him. The king, without any delay, sent and summoned all the bishops to the palace. Among those who came, however, he had not recognized the two faces that the angel had shown him. The bishops prayed and asked the Grand Doctor for the lord's healing, but nothing succeeded. During those difficult times, some indicated that the Spyridon of Cyprus was missing from that dance. Without delay the king sent a man of his own to the island and invited him. The humble hierarch, who by the knowledge of God knew the King's sickness, took with him his disciple Clover, whose love of God was intended for a future high priest, and his deacon Artemidorus, and departed for Antioch. When he arrived in this city, after a very tiring journey, Spyridon traveled with his entourage to the palace. At the entrance to the palace, the guard who saw them so poorly dressed asked to prevent them from entering. Indeed, Spyridon, who had already moved forward, the guard, thinking of no beggar, grabbed him by the hand and gave him a slap in the face. The prelate hierarch, without being angry, turned the other side of his face, saying that the king had called him. When the guard realized that there was no beggar in front of him, but a high priest and even the Cyprus high priest Spyridon, he fell down before him and tearfully begged him to forgive him. The Saint, who knew only goodness to scatter around him, took him by the hand and, after commanding him, gave him his paternal blessings.
The king's men received the Saint and led him with his companion in front of the lord. In their response the king immediately recognized the two faces that the angel had shown him for the first time, and with pain of pain painted on his face he rose from the royal throne and proceeded to the Saint. The scene is moving! The earthly lord humbly bends down to the representative of Heavenly King to seek His mercy and grace. The humble high priest, overwhelmed by love and compassion for human suffering, lifts up his sealed and holy hand and places it on his master's head, offering at the same time a warm and holy prayer. The result; Wonderful!
At one point the disease recedes and is lost and health is completely restored and replaced with the royal body.
The hearts beat loud with emotion and gratitude to God for his gift. After healing, the Saint also said some spiritual words concerning the spiritual salvation of the earthly lord:

- Remember always, King, that all power comes from God. That is why every ruler has an obligation to exercise power in the interest of his people. Let love, kindness, charity guide us in our lives. Whoever has love within him can only do good to his fellow man. With love one observes and repays the whole law. You still keep, my King, your piety and do not accept in the Church any teaching contrary to what the Bible and the Holy Tradition teach.

The Saint said this and began to leave. And when the king offered him money, a lot of money to show him his gratitude and love, the Saint refused to accept them, saying that love was more than money. And when the king insisted, the Saint, in order not to be considered prideful and unobtrusive, accepted the gifts and distributed them to the courtiers before he left the palace.

This act of the Saint, as the king learned, was revered even more, saying, "I now explain and understand why the Almighty God has so favored him." Remembering his minds, he made sure in his life that he would send many charities to every poor and afflicted person. And yet, for the love of St. Spyridon, he was the first of all kings to legislate so that the clergy would not pay any taxes. "It is shameful and shameful, he said, for servants and agents of the Heavenly King to pay taxes to earthly and mortal lords."



But the time has come, this blessed life, a life of exemplary humility and humility, a life of undying love and kindness, a life full of divine grace to leave this vain world and to jump from the earth to the Lord's heavenly altar to continue his services there. This was done in 348 AD. with the death of the saint in his bishopric in Trimythus. The good shepherd is gone. He left his flock. But his love and interest in Christ's reasonable sheep seeking His intercession and His embassies to the Lord did not stop. They continue to this day. And they will continue until the Triune God wills.

His spiritual children have long mourned His sleep. His relic in the rebirth that had been made for many years had remained indestructible and fragrant. That is why the people of the privileged city, who had a shepherd of souls, put it in a marble shrine, set up next to the entrance of the temple from the narthex, to worship the believers.
The relic of Saint in Corfu

The Ionian Islands at that time were under the power of the Venetians. That is why Polytechtus fled to one of them, Corfu, because he believed that the treasure he was transporting here was insured. And honest honest relics have been insured here. In Corfu, priest Gregory Polytechtos found a refugee, priest George Kalohairetis, a former fellow citizen, and inherited the sacred relic. It lacks the right hand. This was in Rome at the temple of F. Neri's (Oratorian) order until November 1984. During this year, on the eve of the Feast of Saints, after the vigorous activities of His Eminence Metropolitan Corfu and Paxos Mr Timotheos, the Church of Rome accepted and offered to the Church of Corfu this sacred relic. This was done by the Honorable Corfu himself and taken by air to the blessed island. Thus the sacred bones of the right hand of the saint, who has been kept in Rome for centuries, is then on the privileged island and is lit every time with the sacred image of the saint. The left is kept intact along with the holy relic. Also the eyes of the saint upon the concession of God were kept intact in the tomb. The remains of Agia Theodora are preserved in the Metropolitan Cathedral of the Theotokos of Speleotissa. She is headless and commemorates her memory on February 11th. Saint Theodora is the one who restored with the Patriarch Methodius the sacred icons on the first Sunday of the Fasting of 843. The restoration was done after the death of Theophilus' husband. The people of the island with the utmost respect welcomed the priceless Treasure. Thousands of faithful each year from all over the world visit the sacred temple of Saint, which the Corfu people worshiped in honor of him. The sacred relic is kept here in luxurious shrines and is preserved indestructible and intact against the perpetual conditions of nature. It remains indestructible and intact, for centuries to declare the word prophetic. "The holy ones in this land have the Lord delighted" (Ps. 3).

Many miracles have also taken place here in Corfu and are done every year by those who, with genuine faith, resort to his grace, and with a crushing heart and humiliation seek his embassies, for "the miracle-worker did Spyridon, his miracle did not expire." That is, the miracle worker Spyridon, even if he died, did not stop him from performing miracle. In this Saint the Apostle Paul's word was really repeated. "I live by no means, live by Christ in me." (Gal. 20).

 His wonders are infinite. That is why there are many dozens of golden candlesticks, gifts of pious souls hanging on and around the shrine, which houses its sacred relic. All of this shows and testifies to the profound appreciation and reverence in the face of our Saint by those who have benefited. Eighty churches in Greece proclaim to us the respect of the devout Greek people in his memory. Thousands of faithful from all over the world travel long distances each year to do his favor, to worship his sacred scripture and watch his moving and spectacular rituals. Such lathes are made four times a year. One on the Sabbath in remembrance of the island's exemption from living. Second Sunday of Remembrance Day in remembrance of the island's release from the terrible plague epidemic. Tuesday's 11 August liturgy to commemorate the island's rescue from the Turkish campaign. And fourth every first Sunday of November to commemorate the island's second miraculous plague.


Absolutely. Sound a '. Of the stone sealed.
To the Synod of our first indefatigable, and miraculous Theophore, our Spiridon Father; Glory to me in glory, glory in Christ, in glory to you, in all glory.

t's close. B sound. The above askers.
Christ's craving, you are devoutly sanctified, you are feeble-minded, the glamor of the Spirit, a practical theory of the virtues of God, a sacrificial uncle born, a demanding ally of God.



Magnificent.
Joys of miracles the river; joys of the sick, and sufferers the doctor; joys of the sages, of the Spirit the seed, Spiridon Trimmied trizolviie.

Δεν υπάρχουν σχόλια: