Λουκᾶ 2,1-20
Η
γέννησις του Ιησού Χριστού
1 Ἐγένετο δὲ ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ
Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι
πᾶσαν τὴν οἰκουμένην.
2 Αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη
ἐγένετο ἡγεμονεύοντος
τῆς Συρίας Κυρηνίου.
3 Καὶ ἐπορεύοντο πάντες
ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν
ἰδίαν πόλιν.
4 Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ
εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυίδ,
ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ
τὸ εἶναι αὐτὸν
ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυίδ,
5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ
τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ.
6 Ἐγένετο δὲ
ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς
ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ
ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,
7 καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς
τὸν πρωτότοκον, καὶ
ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ, φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν
αὐτοῖς τόπος
ἐν τῷ καταλύματι.
8 Καὶ
ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ
χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες
φυλακὰς τῆς νυκτὸς
ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν.
9 Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου
ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν.
10 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ
ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι
ὑμῖν χαρὰν μεγάλην,
ἥτις ἔσται παντὶ
τῷ λαῷ,
11 ὅτι ἐτέχθη
ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος,
ἐν πόλει Δαυίδ.
12 Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος
ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν
φάτνῃ.
13 Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν
καὶ λεγόντων·
14 δόξα
ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
15 Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον
ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν
οἱ
ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς
ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως
Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ
ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ
ὁ Κύριος ἐγνώρισεν
ἡμῖν.
16 Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ
τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ
βρέφος κείμενον ἐν τῇ
φάτνῃ.
17 Ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ
λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου·
18 καὶ πάντες οἱ
ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ
τῶν λαληθέντων
ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς.
19 Ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει
τὰ
ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.
20 Καὶ ὑπέστρεψαν
οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ
αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς
ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς
ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκά
2,1-20
Η γέννησις
του Ιησού Χριστού
1 Κατά τις
ημέρας εκείνες συνέβη
να δοθεί διαταγή
εκ μέρους του Καίσαρος Αυγούστου
να γίνει απογραφή
όλης της οικουμένης.
2 Αυτή
η απογραφή ήτο
η πρώτη που
έγινε, όταν ηγεμών
της Συρίας ήτο ο
Κορήνιος.
3 Και
όλοι πήγαιναν να απογραφούν, ο
καθένας στην πόλι του.
4 Ανέβηκε
όμως και ο
Ιωσήφ από την
Γαλιλαίαν, από την πόλι Ναζαρέτ,
στην Ιουδαία, στην
πόλι του Δαυΐδ
η οποία ονομάζεται
Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο από
τον οίκον και
το γένος του Δαυΐδ,
5 για
να απογραφεί μαζί
με την Μαριάμ,
την γυναίκα την μνηστευμένη
με αυτὸν, η
οποία ήτο έγκυος.
6 Συνέβη
όμως όταν ήσαν
εκεί, να συμπληρωθούν
οι ημέρες του
τοκετού της.
7 Και
γέννησε τον υιόν
της τον πρωτότοκον
και τον τύλιξε
με σπάργανα και τον
έβαλε να πλαγιάσει μέσα
στη φάτνη, διότι
δεν υπήρχε τόπος
στο πανδοχείον όπου
είχαν καταλύσει.
8
Στην ίδιαν περιοχήν
υπήρχαν βοσκοί που
εμεναν έξω στους
αγρούς καὶ φύλαγαν βάρδια
την νύχτα για το
ποίμνιόν
τους.
9 Και τους παρουσιάσθηκε
άγγελος Κυρίου και λάμψις
θεϊκή έλαμψε γύρω τους
και τους κατέλαβε μεγάλος φόβος.
10 Και
τους είπε ο
άγγελος, «Μη φοβάσθε· διότι
σας φέρω ευχάριστα
νέα που θα προξενήσουν
μεγάλη χαρά σ’ όλο
τον λαό:
11 γεννήθηκε σήμερα
στην πόλιν
του Δαυΐδ για
σας Σωτήρ, ο
οποίος είναι ο Χριστός Κύριος.
12 Και
τούτο θα χρησιμεύσει
σ’ εσάς για σημείο:
Θα βρήτε βρέφος τυλιγμένο στα
σπάργανα μέσα σε φάτνη».
13 Και ξαφνικά
παρουσιάσθηκε μαζί με
τον άγγελον πλήθος
της ουρανίου στρατιάς που δοξολογούσαν τον
Θεόν και έλεγαν,
14 «Δόξα
άς είναι στον
Θεόν εν τοις
υψίστοις και στην
γην ειρήνην· ευαρέσκεια προς
τους ανθρώπους».
15 Μόλις
οι άγγελοι τους
άφησαν και πήγαν
στον ουρανόν, οι
βοσκοί είπαν μεταξύ τους,
«Άς πάμε λοιπόν
έως την Βηθλεέμ για να
ιδούμε το γεγονός αυτό
που μας έκανε
γνωστόν ο Κύριος».
16 Και
ήλθαν τρέχοντας και
ευρήκαν την Μαριάμ
και τον Ιωσήφ,
και το βρέφος να
είναι στην φάτνη.
17 Όταν
το είδαν, έκαναν
γνωστά τα λόγια
που τους είχαν
ειπωθεί σχετικώς με το
παιδί αυτό.
18 Και
όλοι, όσοι άκουσαν,
θαύμασαν για όσα
τους είπαν οι βοσκοί.
19 Η
δε Μαριάμ τα κρατούσε όλα
στον νουν της
και τα εσκέπτετο.
20 Και
επέστρεψαν οι βοσκοί
και δόξαζαν και
υμνούσαν τον Θεόν,
δι’ όλα, όσα άκουσαν
και είδαν, όπως
τους είχε ειπωθεί
Ἑβρ.
1,1-12
Πρόλογος
1 Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι
ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων
ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ,
2 ὃν ἔθηκε κληρονόμον
πάντων, δι' οὗ
καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν·
3 ὃς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως
αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα τῷ
ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι' ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν
ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης
ἐν ὑψηλοῖς,
4 τοσούτῳ κρείττων γενόμενος τῶν ἀγγέλων,
ὅσῳ διαφορώτερον παρ' αὐτοὺς κεκληρονόμηκεν ὄνομα.
Ο Υιός του Θεού είναι ανώτερος
από τους αγγέλους
5 Τίνι γὰρ εἶπέ
ποτε τῶν ἀγγέλων· υἱός μου
εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά
σε; Καὶ πάλιν· ἐγὼ
ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν;
6 ὅταν δὲ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν
οἰκουμένην, λέγει· καὶ
προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες
ἄγγελοι Θεοῦ.
7 Καὶ πρὸς μὲν τοὺς
ἀγγέλους λέγει· ὁ ποιῶν
τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα,
καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα·
8 πρὸς δὲ τὸν υἱόν· ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς
τὸν
αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· ράβδος εὐθύτητος ἡ ράβδος τῆς βασιλείας
σου.
9 Ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίμησας ἀνομίαν· διὰ τοῦτο ἔχρισέ
σε, ὁ Θεός, ὁ
Θεός σου ἔλαιον
ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου·
10 καί· σὺ κατ' ἀρχάς,
Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα
τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί·
11 αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ
διαμένεις· καὶ πάντες ὡς
ἱμάτιον παλαιωθήσονται,
12 καὶ ὡσεὶ
περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ
ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εβρ.
1,1-12
Πρόλογος
1 Αφού
ο Θεός, κατά
πολλούς και διαφόρους τρόπους,
μίλησε κατά την αρχαία
εποχή στους πατέρες δια
των προφητών,
2 κατά
τις εσχάτες αυτές
ημέρες μας μίλησε
δια του Υιού,
τον οποίον έκανε κληρονόμον πάντων, δια
του οποίου και
δημιούργησε τον κόσμον.
3 Ο
Υιός αυτός, ο
οποίος είναι η ακτινοβολία της
δόξης και η
σφραγίδα της ουσίας του
Θεού και ο
οποίος κρατεί τα πάντα
δια
του παντοδυνάμου του λόγου,
αφού έκανε καθαρισμόν
των αμαρτιών μας, εκάθησε εις τα δεξιά της Μεγαλωσύνης
εις τα ύψη,
4 γενόμενος τόσον ανώτερος από τους αγγέλους,
όσον το όνομα
που εκληρονόμησε είναι εξοχώτερον
από το δικόν τους.
Ο Υιός του Θεού
είναι ανώτερος από
τους αγγέλους
5 Διότι σε
ποιον από τους
αγγέλους είπε ο Θεός,
Υιός μου
είσαι συ, εγώ σήμερα
σε εγέννησα; και πάλιν, Εγώ θα είμαι
ο Πατέρας του
και αυτός θα είναι
ο Υιός μου;
6 και
πάλιν, όταν παρουσιάσει
τον πρωτότοκον εις
την οικουμένην, λέγει, Να τον προσκυνήσουν
όλοι οι άγγελοι
του Θεού.
7 Και
δια μεν τους αγγέλους
λέγει, Εκείνος που κάνει
τους αγγέλους του σαν ανέμους,
και
εκείνους που τον
υπηρετούν σαν πύρινη
φλόγα,
8 αλλά
δια τον Υιόν
λέγει, Ο θρόνος
σου, ω Θεέ,
θα παραμείνει εις
τον αιώνα του αιώνος και το
σκήπτρον της ευθύτητος
είναι το σκήπτρον της
βασιλείας σου.
9 Αγάπησες την δικαιοσύνην
και εμίσησες την
παρανομίαν. Δια τούτο ο
Θεός σου, ω
Θεέ, έχρισε με έλαιον
αγαλλιάσεως εσέ μάλλον παρά
τους φίλους σου,
10 και, Συ Κύριε εις
την αρχήν την
γην εθεμελίωσες και
έργα των χειρών σου
είναι οι ουρανοί.
11 Αυτοί θα καταστραφούν,
αλλά συ παραμένεις·
όλοι θα παληώσουν σαν
ένδυμα,
12 σαν μανδύαν θα
τους τυλίξεις και
θα αλλαγούν. Συ
όμως είσαι ο ίδιος
και τα έτη
σου δεν θα
τελειώσουν.
Luke 2.1-20
The Birth of Jesus Christ
1 On that day, an order
was made by Caesar Augustus to make an inventory of all the world.
2 This census was the
first to be when the Syrian leaders were Koryne.
3 And they all went to
register, everyone in his own city.
4 And Joseph went up from
Galilee, from the city of Nazareth, to Judah, into the city of David, which is
called Bethlehem, because he went down from the house and the house of David,
5 to enlist along with
Mariam, the woman who was pampered with her, who was pregnant.
6 But it happened when
they were there, to complete the days of her birth.
7 And she gave birth to
her son the firstborn, and wrapped him in a diaper, and set him to lie down in
the mantel because there was no place in the inn where they had dismantled.
8 In the same area there
were shepherds who were out in the fields and kept shifts at night for their
flock.
9 And the angel of the
Lord was presented to them, and a divine shine shone round about them, and drew
them great fear.
10 And the angel said unto
them, Fear not; for I bring you pleasant news,
11 was born today in the
city of David for you, the Savior, who is the Lord Jesus Christ.
12 And it shall serve you
for a spot: You shall find an infant wrapped in the bowls in a tent. "
13 And suddenly, with the
angel, the crowd of the uranium armies who glorified God and said,
14 "Glory be to God
in the highest and in the peace of the earth; pleasure to men."
15 As soon as the angels
left them and went to heaven, the shepherds said to one another, "Let's go
to Bethlehem to see what the Lord has made known to us."
16 And they came running,
and they found Mary and Joseph, and the infant to be in the tabernacle.
17 When they saw it, they
knew the words that had been told to them concerning this child.
18 And all that heard,
they admired what the shepherds said to them.
19 And Mariam kept them
all in her nose, and they were stunned.
20 And the shepherds
returned, and glorified and praised God for all that they heard and saw, as
they had been told
Hep. 1,1-12
Prologue
1 After God, in many
different ways, spoke in the ancient times to the fathers through the prophets,
2 In these last days he
spoke to us through the Son, who made him the heir of all, by which he created
the world.
3 This Son, who is the
radiance of gladness and the seal of the essence of God, and who holds all
things through the omnipotence of the word, having cleansed our sins, stood at
the right hand of the Most High,
4 being so superior to the
angels, as the name they have inherited is more exquisite than their own.
The Son of God is superior
to the angels
5 For to whom of the
angels did God say, My Son is I, have I brought you to you today? Again, will I
be His Father and He will be My Son?
6 Again, when he presents
the firstborn to the world, he says, All the angels of God worship him.
7 For the angels say, He
who makes his angels like winds, and those who serve him as a flame of fire,
8 But for the Son he says,
Your throne, O God, will remain in the age of the age, and the scepter of
righteousness is the scepter of your kingdom.
9 Thou hast loved the
righteous, and oppressed the iniquity. That is why your God, O God, anointed
you with an oil of joy rather than your friends,
10 And thou hast sent thee
to the earth in the beginning, and the works of thy hands are the heavens.
11 These shall be
destroyed, but ye shall be: ye shall all as a garment,
12 as a march, you will
wind them and they will change. But you are the same and your years will not
end.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου