Ο
όσιος Γέρων Πορφύριος, κατά κόσμον
Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου
1906 μ.Χ., στην Εύβοια,
στο
χωριό Άγιος
Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη,
το γένος Αντωνίου Λάμπρου, ήταν ευσεβείς
και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, μάλιστα, ήταν ψάλτης στο
χωριό
και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η
οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να
τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή
της διώρυγας του Παναμά.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ’ ένα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Στα δώδεκά του χρόνια έφυγε κρυφά για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και στην υποταγή δύο Γερόντων, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα. Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξομολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 μ.Χ., παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 μ.Χ. είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μ.Χ. μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 μ.Χ., αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».
Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991 μ.Χ., προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ίνα ώσιν έν».
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος Πορφυρίου σε όλη τη ζωή του ήταν η άκρα ταπείνωσή του, η τέλεια αγάπη του στον Χριστό και τον συνάνθρωπο, η αίσθηση του ότι ανήκει στην Εκκλησία, με μία απόλυτη υπακοή σ΄ αυτήν εν Χριστώ και με μία απόλυτη ενότητα με όλους και η βίωση της αθανασίας και της ελευθερίας από τον φόβο και την κόλαση από αυτή εδώ τη ζωή. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεων του που ήταν καρπός της Χάρης και δώρο Θεού και όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητα του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για τον λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβειά του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε, και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.
Τα ουσιώδη
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Γέροντος Πορφυρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν: πρώτον, η ένταξή του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, δεύτερον, η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και δι΄ Αυτού στον συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από αγία ταπείνωση, τρίτον, η βίωση της εν Χριστώ μυστικής χαράς και τέταρτον η βίωση της εν Χριστώ αθανασίας.
α) Η ένταξη στην Εκκλησία
Ο Γέρων Πορφύριος έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με τον Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα Του, που επέχει τόπο και τύπο Χριστού. Αλλά αυτό, το να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει η διαθήκη του, στην όποια μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ΄ όλο που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία, αφού είμαστε βαπτισμένοι.
Πράγματι είμεθα μέσα στην Εκκλησία, αλλά τόσο μόνο όσο είναι μέσα στην Ελλάδα ο ξένος ταξιδιώτης που πέρασε τα σύνορα της κατά ένα-δύο βήματα. Αυτός, αν και είναι στην Ελλάδα τυπικά και ουσιαστικά και μπορεί να ταξιδέψει παντού σ΄ αυτήν και να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι σαν να μην είναι, αφού μόνο δυο βήματα πέρασε στο έδαφός της και τίποτε δεν ξέρει ακόμη από Ελλάδα. Έτσι και ο Χριστιανός που μια φορά πέρασε την πόρτα της Εκκλησίας και μπήκε μέσα σ΄ αυτήν, είναι ουσιαστικά σαν να μην μπήκε, άμα δεν προχωράει διαρκώς βαθύτατα σ΄ αυτήν μέχρι να φθάσει στον θρόνο του Θεού.
Ο Γέροντας είχε δει στην πράξη ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, ότι οι πιστοί πρέπει να είναι μεταξύ τους ενωμένοι σαν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί όταν ζητά μόνο την ατομική του σωτηρία, ότι η ενότητα ως αίτημα, πόθος και βίωμα του πιστού είναι βασικό στοιχείο της Εκκλησίας και προϋπόθεση της σωτηρίας και ότι η αγάπη, που ωθεί την ψυχή στην ενότητα, είναι απαραίτητη, για να μπει κανείς στην κοινότητα που συνιστά την επίγεια άκτιστη Εκκλησία και να σωθεί εκεί.
β) Η αγάπη
Η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά, για τη μετάδοση της ζωής, είναι η αγάπη. Αυτός που σκέπτεται ότι ο νέος άνθρωπος θα του στερήσει κάτι από την άνεσή του και τη χαρά του δεν σκέπτεται όπως ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε το ανθρώπινο Γένος, παρ΄ όλον ότι αυτό Τον παρεπίκρανε (ανθρωποπαθώς μιλώντας). Η μόνη διάθεση, λοιπόν, που αρμόζει σε ανθρώπους πλασμένους εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Θεού, είναι η αγάπη, δηλαδή το άνοιγμα της καρδιάς στο άλλο πρόσωπο, στο Σύ του Θεού και στο σύ του συνανθρώπου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους όποιους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στον σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που σου υπεδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης, του θείου έρωτα προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στον Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χριστού που μας αγαπά.
Αυτό συνεπάγεται και μία ωραία μεθόδευση του πνευματικού αγώνα του χριστιανού, την οποία συχνά-πυκνά και με πολλά παραδείγματα ανέπτυσσε. Ας θυμηθούμε μερικά:
- Όταν είσαι σ΄ ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μη χτυπάς το σκοτάδι για να το διώξεις. Δεν φεύγει έτσι. Άνοιξε το παράθυρο στο φως, δηλαδή δώσου στην αγάπη του Χριστού και τότε χωρίς κόπο φεύγει το σκοτάδι.
- Όταν έρχεται ο κακός λογισμός, η μελαγχολική σκέψη, ο φόβος, ο πειρασμός να σε καταλάβει, μην πολεμάς μαζί τους να τα διώξεις. Άνοιξε τα χέρια σου στην αγάπη του Χριστού και σε παίρνει στην αγκαλιά του και χάνονται αυτά μόνα τους.
- Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους. Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα, και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους. Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό. Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.
γ) Η χαρά
Ο Γέρων Πορφύριος αγαπούσε όλους με την αγάπη του Χριστού που είναι μοναδική για τον καθένα. Αλλά η πλούσια καρδιά του Χριστού και όσων ομοιώθηκαν μ΄ Αυτόν, μπορεί ν΄ αγαπά με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα του αγαπημένου Χριστού. Και η αγάπη αυτή ελκύει τη Θεία Χάρη, που επιπίπτει στον αγαπώντα σαν χαρά μεγάλη και ανεξάντλητη. Αυτός που αγαπά είναι χαρούμενος, γιατί η αγάπη είναι δόσιμο και το δόσιμο συνεπάγεται τη μακαριότητα, όπως είπε ο Κύριος («μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν», (Πράξ. 20,35). Έτσι ζούσε ο Γέροντας στη χαρά που κανείς, ούτε οι πόνοι ούτε οι θλίψεις, δεν αφαιρεί από εκείνον που είναι δοσμένος στην αγάπη του Χριστού. Ο Γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στην αγάπη του Χριστού είχε διαπιστώσει εμπειρικά αυτό που γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ίω. 4,18) και γι΄ αυτό λέει σε μια ηχογραφημένη συνομιλία του με έμφαση και με γεμάτη πραότητα βεβαιότητα «Ο φίλος, ο αδελφός (ο Χριστός)…! Πως το φωνάζει αυτό όμως…! και πόσο…! Τι βάθος κρύβεται μέσα σ’αυτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή είναι το θάρρος. Δεν θέλει τον φόβο ο Χριστός, δεν τόνε θέλει τον φόβο!»
δ) Η αθανασία
Η νίκη πάνω στον θάνατο, η αίσθηση και η βεβαιότητα της αθανασίας είναι ένα βίωμα κοινό σε όλους τους Αγίους και στον Γέροντα Πορφύριο. Λέγει στην προαναφερθείσα ηχογραφημένη συνομιλία του: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν΄ αγαπήσει τον Χριστό, κι όταν αγαπήσει τον Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση και από τον θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα και γι΄ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα. Δεν αλλάζει το πράγμα από το γεγονός ότι ο Γέροντας Πορφύριος από ταπείνωση και βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ασθένειάς μας λέγει ότι δεν έχει φθάσει σε αυτή την κατάσταση. Μάλλον ενισχύεται η αξιοπιστία του, διότι δεν είναι πλέον ένας που νομίζει ότι έφθασε κάπου. «Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σ΄ αυτά. Δεν τα ζω όμως, … προσπαθώ. Δηλαδή, πως να σου πω, πως να σας πω; Δεν έχω πάει σ΄ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να τώρα, αυτή τη στιγμή, αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μούρχεται και το θέλω. Θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι όμως εκεί… Ναι, αλλά ζω μέσα σ΄ αυτή την προσπάθεια…»
Βεβαιοί ο Άγιος Γρηγόριος ότι το ευρείν τον Θεόν έγκειται εις το αεί Αυτόν ζητείν. Δεν υπάρχει καλύτερη και εγκυρότερη επιβεβαίωση ότι ο Γέρων Πορφύριος βρήκε τον Θεό, και ότι ο δρόμος της αγάπης που μας υποδεικνύει είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο καλύτερος για να μας βρει και μας ο Θεός και να περιμαζέψει τον καθένα μας, σαν το ένα απολωλός πρόβατο, με χαρά και με αγάπη και να μας οδηγήσει από αυτήν εδώ τη ζωή στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία Του, που είναι χώρα αγάπης, χαράς, ειρήνης και αθανασίας.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ’ ένα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Στα δώδεκά του χρόνια έφυγε κρυφά για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και στην υποταγή δύο Γερόντων, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα. Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξομολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 μ.Χ., παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 μ.Χ. είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μ.Χ. μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 μ.Χ., αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».
Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991 μ.Χ., προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ίνα ώσιν έν».
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος Πορφυρίου σε όλη τη ζωή του ήταν η άκρα ταπείνωσή του, η τέλεια αγάπη του στον Χριστό και τον συνάνθρωπο, η αίσθηση του ότι ανήκει στην Εκκλησία, με μία απόλυτη υπακοή σ΄ αυτήν εν Χριστώ και με μία απόλυτη ενότητα με όλους και η βίωση της αθανασίας και της ελευθερίας από τον φόβο και την κόλαση από αυτή εδώ τη ζωή. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεων του που ήταν καρπός της Χάρης και δώρο Θεού και όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητα του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για τον λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβειά του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε, και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.
Τα ουσιώδη
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Γέροντος Πορφυρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν: πρώτον, η ένταξή του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, δεύτερον, η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και δι΄ Αυτού στον συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από αγία ταπείνωση, τρίτον, η βίωση της εν Χριστώ μυστικής χαράς και τέταρτον η βίωση της εν Χριστώ αθανασίας.
α) Η ένταξη στην Εκκλησία
Ο Γέρων Πορφύριος έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με τον Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα Του, που επέχει τόπο και τύπο Χριστού. Αλλά αυτό, το να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει η διαθήκη του, στην όποια μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ΄ όλο που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία, αφού είμαστε βαπτισμένοι.
Πράγματι είμεθα μέσα στην Εκκλησία, αλλά τόσο μόνο όσο είναι μέσα στην Ελλάδα ο ξένος ταξιδιώτης που πέρασε τα σύνορα της κατά ένα-δύο βήματα. Αυτός, αν και είναι στην Ελλάδα τυπικά και ουσιαστικά και μπορεί να ταξιδέψει παντού σ΄ αυτήν και να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι σαν να μην είναι, αφού μόνο δυο βήματα πέρασε στο έδαφός της και τίποτε δεν ξέρει ακόμη από Ελλάδα. Έτσι και ο Χριστιανός που μια φορά πέρασε την πόρτα της Εκκλησίας και μπήκε μέσα σ΄ αυτήν, είναι ουσιαστικά σαν να μην μπήκε, άμα δεν προχωράει διαρκώς βαθύτατα σ΄ αυτήν μέχρι να φθάσει στον θρόνο του Θεού.
Ο Γέροντας είχε δει στην πράξη ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, ότι οι πιστοί πρέπει να είναι μεταξύ τους ενωμένοι σαν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί όταν ζητά μόνο την ατομική του σωτηρία, ότι η ενότητα ως αίτημα, πόθος και βίωμα του πιστού είναι βασικό στοιχείο της Εκκλησίας και προϋπόθεση της σωτηρίας και ότι η αγάπη, που ωθεί την ψυχή στην ενότητα, είναι απαραίτητη, για να μπει κανείς στην κοινότητα που συνιστά την επίγεια άκτιστη Εκκλησία και να σωθεί εκεί.
β) Η αγάπη
Η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά, για τη μετάδοση της ζωής, είναι η αγάπη. Αυτός που σκέπτεται ότι ο νέος άνθρωπος θα του στερήσει κάτι από την άνεσή του και τη χαρά του δεν σκέπτεται όπως ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε το ανθρώπινο Γένος, παρ΄ όλον ότι αυτό Τον παρεπίκρανε (ανθρωποπαθώς μιλώντας). Η μόνη διάθεση, λοιπόν, που αρμόζει σε ανθρώπους πλασμένους εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Θεού, είναι η αγάπη, δηλαδή το άνοιγμα της καρδιάς στο άλλο πρόσωπο, στο Σύ του Θεού και στο σύ του συνανθρώπου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους όποιους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στον σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που σου υπεδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης, του θείου έρωτα προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στον Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χριστού που μας αγαπά.
Αυτό συνεπάγεται και μία ωραία μεθόδευση του πνευματικού αγώνα του χριστιανού, την οποία συχνά-πυκνά και με πολλά παραδείγματα ανέπτυσσε. Ας θυμηθούμε μερικά:
- Όταν είσαι σ΄ ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μη χτυπάς το σκοτάδι για να το διώξεις. Δεν φεύγει έτσι. Άνοιξε το παράθυρο στο φως, δηλαδή δώσου στην αγάπη του Χριστού και τότε χωρίς κόπο φεύγει το σκοτάδι.
- Όταν έρχεται ο κακός λογισμός, η μελαγχολική σκέψη, ο φόβος, ο πειρασμός να σε καταλάβει, μην πολεμάς μαζί τους να τα διώξεις. Άνοιξε τα χέρια σου στην αγάπη του Χριστού και σε παίρνει στην αγκαλιά του και χάνονται αυτά μόνα τους.
- Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους. Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα, και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους. Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό. Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.
γ) Η χαρά
Ο Γέρων Πορφύριος αγαπούσε όλους με την αγάπη του Χριστού που είναι μοναδική για τον καθένα. Αλλά η πλούσια καρδιά του Χριστού και όσων ομοιώθηκαν μ΄ Αυτόν, μπορεί ν΄ αγαπά με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα του αγαπημένου Χριστού. Και η αγάπη αυτή ελκύει τη Θεία Χάρη, που επιπίπτει στον αγαπώντα σαν χαρά μεγάλη και ανεξάντλητη. Αυτός που αγαπά είναι χαρούμενος, γιατί η αγάπη είναι δόσιμο και το δόσιμο συνεπάγεται τη μακαριότητα, όπως είπε ο Κύριος («μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν», (Πράξ. 20,35). Έτσι ζούσε ο Γέροντας στη χαρά που κανείς, ούτε οι πόνοι ούτε οι θλίψεις, δεν αφαιρεί από εκείνον που είναι δοσμένος στην αγάπη του Χριστού. Ο Γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στην αγάπη του Χριστού είχε διαπιστώσει εμπειρικά αυτό που γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ίω. 4,18) και γι΄ αυτό λέει σε μια ηχογραφημένη συνομιλία του με έμφαση και με γεμάτη πραότητα βεβαιότητα «Ο φίλος, ο αδελφός (ο Χριστός)…! Πως το φωνάζει αυτό όμως…! και πόσο…! Τι βάθος κρύβεται μέσα σ’αυτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή είναι το θάρρος. Δεν θέλει τον φόβο ο Χριστός, δεν τόνε θέλει τον φόβο!»
δ) Η αθανασία
Η νίκη πάνω στον θάνατο, η αίσθηση και η βεβαιότητα της αθανασίας είναι ένα βίωμα κοινό σε όλους τους Αγίους και στον Γέροντα Πορφύριο. Λέγει στην προαναφερθείσα ηχογραφημένη συνομιλία του: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν΄ αγαπήσει τον Χριστό, κι όταν αγαπήσει τον Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση και από τον θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα και γι΄ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα. Δεν αλλάζει το πράγμα από το γεγονός ότι ο Γέροντας Πορφύριος από ταπείνωση και βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ασθένειάς μας λέγει ότι δεν έχει φθάσει σε αυτή την κατάσταση. Μάλλον ενισχύεται η αξιοπιστία του, διότι δεν είναι πλέον ένας που νομίζει ότι έφθασε κάπου. «Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σ΄ αυτά. Δεν τα ζω όμως, … προσπαθώ. Δηλαδή, πως να σου πω, πως να σας πω; Δεν έχω πάει σ΄ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να τώρα, αυτή τη στιγμή, αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μούρχεται και το θέλω. Θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι όμως εκεί… Ναι, αλλά ζω μέσα σ΄ αυτή την προσπάθεια…»
Βεβαιοί ο Άγιος Γρηγόριος ότι το ευρείν τον Θεόν έγκειται εις το αεί Αυτόν ζητείν. Δεν υπάρχει καλύτερη και εγκυρότερη επιβεβαίωση ότι ο Γέρων Πορφύριος βρήκε τον Θεό, και ότι ο δρόμος της αγάπης που μας υποδεικνύει είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο καλύτερος για να μας βρει και μας ο Θεός και να περιμαζέψει τον καθένα μας, σαν το ένα απολωλός πρόβατο, με χαρά και με αγάπη και να μας οδηγήσει από αυτήν εδώ τη ζωή στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία Του, που είναι χώρα αγάπης, χαράς, ειρήνης και αθανασίας.
Επιστολή
Γέροντος Πορφυρίου προς τα πνευματικά
του παιδιά
«Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά.
Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στην διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί, που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς καλά και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχθηκα σε δυο γεροντάδες αυταδέλφους τον Παντελεήμονα και τον Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό με την ευχή τους τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση του Θεού, για τις αμαρτίες μου αρρώστησα πολύ και οι Γεροντάδες μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιον Ιωάννη Ευβοίας. Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες όταν ξαναπήγα στον κόσμο συνέχισα τις αμαρτίες οι οποίες μέχρι και σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι γι αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλ’ όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα διότι και εγώ όταν ζούσα πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλ’ όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πεί: τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω. Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλ’ ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το πάν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στεναχώρησα.
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/7 Ιουνίου 1991»
«Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά.
Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στην διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί, που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς καλά και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχθηκα σε δυο γεροντάδες αυταδέλφους τον Παντελεήμονα και τον Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό με την ευχή τους τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση του Θεού, για τις αμαρτίες μου αρρώστησα πολύ και οι Γεροντάδες μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιον Ιωάννη Ευβοίας. Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες όταν ξαναπήγα στον κόσμο συνέχισα τις αμαρτίες οι οποίες μέχρι και σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι γι αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλ’ όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα διότι και εγώ όταν ζούσα πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλ’ όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πεί: τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω. Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλ’ ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το πάν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στεναχώρησα.
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/7 Ιουνίου 1991»
Απολυτίκιον. Ήχος
πλ. α´. Τον
συνάναρχον Λόγον
Ιχνηλάτης
των πάλαι πατέρων γέγονας, Αγιωνύμου του Όρους ασκήσας Σκήτῃ
σεπτή, Τριάδος
της Ζωαρχικής, των Καυσοκαλυβίων, άβυσσος θείων
δωρεών, λυτήρ δεινών ασθενειών,
εδείχθης ω θεοφόρε.
Πορφύριε οικουμένης, πάσης, ποιμήν
ημών και στήριγμα.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος α´. Της ερήμου πολίτης. (Υπό Ευαγγέλου Καραδήμου)
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος α´. Της ερήμου πολίτης. (Υπό Ευαγγέλου Καραδήμου)
Της Ευβοίας τον γόνον, Οικουμένης αγλάϊσμα (πρώτη γραφή: πανελλήνων τον Γέροντα), της Θεολογίας τον μύστην και Χριστού φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τον πλήρη χαρισμάτων εκ παιδός. Δαιμονώντας γαρ λυτρούται, και ασθενείς ιάται πίστει κράζοντας· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α´. Τον συνάναρχον Λόγον. (Υπό Χαραλάμπους Μπούσια)
Προγιγνώσκειν το μέλλον σοφώς, Πορφύριε, ως αντιμίσθιον πόνων και βιοτής ευσεβούς χάριν δέδωκέ σοι άνωθεν ο Κύριος· άνθος Ευβοίας ιερόν, εκ του Άθω μυστικώς προς κήπους μετεφυτεύθης αλήκτου δόξης πρεσβεύειν Χριστώ υπέρ των ευφημούντων σε.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ´. Ορθοδοξίας οδηγέ. (Υπό Αδαμαντίας Πιπεράκη)
Φωτός χωρίον του Θεού και χαρισμάτων του Πνεύματος έμπλεως, των ιερέων καλλονή, των΄ μοναστων κανών ακριβέστατος, Πορφύριε σοφέ, τη διακρίσει λάμψας και θαύμασι, Πατήρ ημών όσιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε.
(Αγνώστου ποιητού - ευρέθησαν στο κελλίον του Γέροντος ως χειρόγραφα, ως προσευχή αγνώστων προσκυνητών και απλώς παρατίθενται εδώ, δεν προτείνονται προς ψαλμῴδησιν)
Οσίως διέπρεψας εν μέσω άστει σοφέ, την κλήσιν δεξάμενος από κοιλίας μητρός· όθεν προσκαρτερούντες το πλήρωμα του χρόνου, προσέτι μαρτυρίᾳ πλείω τούτων δοθήναι, ίνα ακαταπαύστως την δόξαν σου υμνούμεν, αιτούμενοι ελέους τω σε αγιάσαντι.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α´. Τον συνάναρχον Λόγον.
(Αγνώστου ποιητού - ευρέθησαν στο κελλίον του Γέροντος ως χειρόγραφα, ως προσευχή αγνώστων προσκυνητών και απλώ ςπαρατίθενται εδώ, δεν προτείνονται προς ψαλμῴδησιν)
Πνευματέμφορος όλος και απαθέστατος, διακρίσεως φάρος φωτοειδέστατος, ιερατεύων τω Χριστώ, ως ισάγγελος ώφθης. Προφήτης θαυμαστός, τα εγγύς και τα μακράν, προβλέπεις όσιε Πάτερ, Πορφύριε θεοφόρε, Αγίου Όρους το αγαλλίαμα.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ´. Τη υπερμάχω. (Υπό Αδαμαντίας Πιπεράκη)
Ως παιδιόθεν τον Χριστόν χαίρων ηγάπησας, και τα του βίου αγαθά απαρνησάμενος, την του Άθωνος κατέλαβες πολιτείαν, τον της πτώσεως χιτώνα εκδυσάμενος, ανεδείχθης της Τριάδος ενδιαίτημα και πρεσβεύεις αεί, Πάτερ όσιε, σωθήναι ημάς.
Έτερον Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ´. Τη υπερμάχω. (Υπό Χαραλάμπους Μπούσια)
Τον υακίνθω και πορφύρα ταπεινώσεως, υπακοής τε και αγάπης στολισάμενον της ψυχής αυτού το ένδυμα και οφθέντα χαρισμάτων θείου πνεύματος εκσφράγισμα ευφημήσωμεν σοφίας ως διδάσκαλον ανακράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Πορφύριε.
Έτερον Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ´. Τη υπερμάχω. (Υπό Ευαγγέλου Καραδήμου)
Του Παρακλήτου τον ναόν τον αγιώτατον και της πανάγνου Θεοτόκου προσφιλέστατον, ανυμνήσωμεν Πορφύριον εκ καρδίας. Αγαπά γαρ και ιάται πάντας και φρουρεί και πρεσβεύει όπως τύχωμεν θεώσεως. Όθεν κράζομεν· χαίροις, πάτερ Πορφύριε.
Έτερον Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ´. Τη υπερμάχω.
Αγίων Πάντων ο χορός νυν ευφραινέσθωσαν και ορθοδόξων τα πληρώματα χαιρέτωσαν, ότι άρτι τη Εκκλησία, λαμπρός αστήρ εφάνη. Τριάδος της Αγίας Σκήτης σεπτής, των Καυσοκαλυβίων κόσμος φανείς. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ Πορφύριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρε και ευφραίνου Σκήτη λαμπρά, Καυσοκαλυβίων, εν σοι ηύγασεν αληθώς, άστρον καταυγάσαν, την οικουμένην πάσαν, και πάντας αφυπνίζων, προς βίον κρείττονα.
Έτερον Μεγαλυνάριον. (Υπό Ευαγγέλου Καραδήμου)
Χαίροις χαρισμάτων ο θησαυρός και των ιαμάτων η πηγή η θαυματουργός. Χαίροις ο προφήτης ο νέος Εκκλησίας, Πορφύριε, τρισμάκαρ, Άθωνος καύχημα.
Ἐτερον Μεγαλυνάριον. (Υπό Χαραλάμπους Μπούσια)
Χαίροις, ο χαρίτων πλησθείς πολλών εν εσχάτοις χρόνοις και ιθύνας πιστούς καλώς προς λειμώνας θείους, αστήρ θεοσοφίας και ακραιφνούς αγάπης, πάτερ Πορφύριε.
Έτερον Μεγαλυνάριον. (Υπό Αδαμαντίας Πιπεράκη)
Χαίροις της Ευβοίας γόνος εσθλός, και υπερουσίου της Τριάδος μυσταγωγός· χαίροις του ακτίστου, φωτός του Θαβωρίου, αιρέτης και δοχείον, Πάτερ Πορφύριε.
Saint Porphyrius the
Wonderworker the Spitfire
Saint Elder Porphyrios,
worldly Evangelos Bayraktaris, was born on February 7, 1906, in Euboea, in the
village of Agios Ioannis in the province of Karystia. His parents, Leonidas
Bayraktaris and Helen, of the genus Anthony Lambros, were pious and kind
people. His father, in fact, was a baptist in the village and had personally
known Saint Nektarios. His family was large and his parents, poor farmers,
found it difficult to maintain. So his father was forced to leave for America,
where he worked on the construction of the Panama Canal.
Little Evangelos was the
fourth child of the family. She kept sheep in the mountains and attended only
the first grade of elementary school, when she was forced to go to Chalkida to
work. He was only seven years old. He worked two to three years in a shop. Then
he went to Piraeus, where he worked for two years at a relative's grocery.
In his twelve years he
secretly left for Mount Athos, with the desire to imitate Saint John Calibitis,
whom he had particularly loved when he had previously read his life. The grace
of God led him to the hut of St. George the Spirits and to the obedience of two
Elders, Panteleimon who was both spiritual, and Ioanniki, brothers of flesh. He
dedicated himself to the two Elders, who were generally admitted to be very
strict, with great love and a spirit of utter obedience.
He became a monk at the age of
fourteen and was named Nikitas. After two years it became a big hit. Shortly
afterwards, God gave him the insightful gift.
At the age of nineteen the
Elder became very ill, forcing him to permanently leave Mount Athos. He then
returned to Euboea, where he resided in the Monastery of Saint Charalambus
Lefkon. A year later, in the year 1926 AD, at the age of twenty, he was ordained
a priest to Saint Charalambos of Kym by Archbishop Sinai, who bore the name of
Porphyrios. At the age of twenty-two he became a spiritual confessor and a
little later an archimandrite. For a while she worked as a pastor in the
Tsakai, a village in Evia.
In Euboea, in the Holy
Monastery of Agios Charalambous, he lived twelve years, worshiping people as a
spiritual and confessor, and three years in Ano Vathia, in the abandoned
Monastery of Agios Nikolaos.
In 1940 AD, on the eve of
World War II, Elder Porphyrios settled in Athens, where he took on the duties
of a pastor and spiritual director at the Athens Polyclinic. As he used to say,
he lived there for thirty-three years as a day, working tirelessly on spiritual
work and relieving human pain and illness.
From 1955 AD had settled in
Callissia, where he had leased from the Pentelis Monastery the monastery of St.
Nicholas there with the rural area surrounding it, which he cultivated with
great care. Here, at the same time, he practiced his rich spiritual work.
In the summer of 1979 AD,
he settled in Milesi with the dream of building a monastery. There he lived
first in a caravan under extremely adverse conditions and then in a cementless
cellar, where he suffered untold stresses on his many health tests. In 1984 AD
he was transferred to the building of the monastery under construction, for the
completion of which the Elder, though very ill and blind, worked tirelessly and
tirelessly. On the foundation of the Transfiguration Monastery on February 26,
1990, he claimed to see his dream come true.
In the last years of his
earthly life, he began to prepare for his sleep. She wished to retire to Mount
Athos, to her beloved Kausokalyvia, where, secretly and quietly, as she lived,
she would give her soul to her Bridegroom. Many times they heard him say,
"I have been trying to go and die over there now."
Indeed, in June 1991 AD,
sensing his end, and not wanting to be honored, he departed for the hut of St.
George in the Kausokalyvia of Mount Athos, where he had beheaded a monk some 70
years ago at 4: 31΄ in the morning of December 2, 1991 AD he gave the spirit to
the Lord, who so loved in his life.
The last words heard from
his mouth were from the Lord's hierarchical prayer, one that he so loved and
often repeated: "fiber op ain".
The Assumption of the
Elder Porphyrios was held by the Holy and Holy Synod of the Ecumenical
Patriarchate, at the meeting of November 27, 2013, under the Ecumenical
Patriarch Bartholomew.
Its main features
The main characteristics
of Elder Porphyrius throughout his life were his extreme humiliation, his
perfect love for Christ and his fellow man, his sense of belonging to the
Church, with a complete obedience to Christ and an absolute unity with Christ.
everyone and the experience of immortality and freedom from the fear and the
hell out of this life here. To this must be added his unyielding patience to
the unbearable pains, his wise discernment, his unmistakable vision, his
endless philanthropy, the astonishing breadth of knowledge which was the fruit
of grace and the gift of God, and not the result of study, the inexhaustible.
his philanthropy and hard work, his unassuming humility and therefore his
effective prayer, his utterly orthodox but not fanatical prowess, his
successful advice, the multiplicity of his teachings, his profound reverence,
the sanctuary prestige of the sequels he performed, and his great care to keep
his extensive offer secret.
The essentials
In trying to delve deeper
into the essential elements that constituted the personality of the Elder
Porphyrius, we came to the conclusion that these were: first, his integration
into the Church in a substantive rather than formal way, second, his infinite
love for Christ and his fellowman, followed by holy humiliation, thirdly, the experience
of mystical joy in Christ and fourthly the experience of immortality in Christ.
a) Joining the Church
Elder Porphyrios said with
all the Saints that Christ must be in the Church. This means being united with
Christ and with all the people of Christ and above all with His High Priest,
who stands for Christ's place and type. But that, being in the Church is not a
typical thing. This must also mean his covenant, in which we wish to enter into
the earthly uncreated Church of God, though superficially we would answer that
we are already in the Church, since we are baptized.
Indeed, we are within the
Church, but only as long as the foreign traveler who crosses its borders in
Greece is a step or two. Although he is formally and virtually in Greece and can
travel everywhere and get to know her, she is as if she is not, as she has only
passed two steps on her territory and knows nothing of Greece yet. So a
Christian who once entered the door of the Church and entered it is essentially
as if he did not enter, but does not go ever deeper into it until he reaches
the throne of God.
The Elder had seen in
practice that the Grace of God works within the Church, that the faithful must
be united as one body, the body of Christ, that no one can be saved when he solely
asks for his individual salvation, that unity as a request, desire, and
experience of the believer is an essential element of the Church and a
condition of salvation, and that love, which pushes the soul into unity, is
necessary to enter into the community that constitutes the earthly uncreated
Church and to be saved. be there.
b) Love
The driving force behind
the creation of stakeholders in existence and joy, the transmission of life, is
love. He who thinks that the young man will deprive him of some of his comfort
and joy does not think like God, who created the human Gene, though this has
transcended Him (speaking man-made). The only disposition, therefore, that is
appropriate to human beings in the image and likeness of God is love, that is,
the opening of the heart to the other person, to the Son of God and to the
fellow man.
There are many ways in
which the Church is trying to persuade people to follow the right path. But the
royal path of the sensitive, poetic and kind soul that was pointed out by Elder
Porphyrios is the path of love, divine love for Jesus Christ and selflessness,
that is, indifference to whether your love for Christ results in joy. It is a
road full of nobility and supremacy, free from misery, calculations and fears,
leventic and worthy of divine greatness and absolute confidence in the friendly
disposition of Christ who loves us.
This also implies a
fine-tuning of the spiritual struggle of the Christian, which he has often
developed with many examples. Let's remember a few:
- When you are in a dark
room, do not hit the darkness to get rid of it. It doesn't go like that. Open
the window to the light, that is, give in the love of Christ, and then the
darkness goes away effortlessly.
- When it comes to bad
accounting, melancholy thinking, fear, temptation to understand you, don't
fight with them to prosecute them. Open your hands to the love of Christ and
take you in his arms and lose them alone.
- When the garden of your
soul is full of thorns (passions), do not try to uproot them and you are
constantly injured and infected by your occupation with them. Give all your
strength to the flowers of your soul, water them, and then the thorns will dry
out on their own. And the best flower is your love for Christ. If it is watered
and developed, all thorns wither.
c) The joy
Elder Porphyrios loved
everyone with the love of Christ that is unique to everyone. But the rich heart
of Christ and those who resembled Him can uniquely love every person who is an
image of the beloved Christ. And this love attracts the Divine Grace, which
falls on the beloved as great and endless joy. He who loves is happy because
love is giving and giving involves blessedness, as the Lord said ("Blessed
are they that they give or receive", (Acts 20:35).) So the Elder lived in
the joy of no one, nor pain and sadness does not subtract from that given to
the love of Christ. Elder Porphyrius, living in the love of Christ, had
empirically found what Saint John the Evangelist writes: "perfect love
casts out fear" ( 1: 4,18) and This is what he says in an audio recording
of his conversation with emphasis and with a full degree of confidence
"Friend, Brother (Christ) ... How does this cry but ...! And how much ...!
How deep it lies in it ...! That is courage. Christ does not want fear, he does
not want fear! "
d) Immortality
Victory over death, the
feeling and certainty of immortality is a common experience for all Saints and
for Elder Porphyry. He says in his aforementioned recorded conversation:
"The man of Christ must love Christ, and when he loves Christ he is free from
the devil, from hell and from death." These are not the words spoken by
someone who conceived this truth with his thought. They are words derived from
a true personal experience and are therefore worthy of an eyewitness testimony.
It does not change the fact that Elder Porphyrios of humiliation and deep sense
of human illness tells us that he has not reached this state. Probably his
credibility is boosted because he is no longer one who thinks he has arrived
somewhere. "I haven't arrived, that's what I'm asking for, that's what I
want. And in my silence and everywhere I try to live in them. But I don't live
it, ... I try. That is, how to tell you, how to tell you? I haven't been to a
place, so ... or went once, I saw it, now I'm not there, but I remember it, I
long for it, I want it. Now, this time, tomorrow, tomorrow, every moment I want
it. I want to go there, I ask. But I'm not there ... Yes, but I live in this
effort ... "
Saint Gregory is certain
that the greatness of God lies with him in His request. There is no better and
more valid confirmation that Elder Porphyrios has found God, and that the path
of love that points us is the shortest, safest, and best way for God to find us
both and to surround us as one. lamb sheep, with joy and love, and lead us out
of this life here into His earthly uncreated Church, a land of love, joy, peace
and immortality.
Letter from Elder
Porphyrios to his spiritual children
“My dear spiritual
children.
Now that I still have my
body brakes I want to tell you some tips. From a young age I was in all sins.
And when my mother sent me to keep the animals on the mountain, because my
father, because we were poor, had gone to America to work in the Panama Canal,
for us his children, where we grazed the animals, I was reading life of St.
John of Kallivitos and I very much loved Saint John and I did a lot of prayers
as a little kid I was 12-15 years old I just don't remember well and wanting to
imitate him with a lot of struggle I left my parents secretly and came to
Kausokalyvia in Mount Athos, and I was subdued to two elder brothers by
Panteleimon and Ioannicus. They happened to be very kind and kind and I loved
them very much and so with their wish I made them obedient. This helped me a
lot, I also felt great love for God and had a great time. But, by God's
permission, for my sins I became very ill and my Elders told me to go to my
parents in my village to Saint John of Euboea. And while I had committed many
sins from a young age, when I went back into the world, I continued the sins
that have become so many to this day. But the world has taken me for granted
and everyone is shouting that I am a saint. But I feel that I am the most
sinful person in the world. Of course I remembered confessing them, but I know
that for what I confessed God forgave me, but now I have a feeling that my
spiritual sins are too much and please those you have known to pray for me
because I too I have humbly prayed for you, but now that I am going to heaven I
have the feeling that God will tell me: what do you want here? I have one to
tell him. I'm not worthy Lord for here, but he wants your love to do for me.
From then on I don't know what will happen. But I want God's love to work. And
I always wish my spiritual children to love God, who is everything, to claim us
to enter his earthly unconverted church. Because here we have to start. I have
always tried to pray and read the Church Hymns, the Bible and the lives of our
Saints, and I wish you did the same. I have tried with the grace of God to draw
near to God and I wish you would do the same. I beg you all to forgive me for
having saddened you.
Hieromonk
Porphyrius
On
Firewood on 4/7 June 1991 »
Absolutely. Sound a.
Co-captain Logon
Tracer of the old fathers,
Saint of Mount Athos Skepti septi, Trinity of the Zoar, the Firewood, abyss of
divine donations, deliverer of grievous diseases, I was shown to be Theophore.
Purple of the universe, all of us, our shepherd and prop.
Other Apolitical. Sound a.
Desert Citizen. (By Evangelos Karadimou)
Euboea's son-in-law,
Ecumenical Hailing (first scripture: Pan-Hellenic Elder), Theology of the
mystery and Christ's true friend, Porphyrios honored, faithful, full of
childlike gifts. Living by the garment is redeemed, and the patient is faith by
holding on; glory to the devotees, glory to the ascent, glory to the active in
you all.
Other Apolitical. Sound a.
Co-captain Logon. (By Charalambous Boussia)
He foretells the future
wisely, Porphyrius, as a remuneration of pains and living pious for the sake of
the Lord above them; blossom of Euboea, from Athos secretly to gardens of
transcendent glory to ambassadors in favor of Christ.
Other Apolitical. Sound d.
Orthodoxy Guide. (By Adamantis Piperaki)
Light of God and of the
gifts of the Spirit of the deep, the priests of beauty, the monastics of the
most precise, Purple wisdom, distinguish it luminous and marvelous, Father of
our Gods, Christ the God, save my soul.
Other Apolitical. Sound d.
Fast forward.
(Unknown poet - found in
the elder's cell as manuscripts, as a prayer for unknown pilgrims and just
listed here, not suggested for chalcedony)
In the midst of the most
ridiculously wise, I was summoned by the mother-in-law of the abdomen; all the
crew of the time, as long as their testimony was given, were constantly glorified
in their praise, they sought mercy.
Other Apolitical. Sound a.
Co-captain Logon.
(Unknown poet - found in
the elder's cell as manuscripts, as a prayer for unknown pilgrims, and simply
listed here, not suggested for psalms)
Pentateuch all-apostolic, light-hearted,
light-hearted, light-hearted, Christ-like priestess, as an impulse saint.
Wonderful Prophet, near and far, foresee Hosea Potter, Porphyry Theophore,
Mount Athos the statue.
It's close. Sound d. I
miss her. (By Adamantis Piperaki)
As a child, I loved the
joyous Christ, and the good things of life, denied, Athonas was conquered, the
tunic falling, the Trinity inexperienced, and you are an ambassador, Father
Hossein, I am saved.
Another Kontakion. Sound
d. I miss her. (By Charalambous Boussia)
The hyacinth and purple of
humiliation, obedience and love adorned by this soul, the garment, and the gift
of divine gifts expressing wisdom enlightened as teacher reflectors; Merry,
Porphyry.
Another Kontakion. Sound
d. I miss her. (By Evangelos Karadimou)
To the Apostle of the
Church of the Holy of Holies and of Our Lady of the Blessed Virgin Mary,
reminiscent of Porphyry from the heart. He loves garrisons and is always
guarded and guarded by goddesses. We are all blessed; glad, Father Porphyry.
Another Kontakion. Sound
d. I miss her.
All Saints' dance was now
blessed and the Orthodox crew welcomed, that the Church, a glorious star,
appeared. Holy Trinity septic triad, firewood world you know. Dear Father,
happy Father Porphyrius.
Magnificent
Greetings and kindly
bright Skete, Firecrackers, in which they truly ascended, starved incessantly,
they all went, and all awakened, to violent crescendo.
Other Grandeur. (By
Evangelos Karadimou)
Merry gifts the treasure
and the healing the fountain the miraculous. Happy is the prophet of the new
Church, Porphyrius, Trimakar, Athonous Boast.
Later Majesty. (By
Charalambous Boussia)
Grace, the Graceful of
many in recent times, and a faithful believer in good-natured uncle,
star-studded theology and affectionate love, Father Porphyrius.
Other Grandeur. (By
Adamantis Piperaki)
Euboean cheerleaders, and
Trinity supernatural secretary; cheerful of the unconscious, light of Thabor,
hermit and potter, Peter Porphyrius.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου