14/11/19

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος


Υπήρξε  ένας  από   τους   δώδεκα.   Και   μάλιστα   επίλεκτο   μέλος  της  αγίας   αυτής   ομάδος.
Την πρώτη γνωριμία του με τον Χριστό μας την παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης με τούτα τα λόγια:    «Τη   επαύριον    ηθέλησεν  ο Ιησούς   εξελθείν εις την Γαλιλαίαν· και  ευρίσκει  Φίλιππον  και   λέγει αυτώ·   ακολούθει    μοι»   (Ιωαν.  α’ 44).

Βρισκόταν   στην   Ιουδαία   ο   Κύριος.
Ύστερα  από  το  βάπτισμά   Του   και  την   τεσσαρακονθήμερη     νηστεία Του  στην   έρημο  και   τους   πειρασμούς   Του   από   τον   διάβολο, νικητής   αποφασίζει  να   αναχωρήσει   από   την   Ιουδαία   στην Γαλιλαία  για  την   έναρξη  του   έργου    του.
Εκεί,  σαν   έφθασε,   βρήκε   μεταξύ   των   πρώτων  τον   Φίλιππο,   που ήταν   από   τη    Βηθσαϊδά,   την   ίδια  πόλη από την   οποία καταγόντουσαν   και   οι   άλλοι   δύο   Απόστολοι   και   αδελφοί,   Ανδρέας    και   Πέτρος.
Η μικρή αυτή πόλη βρισκόταν στις ανατολικές όχθες της λίμνης Τιβεριάδος και αξιώθηκε να προσφέρει στον Κύριο ένα σημαντικό   αριθμό  από    τους   Αποστόλους   Του.   Πτωχοί   και   απλοϊκοί   άνθρωποι   ήσαν  όλοι αυτοί.
Όμως   ο   Κύριος   τέτοιους   εργάτες   κατά   κανόνα    διαλέγει   για   τη   διακονία  Του.    Ανθρώπους    ταπεινούς    και   καλοδιάθετους.
Και   αυτούς,   «τα   μωρά   του   κόσμου...   και    εξουθενωμένα»   κατά   τον   θείο Απόστολο Παύλο, δηλαδή τους ανθρώπους αυτούς που   ο   κόσμος   θεωρεί μωρούς   και   περιφρονημένους, μ’ αυτούς   ο   Κύριος   καταντροπιάζει   εκεί νους, που, ο κόσμος πάλι, θεωρεί σοφούς   και    μεγάλους    και    δυνατούς.

Την   αγνή   και   πρόθυμη   διάθεση   είδε   ο   Κύριος   στα    βάθη    της   ψυχής   του Φιλίππου    και   αυτήν   εξετίμησε   και    έσπευσε   να   του   μιλήσει   και   να  του απευθύνει   την   τιμητική   πρόσκληση:  «Ακολούθει μοι», ακολούθησέ με. Πόσο διαφορετικά αλήθεια είναι τα ανθρώπινα κριτήρια από   τα   κριτήρια του   πανσόφου   Θεού!   Οι    άνθρωποι   συνήθως   κρίνουμε «κατ’ όψιν».   Γι’ αυτό   και    ο    Κύριος   ελέγχει   τον   τρόπο αυτό  της   κρίσεως   με   το   «μη   κατ’ όψιν κρίνετε   παράνομοι».   Ο  πάνσοφος   Θεός   κρίνει   από   τις  διαθέσεις που κρύβουμε ο καθένας στην ψυχή μας. Και για τούτο η κρίση του είναι πάντα  ορθή  και  ασφαλισμένη.

Την αξία αυτής της κρίσεως την βλέπουμε αμέσως στον τρόπο με τον οποίο ο Φίλιππος έσπευσε να ανταποκριθεί στην ιερή πρόσκληση του Ιησού, χωρίς κανένα ενδοιασμό, αλλά με ενθουσιασμό και ζηλευτή προθυμία   αφήνει   τα   πάντα   και   ακολουθεί   τον   Κύριο.    Αφήνει   εργασία, γονείς,   φίλους   και   γνωστούς,  σπίτι,   μικρή  έστω    περιουσία   και     σπεύδει    να γίνει    ένας   ακόλουθος   της    συντροφιάς   του   Ιησού.  Κάπως   παράξενη   η σπουδή του να ακολουθήσει τον Κύριο, θα σκεφθεί ίσως κάποιος. Παράξενη   μπορεί   να   φαίνεται.   Αν   θελήσουμε   όμως   να   προσέξουμε   και   να εμβαθύνουμε   λίγο   στα   λόγια   του   Ευαγγελιστή   Ιωάννη,   η   απορία   αυτή    θα διασκεβασθεί   αμέσως.   «Ήν   δε   ο   Φίλιππος   από   Βηθσαϊδά,   εκ   της   πόλεως    Ανδρέου  και  Πέτρου». (Ιωάν. α’ 45). Ο Φίλιππος δηλαδή καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Ιδού το μυστικό της   προθυμίας   του   Φιλίππου   να   ακολουθήσει   τον Κύριο.   Ήταν   συμπολίτης   του   Ανδρέα.   Και   ο   Ανδρέας   ήταν   μία   από   τις ευγενικές εκείνες καρδιές που με λαχτάρα περίμενε τον Μεσσία.  Ο   πόθος του αυτός τον έσπρωξε να γίνει και μαθητής   του   Ιωάννη   του   Βαπτιστή. Και     αυτά   που   άκουε   από   την   φωνή   «του   βοώντος   εν   τη   ερήμω»,   φρόντιζε να   τα   μεταφέρει  συχνά   και   να   τα   κάμνει   γνωστά   και   στους άλλους.    Πόση καλοσύνη   και   ευγένεια   ψυχής   δεν   φανερώνει    τούτο   το   παράδειγμα!  Μα και πόσο ιεραποστολικό ζήλο για την ευτυχία και την σωτηρία των άλλων!

Υπάρχει  στις   δικές   μας   καρδιές,   αλήθεια,   αυτό   το   ενδιαφέρον   και   αυτός    ο πόθος,   η    χαρά    και    η   ευτυχία   μας   να   γίνει   και  των  γνωστών και του χωριανών   μας   κτήμα;   Το   παράδειγμα  του   ζηλωτή   ψαρά, του Ανδρέα, αυτό μας συνιστά. Και την σύσταση αυτή αξίζει όχι μονάχα να την προσέξουμε   οι   χριστιανοί   του   εικοστού,    αλλά   και   του   εικοστού  πρώτου  αιώνα,   μα   και   να   την   κάνουμε   το   ταχύτερο   ζωή  μας.

Ο καθένας από μας, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού μας, είμαστε αλάτι   και  φως  για τους γύρω μας. Πρέπει να είμαστε τέτοιοι.   «Υμείς   εστε το   άλας   της   γης...   Υμείς  εστε   το   φως  του  κόσμου...»  (Ματθ. ε’ 13 – 14).  Το αλάτι νοστιμίζει τα φαγητά. Το αλάτι ακόμη προλαμβάνει την σήψη.   Σαν το αλάτι οι πραγματικοί χριστιανοί με τα λόγια τους   και   το   παράδειγμά τους    νοστιμίζουν   την   ζωή   των   ανθρώπων   που   είναι   γύρω   τους,   αλλά   και εμποδίζουν   την   ηθική    σαπίλα  από    του   να   εξαπλωθεί   και   να   διαλύσει   τα πάντα. Οι χριστιανοί είναι ακόμη και  φως. Φως που φωτίζει και   θερμαίνει και   ζωογονεί   και   ομορφαίνει   τον   κόσμο.   Και   αυτοί   με   τα   λόγια   τους    και προ πάντων τα έργα τους καλούνται να είναι   φως   μέσα   στην   κοινωνία. Ένα   φως   πνευματικό,   που   να   φωτίζει,   να   θερμαίνει   και   να   ζωογονεί  την κοινωνία. Είναι καιρός οι αληθινοί μαθητές του Κυρίου και γνήσιοι ακόλουθοί Του να προβάλλουν παντού αυτή τους την ιδιότητα. Το απαιτούν οι δύσκολοι καιροί που περνούμε. Το ζητά από όλους ο φλογερός Απόστολος, που μελετούμε. Ναι! Αυτό  έκαμε  ο  Φίλιππος.  Αυτό έκαμε  πρωτύτερα  και  ο  Ανδρέας.

Όταν   ο   τελευταίος   μαζί   με   τον   Ιωάννη   τον   ευαγγελιστή   γνώρισε   τον Κύριο   και   κλήθηκε   πρώτος   να   γίνει   μαθητής   Του,  φρόντισε  αμέσως  την χαρά   του   να    την   μοιρασθεί   με   τον   αδελφό   του   Πέτρο.   Αδελφέ  μου,  του είπε, «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ναι! Βρήκαμε Εκείνον,   που   περιμέναμε. Βρήκαμε τον Χριστό. Έτσι  ερμηνεύεται στα   Ελληνικά   η   λέξη   Μεσσίας.

Το  παράδειγμα   του   Ανδρέα  επαναλαμβάνει και ο Φίλιππος. Μόλις και αυτός κλήθηκε να ακολουθήσει τον   Ιησού,   σπεύδει   και   αυτός   να  κάμει κοινωνό της χαράς του τον φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο απλά    μας   εκθέτει    ο θείος ευαγγελιστής την χειρονομία αυτή του Φιλίππου! «Ευρίσκει   Φίλιππος τον Ναθαναήλ και   λέγει   αυτώ·   όν   έγραψε   Μωυσής   εν τω    νόμω    και   οι   προφήται,   ευρήκαμεν,    Ιησούν   τον   υιόν   του   Ιωσήφ   τον   από  Ναζαρέτ» (Ιωάν. α’ 46). Ναθαναήλ φίλε μου, βρήκαμε αυτόν για τον οποίον έγραψαν ο Μωϋσής και οι Προφήτες. Είναι ο Ιησούς, ο γιός του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Όταν στα παλιά τα χρόνια ο αρχαίος εκείνος σοφός, ο   Αρχιμήδης,   ανεκάλυψε,   σαν   ελούετο,   τον  περίφημο    εκείνο   νόμο της Φυσικής, που  είναι    γνωστός   σαν   αρχή   του   Αρχιμήδους, πετάχτηκε   έξω από   το   λουτρό   και    τρελός    απ’ την   χαρά   του   άρχισε να τρέχει   γυμνός   μέσα στην πόλη και   να    φωνάζει   «Εύρηκα.   Εύρηκα».   Μεγάλη   η   ανακάλυψή   του. Αυτό όμως που βρήκε ο Φίλιππος  ήταν   κάτι   το   ασύγκριτα   πιο   μεγάλο   και πολυτιμότερο.  Ο   Ιησούς είναι ο θησαυρός των   θησαυρών.   Είναι   η   πηγή της   ζωής.   Γι’ αυτό   και   το   «ευρήκαμεν»,  που   είπε  στον    αδελφικό   του   φίλο   Ναθαναήλ  ο  Φίλιππος, φανερώνει χαρά πολύ πιο μεγάλη. Χαρά ανέκφραστη.  Χαρά, που μόνο εκείνοι που ήλθαν σε προσωπική    επαφή   με τον   Χριστό,   μπορούν   να   δοκιμάζουν   και   να   γνωρίζουν.

Και δεν ήταν μόνο μια έκφραση χαράς τα λόγια του Φιλίππου «Ευρήκαμεν». Ήταν  και   κάτι   άλλο.   Ήταν  μία  πρόσκληση.  Πρόσκληση    να γνωρίσει   και   ο   φίλος   του   την   χαρά   του    και   να   την   δοκιμάσει.   Κι   όταν   πάλι ο φίλος του Ναθαναήλ με κάποια επιφύλαξη     του   πρόβαλε   το   γνωστό:   «Εκ Ναζαρέτ  δύναται τι   αγαθόν   είναι;»,   «μα   από   τη   Ναζαρέτ,   την   πόλη  της αμαρτίας και της διαφθοράς, είναι δυνατό να βγει κάτι το καλό;» ο Φίλιππος δεν τα χάνει. Με απόλυτη βεβαιότητα σε ό,τι λέγει, του   απαντά:    «Έρχου και  ίδε».   Φίλε μου,    έλα   κι   εσύ   να   δεις   με   τα   μάτια   σου    και να αντιληφθείς  μοναχός σου αυτό που σου λέω.   Να   βεβαιωθείς   δηλαδή και να πιστοποιήσεις και σε άλλους, ότι ο Ιησούς από   τη    Ναζαρέτ    είναι αυτός που περιμέναμε, ο Μεσσίας, ο Σωτήρας    των  ανθρώπων.   Πλησίασε τον Χριστό και σε λίγο διαπίστωνε και ο ίδιος και ομολογούσε με την περίφημη    φράση   «ραββί,   συ   εί   ο   υιός   του   Θεού,   συ   εί   ο   βασιλεύς   του   Ισραήλ»   το   πιστεύω   του.   Δηλαδή,   Διδάσκαλε,   στ’ αλήθεια,  συ  είσαι   ο   γιός του   Θεού,  συ  είσαι ο  βασιλιάς  του   Ισραήλ,   που   με   οδηγό   τις  προφητείες περιμέναμε.   Και   δεν   ομολογεί   μονάχα   τον   Ιησού    σαν   τον   άνθρωπο   των προφητειών,   μα   και    τον    ακολουθεί    και   γίνεται   ένας   από   τους   δώδεκα μαθητές    Του,   ο   γνωστός   και    με   το   άλλο   όνομα    Βαρθολομαίος.

Τρία   χρόνια   παρακολούθησε   ο   Φίλιππος   τον   Κύριο.   Τρία   χρόνια  ακούει την διδασκαλία Του και παρακολουθεί τα θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται   την   ευεργετική   Του   επίδραση   και   ενισχύεται   στο   έργο   που   τον περιμένει.

Μερικά   περιστατικά   από   τη   ζωή   του   κοντά   στον   Ιησού,   μας    δείχνουν  τον ζήλο του, αλλά και τις αδυναμίες του. Μας δείχνουν ακόμη και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η προσωπικότητά του στον κύκλο των   δώδεκα. Τα περιστατικά αυτά θεωρήσαμε σκόπιμο να παραθέσουμε πιο κάτω,   για να   τα   μελετήσουμε.   Μας   λένε  τόσα  πολλά.

Στις παραμονές των Παθών του Κυρίου, ως προσκυνητές ήλθαν στα Ιεροσόλυμα   και   πολλοί   Έλληνες   προσήλυτοι   στον   ιουδαϊσμό.  Αυτοί   με όσα   είχαν   ακούσει   για   τον   Κύριο,  ένοιωσαν στην καρδιά τους βαθύ τον πόθο για να τον γνωρίσουν καλύτερα και να έχουν μαζί Του  μια    ιδιαίτερη συνομιλία. Στην περίπτωση αυτή το όνομα του Φιλίππου, όνομα ελληνικό, τους έδωκε το θάρρος να τον πλησιάσουν και να του φανερώσουν την επιθυμία  τους: «Κύριε, του είπαν, θέλομεν τον Ιησούν   ιδείν». Κύριε, θέλουμε   να   ιδούμε   τον   Ιησού.   Να   η   παράκληση   που του   απηύθυναν.  Παράκληση και επιθυμία ζηλευτή και  αξιοπρόσεκτη.    Και ο Φίλιππος, που ήθελε την χαρά, που ένοιωθε αυτός  με   το   να   ακολουθεί τον Κύριο και να ακούει τα θεία  λόγια Του, να την δοκιμάζουν   και    άλλοι, έσπευσε να συνεννοηθεί σχετικά με τον αγαπητό του Ανδρέα    και   ύστερα μαζί να οδηγήσουν τους Έλληνες στον   Ιησού.   Τι   θέματα    κουβέντιασαν  οι πρόγονοί μας με τον Κύριο κατά τη συνάντησή τους εκείνη δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ο Κύριος σαν είδε  τους Έλληνες να πλησιάζουν είπε   τα   τιμητικά   και   θαυμαστά   εκείνα   λόγια:    «Ελήλυθεν   η   ώρα,   ίνα   δοξασθή   ο   υιός   του   ανθρώπου»   (Ιωάν. ιβ’ 23). Έφτασε   δηλαδή   η   ορισμένη   από   τον   Θεό     ώρα,   για   να   δοξασθεί   ο   Υιός   του ανθρώπου.   Να   δοξασθεί   με   τη   Σταύρωση   και   την   Ανάληψή   Του   και  να αναγνωρισθεί   ως   Μεσσίας   και   Λυτρωτής   από   τους   Έλληνες,   που   την στιγμή   αυτή   αντιπροσωπεύουν  και   όλο   τον   εθνικό   κόσμο.   Ευλογημένη   και  μεγάλη   η   ημέρα    εκείνη.   Ναι!   πολύ   μεγάλη.   Γιατί   άν   η    προσέλευση   των εθνών   στον   Χριστό   και   την   διδασκαλία   Του   αποτελεί   μία   νίκη   και   ένα θρίαμβο   του    Χριστού    και   του   έργου   Του,   ο   ερχομός   των    Ελλήνων στην πίστη την χριστιανική έχει κάτι το πολύ ανώτερο. Αυτοί, οι Έλληνες, έδωσαν στον Κύριο  όχι μόνο την γλώσσα τους, αλλά και τους πιο πολλούς ζηλωτές ιεραποστόλους για την εξάπλωση του χριστιανικού κηρύγματος   στον    κόσμο.

Ως άνθρωπο με χαρακτήρα πολύ πρακτικό μας παρουσιάζουν τον Φίλιππο δύο άλλα περιστατικά, που μας διέσωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Το ένα περιστατικό συνέβη έξω στην ερημιά. Είχε μεταβεί εκεί ο Διδάσκαλος    ένα   πρωί   με   τους   μαθητές   του   για   λίγη   ξεκούραση.   Μα  οι κάτοικοι των γειτονικών πόλεων, που σαν διψασμένα ελάφια   Τον κυνηγούσαν,   για   να   ακούσουν   τα   λόγια   Του   και   να   απολαύσουν   τις δωρεές Του,   όταν    αντελήφθησαν   το   μέρος   που   βρισκόταν    έσπευσαν   προς Αυτόν.   Και   ο   Κύριος, ικανοποιώντας   τον   ζήλο   και   την   προθυμία   τους, πέρασε   την   ημέρα   μαζί   τους   διδάσκοντάς   τους   και   θεραπεύοντας   τους αρρώστους   που   είχαν   φέρει.   Πλάκωσε   σχεδόν   η    νύχτα   και   κανένας   δεν είχε    διάθεση   να   σηκωθεί   και   να   φύγει.    Όμως   ο   κόσμος   εκείνος  έπρεπε κάτι να φάγει. Ήταν νηστικός όλη μέρα. Γι’ αυτό και ο Κύριος στην περίπτωση   αυτή   κάλεσε τον Φίλιππο κοντά του, που   διακρινόταν   για   το πρακτικό   του   μυαλό    και   τον   ρώτησε:

«Πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν αυτοί;». Από ποιό μέρος,    Φίλιππε, θα    αγοράσουμε    ψωμιά    για    να   φάγουν   όλοι   αυτοί   οι    άνθρωποι;»

Στο ερώτημα αυτό του Κυρίου, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής, ο Φίλιππος    απήντησε:    «Διακοσίων   δηναρίων   άρτοι  ουκ   αρκούσιν   αυτοίς   ίνα έκαστος   αυτών   βραχύ   τι  λάβη».   Ψωμιά   αξίας   διακοσίων   δηναρίων   δεν φτάνουν σ’ αυτούς, όχι για να χορτάσουν, αλλά για να   πάρει   ο   καθένας από   ένα   μικρό    κομμάτι.  Φυσικά   ο    Κύριος   υπέβαλε   την   ερώτηση   αυτή στον   Φίλιππο,   όχι   γιατί    Αυτός    δεν   ήξερε   τι   να   κάμει.   Το   Θαύμα   το   είχε αποφασίσει    στην   καρδιά   Του.   Το    ερώτημα   το   υπέβαλε   απλώς   για   να δείξει     σ’ αυτόν,   όσο    και  στους    άλλους    μαθητές,   μα   και     σ’ όλες   τις   γενεές των ανθρώπων, ότι και τα πιο αδύνατα στα μάτια των ανθρώπων πράγματα, μπορούν να γίνουν δυνατά, άν οι άνθρωποι    στις    περιπτώσεις αυτές  αγκαλιάσουν με την καρδιά τους τον παντοδύναμο παράγοντα, που λέγεται πίστη ζωντανή στον Χριστό. Με την πίστη και τα πιο αδύνατα γίνονται δυνατά. Άν οι άνθρωποι αφήσουμε να αναπτυχθεί    στην καρδιά   μας    πίστη   ίση   με   τον   κόκκο   του   σιναπιού,   μπορούμε    μ’ αυτήν   να μετακινήσουμε    ακόμη   και   βουνά.

Θα   ερωτήσει   ίσως   κάποιος.   Μήπως   ο    Φίλιππος   με   το   πρακτικό   του   μυαλό πείσθηκε  απόλυτα   για   την   δύναμη   αυτού   του   παράγοντα,   που   λέγεται πίστη,   με   το   θαύμα   του   χορτασμού   εκείνου του πλήθους με  τον   τρόπο που όλοι γνωρίζουμε; Δυστυχώς, όχι απόλυτα και αμέσως. Αυτό μας το βεβαιώνει το δεύτερο επεισόδιο. Και σ’ αυτό, το ίδιο πρακτικό μυαλό εκδηλώθηκε   και   πάλι.

Ήταν η νύχτα του Μυστικού Δείπνου. Για τελευταία φορά προ  του Πάθους Του δειπνεί ο Κύριος με τους μαθητές Του. Γύρω από το πασχαλινό   τραπέζι   κάθονται   όλοι. Με   τις    ομιλίες   Του   και   τις   διδαχές   Του ο Κύριος προσπαθεί να προπαρασκευάσει τους μαθητές Του   για   τα   όσα έμελλαν σε λίγο να  ακολουθήσουν. Η  όλη  ατμόσφαιρα παίρνει τον χαρακτήρα  μιάς  αποχαιρετιστήριας τελετής.  Μιάς  τελετής κατά  την οποία ο Κύριος αποκαλύπτει στους μαθητές του ουράνιες   αλήθειες.   Τους λέγει  πως   προτού  ξημερώσει κάποιος μαθητής θα Τον προδώσει,   οι   άλλοι θα Τον εγκαταλείψουν και αυτός ο Πέτρος,   που   Του   υποσχόταν   αγάπη μέχρι   θανάτου,    και   αυτός   θα   Τον   αρνιόταν.

Ο   Κύριος   όμως   ποτέ   δεν   θα   τους   εγκατέλειπε.   «Δεν   θα   σας    αφήσω,   τους είπε,   ορφανούς.   Γι’ αυτό   μη   ταράσσεσθε.   Θα   δοκιμάσετε   βαθιά   λύπη  με την φυγή μου από κοντά σας, όμως σύντομα η λύπη   σας   θα    μετατραπεί σε χαρά. Φεύγω για τον Πατέρα μου. Πάω στο σπίτι μου. Πάω να ετοιμάσω εκεί τόπο και για σας. Το μέρος στο οποίο πηγαίνω τώρα, το ξέρετε   και   εσείς.   Ξέρετε   ακόμη   και   τον   δρόμο   που   οδηγεί   εκεί».

Σε   τούτο   το   σημείο   ο   Θωμάς   τον    διέκοψε   για   να   του   πει:   «Κύριε,  δεν ξέρουμε που πηγαίνεις και πως είναι δυνατό να ξέρουμε τον   δρόμο;»    Την στιγμή   αυτή   ο   Φίλιππος,   που   παρακολουθούσε   με   ενδιαφέρον   την   όλη συζήτηση,   σπεύδει   να   διακόψει   λέγοντας;   «Κύριε,   δείξον   ημίν   τον  Πατέρα και   αρκεί   ημίν»   (Ιωάν. ιδ’ 8). Κύριε, είπες, πως   θα   πας   στον   Πατέρα   σου. Δείξε   μας   με   μια   αποκαλυπτική   οπτασία   τον   Πατέρα   Σου   και   την   δόξα Του,   ώστε   να   Τον    δούμε   και   εμείς    όπως    παλιά   τον   είδαν   ο   Μωϋσής   κι   ο Ησαίας και μας είναι αρκετό αυτό. Δεν θέλουμε περισσότερα.   Το πρακτικό    μυαλό    του    Φιλίππου    αυτό   ζητούσε.

Βαθιά   ευγνωμοσύνη   όμως   πρέπει  να  νοιώθει   κάθε   καρδιά   στον   ζηλωτή Απόστολο,   γιατί   με   την   απλότητά   του,   έδωσε   την   ευκαιρία   στον   Κύριο    να διακηρύξει    για   το    πρόσωπό   Του:   «Τοσούτον    χρόνον   μεθ’  υμών   ειμί,   και   ουκ έγνωκάς   με,   Φίλιππε;    Ο   εωρακώς   εμέ,    εώρακε   τον   Πατέρα,   και   πως  συ λέγεις,   δείξον   ημίν   τον   Πατέρα;».    (Ιωάν. ιδ’ 9).   Τόσο   καιρό   είμαι    μαζί   σας, Φίλιππε,    και   ακόμη   δεν   με   γνώρισες;   Δεν    γνώρισες   δηλαδή   ότι   είμαι   ο   Υιός του   Θεού, Θεός όπως ο Πατέρας;   Εκείνος  που   είδε   εμένα   και   εξετίμησε όπως   πρέπει   την   αλήθεια   της   διδασκαλίας   μου   και   την  αγιότητα   της   ζωής μου   και   την   δράση   μου    τη   θαυματουργική,   είδε  και   τον    Πατέρα.   Και  πως συ    λέγεις:   Δείξε   μας   τον   Πατέρα;

Να   οι   αδυναμίες   του   πρακτικού   πνεύματος.   Οι    άνθρωποι   δυστυχώς,   που σκέπτονται  μ’ αυτόν   τον   τρόπο,   απαιτούν    συνήθως   υλικές   αποδείξεις   και ζητούν να    ικανοποιήσουν τις αισθήσεις τους για όλα τα θέματα.  Η    παραγνώριση όμως του πνευματικού παράγοντα οδηγεί πάντα σε λανθασμένα     συμπεράσματα.
Τα   πιο   πάνω    λόγια   του   Κυρίου     προς   τον   Φίλιππο   αποτελούν    φυσικά   ένα λεπτό έλεγχο προς τον ζηλωτή μαθητή. Περιλαμβάνουν όμως    δογματική διδασκαλία,    υψίστης   στ’ αλήθεια   σημασίας.   Τρία   χρόνια  κοντά   στον Κύριο,    και   ύστερα   από    τα    όσα   είδε    και   άκουσε    δεν    επετρέπετο   σ’ αυτόν   να υποβάλει     τέτοιες    ερωτήσεις.   Άς   το   δεχθούμε   όμως    και   αυτό,   σαν  μία παραχώρηση του Θεού, για να δοθεί η ευκαιρία στον  Κύριο   να αποκαλύψει    τις    αλήθειες    αυτές,    που   όσο   και    άν    πολεμήθηκαν   από πλείστους    αιρετικούς   δεν   παύουν   να   παραμένουν   και   σήμερα   και   σ’ όλους   τους   αιώνες   ο    ακρογωνιαίος   λίθος    και     το   ασάλευτο    θεμέλιο   της Ορθοδοξίας μας. Ο Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της    Αγίας    Τριάδος και ομοούσιος με τον  Πατέρα.   Για   την   δική   μας    την   σωτηρία   αφήκε   την δόξα    του    ουρανού   και   κατέβηκε στην γη σαν άνθρωπος και     έγινε    «υπέρ ημών   κατάρα»,   για   να   μας    εξαγοράσει   από   την   κατάρα   της   αμαρτίας    και να    μας    ανεβάσει   στον   ουρανό.

Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής όλες αυτές φυσικά οι αδυναμίες των μαθητών πέρασαν. Μαζί με τους άλλους Αποστόλους και ο Φίλιππος ξεκίνησε για   να μεταφέρει   το   μήνυμα   της   σωτηρίας   εκεί   που   η   αγάπη  του   Θεού   τον κάλεσε. Με πίστη και ενθουσιασμό και πυρωμένη καρδιά ο πνευματέμφορος   αυτός   εργάτης   της   νέας   πίστεως    συνοδευόμενος   πάντα και από τον φίλο του Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη προχώρησε   και   κήρυξε   το   Ευαγγέλιο    του   Χριστού   σε   διάφορες    πόλεις    της Λυδίας,   της   Μυσίας    και   της   Παρθίας.    Λυδία   και   Μυσία.   Επαρχίες   της   Μ. Ασίας.   Η   Λυδία   βρισκόταν   προς   τα   Ν.Δ.   και    η    Μυσία    στα   βόρεια   της   Μ. Ασίας. η Παρθία ήταν ορεινή χώρα στα νοτιανατολικά της Κασπίας θάλασσας.   Οι    κάτοικοι     Πάρθοι.
Παρά   τις   αφάνταστες   δυσκολίες   που   συναντούσαν   όπου   πήγαιναν   και   τα εμπόδια που ο διάβολος παρενέβαλλε στο έργο τους, εν τούτοις οι Απόστολοι νικούσαν  στο    τέλος   και   το   έργο   του   Κυρίου    προχωρούσε   μέρα με την ημέρα. Πολύ συνέβαλαν στην προσπάθειά τους και τα πολλά θαύματα με τα οποία τους χαρίτωσε ο Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων   ασθενειών,   αλλά   και   αναστάσεως νεκρών.   Ένα    τέτοιο   θαύμα είναι    και   τούτο:

Βρισκόταν   ο   Απόστολος    με   την   συνοδεία   του   στην   Ιεράπολη   της   Φρυγίας. Εκεί ο μισόκαλος διάβολος βλέποντας τον εαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικούς να συλλάβουν τον Απόστολο και να τον βασανίσουν. Δεμένο τον οδήγησαν πρώτα στο δικαστικό βουλευτήριο. Εκεί ο έπαρχος  Αρίσταρχος σαν τον είδε εφρύαξε κυριολεκτικά.   Νομίζεις, του λέγει, πως μπορείς να τρομάξεις και εμένα με τις μαγικές σου πράξεις;
Και χωρίς άλλο λόγο τον άρπαξε από τα μαλλιά  και  άρχισε να τον σέρνει εδώ και εκεί και να τον βασανίζει. Στην ενέργεια αυτή    του   ασεβή έπαρχου   ο   Απόστολος   δεν   κρατήθηκε. Για   να   τον    σωφρονίσει, αλλά  και για να δώσει ένα   μάθημα   και   στους   άλλους   που    παρακολουθούσαν    τον βασανισμό   του,   φώναξε   δυνατά   κι   είπε:

– Κύριε,   γνωρίζω   την   ευσπλαγχνία    σου.   Όχι   για   να   ικανοποιηθώ   για   την αδικία που μου γίνεται, αλλά για να σωφρονισθεί ο σκληρός  αυτός άρχοντας   για  ό.τι μου  κάμνει, μα και να  γνωρίσουν και οι άλλοι  την δύναμή Σου και να  ιδούν, ότι δεν είσαι   μόνο   αγάπη,   αλλά   και   τιμωρός   των κακών,   δώσε   να   παραλύσει   τούτο   το   χέρι,   που   κτυπά   στην  κεφαλή,  που  συ ευλόγησες.

Μόλις   τέλειωσε   τον   λόγο   του   ο   θείος   Απόστολος   το   θαύμα    έγινε.   Βαριά τιμωρία   κτύπησε   τον   αναιδή   και   άδικο   άρχοντα.   Το   χέρι   ξεράθηκε.   Και ακόμη   το   ένα   μάτι   του   τυφλώθηκε   και   τα   αυτιά   του   κουφάθηκαν. Στο θέαμα αυτό οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν και με συντριβή   ψυχής   άρχισαν να   παρακαλούν   τον   Απόστολο   να   τον  σπλαγχνιστεί  και   να  τον   ξανακάμει καλά.   Στην   παράκλησή    τους   ο   ανεξίκακος   μαθητής  τόνισε:


– Ο   άρχοντας   μπορεί   να   γίνει   καλά,   αρκεί   τόσο   αυτός,   όσο   και   εσείς   να πιστέψετε   στον   αληθινό   Θεό     και   στον   Ιησού   Χριστό   που   έστειλε   και έπαθε   για   μας.

Μια     νεκρική   πομπή,   που   περνούσε   την   ώρα   εκείνη   από    το   μέρος   εκείνο, σταμάτησε   ξαφνικά.   Μερικοί   μάλιστα   απ’ αυτούς,   που  συνόδευαν   τον νεκρό και έτυχε να  είναι  φίλοι    κι   ομοϊδεάτες   του   άρχοντα,   στράφηκαν    με διάθεση    εκδικήσεως   στον   Απόστολο   και   του   είπαν   ειρωνικά:

— Αν   ο  Θεός   σου   μπορεί να αναστήσει τούτο   τον    νεκρό,   που   παίρνουμε να θάψουμε, τότε να Τον πιστέψουμε και εμείς και ο Αρίσταρχος, ο άρχοντάς   μας.

Συγκλονισμένος   ο   Απόστολος   από   την   πρότασή   τους,   σήκωσε   τα   μάτια στον ουρανό και αφού έκαμψε τα γόνατα, ανέπεμψε μυστικά μια ολόθερμη προσευχή. Ύστερα, αφού στράφηκε προς τον νεκρό που βρισκόταν   στο   φέρετρο,   τον    κάλεσε   με   το   όνομά   του    και   του   είπε:

- Θεόφιλε,   ο   Παντοδύναμος   Θεός   σε   διατάζει   να   σηκωθείς   και   ελεύθερα να    πεις    ότι   θέλεις.

Ευλογητός   ο   Θεός!   Το   θαύμα   έγινε   στην    στιγμή.    Ο    νεκρός    σηκώθηκε   από το φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, και αφού γονάτισε μπροστά στον    Απόστολο του     είπε    μ’έναν  αναστεναγμό     βαθιάς     ανακουφίσεως.

Σ’  ευχαριστώ,   καλέ   μου   άνθρωπε.    Σ’  ευχαριστώ,   άγιε   του     Θεού,     για     την σωτηρία που   μου   χάρισες.   Μερικοί    μαύροι    και   απαίσιοι  με    έσερναν   από τα    χέρια,   για    να   με   ρίξουν   στην   Κόλαση.   Η   παρέμβασή   σου   με   γλίτωσε. Θα έφευγα από τούτο τον κόσμο αμαρτωλός, χωρίς να ξέρω  την    αλήθεια. Και  η     αλήθεια    είναι   μία.    Ο    Ιησούς    Χριστός   που    κηρύττεις    είναι    ο αληθινός     Θεός.   Πιστεύω   και    εγώ   στον   Χριστό     με   όλη    μου   την    ψυχή.

Το   θαύμα   συντάραξε   τα   πλήθη.   Το    κάλεσμα    του    νεκρού με   το   όνομά    του και   η    ανάστασή   του    συνεκίνησε    όσους    βρίσκονταν    εκεί,   που   χωρίς κανένα    δισταγμό    πίστεψαν    στον    Χριστό    και    αναφώνησαν:

– Άνθρωπέ   μας,    πιστεύουμε,   πως    ο   Θεός,   τον   οποίο    Συ   κηρύττεις,    είναι     ο αληθινός    Θεός.    Τώρα,    βοήθησέ   μας   να    σωθούμε    και    συγχώρησε     και    τον άρχοντα.

Τότε ο Απόστολος, αφού κατάπαυσε με το χέρι του τον θόρυβο, παρήγγειλε    σ’ έναν     από    τους    άρχοντες    που    συνόδευαν    τον   νεκρό   να κάμει    το    σημείο   του   σταυρού    πάνω    στον   Αρίσταρχο    και    να   ζητήσει    την βοήθεια    της    Αγίας  Τριάδος.   Ο   άρχοντας   έκαμε   ό,τι   του  είπε    ο    Απόστολος και    η    θεραπεία   ακολούθησε.   Ο   Αρίσταρχος   έγινε   αμέσως    τελείως    καλά.    Το    αποτέλεσμα     συγκινητικό.   Πολλοί     ζήτησαν    και    βαπτίσθηκαν   την   ίδια     ώρα. Πρώτος   ο   πατέρας του αναστηθέντος    νεκρού,    που    λεγόταν   Πρέφικτος    και ήταν και αυτός ένας από τους άρχοντες της πόλεως. Μετά     την    βάπτισή του ο   αναγεννημένος πια άνθρωπος έδωσε στον Απόστολο    τους    δώδεκα χρυσούς   θεούς   που   είχε   στο   σπίτι   του   μαζί   με   τα   άλλα   υπάρχοντά   του,    για να   τα   διαμοιράσει   στους    φτωχούς   και   να   τα   χρησιμοποιήσει,    όπως    αυτός έκρινε    καλύτερα.

Πόσο   αλλάζει    ο    άνθρωπος,    όταν    αφήσει    ελεύθερη    την   καρδιά   του    να    την καταυγάσει το φως και η χάρη του    Χριστού!     Γι’ αυτές   τις   περιπτώσεις είναι   που   εφαρμόζεται απόλυτα ο λόγος του ψαλμωδού:   «Αύτη   η αλλοίωσις    της    δεξιάς   του   Υψίστου».   (Ψαλμ. ος’ (οζ’) 11).   Ναι!   Αυτή   η αλλοίωση   και    μεταβολή   που   γίνεται    στην    καρδιά    του    ανθρώπου,   είναι έργο   της     δυνάμεως    του   Θεού.

Για χρόνια πολλά συνέχισε η   ευλογημένη    αυτή   ομάδα   το   ανορθωτικό     και σωστικό έργο της στις διάφορες πόλεις    των   επαρχιών   που    αναφέραμε. Τα αποτελέσματα, στ’ αλήθεια,    θαυμαστά.   Όπου   «επλεόνασεν   η   αμαρτία υπερεπερίσσευσεν   η   χάρις»    (Ρωμ. ε’ 20). Εκεί που πληθύνθηκε    η   αμαρτία, δόθηκε πολύ πιο άφθονη η χάρη. Εκεί που η αμαρτία είχε σχεδόν αποκτηνώσει τα θύματά της,    ένας    καινούργιος     κόσμος    αναγεννάται.   Ο κόσμος   της    καλοσύνης    και    της   αγάπης.   Ο   κόσμος   ο   όμορφος,   ο    αγγελικά πλασμένος.   Ο     κόσμος   της    αρετής.   Η   άλλοτε    χριστιανική     Μ. Ασία.

Έφτασε   όμως   ο   καιρός να επικυρώσει ο θείος Απόστολος   τα   όσα    δίδασκε και   με   την    θυσία    της    ζωής    του.    Ήρθε    ο    καιρός    να    μαρτυρήσει.   Εκεί    στην Ιεράπολη της Φρυγίας μία ημέρα που δίδασκε, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν σκληρά, τον οδήγησαν    στους   άρχοντες.   Μια    ψευτοδίκη     κατέληξε    στην    απόφαση   ο Απόστολος   να    θανατωθεί.   Οι    δήμιοι,   που   περίμεναν,   άρπαξαν   τον Φίλιππο,   του   έδεσαν    τους    αστραγάλους   και   τον   κρέμασαν   σ’ ένα     δένδρο με   το   κεφάλι    προς   τα   κάτω.   Ύστερα   πήραν    και   τον   Βαρθολομαίο    και    αφού τον    βασάνισαν    και    αυτόν,    τον    κρέμασαν.   Τον    Απόστολο    Φίλιππο   τον σταύρωσαν. Η αδελφή του    Μαριάμνη    με   πόνο    ψυχής    παρακολουθεί    το μαρτύριο του αδελφού της και του άλλου    Αποστόλου    και    προσεύχεται    να τους   δώσει   ο   Θεός    δύναμη    και    υπομονή.    Ένας    σεισμός   που    έγινε   την    ώρα εκείνη έδειξε την    αγάπη    του    Θεού  στους    εργάτες    του    Ευαγγελίου.    Οι αλλεπάλληλες δονήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την χώρα κατατρόμαξαν τα πλήθη που έτρεξαν με δάκρυα να ζητήσουν   συγχώρηση από   τους    Αποστόλους.    Ο    Κύριος    στις    παρακλήσεις    των   εργατών  του σταμάτησε το σεισμό και με μία θαυμαστή οπτασία τους έδωκε μία     ακόμη απόδειξη   της    θείας   του    δυνάμεως.    Μια    σκάλα   παρουσιάστηκε   εκεί   να ενώνει την γη με τον Ουρανό. Τα πλήθη έτρεξαν και κατέβασαν  το Βαρθολομαίο από εκεί που ήταν κρεμασμένος. Όταν θέλησαν να κατεβάσουν   και   τον   Φίλιππο    από   τον    Σταυρό,   αυτός    δεν   δέχθηκε,   αλλά συνέχισε   να   διδάσκει   τα   πλήθη   που   ήσαν    γύρω    και   να    τα   προτρέπει    να μετανοήσουν και να βαπτισθούν. Διδάσκοντας άφησε την αγία του    ψυχή να   πετάξει    στον   ουρανό,    στη   χώρα   της   αιωνιότητας. Ο  Απόστολος Βαρθολομαίος    και    η    Μαριάμνη    πήραν   το    τίμιο    λείψανο    και    το   έθαψαν μαζί με εκείνους που πίστεψαν και βαφτίστηκαν, με σεβασμό και ευλάβεια ραίνοντάς το με τα δάκρυα της αγάπης τους. Το σεπτό    σκήνωμα του Αποστόλου για πολλά χρόνια στόλισε τον ιερό ναό  που    είχε    κτισθεί στην    Ιεράπολη     προς    τιμήν   του    Αγίου.   Η     δε    αγία    κάρα    του    τιμήθηκε   από διάφορους    αυτοκράτορες,   όπως   τον   Θεοδόσιο,   τον     Ηράκλειο    και    άλλους με    τις    βασιλικές    σφραγίδες    τους.

Μετά    την   άλωση    της    Βασιλίδος    των   πόλεων   από    τους   Λατίνους     κατά   το 1204   το    σεπτό    λείψανο    μεταφέρθηκε   στην   Κύπρο   και    για    πολλά   χρόνια φυλασσόταν   στο    χωριό    Άρσος,   το   χωριό   αυτό   λέγεται   επίσημα   και Αρσινόη   της    Πάφου,    στον   ιερό    ναό   που    κτίστηκε    εκεί    προς   τιμή    του Αποστόλου. Αργότερα ένα μέρος των λειψάνων για ευλογία     διανεμήθηκε σε    διάφορα    μέρη.   Η    θήκη     δε    με   την   ιερή   κάρα   προ   του   1788   για μεγαλύτερη,    τάχατες,    ασφάλεια    μετακομίσθηκε    στην   Ιερά    Μονή    του Σταυρού    στο     Όμοδος.    Εκεί     φυλάσσεται    μέχρι    σήμερα.

Σε   χρόνια    περασμένα,   που   τη   Κύπρο,     μέσα    στα    τόσα     άλλα     έδερνε    και επιδημία    ακρίδων,    οι    πατέρες    μας   μετέφεραν    την    θήκη    με    την    αγία    κάρα μέχρι   τη    Μεσαορία    και   έκαμναν     αγιασμό,   και   εράντιζαν    τα    σπαρτά    και    τα δένδρα,   για   να    τα    απαλλάξουν    από    την    αληθινή    αυτή    μάστιγα.

Θαύματα  πολλά   γίνονται    και   στις    ημέρες    μας   σε    όλους    εκείνους     που     με βαθιά    πίστη    καταφεύγουν    στον    Κύριο    και    με   ευλάβεια    εκζητούν   τη μεσιτεία    του    πνευματέμφορου    Αποστόλου.

Γιατί,     όσο    πιο    γρήγορα    ο    καθένας     μας    σπεύσει    να    αποδεχθεί    τούτη    τη σωστική    αλήθεια   και   να   πλησιάσει   τον    Χριστό    και    να    τον    πιστεύσει    για Θεό    και    Σωτήρα     του,    τόσο    και    πιο    γρήγορα    υπάρχει    ελπίδα     να    βγούμε από    τον    λαβύρινθο    στον    οποίο    οι    ίδιοι      κλειστήκαμε.   Να     βγούμε,    για  να    ξαναδούμε   το   φως   της   ζωής,   και   να   γευτούμε   την   χαρά   και   να λυτρωθούμε   από   το   άγχος   που   μας   δέρνει,  μα   και     τον     φόβο  μιάς     ολοκληρωτικής   αυτοκαταστροφής.

Η   χάρις   του  Τριαδικού   θεού,   δια   των  πρεσβειών  του   αγίου  ενδόξου    Αποστόλου   Φιλίππου,   του   οποίου   η   θήκη  των   λειψάνων  χρόνια  τώρα     αγιάζει    το   ευλογημένο   νησί   της   Κύπρου,   να    χαρίσει   στην   Κύπρο   μας  το ταχύτερο  την  ποθητή  ελευθερία.  Ναι!  την   ελευθερία.   Και   μαζί   μ’ αυτήν στους  αγνοούμενούς  μας   την   επιστροφή   στις   οικογένειές   τους,   στους    πρόσφυγές   μας     την    χαρά   του   γυρισμού   στα   σπίτια   τους   και  τα  χωριά   τους και    στον  φιλόθρησκο  λαό   μας  πλούσιες  τις  δωρεές     και   ευλογίες    Του.    Αμήν.


Απολυτίκιον.  Ήχος   γ’.    Θείας     πίστεως.
Θείαν  έλλαμψιν, του Παρακλήτου, εισδεξάμενος, πυρός εν είδει, παγκοσμίως  ως   αστήρ     ανατέταλκας,    και    της    αγνοίας    τον   ζόφον   διέλυσας,    τη    θεία    αίγλη    Απόστολε     Φίλιππε.     Όθεν    πρέσβευε,    Χριστώ    τω Θεώ    δεόμεθα,   δωρήσασθαι   ημίν   το   μέγα   έλεος.


Κοντάκιον.  Ήχος   πλ. δ’.   Ως   απαρχάς      της     φύσεως.      
Ο  μαθητής   και  φίλος  σου,  και  μιμητής  του  πάθους  σου,   τη  οικουμένη   Θεόν σε  εκήρυξεν,   ο   θεηγόρος   Φίλιππος.  Ταις  αυτού  ικεσίαις,  εξ   εχθρών    παρανόμων    την Εκκλησίαν    σου,    δια    της   Θεοτόκου συντήρησον   Πολυέλεε.



Μεγαλυνάριον.
Φίλος και Απόστολος ευκλεής, του και μέχρι δούλου, κενωθέντος αναδειχθείς,   Φίλιππε   θεόπτα,   εκήρυξας   εν   κόσμω,   την   τούτου   υπέρ   λόγον, άρρητον   κένωσιν.

Saint Philip the Apostle

There was one of the twelve. And even a select member of this holy group.
His first acquaintance with Christ is presented to us by the Evangelist John: "The day after, Jesus willingly went forth into Galilee;

The Lord was in Judah.
After His baptism and His four-day fast in the wilderness and His temptations by the devil, the victor decides to depart from Judah to Galilee to begin His work.
There, as soon as he arrived, he first found Philip, who was from Bethsaida, the same city from which the other two Apostles and brothers, Andrew and Peter, came.
This small town was on the east bank of Lake Tiberias and it was claimed to offer the Lord a considerable number of His Apostles. Poor and simple people were all of them.
But the Lord usually chooses such workers for His ministry. Humans humble and kind.
And they, "the babies of the world ... and exhausted," according to the divine Apostle Paul, that is, the people whom the world considers to be babies and despised, with them the Lord overthrows those minds which, again, the world considers wise and big and strong.

The Lord saw the pure and willing disposition in the depths of Philip's soul, and she appreciated and hastened to speak to him and address him with the honorable invitation: "Follow me," follow me. How different the human criteria are from the standards of the pan-national God! People usually judge us "at a glance". That is why the Lord controls this way of judging by "do not judge illegal". The all-knowing God judges by the moods we each hide in our souls. And that's why his judgment is always right and secure.

We see the value of this judgment immediately in the manner in which Philip hastened to respond to the sacred invitation of Jesus, without any hesitation, but with enthusiasm and envy he left everything and followed the Lord. It leaves work, parents, friends and acquaintances, a home, a small fortune, and hastens to become a follower of Jesus' companionship. Somewhat strange his study of following the Lord, one might think. Strange it may seem. But if we want to look a little deeper into the words of John the Evangelist, this question will be settled immediately. "And Philip of Bethsaida, of the city of Andrew and Peter." (John 45). Philip was originally from Bethsaida, the home of Andrew and Peter. Here is the secret of Philip's willingness to follow the Lord. He was Andrew's fellow citizen. And Andrew was one of those kind hearts who longed for the Messiah. His passion pushed him to become a disciple of John the Baptist. And what they heard from the voice of "the buzzer in the wilderness," he took care to convey them often and make them known to others. How much kindness and kindness the soul does not show in this example! But how much missionary zeal for the happiness and salvation of others!
Is there in our hearts, really, this interest and this desire, our joy and happiness to become the property of our well-known and peasants? The example of the zealous fisherman, Andreas, is this. And this recommendation is worth not only for the Christians of the twenty-first century, but also for the twenty-first century, but also to make it faster in our lives.

Each of us, in the words of our Christ, are salt and light to those around us. We have to be like that. "We are the salt of the earth ... We are the light of the world ..." (Matt. 13: 14). The salt tastes good. Salt still prevents rotting. Like salt, true Christians, in their words and example, taste the lives of the people around them, but also prevent the moral ruse from spreading and disintegrating. Christians are even light. Light that illuminates and heats and animates and beautifies the world. And they, in their words and above all, their works are called to be light in society. A spiritual light that illuminates, heats and animates society. It is time for the true disciples of the Lord and His genuine followers to project this quality everywhere. The difficult times we are going through require this. It is asked by all the fiery Apostle we are studying. Yes! This is what Philippe did. This is what Andrew did earlier.

When the latter, with John the evangelist, met the Lord and was first called to become His disciple, he immediately took pleasure in sharing them with his brother Peter. My brother, he said, "we found the Messiah." Yes! We found the One we expected. We found Christ. This is how the word Messiah is interpreted in Greek.

Andrew's example is repeated by Philip. As soon as he was called to follow Jesus, he hastened to make his friend Nathaniel happy. How simply does the divine evangelist expose us to Philip's gesture! "Philip findeth Nathanael, and saith he; he wrote Moses in the law, and they prophesied, we have found, that they prophesied his son Joseph of Nazareth" (John 1:46). Nathaniel my friend, we found the one about which Moses and the Prophets wrote. This is Jesus, the son of Joseph of Nazareth. When in the old days that ancient wise, Archimedes, discovered, like an eloquent, that famous Law of Physics, known as the Archimedes principle, he jumped out of the bath, and mad at his joy, began to run naked. in the city and shouting "Eureka. Eureka". Great to discover. But what Philip found was something incomparably bigger and more valuable. Jesus is the treasure of treasures. It is the source of life. That is why the "find", which Philip's brother Nathaniel said to him, reveals much greater joy. Joy inexpressible. It is a joy that only those who have come into personal contact with Christ can experience and know.

And it was not just an expression of joy that Philip's words "I was found." It was something else. It was an invitation. Invite his friend to get to know him and try him. And when Nathaniel's friend again with some reservation made the famous saying: "Can Nazareth do what good?", "But from Nazareth, the city of sin and corruption, can anything good come out?" does not lose them. With all certainty in what he says, he replies: "Come and see." My friend, come and see with your own eyes and realize your monk what I am telling you. That is to say to others, that Jesus of Nazareth is what we expected, the Messiah, the Savior of men. He approached Christ and soon recognized himself and confessed in his famous phrase, "Rabbi, the Son of God, the King of Israel". That is, Teach, in truth, you are the Son of God, you are the King of Israel, who was guided by the prophecies. And he not only confesses Jesus as the man of prophecy, but he also follows him and becomes one of His twelve disciples, also known as Bartholomew.
Philip followed the Lord for three years. He listens to His teaching for three years and observes His miracles. He has been receiving His beneficial effect for three years and is being strengthened in the work that awaits him.

Some instances of Jesus' life near us show his zeal and weaknesses. They even show us the special place his personality holds in the circle of twelve. We considered it appropriate to cite the following in order to study them. We are told so much.

On the eve of the Passion of the Lord, pilgrims came to Jerusalem and many Greeks converted to Judaism. Those with what they had heard about the Lord felt in their hearts a deep desire to get to know Him and have a special conversation with Him. In this case Philip's name, a Greek name, gave them the courage to approach him and to express their wish: "Sir, they told him we want Jesus' idea." Sir, we want to see Jesus. Here is the plea that was addressed to him. Prayer and desire of envy and attention. And Philip, desiring the joy that he felt by following the Lord and listening to His divine words, to be tempted by others, hastened to consult about his beloved Andrew and then to lead the Greeks to Jesus . We do not know what issues our ancestors discussed with the Lord at their meeting. What we do know is that the Lord, when he saw the Greeks approaching, said those honorable and wonderful words: "The time is coming, the Son of man is glorified" (John 23). That is, the appointed time of God has come, that the Son of man may be glorified. To be glorified by His Crucifixion and Ascension and to be recognized as the Messiah and Redeemer by the Greeks, who now represent the entire national world. Blessed and great that day. Yes! very big. For if the coming of the nations to Christ and His teaching is a victory and a triumph for Christ and His work, the coming of the Greeks in the Christian faith has something far greater. These, the Greeks, gave the Lord not only their own language, but also the most zealous missionaries to spread the Christian preaching in the world.

As a very practical man, we are presented with two other incidents, which were rescued by Evangelist John.

One incident happened outside in the wilderness. The teacher had gone there one morning with his students for some rest. But the inhabitants of the neighboring towns, who were chasing Him like a thirsty deer, to hear His words and to enjoy His gifts, when they realized the place where they were, hastened to Him. And the Lord, satisfying their zeal and willingness, spent the day with them teaching and healing the sick they had brought. It was almost night, and no one was ready to get up and leave. But that world needed something to eat. He was fasting all day. That is why the Lord in this case called Philip along with him, who was distinguished for his practical mind and asked him:

"Where do we buy bread for fiber?" From where, Philippe, will we buy breads to eat all these people? "
To this question of the Lord, as the Evangelist tells us, Philip replied: "Two hundred dinars are not enough for each one of them a short fiber." Breads worth two hundred dinars do not reach them, not to satiate, but to take each of a small piece. Of course the Lord asked this question to Philip, not because He did not know what to do. The Miracle had decided it in His heart. The question was simply asked to show to him, as well as to other students, and to all generations of people, that even the weakest things in human eyes can be made possible if people in such cases embrace with their hearts the almighty factor, called living faith in Christ. With faith, the weakest become strong. If we let people develop faith in our hearts equal to the mustard seed, we can even move mountains.

Maybe someone will ask. Was Philip, with his practical mind, completely convinced of the power of this factor, called faith, in the miracle of satiating that crowd in the way we all know? Unfortunately, not absolutely and immediately. This is confirmed by the second episode. And in that, the same practical mind reappeared again.

It was the night of the Last Supper. For the last time before the Passion, the Lord is dining with His disciples. Everybody sits around the Easter table. Through His discourses and His teachings the Lord seeks to prepare His disciples for what they were about to follow. The whole atmosphere takes on the character of a farewell ceremony. A ceremony in which the Lord reveals heavenly truths to his disciples. He tells them that before dawn a disciple will betray Him, the others will abandon Him, and this Peter, who has promised His love to death, will deny Him.

But the Lord would never forsake them. "I will not leave you, he said, orphans. So don't worry. You will experience deep sorrow with my flight to you, but soon your sorrow will turn into joy. I'm leaving for my Father. I'm going home. I'm going to make a place there for you too. The place I'm going to now, you know it too. You even know the road that leads there. "

At this point Thomas interrupts him to say to him, "Sir, do we not know where you are going and how is it possible to know the way?" "Lord, show half the Father and suffice half" (John 9). Sir, you said you were going to your Father. Show us with a revelation your Father and His glory, so that we may see Him as Moses and Isaiah have seen him before, and that is enough for us. We don't want more. Philip's practical mind wanted that.
But deep gratitude must be felt by the zealous Apostle, for in its simplicity it has given the Lord the opportunity to proclaim in His face, "Have I ever been with you, and never knew me, Philip? He that is with me, hath he sanctified the Father, and how sayest thou, Showest thou the Father? ' (John 9 '). How long have I been with you, Philippe, and haven't you met me yet? Did you not know that I am the Son of God, God like the Father? He who saw me and properly appreciated the truth of my teaching and the sanctity of my life and my miraculous action, saw the Father also. And how do you say: Show us the Father?

Here are the weaknesses of the practical spirit. Unfortunately, people who think this way usually require material proof and seek to satisfy their senses on all matters. But ignoring the spiritual factor always leads to incorrect conclusions.
The Lord's above words to Philip are of course a fine check on the jealous student. But they include dogmatic teaching, of the utmost importance. Three years near the Lord, and after what he saw and heard he was not allowed to ask such questions. But let us also accept this as a concession from God, to give the Lord the opportunity to reveal these truths, which, though fought by many heretics, remain the cornerstone of today and in all ages, the undisputed foundation of our Orthodoxy. Christ is the second person of the Holy Trinity and identical with the Father. For our salvation he left the glory of heaven and went down to earth as a human being and became "in our curse" to redeem us from the curse of sin and raise us to heaven.

With the Holy Spirit's graduation on Pentecost, all of these students' weaknesses were naturally overcome. Along with the other Apostles and Philip, he began to carry the message of salvation where God's love called him. With faith and enthusiasm and a burning heart, this pious workman of the new faith, always accompanied by his friend Bartholomew and his sister Mariam, went on and preached the Gospel of Christ in various cities of Lydia, Mysia, and Paris. Lydia and Mystery. Provinces of Asia Minor. Lydia was located to the southwest. and Mysia in the north of Asia Minor. Parthia was a mountainous country to the southeast of the Caspian Sea. The inhabitants of Parthia.
Despite the overwhelming difficulties they encountered wherever they went and the obstacles the devil interfered with in their work, yet the Apostles prevailed in the end and the work of the Lord progressed day by day. Many of the miracles that the Lord bestowed upon them contributed greatly to their effort. Wonders for the treatment of various diseases, but also for the resurrection of the dead. One such miracle is this:

The Apostle was accompanying him to the Hierapolis of Phrygia. There the half-devil, seeing himself defeated, started some to apprehend the Apostle and torture him. He was first taken to the courthouse. There, the governor Aristarchus, literally, saw him. You think, he tells him, how can you scare me with your magic acts?
And for no reason he grabbed him by the hair and began to drag him here and there and torment him. The apostle was not detained in this act of the impious prince. In order to imprison him, but also to give a lesson to others who watched his torture, he shouted loudly and said:
- Sir, I know your compassion. Not to satisfy the injustice that is done to me, but to crush this cruel prince for what he does to me, but let others also know Your power and see that you are not only love but also a punishment of bad, give this paralyzing hand the beating on the head that you have pondered.

As soon as his speech was finished, Uncle Apostle performed the miracle. Severe punishment beat the ungrateful and unjust ruler. The hand is dry. And yet his one eye was blinded, and his ears were deaf. At this sight the attendants trembled and with a shattering of souls began to beg the Apostle to make him a virgin and to restore him well. At their request, the impersonal student emphasized:


- The Lord can do good, as long as you believe in the true God and in Jesus Christ who sent and fell for us.

A funeral procession, passing by at that time, suddenly stopped. Some of them, who accompanied the deceased and happened to be friends and lovers of the lord, turned to the Apostle for revenge and said ironically:

- If your God can resurrect this dead, whom we take to bury, then we and the Aristarchus, our Lord, will believe in Him.

Shocked by their proposal, the Apostle raised his eyes to heaven and, bending his knees, secretly returned a wholehearted prayer. Then, turning to the dead man in the coffin, he called him by his name and said:

- Theophilus, the Almighty God commands you to get up and say freely what you want.

Blessed be God! The miracle happened in the moment. The dead man got up from the coffin, jumped down, and, kneeling in front of the Apostle, told him with a deep sigh of relief.

Thank you, good man. Thank you, God, for the salvation you gave me. Some blacks and villains dragged me out of my hands to throw me into Hell. Your intervention spared me. I would leave this world a sinner, without knowing the truth. And the truth is one. The Jesus Christ you preach is the true God. I also believe in Christ with all my soul.

The miracle shook the crowds. The call of the dead by his name and his resurrection moved those who were there, who without hesitation believed in Christ and exclaimed:

- Man, we believe that the God you preach is the true God. Now help us to save and forgive the lord.

Then, the Apostle, after breaking the noise with his hand, commanded one of the lords who accompanied the dead to bend the cross on Aristarchus and ask for the help of the Holy Trinity. The lord did what the Apostle told him, and the healing followed. Aristarchus was immediately well done. The result is moving. Many requested and were baptized at the same time. First the father of the resurrected dead, called Prefict, and he was also one of the lords of the city. After his baptism, the reborn man gave the Apostle the twelve golden gods he had in his house, along with his other possessions, to distribute them to the poor and use them, as he thought best.
How much man changes when he lets his heart free from the light and grace of Christ! It is for these cases that the psalmist's word is perfectly applied: "This alteration of the right hand of the Most High". (Psalm 11). Yes! This alteration and change that takes place in the heart of man is the work of God's power.

For many years this blessed group continued its restoration and salvation work in the various cities of the provinces we mentioned. The results are truly wonderful. Where "sin was overrun by grace" (Rom. 20). Where sin grew, grace was given much more abundantly. Where sin had almost killed its victims, a new world is being born. The world of kindness and love. The world the beautiful, the angelically created. The world of virtue. The formerly Christian Asia Minor.

But it was time for Uncle Apostle to validate what he had taught with the sacrifice of his life. It is time to testify. There at Phrygia's Hierapolis one day, he was arrested by some fanatical pagans and, after being severely tortured, led him to the lords. A pseudonym resulted in the Apostle's decision to be killed. The executioners, who were waiting, grabbed Philip, tied him to the ankles, and hung him on a tree with his head down. Then they took Bartholomew, and after they tortured him, they hanged him. He was crucified by Apostle Philip. Mariam's sister, in pain, is watching her brother's and the other Apostle's martyrdom, and prays that God will give them strength and patience. An earthquake at that time showed God's love for the workers of the Gospel. The successive vibrations throughout the country have crushed the crowds who have run to tears to apologize to the Apostles. The Lord at the call of his workers stopped the earthquake and with a miraculous vision gave them yet another proof of the divine power. A staircase appeared there to unite the earth with Heaven. The crowds ran and lowered Bartholomew from where he was hanged. When they wanted to get Philip down from the Cross, he refused, but he continued to teach the crowds that were around and urged them to repent and be baptized. Teaching he let his holy soul fly to heaven, to the land of eternity. The Apostle Bartholomew and Mariam took the honorable relic and buried it with those who believed and were baptized, with respect and reverence by tearing it with their tears of love. The sepulcher of the Apostle for many years adorned the sacred temple that had been built in Hierapolis in honor of the Saint. His holy kara was honored by various emperors, such as Theodosius, Heraklion and others with their royal seals.

After the fall of the King of the cities by the Latin in 1204, the septic relic was transferred to Cyprus and for many years was kept in the village of Arsos, this village is also officially called Arsinoe of Paphos, in the sacred temple built there in honor of the Apostle. Later some of the relics for blessing were distributed in various places. The case with the sacred cart before 1788 for greater safety was moved to the Holy Monastery of Stavros in Omodos. He is kept there until today.

In years past, when in Cyprus, among so many others, an epidemic of locusts was fought, our fathers carried the sheath with the holy carrot to Mesauria and sanctified it, and sprinkled the seed and trees to rid it of the true. scourge.

Many miracles are being done in our day to all those who turn to the Lord with deep faith and earnestly seek the intercession of the apostle.
Because the sooner each of us rushes to accept this salvation and come to Christ and believe in God and his Savior, the sooner there is a hope of getting out of the labyrinth in which we are locked in ourselves. To go out, to see the light of life again, to enjoy the joy and to be freed from the stress it brings us, but also to the fear of total self-destruction.

The grace of the Triune God, through the embassies of the saintly glorified Apostle Philip, whose sheath of relics has now sanctified the blessed island of Cyprus, to give our Cyprus the fastest freedom we desire. Yes! the freedom. And with her to our missing ones returning to their families, to our refugees the joy of returning to their homes and their villages and to our religious people rich in His gifts and blessings. Amen.


Absolutely. Sound c. Divine faith.
Divine Elamite, of the Apocalypse, admitted, fire in sight, worldwide as a rising star, and ignorant of the grisly dialect, the Divine Glory Apostle Philippe. Everyone has been faithful, Christ God I am bound, I have been granted great mercy.


It's close. Sound d. As the beginning of nature.
Your disciple and friend, and imitator of your passion, the God whom God has called you, the priest Philip. To this you begged, by your enemies, your Church, by Theotokos, consecrate Polelius.



Magnificent.
A friend and apostle of the noble, his and up to slavery, emancipated emperor, Philip the gluttonous, I proclaimed in praise, this for good reason, inexpressible emptiness.

Δεν υπάρχουν σχόλια: