11/11/19

Ο Άγιος Μηνάς ο Μεγαλομάρτυρας «ο εν τω Κοτυαείω»


Ο   Άγιος   Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα περίπου του 3ου  αιώνα μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον   στο   οποίο μεγάλωνε,  δεν   κατάφερε   να   σκληρύνει   την καρδιά   του   η  οποία,  όταν   ήλθε  η   στιγμή,   σκίρτησε   ακούγοντας την   φωνή   του   «ετάζοντος   καρδίας  και   νεφρούς»  (Ψλμ.7, 10)   Θεού και   έτσι  ο    έφηβος   ακόμη,   Μηνάς,   έγινε   χριστιανός.
Μεγαλώνοντας,   επέλεξε  να   σταδιοδρομήσει   στον   Ρωμαϊκό   στρατό, στο   ιππικό    τάγμα   των   Ρουταλικών, υπό  την   διοίκηση  του  Αργυρίσκου.   Η   έδρα   της   μονάδας   του   ήταν   στο   Κοτυάειον (σημερινή  Κιουτάχεια)   της   Μικράς  Ασίας.   Εκεί   ο  Μηνάς    διακρίθηκε   και   για  την  φρόνησή   του   αλλά  και   για   το   ανδρείο   του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των στρατιωτικών.
Δυστυχώς   όμως,   τρείς  αιώνες  μετά  την   έλευση  του  Χριστού   και   ο παλαιός   κόσμος   ακόμη  δεν   ήθελε   να  δεχθεί   το  λυτρωτικό   μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στην φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι   «προς κέντρα λακτίζειν»  (Πράξεις 26, 14). Ο  Διοκλητιανός  και  ο   Μαξιμιανός   διέταξαν   διωγμό εναντίον   των   λογικών   προβάτων  του   Χριστού,   διωγμό   ο   οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν  να συλλαμβάνουν και   να  τυραννούν  τους   χριστιανούς προσπαθώντας   να   τους   κάνουν   να   αλλαξοπιστήσουν.   Αυτή   ήταν και   η   πρώτη   κρίσιμη   στιγμή   κατά   την   οποία   ο   Μηνάς   κλήθηκε να   πει   «το   μεγάλο   ναι   ή   το   μεγάλο   όχι».   Η  πίστη   του   στον Χριστό    νίκησε   την   κοσμική   «σύνεση»   και    λογική.
Ο Άγιος δεν άντεξε, πέταξε στην γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος   μ’ αυτόν   τον   τρόπο   την   ιδιότητα   του   στρατιώτη – διώκτη των χριστιανών, και διέφυγε στο παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε, προτιμώντας   την   συντροφιά  των   θηρίων   της   φύσης   από την  συντροφιά   των   αποθηριωμένων    ειδωλολατρών.   Εκεί,  «εν ερημίαις   πλανώμενος και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης»  (Ἑβρ. 11, 38), έζησε επί αρκετό διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή.  Η ασκητική ζωή και η  ησυχία  εθέρμαναν   την   καρδιά   του ανάβοντας   τον   θείο   έρωτα   και   τον   πόθο   του   μαρτυρίου.
Έτσι,   σε   ηλικία   πενήντα   περίπου   ετών,   μετά   από   θεία αποκάλυψη   ότι  είχε  φτάσει   η   ώρα  του   μαρτυρίου,   κατέβηκε  στην πόλη,   σε   μέρα   ειδωλολατρικού   πανηγυριού   και   με  παρρησία,   εν μέσω   των   μαινομένων   ειδωλολατρών,   ομολόγησε   τον   Χριστό   ως τον   ένα   και   αληθινό   Θεό,   μυκτηρίζοντας   τα   κωφά   και   αναίσθητα  είδωλα.  Συνελήφθη   και  σύρθηκε   δερόμενος   μπροστά στον   Πύρρο, τον διοικητή της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με θάρρος, αποκάλυψε το όνομά του, την καταγωγή του, το στρατιωτικό του παρελθόν  και,   φυσικά,  διεκήρυξε  με   τόλμη   και   αταλάντευτη επιμονή   την   πίστη  του  στον   Χριστό.   Οδηγήθηκε   στην   φυλακή  και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού,   τον   παρουσίασαν   και  πάλι  ενώπιον   του   ηγεμόνος   ο οποίος   τον   κατηγόρησε   ότι   εξύβρισε   τους   θεούς   και   μάλιστα μπροστά   του   και   ότι λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο  Άγιος  αποδέχθηκε   τις   κατηγορίες   χωρίς   δισταγμό.
Ο  Πύρρος,  ευλαβούμενος  στην   αρχή  την   ηλικία   και   την   ευκοσμία του,  προσπάθησε με λόγια  και   υποσχέσεις   αλλά   και   με   απειλές στην συνέχεια, να τον αποσπάσει από την πίστη του Χριστού. Όταν οι  προσπάθειές   του προσέκρουσαν στην σταθερή άρνηση του Αγίου, διέταξε να  τον   υποβάλουν  σε   ανυπόφορα  βασανιστήρια.   Οι   δήμιοι τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε  άλλαξαν δυο και τρεις φορές οι μαστιγωτές  του.  Τον   κρέμασαν   και  τον   έγδερναν   μέχρι   που άρχισαν  να  φαίνονται   τα   εσωτερικά  όργανα    του   Αγίου.   Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο   ύφασμα   και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια.  Όλα   τα  υπέμενε   με γενναιότητα   και   καρτεροψυχία   ο   Μάρτυς   του Χριστού, εφαρμόζοντας  το    Ευαγγελικό    «και  μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε  ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι»   (Ματθαίος 10, 28).
Μάλιστα,   την   ώρα   του   μαρτυρίου,   κάποιοι   παλιοί   συστρατιώτες του   τον   προέτρεπαν   να   θυσιάσει   στα   είδωλα   λέγοντας   ότι   ο Θεός   του  θα   τον   δικαιολογήσει   βλέποντας   τα   βασανιστήρια   στα οποία τον υπέβαλλαν. Ο Άγιος αρνήθηκε αποφασιστικά και τους απάντησε  ότι   προσφέρει   θυσία   ακόμη   και   τον  εαυτό  του   στον Χριστό,   ο    οποίος   τον   ενδυναμώνει   για   να   υπομένει   τις   πληγές.
Ο    ηγεμόνας,   θαυμάζοντας την ευστοχία και  την   σοφία  των απαντήσεων   του   Μάρτυρα,   τον   ρώτησε   απορρημένος  πως    είναι δυνατόν   ένας    τραχύς   στρατιώτης   σαν   αυτόν   να   μπορεί  να απαντά    κατ’ αυτόν   τον   τρόπο.   Και    ο  Άγιος,   με   τη   φώτιση   του Θεού,   του  αποκρίθηκε ότι αυτή την ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο:   «όταν δε   προσφέρωσιν   υμάς   επί   τας   συναγωγάς   και   τας  αρχάς  και   τας εξουσίας,  μη   μεριμνάτε   πως   ή   τι   απολογήσησθε   ή    τι   είπητε.   Το γαρ   Άγιον  Πνεύμα   διδάξει   υμάς   εν  αυτή  τη ώρᾳ ά δει ειπείν»   (Λουκά   ιβ’ 11 – 12).
Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας   προς  τον   τόπο    της   εκτέλεσης   ο   Άγιος   πρόλαβε   να ζητήσει   από   κάποιους   κρυπτοχριστιανούς   να   μεταφέρουν το λείψανό   του   στην   Αίγυπτο.
Ο   αποκεφαλισμός   του   έγινε   την   11η   Νοεμβρίου   στις   αρχές   του 4ου  αι. μ.Χ.   και  έτσι  η   ψυχή    του   πέταξε   χαρούμενη    προς   τον Σωτήρα  Χριστό  τον   οποίο   τόσο  επόθησε   ο   Άγιος   και   για   τον οποίο   θυσιάσθηκε.   Οι   δήμιοι   άναψαν   φωτιά    για  να   κάψουν   το σώμα    του.
Ό,τι   κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν   στην   Αίγυπτο   και   το   έθαψαν   κοντά   στην  Μαρεώτιδα λίμνη,   νοτιοδυτικά    της   Αλεξάνδρειας.
Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε  τα  λείψανα  αρνούμενη  πεισματικά  να  προχωρήσει.  Έτσι   οι χριστιανοί   κατάλαβαν  ότι  ήταν   θέλημα    Θεού   να   ενταφιασθούν εκεί    τα   λείψανα   του   Αγίου.
Η   περιοχή   του   τάφου   πολύ  σύντομα   εξελίχθηκε   σε προσκυνηματικό  – λατρευτικό   κέντρο.
Ο  Μέγας   Κωνσταντίνος,   όταν   ήταν  Πατριάρχης   Αλεξανδρείας    ο Μέγας   Αθανάσιος,   ανήγειρε   ναό   πάνω  στον    τάφο   του   Αγίου.   Σε λίγα  χρόνια   δημιουργήθηκε  εκεί   εκτεταμένο   κτιριακό     συγκρότημα το  οποίο  περιελάμβανε   δύο  ναούς,  μοναστήρι,  ξενώνες  και   άλλες εγκαταστάσεις.

ΘΑΥΜΑΤΑ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΜΗΝΑ

Κάποιος  χριστιανός  από  την  Κωνσταντινούπολη,  οδεύοντας  για   το πανηγύρι  του  Αγίου  Μηνά  και  έχοντας   μαζί   του   αρκετά   χρήματα, κατέλυσε  σε ένα ξενοδοχείο.  Ο  ξενοδόχος  είδε   τα  ξένα  χρήματα  και, κυριευμένος  από   απληστία,   σκότωσε   τον   προσκυνητή,   τον   διεμέλισε  και  έβαλε  τα  κομμάτια  του σε μία   σπυρίδα (ζεμπίλι).  Ενώ σκεφτόταν που να θάψει τα μέλη του θύματός του για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα, καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης,  ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα που βρίσκεται   ο προσκυνητής.   Ο   ξενοδόχος   τον   διαβεβαιώνει   ότι   δεν  γνωρίζει τίποτε  αλλά  ο   Άγιος   ξεπεζεύει,   εισέρχεται   στα   ενδότερα   του ξενώνα,  βρίσκει   την   σπυρίδα,   την   φέρνει   μπροστά   του   και   τον ρωτάει   με   φοβερό   και   άγριο   βλέμμα  να   του  πει  ποιος   είναι   ο νεκρός.
Τότε  ο  φονιάς   έφριξε,  πέφτοντας  άφωνος   και   τρέμων  στα   πόδια του άγνωστου ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη του θύματος, προσευχήθηκε   και   ανέστησε   το   νεκρό   προσκυνητή    παραγγέλνοντάς   του   να   δοξάζει   τον  Θεό.   Ο    αναστημένος,   σαν   να   είχε   εγερθεί   από   τον   ύπνο,   κατάλαβε   όσα   έπαθε,  εδόξασε  τον Θεό   και   προσκύνησε   τον   Άγιο.
Μόλις   ο   φονιάς   συνήλθε  από  τον  τρόμο   του  και  σηκώθηκε,  του πήρε   ο   Άγιος   τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή    λέγοντάς   του   να   συνεχίσει   τον   δρόμο    του.
Έπειτα,   για   να   ολοκληρώσει   την   ευεργεσία   του   Θεού,   στράφηκε προς   τον   ξενοδόχο,   τον  έδειρε   όπως   του   άξιζε,   τον   ενουθέτησε, του  έδωσε   συγχώρηση   για   το   έγκλημά   του   προσευχόμενος  γι’ αυτόν,   καβάλησε   το   άλογό  του  και  έγινε  άφαντος. Τότε   μόνο κατάλαβε  ο ξενοδόχος  ότι  ο  στρατιώτης  αυτός   ήταν  ο   Άγιος   Μηνάς, γεγονός   που   θυμίζει   την  εμπειρία   των  δυο   Αποστόλων   κατά   την πορεία   τους   προς  Εμμαούς, με την συντροφιά  του  αναστημένου Χριστού.   (Λουκά   κδ’ 31).

Κάποιος   πλούσιος   χριστιανός  έταξε  στον   Άγιο   Μηνά   να   προσφέρει   έναν   ασημένιο   δίσκο   στο   ναό   του.   Παρήγγειλε   λοιπόν στον   αργυροχόο   δύο   δίσκους   και   του   ζήτησε   στον   μεν   ένα   να γράψει   το   όνομα   του   Αγίου   στον   δε  άλλον  το   όνομα   το   δικό   του. Επειδή όμως ο δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο έγινε λαμπρότερος  και  ωραιότερος,   ο    χριστιανός,   από απληστία κινούμενος,  δίχως  να   ντραπεί   τον   κράτησε   για   τον   εαυτό  του.
Ταξιδεύοντας   λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο χρησιμοποιώντας   ασυλλόγιστα   και   χωρίς  ευλάβεια  τον  δίσκο   του Αγίου. Μετά το δείπνο ο υπηρέτης του  ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε  να   πλύνει   τον   δίσκο   στη   θάλασσα   με   αποτέλεσμα να   του  πέσει  στο  νερό  και   να   βυθισθεί.  Τότε   ο   νεαρός   υπηρέτης φοβήθηκε   πολύ,  σάστισε   και,  προσπαθώντας  να πιάσει   τον   δίσκο, έπεσε   και   αυτός   στη   θάλασσα.
Όταν   ο   κύριός   του   αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα επίχειρα της απληστίας του και τυπτόμενος από την συνείδησή   του, παρακαλούσε τον  Θεό  να  βρεί  έστω   το  λείψανο   του μικρού   υπηρέτη   του,  τάζοντας   να   δώσει   στο  ναό    του   Αγίου   Μηνά  και   τον  δεύτερο   δίσκο,   και   τα   χρήματα   που   άξιζε   ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος. Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία  στην   ακρογιαλιά   μήπως   και   εκβρασθεί  το  πτώμα  του υπηρέτη.  Και  ενώ παρατηρούσε την θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει   ζωντανός από το νερό κρατώντας στα χέρια του και τον ασημένιο   δίσκο   του   Αγίου!
Ο  πλούσιος  έφριξε  από  το   θαύμα   και   έβγαλε  φωνή   μεγάλη   την οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και, βλέποντας  το  συμβάν,   ρωτούσαν   τον  υπηρέτη  που   τους  διηγήθηκε τα   εξής:  «Μόλις  έπεσα  στη   θάλασσα,   παρουσιάσθηκαν   μπροστά μου  τρεις   άνθρωποι.   Ο   μεγαλύτερος  από αυτούς φορούσε στρατιωτική  στολή,  ο  άλλος  ήταν  νεαρός   και   ο  τρίτος   ήταν Διάκονος. Αυτοί  οι τρεις με πήραν μαζί τους από τον βυθό  και   περπατώντας   χθες   και   σήμερα,   με   έφεραν   μέχρι   εδώ».
Ο   κύριος   του   παιδιού   και   οι   επιβάτες   του   πλοίου   ακούγοντας   το εξαίσιο  θαύμα,   εδόξαζαν   τον   Θεό   και   εθαύμαζαν   για   τους τρόπους που χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι   «εις  επίγνωσιν αληθείας  ελθείν»   (Β’  Τιμοθ. γ’ 7).
Οι   τρεις   που  έσωσαν τον υπηρέτη  ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος Βίκτωρ (ο νεαρός) και  ο  Άγιος Βικέντιος (ο Διάκονος).
Οι  δυο   τελευταίοι   Άγιοι  μαρτύρησαν  την   ίδια   ημέρα   με   τον   Άγιο Μηνά.   Τον   2ο   αιώνα μ.Χ.   ο   Άγιος   Βίκτωρ  γδάρθηκε   ζωντανός   από τους   ειδωλολάτρες   και  τον 3ο αιώνα   μ.Χ.  ο   Άγιος   Βικέντιος   πέθανε έπειτα   από σταύρωση  και  εξάρθρωση  των μελών  στην   οποία   τον υπέβαλαν  οι   βασανιστές  του.   Τιμώνται   μαζί  με   τον   Άγιο   Μηνά την   11η  Νοεμβρίου.

Ακόμη   ένα   θαύμα  του   Αγίου   Μηνά   έλαβε  χώρα  το  1826   στο Ηράκλειο  της  Κρήτης,  πόλη   στην   οποία   ιδιαιτέρως    τιμάται   ο   Άγιος.  Το   1821,  μετά     την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης   εναντίον   των   Τούρκων,   οι   κατακτητές   προχώρησαν σε   σφαγές   χιλιάδων   αμάχων  σε   πολλές   περιοχές.   Από   τους πρώτους  που   πλήρωσαν  με  το   αίμά   τους   την   επανάσταση   ήταν και  οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χερσοννήσου, Λάμπης,  Σητείας  κ.ά.  οι  οποίοι  εσφάγησαν,  την   24η   Ιουνίου  1821, στον  περίβολο  του  Μητροπολιτικού   Ναού  του  Ηρακλείου.   Μάλιστα   ο   ιερουργών  ιερέας   εσφάγη   πάνω   στην   Αγία   Τράπεζα!
Πέντε   χρόνια   αργότερα,   το   1826,   οι  Τούρκοι  του  Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό    Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα,  την  ώρα  της   Αναστάσιμης   Θείας    Λειτουργίας για να πιάσουν    τους  Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για   αντιπερισπασμό έβαλαν  φωτιά σε διάφορα  απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα  στίφη  είχαν   συγκεντρωθεί   έξω   από   το   ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του  Ευαγγελίου για να εισβάλουν  και   να   αρχίσουν   την   σφαγή.
Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος  ιππέας   που   έτρεχε  γύρω   από   το   ναό   κραδαίνοντας   το   ξίφος   του  και  κυνηγώντας  τους επίδοξους   σφαγείς   οι   οποίοι τράπηκαν   πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί   του   Ηρακλείου   από   τον   φοβερό  κίνδυνο.
Οι  Τούρκοι  νόμισαν  ότι  ο   καβαλάρης   ήταν   μουσουλμάνος   πρόκριτος  απεσταλμένος  από   τον   Διοικητή  της  πόλης για   να ματαιώσει   την  σφαγή.  Όταν   διαμαρτυρήθηκαν   στον   Διοικητή,   αυτός   τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε    ότι   ο   συγκεκριμένος   πρόκριτος   δεν   είχε   βγεί καθόλου   από   το   σπίτι   του. 
Κατάλαβαν  τότε  οι  Τούρκοι   ότι   επρόκειτο   για   θαύμα   του   Αγίου Μηνά,  κοινοποίησαν  το γεγονός  στους  Έλληνες  και   από  τότε  οι Μουσουλμάνοι  ηυλαβούντο  πολύ  τον   Άγιο,  προσφέροντας  μάλιστα και  δώρα   στο   ναό   του.   Το    θαύμα  αυτό  του   Αγίου   Μηνά καθιερώθηκε  να  τιμάται  στο  Ηράκλειο   την   Τρίτη   της   Διακαινησίμου,  οπότε  και   εκτίθεται   σε  προσκύνηση,  κατά  τον εσπερινό,   λείψανο   του  Αγίου.

«Μεταξύ  των  αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας  είναι  και  ο Οσιώτατος  πατήρ  Γεώργιος,  ο   Χατζή – Γεώργης,  ο   οποίος   είναι   ένας σύγχρονος Άγιος  της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε, και μεγάλος  Άγιος,  ανάλογα  με   την   εποχή   μας»,   γράφει   ο   Γέρων Παίσιος   ο   Αγιορείτης.
Ο Γέρων Χατζή – Γεώργης (1809 – 1886), «ο μέγας και περιβόητος ασκητής»,  ασκήτευσε  στο   Άγιον   Όρος  επί  μακρό   χρονικό    διάστημα. Επί   αρκετά  χρόνια  έμενε  στην  Κερασιά,  στο  μεγάλο   Κελί  του   Αγίου Δημητρίου   και   Αγίου  Μηνά,   ως  υποτακτικός   του   Πάπα – Νεόφυτου στην  αρχή   και  ως Γέρων της Συνοδείας από το 1848 και  έπειτα. «Κάποτε,   ενώ ο  Γέροντας  ησχολείτο  με  το   εργόχειρο,   κατά   λάθος κατάπιε  μεγάλη   βελόνα   και   προσευχήθηκε  προς  τον   μεγαλομάρτυρα    Μηνά.
Στάθηκε  τότε  ο   Άγιος   ενώπιόν   του,   έβαλε   το  χέρι   στον  λαιμό   του και   έβγαλε  την   βελόνα».

Το  1942,   κατά   τον   Β’  Παγκόσμιο  Πόλεμο,  οι   υπό  τον   Ρόμμελ δυνάμεις  του  Άξονα   στην  Αφρική   είχαν   καταφέρει   να   προελάσουν τόσο  ώστε  να  είναι   ορατός  ο  κίνδυνος   να  φθάσουν   στην   Διώρυγα του  Σουέζ.  Στην  περιοχή  του  Ελ Αλαμέϊν  (αραβική  παραφθορά  του ονόματος  του  Αγίου  Μηνά),  όπου  βρίσκονταν  τα   ερείπια  ναού   του Αγίου Μηνά,  και ίσως και  ο τάφος του, οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν  για  την  αποφασιστική  σύγκρουση   η   οποία  θα έκρινε  το   άν  οι   σύμμαχοι  θα κατάφερναν  να  παραμείνουν   στην Αφρική.
Μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν και ελληνική στρατιωτική   δύναμη,   η   οποία   πήρε  μέρος  στὴ   μάχη.  Ένα   από   τα βράδια   εκείνα,  πολλοί   στρατιώτες    είδαν   τον   Άγιο   Μηνά  να βγαίνει από τα ερείπια του ναού του οδηγώντας  ένα καραβάνι με καμήλες,  όπως  απεικονίζεται   σε   μία   από   τις   παλαιές   αγιογραφίες του   ναού  του,   και  να   μπαίνει   μέσα  στο   στρατόπεδο   των  εχθρικών δυνάμεων.
Η   εμφάνιση   αυτή   κατατρόμαξε τους Γερμανούς και υπονόμευσε καίρια  το  ηθικό  τους,  πράγμα   που  συνέβαλε   καθοριστικά   στη    νίκη των    συμμαχικών    δυνάμεων.        
Σε  ανταπόδοση  της  ευεργεσίας   αυτής  του  Αγίου   παραχωρήθηκε  στο Πατριαρχείο  Αλεξανδρείας  ο  τόπος  εκείνος   και   ξανακτίσθηκε  ο   ναός   καθώς    και    μοναστήρι   του    Αγίου   Μηνά.


Απολυτίκιον.  Ήχος   πλ. α’.  Τον   συνάναρχον   Λόγον.
Τους μεγίστους αγώνας του μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως   ανύσας  Μεγαλομάρτυς   Μηνά, ουρανίων δωρεών λαμπρώς   ηξίωσαι, και θαυμάτων   αυτουργός,  εκ   Θεού  αναδειχθείς,  προστάτης   ημίν   εδόθης, και   βοηθός   εν   ανάγκαις,   και   αντιλήπτωρ   εναργέστατος.

Έτερον Απολυτίκιον των συν αυτώ Μαρτύρων. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, των Αθλητών του Χριστού, συμφώνως τιμήσωμεν,  ως  καθαιρέτας  εχθρού,  Μηνάν  τον  αοίδιμον,  Βίκτωρα    τον   γενναίον,  και  Βικέντιον   άμα,   τούτοις  συνευφημούντες, Στεφανίδα    την   θείαν.   Αυτών   Χριστώ  ικεσίαις,   πάντας   ελέησον.


Κοντάκιον.   Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.
Της   στρατείας  ήρπασε   της  επικήρου, και αφθάρτου έδειξε, σε Αθλοφόρε  κοινωνόν, Μηνά Χριστός ο Θεός ημών, ο των Μαρτύρων ακήρατος    στέφανος.

Έτερον    Κοντάκιον   των   συν  αυτώ   Μαρτύρων.
Ήχος   πλ. δ’.   Ως   απαρχάς   της   φύσεως.           
Ως   ευσεβείας  Μάρτυρας,   και   Αθλητάς  θεόφρονας, η  Εκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοίς εν άσμασι, Μηνάν τε Βίκτωρα και   Βικέντιον χαίρουσα, και Στεφανίδα την γενναιόφρονα, και Χριστόν μεγαλύνει,   τον   τούτους    δοξάσαντα.


Μεγαλυνάριον.
Φύλαξ   και   θερμότατος   αρωγός,   πέλων   Αθλοφόρε,   των   καλούντων σε εν παντί, πλήρου τας αιτήσεις, Μηνά   θαυματοβρύτα, των πόθω  εκζητούντων,   την   σην  αντίληψιν.

Έτερον   Μεγαλυνάριον   των   συν   αυτώ   Μαρτύρων.
Ύμνοις   φιλομάρτυρες   ιεροίς,  Μηνάν   τον  γενναίον,  και   τον   Βίκτωρα τον   στερρόν, συν  τω  Βικεντίω,  και   Στεφανίδι   άμα,  τους   αριστείς   του   Λόγου,  εγκωμιάσωμεν.

Saint Minas the Great Martyr "in Kotiaio"


Saint Minas was born in Egypt in the middle of the 3rd century AD. from pagan parents. However, the idolatrous environment in which he grew up failed to harden his heart which, when the time came, crouched by listening to the voice of "the moving heart and the kidneys" (Lk. 7:10) and thus the still teenager, Minas , became a Christian.
Growing up, he chose to pursue a career in the Roman army, under the Rural Regiment, under the command of Argiriskos. The headquarters of his unit were in Kotiaion (present-day Kyoutachia), Asia Minor. There Minas was distinguished both for his wisdom and for his bravery, and for this he was highly regarded in the military.
Unfortunately, three centuries after the advent of Christ, and the old world still did not want to receive the redemptive message of the Resurrection, remaining self-reliant, selfish and self-destructively clinging to wear and darkness. The emperors of Rome again began "to kicking centers" (Acts 26:14). Diocletian and Maximian ordered persecution against the reasonable sheep of Christ, persecuted from 303 to 311 AD. Thus, Roman soldiers were ordered to arrest and tyrannize Christians in an attempt to make them discredit. This was also the first critical moment when Minas was called to say "big yes or big no". His faith in Christ overcame secular wisdom and reason.
The saint did not stand up, threw his military belt into the ground, thereby expelling himself as a soldier-persecutor of the Christians, and escaped to the adjacent mountain. There he practiced, preferring the companionship of the beasts of nature over the companionship of the sedentary idolaters. There, "in the wilderness and in the wilderness and in the caves, and in the caves of the earth" (Heb. 11:38), he lived for a long time with fasting, watchfulness, and prayer. Ascetic life and silence warmed his heart by illuminating divine love and the desire of the martyr.
Thus, at about fifty years of age, after divine revelation that the time had come for the martyr, he went down to the city, on a pagan feast day, and boldly, in the midst of the pagan pagans, confessed Christ as the one and true God, confessing them deaf and unconscious idols. He was arrested and dragged in front of Pyrrhus, the governor of the city. There, speaking courageously, he revealed his name, his origin, his military past, and, of course, proclaimed with boldness and unshakable tenacity his faith in Christ. He was taken to prison and in the morning of the following day, after the end of the pagan feast, he was again brought before the ruler who accused him of humiliating the gods in front of him and of having deserted the army. The saint accepted the accusations without hesitation.
Pyrrhus, at first aware of his age and good fortune, sought with words and promises but also with threats then to distract him from the faith of Christ. When his efforts ran counter to the constant refusal of the Saint, he ordered that he be subjected to intolerable torture. The executioners whipped him so much that his whips were changed two or three times. They hanged him and held him until the inner organs of the Saint began to appear. Then, as if these were not enough, they rubbed his bruised body with a tricolor cloth and at the end dragged him naked and crumpled on metal thorns. The Martyr of Christ bravely and wholeheartedly obeyed them, applying the Gospel, "and be not afraid of the body that is fallen, but the spirit of the weak is taken away" (Matthew 10:28).
Indeed, at the time of the martyrdom, some of his old soldiers urged him to sacrifice in idols, saying that his God would justify him by seeing the torture they were subjected to. The Saint resolutely refused and replied that he even sacrificed himself to Christ, who empowered him to endure the wounds.
Admiring the relevance and wisdom of the Witness's answers, the ruler asked him with a question that it was possible for a rough soldier like him to be able to respond in this way. And the Saint, with the enlightenment of God, responded to him that this ability is bestowed upon his witnesses by Christ, as promised in the Gospel: "When ye offer not unto our synagogues, and to the beginning, and unto authority, take no care how or what apologize or what you said. The Holy Ghost has taught you in this hour of seeing ”(Luke 12: 12).
Then, desperate for the tyrant, he was ordered to behead him. Walking to the place of execution, the Saint proceeded to ask some of the crypt Christians to relocate his remains to Egypt.
It was beheaded on November 11th at the beginning of the 4th century. A.D. and thus his soul was thrown joyfully to the Savior Christ whom the Saint so much followed and for whom he was sacrificed. The executioners lit a fire to burn his body.
Whatever the Christians managed to get out of the fire, they transported it to Egypt and buried it near Lake Mariotides, southwest of Alexandria.
At that point the camel carrying the relics stubbornly refused to proceed. So the Christians understood that it was God's will to have the relics of the Saint buried there.
The tomb site soon developed into a pilgrimage-worship center.
Constantine the Great, when Athanasius the Great was Patriarch of Alexandria, built a temple on the tomb of the Saint. In a few years an extensive building complex was created there, which included two temples, a monastery, hostels and other facilities.
WONDERS OF SAINT MONTH

A Christian from Constantinople, traveling to the feast of St. Minas and having enough money with him, ended up in a hotel. The hotelier saw the foreign money and, overwhelmed by greed, killed the pilgrim, dismembered him, and put his pieces into a zebra. As he thought about burying his victim's members in order not to reveal the crime, a cavalier soldier, Agios Minas, arrives at the hotel and asks him where the pilgrim is. The hotelier assures him that he knows nothing but the saint goes in, enters his inn, finds the pimple, brings it in front of him and asks him with a frightened and wild look to tell him who is dead.
Then the slayer shouted, falling speechless and running to the feet of the unknown rider. The Saint assembled the members of the victim, prayed and raised the dead pilgrim, ordering him to glorify God. The resurrected, as if awakened from sleep, understood what was wrong, glorified God, and worshiped the Holy One.
As soon as the slayer recovered from his terror and got up, the Saint took the stolen money and returned it to the pilgrim telling him to continue his journey.
Then, to accomplish God's goodness, he turned to the hotelier, showed him what he deserved, nodded to him, apologized for his crime by praying for him, mounted his horse and became invisible. Only then did the hotelier realize that this soldier was Saint Minas, reminiscent of the experience of the two Apostles on their journey to Emmaus, in the company of the resurrected Christ. (Luke 31).

A wealthy Christian asked Saint Minas to offer a silver disc in his temple. So he ordered two records to the silversmith and asked one man to write the name of the saint, and the other to name his own. But because the disc intended for the Saint became brighter and more beautiful, the Christian, moving greedily, without shame kept him for himself.
Traveling by sea, he danced aboard the Saint's tray without recklessness. After dinner, the servant of the faithless Christian tried to wash the tray into the sea, causing it to fall into the water and sink. Then the young servant was very scared, stunned and, trying to catch the record, he too fell into the sea.
When his master realized the incident, he felt that he was paying the price of his greed and printed out of his conscience, begging God to at least find the remains of his little servant, giving him the temple of St. Minas and the second disc, the money that the lost tray at sea was worth. After going out on land, he waited anxiously for the shore for the servant's body to explode. And as he watched the sea, he saw the little one come out of the water alive, holding in his hands the silver disc of the saint!
The rich man shouted from the miracle and made a loud voice, hearing the passengers of the ship all coming out and, upon seeing the incident, they asked the attendant who told them: "As soon as I fell into the sea, three people appeared in front of me. The largest of them wore military uniform, the other was young and the third was Deacon. These three took me with them from the seabed and walking yesterday and today, they brought me here. "
The master of the child and the passengers of the ship, listening to the exquisite miracle, glorified God and wondered about the ways He used to make people "in the knowledge of a true future" (2 Timothy 3: 7).
The three who saved the servant were Saint Minas (the military), Saint Victor (the young man) and Saint Vicente (the Deacon).
The last two Saints witnessed the same day as Saint Minas. In the 2nd century AD Saint Victor was scratched alive by pagans and in the 3rd century AD. Saint Vincent died after the crucifixion and dislocation of the members submitted to him by his torturers. They are honored with Saint Minas on November 11th.

Another miracle of Agios Minas took place in 1826 in Heraklion, Crete, a city in which Saint is highly respected. In 1821, following the outbreak of the Great Greek Revolution against the Turks, the conquerors slaughtered thousands of civilians in many areas. The first to pay for the revolution was the inhabitants of Crete. Among the thousands of victims were the Metropolitan of Crete, the Bishops of Chania, Knossos, Hersonissos, Lampis, Sitia and more. who were slaughtered on June 24, 1821, in the enclosure of the Metropolitan Church of Heraklion. In fact, the priest sergeant was slaughtered on the Holy Bank!
Five years later, in 1826, the Turks of Heraklion planned to slaughter Christians, again at the Cathedral of Saint Minas, on April 18, Easter, at the time of the Resurrection Divine Liturgy to catch the unprepared Christians. They were set on fire in various remote areas of the city, with armed puppets gathered outside the temple, waiting for the Gospel reading to invade and begin the massacre.
But as soon as the reading began, a white-haired elderly knight appeared running around the temple shaking his sword and chasing the prospective slaughterers who fled in panic. This saved the desperate Christians of Heraklion from the terrible danger.
The Turks thought the rider was a Muslim Qur'anic envoy sent by the governor of the city to cancel the massacre. When they complained to the Commander, he assured them that he knew nothing and even found that the particular Qualifier had not left his home at all.
The Turks then realized that this was a miracle of Saint Minas, communicated the fact to the Greeks, and since then the Muslims have been greatly honored by the Saint, even offering gifts to his temple. This miracle of Saint Minas was instituted to be honored in Heraklion on the Day of the Transcendent, when he was exposed to a sacred relic in the evening.

"Among the unjust fathers of our Church is Hierarch Father George, Hatzis - George, who is a contemporary Saint of our time, but we can also say a great Saint, depending on our time," writes Geron. Paisios the Mount Athos.
Elder Chatzis - George (1809 - 1886), "the great and renowned ascetic", has been practicing on Mount Athos for a long time. For several years he lived in Kerasia, in the great cell of Agios Dimitrios and Agios Minas, as a subordinate to the Pope-Neophytos at first and as Elder of the Escort from 1848 onwards. “Once, while the Elder was touching the workpiece, he accidentally swallowed a large needle and prayed to the great martyr Minas.
The Saint then stood before him, put his hand on his neck and pulled out the needle. "

In 1942, during World War II, Rommel's Axis forces in Africa had managed to advance so that the danger of reaching the Suez Canal was visible. In the area of ​​El Alamein (the Arabian corruption of the name of St. Minas), where the ruins of the temple of St. Minas were located, and perhaps his tomb, the opposing forces were preparing for the decisive conflict that the Allies would decide if they succeeded stay in Africa.
Among the allied troops was a Greek military force, which took part in the battle. One of those nights, many soldiers saw Saint Minas come out of the ruins of his temple riding a camel caravan, as depicted in one of his temple's old paintings, and enter the camp of hostile forces.
This appearance frightened the Germans and severely undermined their morale, which contributed decisively to the victory of the Allied forces.
In return for this benevolence of the Saint the Patriarchate of Alexandria was given that place and the church and monastery of St. Minas were rebuilt.


Absolutely. Sound a'. Co-captain Logon.
Of the greatest struggle of your martyrdom, the heart-wrenching great martyr Minas, of heavenly gifts you glorify, and of miraculous works, God-appointed, protector, half helper, and helper in need, and perceptive zealot.

Other Apocalypse of these plus Witnesses. Sound d. Fast forward.
The three-fold constitution of the Athletes of Christ, according to our honor, as an enemy of clemency, Do not be impatient, Victor the brave, and Vicente as these, concomitant, Wreath her uncle. These Jesus Christ, always have mercy.


It's close. Sound d. Impressive today.
The army grabbed the epicenter, and inexorably showed, in Sultanate Societies, our Lord Jesus Christ, the infinite crown of the Witnesses.

Another Kontakion of these plus Witnesses.
Sound d. As the beginning of nature.
As a Worshipful Witness, and Athlete Theophany, the Church glorifies, martyrs in silence, Menan de Victoria and Vicente I rejoice, and Stephanie the brave, and Christ magnifies them.


Magnificent.
Guardian and very helpful helper, Athletes' pellets, of the callers in all directions, full applications, Minus miracle rattlesnakes, of the craving seekers, the perception.

Other Majesty of these plus Witnesses.
Hymn-martyred priests, Minnan the brave, and Victor the tyrant, along with Vicente, and Stephanie Ama, the lords of the Word, praise.




Δεν υπάρχουν σχόλια: