Ο
Μέγας Βασίλειος και ο Ιερός Χρυσόστομος, θεώρησαν χρέος τους να ασχοληθούν
στο δίκαιο εγκώμιο
του ιερού αυτού αθλητή
της πίστης.
Παρά
τα βαθιά γεράματά του, όταν τον έφεραν μπροστά στον έπαρχο Αντιοχείας, τον αντιμετώπισε με θαυμαστή
ευψυχία. Έτσι τον μαστίγωσαν
με νεύρα βοδιού και του
ξερίζωσαν τα νύχια. Επειδή
όμως δεν υποχωρούσε άναψαν κάρβουνα
και ετοιμάστηκαν να βάλουν τα χέρια του επάνω σ’ αυτά.
Αλλά εκείνος
τους πρόλαβε. Βάδισε μόνος του
και
έβαλε το δεξί του χέρι
στην φωτιά. Και ενώ καίγονταν οι σάρκες και τα κόκαλά του, ο
γέροντας Βαρλαάμ, υμνούσε και ευλογούσε τον Κύριο.
Μετά από λίγο παρέδιδε και την τελευταία του πνοή, αλλά κράτησε και αμετακίνητη την πίστη του (304 μ.Χ.).
Μετά από λίγο παρέδιδε και την τελευταία του πνοή, αλλά κράτησε και αμετακίνητη την πίστη του (304 μ.Χ.).
Απολυτίκιο.
Ήχος δ’. Ο
υψωθείς
εν τω Σταυρώ.
Νεανικήν ενδεδυμένος ανδρείαν, μαρτυρικήν εν πολιά καρτερίαν, συ ενεδείξω ένδοξε δοξάσας τον Χριστόν· τούτω δε προσήγαγες, δεξιά κεκαυμένη, ως θυσίαν άμωμον, την αγίαν ψυχήν σου. Μεγαλομάρτυς πρέσβευε αεί, πάσι δοθήναι, Βαρλαάμ συγχώρησιν.
Νεανικήν ενδεδυμένος ανδρείαν, μαρτυρικήν εν πολιά καρτερίαν, συ ενεδείξω ένδοξε δοξάσας τον Χριστόν· τούτω δε προσήγαγες, δεξιά κεκαυμένη, ως θυσίαν άμωμον, την αγίαν ψυχήν σου. Μεγαλομάρτυς πρέσβευε αεί, πάσι δοθήναι, Βαρλαάμ συγχώρησιν.
Κοντάκιον.
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Γηραιώ εν σώματι, τον παλαιόν εν κακία, κρατεροίς παλαίσμασι, καταβαλών Αθλοφόρε, ήνεγκας, καθάπερ άσαρκος τας στρεβλώσεις, έφερες, την της χειρός σου καύσιν ανδρείως· δια τούτό σε ο Λόγος, στεφάνω δόξης, Βαρλαάμ έστεψε.
Γηραιώ εν σώματι, τον παλαιόν εν κακία, κρατεροίς παλαίσμασι, καταβαλών Αθλοφόρε, ήνεγκας, καθάπερ άσαρκος τας στρεβλώσεις, έφερες, την της χειρός σου καύσιν ανδρείως· δια τούτό σε ο Λόγος, στεφάνω δόξης, Βαρλαάμ έστεψε.
Μεγαλυνάριον.
Δρόσον ουρανίου αναψυχής, γραφικώς σταλάζει, Εκκλησία τη ευαγεί, Βαρλαάμ θεόφρον, η κεκαυμένη χείρ σου, Κυρίω αιρομένη, υπέρ των δούλων σου.
Δρόσον ουρανίου αναψυχής, γραφικώς σταλάζει, Εκκλησία τη ευαγεί, Βαρλαάμ θεόφρον, η κεκαυμένη χείρ σου, Κυρίω αιρομένη, υπέρ των δούλων σου.
Saint Barlaam
The Great Basil and the
Chrysostom, considered it their duty to deal with the just praise of this holy
athlete of faith.
Despite his deep years,
when he was brought before the governor of Antioch, he was treated with
admiration. So they whipped him with oxen and rubbed his nails. But because he
did not retire, they lighted coals and prepared to put his hands on them. But he
did catch them. He walked by himself and put his right hand on the fire. And as
his flesh and bones burned, Elder Barlaam was singing and blessing the Lord.
After a while he gave up
his last breath, but kept his faith unmoved (304 AD).
Introit. Sound d. The
Highest in the Cross.
Youthful men of valor,
martyred in many ways, I glorify Christ by this; A great martyr was ever to be
given, Barlaam forgiveness.
It's close. Sound c. Virgo
today.
I grow old in body, the
old in the bad, the older of the old, the paid Athletes, the powerless, the
distressed flimsy, you brought, your hand-fueled bravery;
Magnificent.
Heavenly recreational
dragon, graphic dripping, Church adores it, Barlaam theophron, your burning
hand, Lord thrilled, in favor of your slaves.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου