16/10/18


Ματθ. 27,  33-54
33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
35 Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον,
36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.
37 Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦγεγραμμένην· οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
38 Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.
39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν
40 καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦσταυροῦ.
41 Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·
42 ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·
43 Πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.
44 Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.

Θάνατος τοῦ Χριστοῦ

45 Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.
46 Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃλέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατίμε ἐγκατέλιπες;
47 Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖοὗτος.
48 Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.
49 Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν.
50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.
51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,
52 καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη,
53 καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦεἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.
  
ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗΝ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

 33 Και  όταν  ήλθαν  εις  ένα  τόπον,  που  ωνομάζετο  Γολγοθά,  το  οποίον  σημαίνει τόπος  Κρανίου,
34 του  έδωκαν  να   πιή  κρασί  ανακατεμένο  με  χολήν,  αλλ’ όταν  το  εγεύθηκε  δεν ήθελε  να  πιή.
35 Αφού  τον  εσταύρωσαν,  εμοίρασαν  με κλήρον  τα ενδύματά  του  και  εκάθησαν  και τον  εφύλατταν  εκεί.
36  Επάνω  δε  από  το  κεφάλι  του  έβαλαν  γραπτήν  την  κατηγορίαν  του  θανάτου:
37 Αυτός  είναι  ο  Ιησούς, ο  βασιλεύς  των  Ιουδαίων.
38 Τότε  σταυρώνονται  μαζί  με  αυτόν  δύο  λησταί,  ο  ένας  από   τα   δεξιά    και  ο άλλος  από  τα  αριστερά
39 Όσοι  δε  εβάδιζαν  πλησίον,  τον  εβλασφημούσαν  και  εκινούσαν  τα  κεφάλια  τους
40 και  έλεγαν, «Συ  που  θα εγκρέμιζες τον  ναόν  και  σε τρεις  ημέρες  θα  τον ανοικοδομούσες, σώσε τον εαυτόν σου. Εάν είσαι Υιός του  Θεού, κατέβα από τον σταυρόν».
41 Επίσης  και  οι  αρχιερείς,  μαζί  με  τους  γραμματείς  και  τους  πρεσβυτέρους,
42 έλεγαν,  «Άλλους  έσωσε,  τον  εαυτόν  του  δεν  μπορεί  να  τον  σώσει.  Εάν  είναι βασιλεύς   του  Ισραήλ,  άς   κατεβεί  τῶρα  από  τον   σταυρόν  και  θα  πιστέψωμε  σ’ αυτόν.
43  Έχει  πεποίθησιν  εις  τον   Θεόν,   άς  τον  σώσει   τώρα,  εάν  το  θέλει·  διότι  είπε, «Είμαι   Υιός  του  Θεού».
44 Το   ίδιο   και  οι  λησταί,  που  είχαν  σταυρωθεί   μαζί   του,  τον  ειρωνεύοντο.

Θάνατος  του  Χριστού

45 Από   την   έκτην  ώραν  έγινε  σκοτάδι  εις   όλην   την   γην   μέχρι  της  ενάτης  ώρας.
46 Κατά την ενάτην δε περίπου ώραν  εφώναξεν  ο  Ιησούς  με   δυνατή   φωνή,  και  είπε, «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;», το οποίον σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, διατί με εγκατέλειπες;
47 Μερικοί  από   εκείνους  που  ήσαν εκεί, όταν το  άκουσαν,  εἶπαν,  «Τον  Ηλίαν φωνάζει».
48 Και  αμέσως  ένας  από  αυτούς  έτρεξε,  επήρε  ένα  σφουγγάρι,  το  εγέμισε  με  ξύδι και  το  έβαλε  σε  ένα  καλάμι  και  τον  επότιζε.
49 Οι  άλλοι  έλεγαν,  «Άφησε,  να   ιδούμε  εάν  θα  έλθη  ο  Ηλίας  να   τον    σώσει».
50 Αλλ’  ο  Ιησούς, αφού  εφώναξε  ακόμη  μία  φορά  με  δυνατή  φωνή,  άφησε  τὸ πνεύμα  του.
51 Και  αμέσως  το  καταπέτασμα  του   ναού  εσχίσθηκε  σε  δύο  κομμάτια  από  επάνω έως   κάτω,  και   η  γη  εσείσθηκε  και  οι  βράχοι  εσχίσθησαν,
52  και  τα  μνήματα  ανοιξαν και   πολλά   σώματα   των πεθαμένων  αγίων αναστήθηκαν.
53 Και  όταν  εβγήκαν  από  τα  μνήματα  μετά  την  ανάστασίν   του,  ήλθαν  εις  την αγίαν   πόλιν  και  παρουσιάσθησαν  σε   πολλούς.
54 Όταν  δε   ο  εκατόνταρχος  και   εκείνοι  που   εφύλατταν  μαζί  του   τον   Ιησούν, είδαν  τον  σεισμόν  και  όσα   συνέβησαν,  εφοβήθηκαν  πολύ  και  έλεγαν,  «Αλήθεια, αυτός   ήτο  Υιός   του   Θεού».


Κλσ.  1,1-3, 6-11  ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
Χαιρετισμός

1 Παύλος,  απόστολος  Ιησού  Χριστού    δια   θελήματος   Θεού, και   Τιμόθεος  ο   αδελφός,
2  τοις  εν  Κολοσσαίς  αγίοις  και  πιστοίς  αδελφοίς  εν  Χριστώ·  χάρις   υμίν  και   ειρήνη  από  Θεού  πατρός   ημών  και   Κυρίου   Ιησού  Χριστού.

Ευχαριστία  και  προσευχή

3 Ευχαριστούμεν   τω   Θεώ  και  πατρί    του   Κυρίου   ημών  Ιησού  Χριστού   πάντοτε  περί   υμών  προσευχόμενοι,
6  του    παρόντος  εις   υμάς,   καθώς   και   εν   παντί   τω   κόσμω, και    εστι   καρποφορούμενον   και  αυξανόμενον   καθώς  και   εν  υμίν,   αφ'  ής   ημέρας   ηκούσατε  και    επέγνωτε  την   χάριν  του  Θεού   εν   αληθεία,
7  καθώς  και   εμάθετε  από  Επαφρά   του   αγαπητού  συνδούλου   ημών,   ός  εστι   πιστός    υπέρ    υμών  διάκονος   του   Χριστού,
8  ο   και   δηλώσας   ημίν  την   υμών   αγάπην  εν  Πνεύματι.
9  Δια   τούτο  και   ημείς,   αφ'  ής  ημέρας   ηκούσαμεν,  ου   παυόμεθα  υπέρ   υμών   προσευχόμενοι   και  αιτούμενοι   ίνα   πληρωθήτε  την  επίγνωσιν   του  θελήματος   αυτού  εν   πάση   σοφία   και   συνέσει πνευματική,
10  περιπατήσαι   υμάς   αξίως  του  Κυρίου   εις   πάσαν   αρέσκειαν,   εν παντί   έργω   αγαθώ  καρποφορούντες   και   αυξανόμενοι  εις  την  επίγνωσιν του    Θεού,
11 εν   πάση   δυνάμει  δυναμούμενοι  κατά   το   κράτος  της   δόξης  αυτού  εις   πάσαν  υπομονήν  και   μακροθυμίαν,  μετά  χαράς



ΕΞΗΓΗΣΗ  ΣΤΗΝ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Χαιρετισμός

1 Ὁ Παῦλος, ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός,
2 πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ πιστοὺς ἀδελφοὺς ἐν Χριστῷ, ποὺ εἶναι εἰς τὰς Κολοσσάς· χάρις νὰ εἶναι σ’ ἐσᾶς καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.

Εὐχαριστία καὶ προσευχή

3 Εὐχαριστοῦμεν πάντοτε τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ σᾶς, ὅταν προσευχώμεθα,
6 τὸ ὁποῖον ἦλθε σ’ ἐσᾶς, καθὼς καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ φέρει καρποὺς καὶ αὐξάνει, ὅπως καὶ μεταξύ σας, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἀκούσατε καὶ ἐγνωρίσατε ἀληθινὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ.
7 Ἔτσι τὴν ἐμάθατε ἀπὸ τὸν ἀγαπητὸν Ἐπαφρᾶν, τὸν σύνδουλόν μας, ὁ ὁποῖος εἶναι πιστὸς ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ πρὸς χάριν σας,
8 ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς ἔκανε γνωστὴν τὴν ἐν Πνεύματι ἀγάπην σας.
9 Διὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ τὸ ἀκούσαμε δὲν ἐπαύσαμε νὰ προσευχώμεθα γιὰ σᾶς καὶ νὰ παρακαλοῦμεν νὰ λάβετε τελείαν γνῶσιν τοῦ θελήματός του μὲ ὅλην τὴν σοφίαν καὶ πνευματικὴν σύνεσιν,
10 ὥστε νὰ ζῆτε κατὰ τρόπον ἄξιον πρὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ ἀρέσετε εἰς αὐτὸν καθ’ ὅλα, φέροντες ὡς καρπὸν κάθε εἴδους καλὰ ἔργα καὶ αὐξάνοντες εἰς ἀκριβῆ γνῶσιν περὶ τοῦ Θεοῦ.
11 Προσευχόμεθα νὰ δυναμωθῆτε εἰς κάθε δύναμιν, σύμφωνα πρὸς τὴν ἔνδοξον παντοδυναμίαν του, διὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν εἰς τὸ κάθε τι,


ΕΞΗΓΗΣΗ  ΣΤΗΝ  ΑΓΓΛΙΚΗ  ΤΗΣ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ  ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
a translation into English of the evangelical cut

33 And when they came to a place called Golgotha, which is the place of the Crane,
34 gave him to drink wine mixed with bile, but when he was raised he did not want to drink.
35 After they had crucified him, they gathered his garments by lot, and they were there, and were gathered there.
36 Upon his head they wrote in the writing of the death:
37 This is Jesus, the king of the Jews.
38 Then two robbers are crucified with him, one from the right and the other from the left
39 Those who were not near, spurred and dangled their heads
40 saying, "If you would approve the temple, and in three days you would rebuild it, save yourself. If you are God's Son, I descend from the cross. "
41 The archbishops, together with the secretaries and the elders,
42 said, "Others saved, he can not save him. If he is the king of Israel, let him come down from the cross and believe in him.
43 He has believed in God, save him now, if he will; for he said, "I am the Son of God."
44 So did the robbers who had been crucified with him, he was the miraculous man.

Death of Christ

45 From the sixth hour there was darkness in all the earth until the ninth hour.
46 And it came to pass in the one hour, when Jesus cried with a loud voice, and said, "Eli, Eli, shalt thou bear?" Which means, my God, my God, why have you forsaken me?
47 Some of those who were there when they heard it said, "Elijah shouts."
48 And immediately one of them ran, took a sponge, filled it with vinegar and put it on a pole and followed it.
49 The others said, "Let us see if Elijah comes to save him."
50 But Jesus, having once again cast out a mighty voice, left his spirit.
51 And immediately the veil of the temple was cut into two pieces from top to bottom, and the earth came to pass, and the rocks stumbled,
52 and the memories were opened, and many bodies of the dead saints were resurrected.
53 And when they came out of the memorial after his resurrection, they came to the holy city and appeared to many.
54 When the centurion and those who were holding Jesus, they saw the earthquake, and what had happened, they were frightened and said, "True, he was the Son of God."
a translation into English  of  the  apostolic  cut
Greeting

1 Paul, the messenger of Jesus Christ, the will of God, and Timothyus the brother,
2 to the faithful and faithful brother of Christ, who is to Colossians; for thou hast been to thee, and thou hast been faithful to Thy Father, and to the Lord Jesus Christ.

Eucharist and prayer

3 We have always taken hold of the God and Father of our Lord Jesus Christ for you when we pray,
6 Whosoever hath come unto thee, and to all the world, and bringeth forth fruit, and bringeth forth, as among you, from the day that thou didst hear, and thou didst truly know thee in the grace of God.
7 That thou hast known them unto them that beloved, O our fellow servant, who is a faithful servant of Christ unto thy sake,
8 Whosoever hath known us to the Spirit of your loving kindness.
9 For this we have, and from this day we have heard, we have ceased to pray for your sake, and ask that you receive the full knowledge of his will with all wisdom and spiritual compassion,
10 Be ye in the way of the Lord, and despise to them all, bearing as the fruit of all things good works, and doing the exact things of God.
11 Let us pray to all potencies, according to their inherent omnipotence, by showing you patience and longing for everything,

Δεν υπάρχουν σχόλια: