Ἰω.
10, 1-9
1 Ἀμὴν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ
τῆς θύρας εἰς τὴν
αὐλὴν τῶν προβάτων,
ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ
καὶ λῃστής·
2 ὁ δὲ
εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας
ποιμήν ἐστι τῶν
προβάτων.
3 Τούτῳ
ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ
τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ
ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια
πρόβατα καλεῖ κατ' ὄνομα
καὶ ἐξάγει αὐτά.
4 Καὶ ὅταν
τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν
πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα
αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι
οἴδασι τὴν φωνὴν
αὐτοῦ·
5 ἀλλοτρίῳ δὲ
οὐ μὴ
ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι
οὐκ οἴδασι τῶν
ἀλλοτρίων τὴν φωνήν.
6 Ταύτην
τὴν παροιμίαν εἶπεν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἐκεῖνοι δὲ
οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ
ἐλάλει αὐτοῖς.
7 Εἶπεν
οὖν πάλιν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι ἐγώ
εἰμι ἡ θύρα
τῶν προβάτων.
8 Πάντες
ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται
εἰσὶ καὶ λῃσταί·
ἀλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν
τὰ πρόβατα.
9 Ἐγώ
εἰμι ἡ
θύρα· δι' ἐμοῦ ἐάν
τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ
ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν
εὑρήσει.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 10, 1-9
1 «Αλήθεια, αλήθεια
σας λέγω, εκείνος
που δεν
μπαίνει από την πόρτα
στη μάνδρα των
προβάτων αλλά ανεβαίνει
από άλλο μέρος,
αυτός είναι κλέπτης
και λῃστής.
2 Εκείνος
όμως που μπαίνει
από την πόρτα
είναι ο βοσκός
των προβάτων.
3 Σ’
αυτόν ο θυρωρός
ανοίγει και τα
πρόβατα ακούνε τη
φωνή του και καλεί
τα δικά του
πρόβατα με το
όνομά τους και
τα βγάζει έξω.
4 Και
όταν βγάλει έξω
τα δικά του
πρόβατα, βαδίζει μπροστά
τους και τα πρόβατα
τον ακολουθούν, διότι
ξέρουν τη φωνή
του.
5 Έναν
ξένο όμως δεν
θα τον ακολουθήσουν
αλλά θα φύγουν
απ’ αυτόν, διότι δεν
αναγνωρίζουν τη φωνή
των ξένων».
6 Αυτή
τη παραβολή τους
είπε ο Ιησούς,
αλλ’ εκείνοι δεν εννόησαν τί
σήμαιναν αυτά που τους
έλεγε.
7 Τους
είπε λοιπόν πάλι
ο Ιησούς, «Αλήθεια,
αλήθεια σας λέγω,
ότι εγώ είμαι η
πόρτα των προβάτων.
8 Όλοι
όσοι ήρθαν πριν
από εμένα είναι
κλέπτες και λῃστές,
αλλά τα πρόβατα
δεν τους άκουσαν.
9 Εγώ
είμαι η πόρτα·
όποιος θα μπει
δι’ εμού θα σωθεί
και θα μπαίνει και
θα βγαίνει και
θα βρίσκει βοσκή.
Ἑβρ.
7,26-8,2
26 Τοιοῦτος γὰρ
ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος,
ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ
ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος,
27 ὃς
οὐκ ἔχει καθ' ἡμέραν
ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς,
πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων
ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ
ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν
ἀνενέγκας.
28 Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον.
28 Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον.
1 Κεφάλαιον δὲ
ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον
ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς
ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ
θρόνου τῆς
μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς,
2 τῶν
Ἁγίων λειτουργὸς καὶ
τῆς σκηνῆς τῆς
ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν
ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εβρ. 7, 26-8,2
7, 26 Τέτοιος αρχιερεύς π ραγματικά μας έπρεπε,
άγιος,
άκακος, αμόλυντος, χωρισμένος από
τους αμαρτωλούς και υψωμένος
τώρα επάνω από
τους ουρανούς,
27 ο
οποίος δεν έχει
ανάγκη, όπως οι
αρχιερείς, να προσφέρει
θυσίες κάθε ημέρα,
πρώτα για τις
δικές του αμαρτίες
και έπειτα για
τις αμαρτίες του λαού·
αυτό το έκανε
μια για πάντα,
όταν προσέφερε τον
εαυτό του.
28 Ο νόμος εγκαθιστά αρχιερείς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αδυναμίας. Τα λόγια όμως του όρκου, που δόθηκε ύστερα από το νόμο, εγκαθιστούν αιωνίως τον Υιό, το τέλειο.
28 Ο νόμος εγκαθιστά αρχιερείς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αδυναμίας. Τα λόγια όμως του όρκου, που δόθηκε ύστερα από το νόμο, εγκαθιστούν αιωνίως τον Υιό, το τέλειο.
8, 1 Το
βασικό σημείο των όσων λέγομεν
εἰναι τούτο: ότι
έχουμε ένα τέτοιο αρχιερέα,
ο οποίος κάθησε
στα δεξιά του θρόνου της Μεγαλωσύνης στους
ουρανούς,
2 όπου
υπηρετεί τα Άγια
των αγίων και
τη σκηνή την
αληθινή, την οποία
έστησε ο Κύριος και
όχι άνθρωπος.
John 10, 1-9
1 "Verily, verily, I say to you, he who does not
come from the door to the sheep's pen, but ascends from another place, he is a
thief and a bastard.
2 But he who enters the door is the shepherd of sheep.
3 In him the gatekeeper opens and the sheep hear his
voice and calls his own sheep with their name and takes them out.
4 And when he pulleth out his own sheep, he walketh
before them, and the sheep follow him, because they know his voice.
5 But a stranger shall not follow him, but shall
depart from him, because they do not acknowledge the voice of strangers. "
6 This parable was told by Jesus, but they did not
understand what they meant.
7 Jesus again said to them, "Verily, verily, I
say to you, that I am the door of the sheep.
8 All those who came before me are thieves and
bastards, but the sheep did not hear them.
9 I am the door; whosoever shall come in through me
shall be saved, and shall come in, and shall go forth, and shall find grazing.
Hep. 7, 26-8.2
7, 26 Such a high priest must really have been, holy,
unholy, unconfined, separated from the sinners, and now lifted above the
heavens,
27 who does not need, like the chief priests, to offer
sacrifices every day, first for his own sins and then for the sins of the people;
he did it forever when he offered himself.
28 The law establishes priests who are weak. But the
words of the oath, which was given after the law, eternally establish the Son,
the perfect.
8, 1 The basic point of what we say is this: that we
have such a high priest, who sat on the right hand of the throne of Majesty in
the heavens,
2 where the holy of the saints and the tabernacle
serve the true, which the Lord has set up, not man.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου