Ἰω. 14, 10-21
10 Οὐ πιστεύεις ὅτι
ἐγὼ ἐν τῷ
πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν
ἐμοί ἐστι; τὰ ρήματα ἃ
ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν,
ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ
δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων
αὐτὸς ποιεῖ
τὰ ἔργα.
11 Πιστεύετέ μοι
ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ
ὁ πατὴρ ἐν
ἐμοί· εἰ δὲ
μή, διὰ τὰ
ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι.
12 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς
ἐμέ, τὰ ἔργα
ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος
ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν
πατέρα μου πορεύομαι,
13 καὶ ὅ,τι
ἂν αἰτήσητε ἐν
τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο
ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ
πατὴρ ἐν τῷ
υἱῷ.
14 Ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί
μου, ἐγὼ ποιήσω.
Η υπόσχεσι της
αποστολής του Πνεύματος
15 Ἐὰν ἀγαπᾶτέ
με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς
τηρήσατε,
16 καὶ
ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα
καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει
ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ'
ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα,
17 τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ
ὁ κόσμος οὐ
δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ
αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό·
ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό,
ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν
ὑμῖν ἔσται.
18 Οὐκ ἀφήσω
ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς.
19 Ἔτι μικρὸν
καὶ ὁ
κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ,
ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ με,
ὅτι ἐγὼ ζῶ
καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε.
20 Ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς
ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ
πατρί μου καὶ ὑμεῖς
ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν.
21 Ὁ
ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς,
ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν
με· ὁ
δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ
τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ
ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 14, 10-21
10 Δεν
πιστεύεις ότι εγώ
είμαι εν τω
Πατρί και ο
Πατέρας είναι εν
εμοί; Τα λόγια που
σας λέγω, δεν τα λέγω
από τον εαυτόν
μου αλλ’ ο Πατέρας
που μένει εν
εμοί αυτός κάνει
τα έργα.
11 Πιστεύετέ με,
ότι εγώ είμαι
εν τω Πατρί
και ο Πατέρας
είναι εν εμοί· αλλιώς
ένεκα αυτών των
έργων μου, πιστεύετέ
με.
12 Αλήθεια, αλήθεια
σας λέγω, εκείνος που
πιστεύει σ’ εμένα, τα
έργα που εγώ
κάνω, θα κάνει
καὶ εκείνος και μεγαλύτερα από
αυτά θα κάνει,
διότι εγώ πηγαίνω προς
τον Πατέρα μου,
13 και
ότι ζητήσετε στο όνομά
μου, αυτό θα το κάνω,
για να δοξασθεί
ο Πατέρας εν τω Υιώ.
14 Εάν ζητήσετε κάτι
στο όνομά μου,
εγώ θα το κάνω».
Η υπόσχεσις
της αποστολής του Πνεύματος
15 «Εάν
με αγαπάτε, θα τηρήσετε
τις
εντολές μου.
16 Και
εγώ θα παρακαλέσω
τον Πατέρα και
θα σας δώσει
άλλον Παράκλητο, για να
μένει μαζί σας
αιωνίως,
17 το
Πνεύμα δηλαδή της αληθείας, το
οποίο ο κόσμος
δεν είναι σε
θέσι να το λάβει,
διότι δεν το βλέπει ούτε
το ξέρει. Σεις
όμως το ξέρετε,
διότι μένει κοντά σας
και θα είναι μέσα
σας.
18 Δεν
θα σας αφήσω
ορφανούς· θα
έλθω σ’ εσάς.
19 Ακόμη
λίγο και ο
κόσμος δεν θα
με βλέπει πλέον,
σεις όμως θα με
βλέπετε, διότι εγώ
ζω και θα
ζήσετε και σεις.
20 Κατ’
εκείνη την ημέρα θα
γνωρίσετε ότι εγώ
είμαι εν τω Πατρί
μου και
σεις εν εμοί
και εγώ εν
υμίν.
21 Όποιος
έχει τις εντολές
μου και τις τηρεί, εκείνος
είναι που με αγαπά,
όποιος δε αγαπά
εμένα θα αγαπηθεί
από τον Πατέρα
μου και εγώ θα
τον αγαπήσω και
θα του φανερώσω
τον εαυτό μου».
Πράξ.
20, 7-12
Ο Εύτυχος
7 Ἐν δὲ
τῇ μιᾷ τῶν
σαββάτων συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι
ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων
ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν
λόγον μέχρι μεσονυκτίου.
8 Ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ
ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι.
9 Καθήμενος δέ τις νεανίας
ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ
τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ
πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ
τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός.
10 Καταβὰς
δὲ ὁ
Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ
καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ θορυβεῖσθε· ἡ
γὰρ ψυχὴ
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ
ἐστιν.
11 Ἀναβὰς δὲ καὶ
κλάσας ἄρτον καὶ
γευσάμενος, ἐφ᾿ ἱκανόν τε
ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν.
12 Ἤγαγον δὲ
τὸν παῖδα ζῶντα,
καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ.
20, 7-12
Ο Εύτυχος
7 Κατά
την πρώτη ημέρα
της εβδομάδος, ενώ
οι μαθητές ήσαν μαζεμένοι, για
τη κλάσι του άρτου, ο Παύλος
τους μιλούσε, επειδή επρόκειτο να
αναχωρήσει την άλλη
ημέρα, και συνέχισε
την ομιλία του
έως τα μεσάνυχτα.
8 Υπήρχαν πολλές
λαμπάδες στο
ανώγι, όπου ήμεθα
μαζεμένοι.
9 Κάποιος
δε νέος, ονομαζόμενος Εύτυχος,
ο οποίος καθότανε
στο παράθυρο, είχε καταλυφθεί
από μεγάλη νύστα
επειδή ο Παύλος παρέτεινε την
ομιλία του και,
κυριευθείς υπό του
ύπνου, έπεσε κάτω
από τον τρίτο όροφο
και τον σήκωσαν
νεκρό.
10 Αλλ’
ο Παύλος κατέβηκε,
έπεσε επάνω του
και αφού τον
αγκάλιασε, είπε, «Μη ανησυχήτε,
διότι η ψυχή
του είναι μέσα
του».
11 Κατόπιν
ανέβηκε, έκανε τη
κλάσι του άρτου
και έφαγε· ύστερα μίλησε αρκετά
μέχρι της αυγής
και ανεχώρησε.
12 Τον
νέο τον πήραν
ζωντανό και πολύ
παρηγορήθηκαν.
Io, 14, 10-21
10 Do not you believe that I am in the Father and the
Father is in me? The words I say to you, I do not say it from myself, but the
Father who lives in me does the works.
11 Believe me, that I am in the Father, and the Father
is in me; otherwise, because of my works, believe me.
12 Verily, verily, I say unto you, he that believeth
on me, the works which I do, he shall do, and he that is greater than he shall
do, for I go unto my Father,
13 And that you ask in my name, I will do it, that the
Father may be glorified in the Son.
14 If you ask for something in my name, I will do it.
"
The promise of the mission of the Spirit
15 "If you love me, you will keep my
commandments.
16 And I will pray to the Father, and will give you
another Counselor to live with you forever,
17 the Spirit of truth, which the world is not in a
position to receive, because it neither sees nor knows it. But you know it,
because it stays near you and it will be inside you.
18 I will not leave you orphans; I will come to you.
19 For a little while, the world will no longer see
me, but you will see me, for I live and you will live.
20 On that day you will know that I am in my Father
and you in me and I in you.
21 Whosoever has my commandments and keepeth them, he
that loveth me, whosoever hath not loved me shall be loved by my Father, and I
will love him, and I will shew him myself. "
Acts. 20, 7-12
Eystylos
7 On the first day of the
week, while the disciples were gathered, for the bread class, Paul spoke to
them because he was going to depart the other day and continued his speech
until midnight.
8 There were many candles
in the house, where we were gathered.
9 A young man, called
Euschus, who was seated in the window, had been overwhelmed by a great dream
because Paul extended his speech and, falling asleep, fell below the third
floor and lifted him dead.
10 But Paul went down, and
fell upon him, and after he had embraced him, he said, "Do not be
troubled, for his soul is within him."
11 And he went up, and
made the bread, and ate, and then he spoke a little by the dawn, and departed.
12 The young got him alive
and very consoled.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου