Ἰω. 17, 1-13
Προσευχή του Χριστού
1 Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ
Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ εἶπε· πάτερ,
ἐλήλυθεν ἡ
ὥρα· δόξασόν σου τὸν
υἱόν, ἵνα καὶ ὁ
υἱός σου δοξάσῃ
σε,
2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ
ἐξουσίαν πάσης σαρκός,
ἵνα πᾶν ὃ
δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς
ζωὴν αἰώνιον.
3 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ
αἰώνιος ζωή, ἵνα
γινώσκωσί σε τὸν
μόνον
ἀληθινὸν Θεὸν καὶ
ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.
4 Ἐγώ σε
ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς,
τὸ ἔργον
ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα
ποιήσω·
5 καὶ νῦν δόξασόν
με σύ, πάτερ,
παρὰ σεαυτῷ
τῇ δόξῃ ᾗ
εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ
σοί.
6 Ἐφανέρωσά σου
τὸ ὄνομα τοῖς
ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ
τοῦ
κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς
δέδωκας, καὶ
τὸν λόγον σου τετηρήκασι.
7 Νῦν ἔγνωκαν
ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς
μοι
παρὰ σοῦ
ἐστιν·
8 ὅτι τὰ
ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα
αὐτοῖς,
καὶ αὐτοὶ
ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν
ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ
ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με
ἀπέστειλας.
9 Ἐγὼ περὶ
αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ
περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν
δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι,
10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά
ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά,
καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς.
11 Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν
τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι
ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί,
καὶ
ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ
ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς
ἐν τῷ
ὀνόματί σου ᾧ
δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς
ἡμεῖς.
12 Ὅτε ἤμην
μετ' αὐτῶν ἐν
τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς
ἐν τῷ ὀνόματί
σου· οὓς δέδωκάς
μοι
ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς
ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ
υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ
γραφὴ πληρωθῇ.
13 Νῦν δὲ
πρὸς σὲ ἔρχομαι,
καὶ ταῦτα
λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ
ἵνα ἔχωσι τὴν
χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 17, 1-13
Προσευχή του Χριστού
1 Αυτά
είπε ο Ιησούς
και σήκωσε τα μάτια
του στον ουρανό
και είπε, «Πατέρα, ήλθε
η ώρα· δόξασε
τον Υιό σου,
για να σε
δοξάσει και ο Υιός
σου,
2 σύμφωνα μὲ την εξουσία
που του έδωκες
επί όλων των
ανθρώπων, για να δώσει
ζωή αιώνιο στον καθένα
από εκείνους που
του έδωκες.
3 Αυτή
είναι η αιώνιος
ζωή: το να γνωρίζουν
σε τον μόνον
αληθινό Θεόν και τον
Ιησούν Χριστόν, τον
οποίον έστειλες.
4 Εγώ σε
εδόξασα επί της
γης, ετελείωσα το
έργον που μου
έδωκες να κάνω,
5 και τώρα δόξασέ με
συ, Πατέρα, πλησίον
σου με τη
δόξα που
είχα μαζί σου πριν
να υπάρξει ο κόσμος.
6 Εφανέρωσα το
όνομά σου στους
ανθρώπους, τους οποίους
μου έδωκες από τον κόσμο.
Δικοί σου ήσαν
και τους έδωκες
σ’ εμένα, και
το λόγο σου έχουν τηρήσει.
7 Τώρα κατάλαβαν
ότι όλα όσα
μου έδωκες, είναι
από σένα,
8 διότι
τα λόγια που
μου έδωκες, τους
τα έδωκα και
αυτοί τα δέχθησαν και γνώρισαν
αληθινά ότι βγήκα
από σένα και
πίστεψαν ότι συ με
έστειλες.
9 Εγώ
γι’ αυτούς παρακαλώ, δεν
παρακαλώ για τον
κόσμο, αλλά για εκείνους
που μου έδωκες,
επειδή είναι δικοί σου,
10 και
όλα τα δικά μου
είναι
δικά σου και
τα δικά σου
είναι δικά μου,
και έχω δοξασθεί δι’
αυτών.
11 Δεν θα
είμαι πλέον στον
κόσμο, ενώ αυτοί
θα είναι στον
κόσμο, και εγώ έρχομαι
σ’ εσένα. Πατέρα άγιε,
φύλαξέ τους με
τη δύναμι του ονόματός
σου που μου
έδωκες, για να
είναι ένα όπως
είμεθα εμείς.
12 Όταν
ήμουν μαζί τους
στον κόσμο, εγώ
τους φύλαττα με τη
δύναμι του ονόματος σου·
εκείνους που μου
έδωκες τους φύλαξα
και κανένας απ’ αυτούς
δεν χάθηκε παρά
ο υιός της
απωλείας, για να εκπληρωθεί η γραφή.
13 Αλλά
τώρα έρχομαι σ’
εσένα, και αυτά
τα λέγω ενώ
είμαι ακόμη στον
κόσμο, για να
έχουν τη χαρά μου μέσα τους
τελεία
Πράξ. 20,16-18, 28-36
16 Ἔκρινε γὰρ
ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται
αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν
ἦν αὐτῷ, τὴν
ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς
Ἱεροσόλυμα.
Αποχαιρετιστήριος ομιλία
του Παύλου προς
τους πρεσβυτέρους της Εφέσου
17 Ἀπὸ δὲ
τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον
μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας.
18 Ὡς
δὲ παρεγένοντο
πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς·
ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ
πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿
ἧς ἐπέβην εἰς τὴν
Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν
τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην,
28 Προσέχετε οὖν
ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ
ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα
τὸ
Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ
Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν
περιεποιήσατο διὰ
τοῦ ἰδίου αἵματος.
29 Ἐγὼ γὰρ
οἶδα τοῦτο,
ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ
τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς
ὑμᾶς μὴ
φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου·
30 καὶ ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται
ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
31 Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ
ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ
δακρύων νουθετῶν ἕνα
ἕκαστον.
32 Καὶ τὰ
νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ
τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι
ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις
πᾶσιν.
33 Ἀργυρίου ἢ
χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς
ἐπεθύμησα·
34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ
χεῖρες αὗται.
35 Πάντα ὑπέδειξα
ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας
δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν
ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν
λόγων τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς
εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι
ἢ λαμβάνειν.
36 Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ
γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν
αὐτοῖς προσηύξατο.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ. 20,16-18, 28-36
16 διότι
ο Παύλος είχε
αποφασίσει να προσπεράσουμε την
Έφεσο για να μη
χρονοτριβήσει στην Ασία.
Ήτο βιαστικός για
να βρίσκεται στα Ιεροσόλυμα, εάν
του ήτο δυνατόν,
την ημέρα της
Πεντηκοστής.
Αποχαιρετιστήριος ομιλία
του Παύλου προς
τους πρεσβυτέρους της Εφέσου
17 Από
την Μίλητο έστειλε
στην Έφεσο και
κάλεσε τους πρεσβυτέρους της
εκκλησίας.
18 Όταν
δε ήλθαν προς
αυτόν, τους είπε,
«Ξέρετε πως έζησα μαζί σας όλο
τον χρόνο από
την πρώτη ημέρα που
πάτησα στην Ασία,
28 Προσέχετε λοιπόν τους
εαυτούς σας και
ολόκληρον το ποίμνιον,
στο οποίον το Πνεύμα
το Άγιον σας
τοποθέτησε επισκόπους, για να
ποιμαίνετε την εκκλησία του
Θεού, την οποία
απέκτησε με το δικό του αίμα.
29 Διότι
ξέρω τούτο, ότι
μετά την αναχώρησί
μου θα μπουν
μεταξύ σας λύκοι
άγριοι και δεν
θα φεισθούν το
ποίμνιο,
30 και
από σας τους
ιδίους θα εγερθούν
άνδρες οι οποίοι
θα διαστρέψουν την αλήθεια
για να παρασύρουν
τους μαθητές ώστε
να ακολουθήσουν αυτούς.
31 Δια
τούτο να είσθε
άγρυπνοι και να
θυμάσθε ότι, επί τριετία
νύχτα και ημέρα,
δεν έπαυσα να
νουθετώ τον καθένα
από σας με δάκρυα.
32 Και
τώρα, αδελφοί, σας
αφιερώνω στο Θεό
και στο λόγο
της χάριτός του, ο
οποίος έχει τη
δύναμι να αυξήσει
την οικοδομή σας
και να σας δώσει
κληρονομιά μεταξύ όλων
των αγιασμένων.
33 Δεν
επεθύμησα κανενός το
χρήμα ή το
χρυσάφι ή τον
ρουχισμό.
34 Ξέρετε
σεις οι ίδιοι
ότι τις ανάγκες
τις δικές μου
και των συντρόφων μου
εξυπηρέτησαν τα χέρια
μου αυτά.
35 Σας
έδειξα, με κάθε
τρόπο, ότι έτσι με
το κόπο της
εργασίας σας πρέπει να
βοηθάτε τους αδυνάτους
και να θυμάσθε
τα λόγια του
Κυρίου Ιησού που είπε
αυτός ο ίδιος:
«Είναι ευτυχέστερον να
δίνει κανείς παρά
να παίρνει».
36 Και
όταν είπε αυτά,
γονάτισε με όλους
και προσευχήθηκε.
John 17: 1-13
Prayer of Christ
1 This Jesus said, and
lifted up his eyes to heaven, and said, "Father, the time is come; glorify
your Son, that your Son may also glorify you,
2 according to the
authority which you have given to all men, to give eternal life to each one of
you whom you have given him.
3 This is eternal life: to
know only the true God and Jesus Christ whom you have sent.
4 I have fought thee on
earth, I have accomplished the work that thou hast given me to do,
5 And now glorify with
you, Father, near you with the glory that I had with you before the world was
there.
6 I have revealed your
name to the people whom you have given me from the world. They were yours and
you gave them to me, and your word has been respected.
7 Now understand that all
that you have given me is from you,
8 For the words that you
have given me, I have given them, and they have received them, and have truly come
to know that I have come out of you and believed that you sent me.
9 For them, I pray, I do
not please for the world, but for those you gave me because they are yours,
10 And all mine are yours,
and yours are mine, and I have been glorified by them.
11 I will no longer be in
the world, while they will be in the world, and I come to you. Holy Father,
keep them with the power of your name that you gave me, that he may be one as
we are.
12 When I was with them in
the world, I guard them with the power of thy name: those whom thou hast given
me have kept them, and none of them was lost, but the son of destruction, to
fulfill the writing.
13 But now I come to you,
and I say these while I am still in the world, to have my joy in them
Acts. 20, 16-18, 28-36
16 because Paul had
decided to overtake Ephesus so as not to procrastinate in Asia. It was rushed
to be in Jerusalem, if it was possible, on the day of the Pentecost.
Paul's farewell speech to
the elders of Ephesus
17 From Miletus he sent to
Ephesus and called the elders of the church.
18 When they did not come
to him, he said to them, "You know how I lived with you all the year from
the first day I went to Asia,
28 Beware therefore of
yourselves, and of all the flock, in which the Holy Spirit hath appointed thee
a bishop, to minister unto the church of God, which he possessed with his own
blood.
29 For I know this, that
after my departure shall there be wild wolves among you, and the flock shall
not be consumed,
30 and by yourself you
will grow up men who will distort the truth to lead the disciples to follow
them.
31 Therefore, be alert and
remember that for three years night and day, I did not cease to tease each one
of you with tears.
32 And now, brethren, I
dedicate you to God, and to the word of his grace, who has the power to
increase your building, and to give you an inheritance among all the holy ones.
33 I did not want any
money or gold or clothing.
34 You know yourself that
the needs of my own and my companions have served my hands.
35 I have shown you in
every way that so with the labor of your labor you need to help the weak and
remember the words of the Lord Jesus that he himself said: "It is happier
to give than to take."
36 And when he said these,
kneel with all and pray.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου