Ἱω. 16,15-23
15 Πάντα ὅσα ἔχει
ὁ πατὴρ
ἐμά ἐστι · διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ
ἐμοῦ λήψεται καὶ
ἀναγγελεῖ ὑμῖν.
16 Μικρὸν
καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ
ὄψεσθέ με, ὅτι
ἐγὼ ὑπάγω πρὸς
τὸν πατέρα.
17 Εἶπον
οὖν ἐκ τῶν
μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς
ἀλλήλους· τί ἐστι
τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν,
μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ
με, καὶ πάλιν
μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με,
καὶ ὅτι ἐγὼ
ὑπάγω πρὸς τὸν
πατέρα;
18 Ἔλεγον οὖν·
τοῦτο τί ἐστιν ὃ
λέγει τὸ
μικρόν; Οὐκ οἴδαμεν
τί λαλεῖ.
19 Ἔγνω οὖν
ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν,
καὶ εἶπεν αὐτοῖς ·
περὶ τούτου ζητεῖτε
μετ' ἀλλήλων ὅτι
εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με,
καὶ πάλιν μικρὸν
καὶ ὄψεσθέ με;
20 Ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι
κλαύσετε καὶ
θρηνήσετε ὑμεῖς,
ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται·
ὑμεῖς δὲ
λυπηθήσεσθε, ἀλλ' ἡ λύπη ὑμῶν
εἰς χαρὰν γενήσεται·
21 ἡ
γυνὴ ὅταν τίκτῃ,
λύπην ἔχει, ὅτι
ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς·
ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ
παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει
τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος
εἰς τὸν κόσμον.
22 Καὶ ὑμεῖς
οὖν λύπην μὲν
νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ
ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν
ὑμῶν οὐδεὶς
αἴρει ἀφ' ὑμῶν.
23 Καὶ
ἐν ἐκείνῃ τῇ
ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ
ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι ὅσα ἂν
αἰτήσητε τὸν πατέρα
ἐν τῷ ὀνόματί
μου, δώσει ὑμῖν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 16, 15-23
15 Όλα
όσα έχει ο
Πατέρας μου είναι
δικά μου. Γι’ αυτό
σας είπα ότι θα
πάρει από ό,τι
είναι δικό μου
και θα σας
το αναγγείλει.
16 Ολίγο
χρόνο ακόμη και
δεν θα με
βλέπετε πλέον και πάλι
λίγο χρόνο και
θα με ιδήτε, διότι
εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα».
17 Μερικοί
από τους μαθητές του είπαν
μεταξύ τους, «Τι
σημαίνει αυτό που μας λέγει,
«Ολίγον χρόνο ακόμη και δεν
θα
με βλέπετε και πάλι
λίγο χρόνο και
θα με ιδήτε»; Και «διότι
εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα»;
18 Έλεγαν λοιπόν, «Τι σημαίνει τούτο που λέγει,
«ολίγο χρόνο»; Δεν καταλαβαίνουμε τί λέγει».
19 Αντελήφθη ο Ιησούς ότι ήθελαν
να
τον ερωτήσουν και
τους είπε, «Γι’ αυτό που είπα
συζητείτε μεταξύ σας; «Ολίγο
χρόνο ακόμη και
δεν θα με βλέπετε και πάλιν
λίγο χρόνο και
θα με ιδήτε»;
20 Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, ότι
σεις θα κλάψετε
και θα θρηνήσετε, αλλ’ ο κόσμος
θα χαρεί. Σεις βέβαια θα λυπηθήτε, αλλ’ η λύπη σας
θα μεταβληθεί
σε χαρά.
21 Η
γυναίκα όταν γεννά
έχει λύπη, διότι ήλθε η ώρα της,
αλλ’ όταν γεννήσει το
παιδί δεν θυμάται πλέον τη
θλίψι αλλά χαίρει διότι
γεννήθηκε άνθρωπος στον κόσμο.
22 Και
σεις λοιπόν τώρα έχετε
λύπη·
αλλά πάλι θα
σας δω και θα
χαρεί η καρδιά σας και την
χαρά σας
κανείς δεν θα σας την αφαιρέσει.
23 Την ημέρα
εκείνη δεν θα με παρακαλέσετε για τίποτε.
Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω,
ότι όσα ζητήσετε
από τον
Πατέρα στο όνομά
μου, θα σας
τα δώσει.
Πράξ.
23, 1-11
1 Ἀτενίσας
δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί,
ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι
τῷ Θεῷ ἄχρι
ταύτης τῆς ἡμέρας.
2 Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας
ἐπέταξε τοῖ ς παρεστῶσιν
αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ
τὸ στόμα.
3 Τότε
ὁ Παῦλος πρὸς
αὐτὸν εἶπε· τύπτειν
σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε
κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ
κρίνων με κατὰ
τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν
κελεύεις με τύπτεσθαι!
4 Οἱ
δὲ παρεστῶτες εἶπον·
τὸν ἀρχιερέα τοῦ
Θεοῦ λοιδορεῖς;
5 Ἔφη τε
ὁ Παῦλος · οὐκ
ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ·
ἄρχοντα τοῦ λαοῦ
σου οὐκ ἐρεῖς
κακῶς.
6 Γνοὺς
δὲ ὁ Παῦλος
ὅτι τὸ ἓν μέρος
ἐστὶ Σαδδουκαίων,
τὸ δὲ ἕτερον
Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ·
ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός
εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου·
περὶ ἐλπίδος καὶ
ἀναστάσεως νεκρῶν
ἐγὼ κρίνομαι.
7 Τοῦτο
δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις
τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν
Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη
τὸ πλῆθος.
8 Σαδδουκαῖοι μὲν
γὰρ λέγουσι μὴ
εἶναι ἀνάστασιν μήτε
ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι
δὲ ὁμολογοῦσι τὰ
ἀμφότερα.
9 Ἐγένετο δὲ
κραυγὴ μεγάλη, καὶ
ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους
τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο
λέγοντες· οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν
τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ·
εἰ δὲ
πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ
ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν.
10 Πολλῆς
δὲ γενομένης στάσεως
εὐλαβηθεὶς ὁ
χιλίαρχος μὴ
διασπασθῇ ὁ
Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι
καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν
ἐκ μέσου αὐτῶν
ἄγειν τε εἰς
τὴν παρεμβολήν.
11 Τῇ δὲ
ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς
αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ
διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, οὕτω σὲ δεῖ
καὶ εἰς Ρώμην
μαρτυρῆσαι.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ.
23, 1-11
1 Ο
Παύλος έρριξε το βλέμμα του στο
συνέδριο και είπε,
«Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα ενώπιον
του Θεού έως σήμερα με
τελείως αγαθήν συνείδησι».
2 Ο
αρχιερέας Ανανίας τότε διέταξε
εκείνους που στέκονταν πλησίον
του να τον
κτυπήσουν στο στόμα.
3 Ο
Παύλος τότε του είπε, ο Θεὸός θα κτυπήσει
εσένα, τοίχε ασβεστωμένε· κάθεσαι
εκεί για να
με κρίνεις σύμφωνα
με το νόμο, και
όμως παραβαίνεις το
νόμο και διατάσσεις να με κτυπήσουν;».
4 Εκείνοι
που στέκονταν πλησίον του
είπαν, «Τον αρχιερέα του
Θεού υβρίζεις;».
5 Και
ο Παύλος είπε,
«Δεν γνώριζα, αδελφοί,
ότι είναι αρχιερεύς· διότι είναι
γραμμένο: Να μη
κακολογήσεις άρχοντα του
λαού σου».
6 Όταν
ο Παύλος αντελήφθη
ότι μία μερίδα
ήταν Σαδδουκαίοι και η άλλη
Φαρισαίοι, φώναξε
στο συνέδριο, «Άνδρες αδελφοί,
εγώ εἶμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου· για την ελπίδα και
την ανάστασι των νεκρών
εγώ δικάζομαι».
7 Όταν
είπε αυτό, έγινε φιλονεικία μεταξύ
των Φαρισαίων και των
Σαδδουκαίων και διχάσθηκε
το συνέδριο.
8 – Οι
μεν Σαδδουκαίοι λέγουν ότι δεν υπάρχει
ανάστασι ούτε άγγελος ούτε πνεύμα, οι
δε Φαρισαίοι παραδέχονται και τὰ δύο. –
9 Έγινε θόρυβος μεγάλος
και σηκώθηκαν οι
γραμματείς της μερίδος των Φαρισαίων
και φιλονεικούσαν λέγοντες,
«Κανένα κακό
δεν βρίσκουμε στον άνθρωπο
αυτό. Εάν του μίλησε
κάποιο πνεύμα ή κάποιος
άγγελος, άς μη
πολεμούμε εναντίον του
Θεού».
10 Επειδή
όμως έγινε μεγάλη
φιλονεικία ο χιλίαρχος
φοβήθηκε μήπως διασπαράξουν τον Παύλο
και διέταξε το στράτευμα
να κατεβεί, να τον πάρουν απ’
αυτούς διά της βίας και
να τον φέρουν στον
στρατώνα.
11 Την επομένη νύχτα παρουσιάσθηκε σ’ αυτόν
ο Κύριος και
του είπε, «Έχε θάρρος, Παύλε. Διότι όπως μαρτύρησες για μένα
στην
Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει
να δώσεις μαρτυρία
και στην Ρώμη».
Io. 16, 15-23
15 All my Father has is
mine. That's why I told you that he will get from what is mine and he will
announce it to you.
16 For a little while, you
will not see me again and again, and you will see me, for I go to the Father.
"
17 Some of his disciples
said to each other, "What does that say to us," For a while, you will
not even see me again a little while and you will see me "? And
"because I go to the Father"?
18 So they said,
"What does that say," short time "? We do not understand what he
says. "
19 Jesus realized that
they wanted to ask him and said, "For what I said I was talking to you?
"A little while and you will not see me again and you will see me
again"?
20 Verily, verily, I say
to you that you will cry and mourn, but the world will be glad. You will, of
course, be sorry, but your regret will change in joy.
21 The woman when she
gives birth regrets, because her time has come, but when she gives birth she no
longer remembers sadness, but she enjoys the birth of a man in the world.
22 So now you are sorry;
but again I will see and your heart will be glad and no joy will be removed
from you.
23 On that day you will
not ask for anything. Verily, verily, I say to you that whatever you ask of the
Father in my name will give it to you.
Acts.
23, 1-11
1 Paul glanced at the
conference and said, "Men brothers, I have lived before God to this day
with a very benevolent conscience."
2 Then the high priest
Ananias ordered those who stood near him to strike him in the mouth.
3 Then Paul said to him,
"The God will strike you, it will be white; you will sit there to judge me
according to the law, and you will violate the law, and you will strike
me?"
4 Those standing near to
him said, "Do you mistreat the high priest of God?"
5 And Paul said, "I
did not know, brethren, that he is a high priest; for it is written, Thou shalt
not afflict the ruler of thy people."
6 When Paul realized that
one portion was Sadducees and the other Pharisees, he cried at the conference,
"Men brothers, I am Pharisees, the son of Pharisees; for the hope and the
resurrection of the dead I stand trial."
7 When he said this, there
was a strife between the Pharisees and the Sadducees, and the conference was
divided.
8 - Say Sadducees say
there is neither an angel nor a spirit, neither the Pharisees admit both. -
9 There was a great noise,
and the secretaries of the portion of the Pharisees stood up, and said,
"There is no evil in this man. If a spirit or an angel spoke to him, let's
not fight against God. "
10 But since he was
greatly arrogant, he was afraid to scatter Paul and ordered the army to go
down, take him by force and bring him to the barracks.
11 The next night the Lord
appeared to him and said, "He has courage, Paul. For as you have martyred
for me in Jerusalem, so you must give testimony to Rome. "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου