2/6/19

Ο Άγιος Έρασμος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες


Ο  Άγιος Ιερομάρτυς Έρασμος έζησε κατά  τους χρόνους  των  αυτοκρατόρων  Διοκλητιανού  (284 – 305 μ.Χ.) και   Μαξιμιανού  (285 – 305 μ.Χ.)   και   καταγόταν  από    την    Αντιόχεια    της    Συρίας.
Από   μικρή  ηλικία  αγάπησε   την   άσκηση     και    τη   μοναχική  πολιτεία   και   αργότερα   εξελέγη   Επίσκοπος   της  Εκκλησίας  του Χριστού.   Από   αποστολικό   ζήλο   κινούμενος   περιερχόταν   διάφορα μέρη   και  κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού τελώντας πλήθος θαυμάτων και προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στην αληθινή  πίστη.   Κήρυξε   στη   Θράκη,   τη   Μακεδονία   και   στην   πόλη   των Λυχνιδών   της   Αχρίδος.     Για   την  αποστολική  δράση  αυτού καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, που  διέτριβε  στην  Ερμούπολη  του  Ιλλυρικού, και αρνηθείς να θυσιάσει στα είδωλα βασανίσθηκε  και  κλείσθηκε  στη  φυλακή.   Όταν    ο    αυτοκράτορας  κάλεσε  και   πάλι   τον   Άγιο   Έρασμο   ενώπιόν   του,   τον  ρώτησε   ποιος   είναι    ο   Θεός   του   και    γιατί    Τον    προσκυνά.    Αλλά   επειδή  ο  Άγιος  σιωπούσε,  ο τύραννος οργίσθηκε  και  διέταξε να τον κτυπήσουν.   Ο   Άγιος  ρώτησε  το  βασιλέα,  γιατί  τον  κτυπούν.   Ο τύραννος   του    αποκρίθηκε   ότι   τον   κτύπησε,   γιατί    δεν   θυσιάζει στους   θεούς.   Τότε   ο    Άγιος   ζήτησε   να    του   δείξει   ο  βασιλέας  ποιους    θεούς   να    προσκυνήσει.  Εκείνος    τότε    νόμισε   ότι   ο  Άγιος ήθελε  να   θυσιάσει   στα   είδωλα   και   τον   οδήγησε    στο   ναό    του  Δία   δείχνοντάς   του   το  είδωλό    του,  το  οποίο   ήταν   χάλκινο,    δώδεκα   μέτρα    ύψος  και  έξι   μέτρα     πλάτος.   Τότε   ο    Άγιος   έστρεψε προς   αυτό   βλοσυρό  το   βλέμμα.    Και    το  θαύμα   έγινε!   Το   είδωλο αμέσως   έπεσε   και    έγινε   κομμάτια.   Από    το   είδωλο,   λέγει   το Συναξάρι,   εξήλθε   ένας   δράκοντας.   Ο   αυτοκράτορας   φοβήθηκε και  το  πλήθος    προσέπεσε  στα    πόδια   του    Μάρτυρος  και   πολλοί    πίστεψαν στον Χριστό. Ήσαν  δε  οι   βαπτισθέντες περί  τους   20.000.  Οι    στρατιώτες συνέλαβαν και  πάλι τον Άγιο και  τον οδήγησαν ενώπιον του αυτοκράτορος    μαζί   με   τους  πιστούς   που   βαπτίσθηκαν.   Ο   ηγεμόνας έδωσε   εντολή   οι   20.000   Χριστιανοί  που  πίστεψαν  στον    Χριστό   να  αποκεφαλισθούν  και  ο    Άγιος    να    ενδυθεί    με   πυρακτωμένο   χαλκό. Όμως   η   Χάρη   του   Θεού μετέβαλε το πυρακτωμένο χαλκό σε   ψυχρό μέταλλο. Μετά  από  αυτά  ο  Άγιος  οδηγήθηκε   και    πάλι    στη   φυλακή, από   την   οποία     λυτρώθηκε,   όπως  ο  Απόστολος   Πέτρος    από   τη   φυλακή  του   Ηρώδου.   Άγγελος   Κυρίου   τον   ελευθέρωσε  και    τον   οδήγησε   στην Καμπανία,   στην   πόλη   που   ονομαζόταν   Φρυμός,   για   να   κηρύξει    και   εκεί  το  λόγο του  Ευαγγελίου. Γι’ αυτό  και  θεωρείται  Επίσκοπος  της   πόλεως Φόρμι    της    Ιταλίας.
Λίγο   πριν   την   κοίμησή   του   ο   Άγιος   Έρασμος   επέστρεψε   στη   Χερμελία   της Αχρίδος.   Προαισθανόμενος  το τέλος του, προσκύνησε τρεις   φορές    κατά  ανατολάς   και  παρεκάλεσε   τον   Θεό  να  χαρίζει    άφεση    αμαρτιών   και  ζωήν   αιώνια   σε   εκείνους   που   θα   επικαλούνταν   το   όνομά   του   και    θα τελούσαν   τη    μνήμη   του.   Ο   Άγιος   Θεός   άκουσε   την   παράκλησή   του   και αμέσως   ακούσθηκε   φωνή    από   τον   ουρανό   που   έλεγε:   «Έτσι,   όπως προσευχήθηκες,   θα   γίνει».  Μόλις  ο  Άγιος  άκουσε  αυτό,   η   ψυχή   του   γέμισε  χαρά.   Κατόπιν   έστρεψε   τα  μάτια   του   στον   ουρανό,   όπου    είδε  υπέρλαμπρο   στεφάνι  να   κατέρχεται    επ’ αυτό   και   τάγματα   Αγγέλων, χορούς Προφητών και Αποστόλων, πλήθος Μαρτύρων  και  τάξεις Δικαίων,  που  έρχονταν   να   τον    προϋπαντήσουν.   Από    τα   βάθη   της καρδιάς   του   ανεφώνησε:   «Κύριε,   Ιησού   Χριστέ,   δέξαι   το   πνεύμά   μου».   Έτσι ο Άγιος Έρασμος   κοιμήθηκε με ειρήνη,   το   303   μ.Χ.,   και   κληρονόμησε   τη Βασιλεία   του   Θεού.       
Ο  Άγιος   Έρασμος   θεωρείται   προστάτης   των   ασθενών    που  πάσχουν   από στομαχικές   ασθένειες    και   κολικό.

Saint Erasmus the Holy Martyr and those who witnessed it


Saint Eremos lived during the reigns of the emperors Diocletian (284-305 AD) and Maximianus (285-305 AD) and was from Syria's Antioch.
From an early age he loved exercising and the lonely state and later was elected Bishop of the Church of Christ. From apostolic zeal moving, several places came and preached the Gospel of Christ, accomplishing a multitude of miracles and attracting many idolaters to true faith. He proclaimed in Thrace, Macedonia and in the city of Ohrid Lymnids. For his apostolic action, he was denounced by Emperor Maximilian, who perverted in Ermoupolis of Illyric, and refused to sacrifice in the idols, was tortured and jailed. When the emperor again called Aghios Erasmus before him, he asked him who his God was and why he was attacking him. But because the Saint was silent, the tyrant was angry and ordered to strike him. The Saint asked the King because they were beating him. His tyrant responded that he beat him because he did not sacrifice to the gods. Then the Saint asked the King to show him what gods to worship. He then thought that the Saint wanted to sacrifice to the idols and led him to the temple of Zeus by showing him his bronze image, twelve feet high and six feet wide. Then the Saint turned his eyes on it. And the miracle happened! The image immediately fell and became pieces. From the idol, says Synaxari, a dragon came out. The emperor was afraid, and the crowd fell upon the feet of the Martyr, and many believed in Christ. And the baptized were about 20,000. The soldiers again arrested the Holy One and led him to the emperor along with the believers who were baptized. The ruler gave orders to the 20,000 Christians who believed in Christ to be headed and the Saint to wear incandescent copper. But the Grace of God changed the incandescent copper to cold metal. After that, the Holy One was again led to the prison, from which he was redeemed, like Apostle Peter from the prison of Herod. The Angel of the Lord freed him and led him to Campania, to the city called Frymos, to preach the word of the Gospel there. That is why he is considered the Bishop of the city of Formi in Italy.
Shortly before his death, Saint Erasmus returned to Hermelia, Ohrid. In anticipation of his end, he worshiped three times eastward and called on God to grant remission of sins and eternal life to those who would invoke his name and would remember his memory. The Holy God heard his prayer, and there was a voice from the heaven saying: "So, as you pray, it will be done." Once the Saint heard this, his soul was filled with joy. Then he turned his eyes to the sky, where he saw a galloping wreath, and descendants of the Angels, dances of the Prophets and Apostles, a multitude of Martyrs and classes of Laws coming to meet him. From the depths of his heart he said, "Lord, Jesus Christ, accept my spirit." So Saint Erasmus slept in peace in 303 AD, and inherited the Kingdom of God.
Saint Erasmus is considered to be a protector of patients suffering from stomach ailments and colic.

Δεν υπάρχουν σχόλια: