Τον
Βίο της
Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο
Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ο
οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και
υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου
θεολογίας και της
ασκητικής παραδόσεως.
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην
Αίγυπτο και έζησε
κατά τους χρόνους του
αυτοκράτορος Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.). Από
τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μία ζωή ασωτίας, αφού
από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και
είχε ασυγκράτητο και
αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα,
αλλά απλώς
ικανοποιούσε το πάθος
της. Η ίδια εξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά
ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη της ασωτίας
υπέκκαυμα, ου δόσεώς
τινος, μα την αλήθειαν,
ένεκεν», κάνοντας
δηλαδή το έργο
της δωρεάν, «εκτελούσα το εν εμοί καταθύμιον». Και όπως του
απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που
ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι
ντροπιάζοντας την ανθρώπινη
φύση.
Λόγω της
άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας
που είχε, κάποια φορά ακολούθησε
τους προσκυνητές που
πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν
τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε,
όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο
Σταυρό, αλλά για
να έχει πολλούς
εραστές που θα ήταν
έτοιμοι να ικανοποιήσουν
το πάθος της. Περιγράφει δε και
η ίδια ρεαλιστικά και τον
τρόπο που επιβιβάστηκε στο
πλοιάριο. Και, όπως η ίδια
αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της
δεν υπήρχε
είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και
δεν λέγονται, του οποίου δεν
έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια
εξέφρασε την απορία της για το
πως η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί
η γη δεν
άνοιξε το στόμα της
και δεν την κατέβασε
στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού
αυτού δεν αρκέστηκε στο
ότι διέφθειρε
τους νέους, αλλά
διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και
τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα
που πήγε κατά την εορτή
του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους
«ψυχάς νέων αγρεύουσα».
Αισθάνθηκε
όμως,
βαθιά
μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει
το Ξύλο
του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη
την
εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια
στάθηκε μπροστά
σε μία εικόνα της Παναγίας,
έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την
καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας.
Με την
βοήθεια της Θεοτόκου
εισήλθε
ανεμπόδιστα αυτή
την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε
τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία,
άκουσε φωνή που
την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο,
πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και
την προστασία της Θεοτόκου και πήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε
από την ιερά μονή
του Βαπτιστού
στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων
Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.
Κατά τα πρώτα
δεκαεπτά
χρόνια στην έρημο,
πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις
επιθυμίες της, ουσιαστικά
για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
Η Οσία
ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσίν ανημέροις
ταις αλόγοις επιθυμίαις
πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες
φαγητών, ποτών και «πορνικών ασμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν
προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν
κάποιος λογισμός
μέσα της, έπεφτε στην γη, την
έβρεχε με δάκρυα και
δεν σηκωνόταν από τη
γη «έως ότου το
φως εκείνο το γλυκύ περιέλαμψεν
και τους λογισμούς τους ενοχλούντας
μοι εδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία,
την οποία είχε εγγυήτρια
της ζωής της
μετανοίας που έκανε. Το
ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε
παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από
τον παγετό και «ως
πολλάκις με χαμαί πεσούσαν άπνουν μείναι
σχεδόν και ακίνητον».
Ύστερα
από
σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού
και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό
και παθητικό
μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης
εθεώθηκε και το σώμα της.
Λόγω
της
μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία
έφθασε η Οσία Μαρία,
έλαβε από τον
Θεό
το διορατικό χάρισμα.
Ήταν
γυμνή
αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες
της
φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνή γαρ ειμί, και γυμνή, καθάπερ
οράς, και την αισχύνην του σώματός μου
απερικάλυπτον έχουσα». Το σώμα τρεφόταν
με τη Χάρη του Θεού:
«Τρέφομαι γαρ και σκέπτομαι τω ρήματι του Θεού διακρατούντος τα
σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε
άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή
η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν
στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του
Τριαδικού Θεού και
αυτή η θεία ενέργεια
διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Αρκείν ειπούσα την χάριν
του Πνεύματος, ώστε συντηρείν την ουσίαν της ψυχής αμίαντον».
Εκείνη
την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο
Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς († 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε
θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το
χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του
ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη
άσκηση και ήταν
φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας
λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το
άν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να
τον ωφελήσει ή
να του διδάξει
κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο
Θεός, για να τον διδάξει
και να τον διορθώσει, του
αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί
να φθάσει στην τελειότητα. Και
στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά
στον Ιορδάνη
ποταμό.
Ο Αββάς
Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού
και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του
Βαπτιστού, που του
υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον
ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την
αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική
ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη
άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.
Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα
με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής
προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι
μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν
μεταξύ τους, και έπειτα
ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές
τροφές και έφευγαν
στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για
να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής
τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή
των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη,
τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού.
Είχαν ως κανόνα
να μην συναντά
κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην
τον ερωτά, όταν επέστρεφαν,
για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο
αυτή.
Αυτόν
τον κανόνα εφάρμοσε και ο
Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές,
βγήκε από το
μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία
να εισέλθει
όσο
μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει
κάποιον ασκητή
που θα τον βοηθούσε να φθάσει
σε αυτό
που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας
ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε
περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών
όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να
ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μία σκιά
που έμοιαζε με ανθρώπινο
σώμα. Στην αρχή θεώρησε
ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό
το όν που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα – το
σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές
ακτίνες – και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που
δεν έφθαναν πιο κάτω από τον
λαιμό. Ο
Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα
που προσευχόταν. Η
Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη
προσευχή και
μάλιστα ο Αββάς
Ζωσιμάς την είδε
όταν
εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό
και άπλωσε τα χέρια της και «ήρξατο
εύχεσθαι υποψιθυρίζουσα· φωνή δε αυτής ουκ ηκούετο έναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν
σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να
πλησιάσει, για να διαπιστώσει
τι ήταν αυτό που
έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο όν απομακρυνόταν.
Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο.
Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει,
για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν
ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε
κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο όν αφού τον
αποκάλεσε με το
μικρό του όνομα, πράγμα
που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση
στον Αββά, του είπε
ότι
δεν μπορεί να γυρίσει
και
να τον δει
κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον
παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του
και να της
ρίξει
ένα κουρέλι
από τα ρούχα του, για
νὰ καλύψει το
γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε
ότι του είπε και τότε εκείνη
στράφηκε προς αυτόν.
Ο
Αββάς αμέσως
γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το
ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν
και οι δυο
γονατιστοί
«έκαστος εξαιτών
ευλογήσαι τον έτερον».
Επειδή ο Αββάς
αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε
ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από
το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και
στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία
κατά
την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της,
ζήτησε από τον
Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο
τόπο στην όχθη του Ιορδάνου
ποταμού, κοντά σε μία κατοικημένη
περιοχή, για να την κοινωνήσει,
ύστερα από
πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Και
νυν εκείνου εφίεμαι ακατασχέτω τω έρωτι», του είπε,
δηλαδή είχε ακατάσχετο
έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος
και του
Αίματος του Χριστού.
Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι
χωρίς να πει σε κανένα τί
ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα
άλλωστε και με τον
κανόνα που υπήρχε σε
εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε
τον Θεό να τον αξιώσει να δει
και πάλι «το ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά
και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε
ο χρόνος, καθώς ήθελε
όλος αυτός ο χρόνος να ήταν
μία
ημέρα.
Το επόμενο
έτος ο Αββάς Ζωσιμάς
από κάποια αρρώστια
δεν μπόρεσε να βγει
από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής
και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την
Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι
πατέρες
της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί
στον τόπο που του είχε υποδείξει
η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την Μεγάλη
Πέμπτη
πήρε μαζί του σε ένα
μικρό ποτήρι το Σώμα
και το Αίμα του
Χριστού, πήρε μερικά
σύκα και χουρμάδες
και λίγη βρεγμένη φακή
και βγήκε από το
μοναστήρι για
να συναντήσει την Οσία
Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς
προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω
των αμαρτιών
του την ευκαιρία
να τη δει εκ
νέου.
Μετά την
θερμή προσευχή την
είδε από την
άλλη πλευρά του
Ιορδάνη ποταμού, να κάνει
το σημείο του
Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό
του ποταμού «περιπατούσαν
επί των υδάτων επάνω και προς εκείνον
βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως
και το «Πάτερ ημών».
Ακολούθως ασπάσθηκε τον
Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε
των ζωοποιών Μυστηρίων.
Έπειτα ύψωσε τα χέρια της
στον ουρανό, αναστέναξε με
δάκρυα και είπε: «Νυν απολύεις
την δούλην σου, ω Δέσποτα, κατά το ρήμά σου εν ειρήνη· ότι
είδον οι
οφθαλμοί μου το σωτήριόν
σου».
Στην συνέχεια,
αφού τον παρακάλεσε να
έλθει και το
επόμενο έτος στο χείμαρρο που την
είχε
συναντήσει την
πρώτη φορά, ζήτησε
την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια
της Οσίας, ζήτησε
και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων και οδυρόμενος», διότι τολμούσε
«κρατήσαι την ακράτητον». Εκείνη
έφυγε κατά τον ίδιο
τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας
δηλαδή πάνω στα νερά
του Ιορδάνου
ποταμού.
Το
επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς
βιαζόταν να φθάσει «προς
εκείνο το παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε
πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ως θηρευτής εμπειρότατος» να
δει «το γλυκύτατο θήραμα», την Οσία
του Θεού. Όμως δεν
την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δείξόν
μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν
σου τον
άσυλον, όν εν
τήδε τη ερήμω κατέκρυψας·
δεῖξόν μοι, δέομαι,
τον εν
σώματι άγγελον, ού ουκ
έστιν ο κόσμος απάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η
Οσία Μαρία ήταν άθικτος
θησαυρός, άγγελος μέσα
σε σώμα, που ο κόσμος
δεν ήταν άξιος
να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά
είδε «κεκειμένην την Οσίαν νεκράν, και
τας χείρας ούτως
ώσπερ έδει τυπώσασαν
και προς ανατολάς
ορώσαν κειμένην τω σχήματι».
Βρήκε δε
και δική της γραφή
που έλεγε: «Θάψον, αββά Ζωσιμά,
εν τούτω τω τόπω της ταπεινής Μαρίας το λείψανον, αποδός τον χουν τωχοί, υπέρ εμού δια
παντός προς τον Κύριον προσευχόμενος,
τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ’ Αιγυπτίους,
όπως εστί κατά Ρωμαίους Απρίλιος),
εν αυτή δε
τη νυκτί του πάθους του σωτηρίου,
μετά την του
θείου και μυστικού δείπνου
μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή
νεκρή, κείμενη στην γη, με
τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας
προς
την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε
και γραφή που
τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία
κοιμήθηκε την ίδια
ημέρα που κοινώνησε,
αφού είχε διασχίσει σε μία
ώρα απόσταση
την οποία διήνυσε το επόμενο
έτος ο Αββάς Ζωσιμάς
σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «και
ήν περώδευσεν
οδόν Ζωσιμάς δια
είκοσι ημερών κοπιών, εις
μίαν ώραν Μαρίαν
διέδραμεν, και ευθύς
προς τον Θεόν εξεδήμησεν». Το
σώμα της είχε
αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε
μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια
ο Αββάς Ζωσιμάς,
αφού έκλαψε πολύ και
είπε ψαλμούς κατάλληλους
για την περίσταση, «εποίησεν ευχήν επιτάφιον». Και
μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων το σώμα τοις δάκρυσι» επιμελήθηκε τα της
ταφής. Επειδή, όμως,
η γη ήταν
σκληρή και ο
ίδιος ήταν προχωρημένης
ηλικίας, γι’ αυτό
δεν μπορούσε να
την σκάψει και
βρισκόταν σε απορία.
Τότε «ορά λέοντα μέγαν τω λειψάνω της Οσίας
παρεστώτα και τα ίχνη αυτής αναλείχοντα», δηλαδή
είδε ένα λιοντάρι
να στέκεται δίπλα
στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο
Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «ουχί τούτον τοις κινήμασι
μόνον ασπαζόμενον, αλλά και προθέσει»,
δηλαδή
το ίδιο το λιοντάρι
καλόπιανε τον Αββά
και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις
του και με τις προθέσεις του, να
προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του
λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο,
για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας
Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Ευθύς δε άμα τω σώματι θαπτόμενο», δηλαδή
με τα μπροστινά
του πόδια έσκαψε το
λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα
της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός
της Οσίας έγινε
προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά
και του λιονταριού «παρεστώτος». Μετά τον
ενταφιασμό έφυγαν και οι
δύο, «ο μεν
λέων επί τα ένδον της ερήμου ως πρόβατον υπεχώρησε. Ζωσιμάς δε υπέστρεψεν, ευλογών
και αινών τον
Θεόν ημών».
Και ο
Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης
Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι
έγραψε αυτό το βίο
«κατά δύναμιν» και «της αληθείας
μηδέν προτιμήσαι θέλων».
Ο βίος
της Οσίας Μαρίας
της Αιγυπτίας, δείχνει
πως μία πόρνη
μπορεί να γίνει
κατά Χάριν θεός, πως
ο άνθρωπος
μπορεί να γίνει
άγγελος εν σώματι
και
πως η κατά Χριστόν
ελπίδα μπορεί
να αντικαταστήσει την
υπό του διαβόλου
προερχόμενη απόγνωση.
Στο
πρόσωπο της Οσίας Μαρίας
της Αιγυπτίας
βλέπουμε τον
άνθρωπο που αναζητά
την ηδονή και
κυνηγά τους ανθρώπους
για την ικανοποίησή
τους, αλλά όμως
με τη Χάρη του Θεού μπορεί να
εξαγιασθεί τόσο πολύ,
ώστε να φθάσει
στο σημείο
να την κυνηγούν οι
Άγιοι για να λάβουν την
ευλογία της και
να ασπασθούν το τετιμημένο
της σώμα, καθώς
επίσης να τη σέβονται
και τα άγρια ζώα.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της,
την βαθιά της
ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού
και παθητού σώματός της, αφ’ ενός μεν προσφέρει
μία παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε ταπεινώνει
εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα.
Δεν ημέρωσε μόνο
τα άγρια θηρία που υπήρχαν
μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά
υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινης φύσεως
και ημέρωσε
ακόμη και
τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι
ο σκοπός και
ο πλούτος της
ενανθρωπίσεως του Χριστού,
που φυλάσσεται μέσα στην
Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική
θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να
μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Η Εκκλησία τιμάτην μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε’ Κυριακή των Νηστειών.
Η Εκκλησία τιμάτην μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε’ Κυριακή των Νηστειών.
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθείσα ενθέως Σταυρού τη χάριτι, της μετανοίας εδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, των παθών τον σκοτασμόν λιπούσα πάνσεμνε· όθεν ως άγγελος Θεού, Ζωσιμά τω ιερώ, ωράθης εν τη ερήμω, Μαρία Οσία Μήτερ· μεθ’ ού δυσώπει υπέρ πάντων ημών.
Φωτισθείσα ενθέως Σταυρού τη χάριτι, της μετανοίας εδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, των παθών τον σκοτασμόν λιπούσα πάνσεμνε· όθεν ως άγγελος Θεού, Ζωσιμά τω ιερώ, ωράθης εν τη ερήμω, Μαρία Οσία Μήτερ· μεθ’ ού δυσώπει υπέρ πάντων ημών.
Κοντάκιον. Ήχος β’.
Τοις των αιμάτων σου.
Τοις
των αγώνων σου πόνοις θεόληπτε, το της
ερήμου τραχύ καθηγίασας· διό σου την μνήμην
δοξάζομεν, εν υμνῳδίαις
Μαρία τιμώντές σε, Οσία Οσίων αγλάϊσμα.
Έτερον Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Της μετανοίας
την λαμπάδα
την πολύφωτον
Και εγκρατείας
την εικόνα την θεόγραφον,
Την
Μαρίαν ανυμνήσωμεν την Οσίαν.
Εν ερήμω
γαρ
ως άγγελος εβίωσε
Και
τον
τρώσαντα αυτήν πρῴην κατῄσχυνε·
Ταύτη λέγοντες· χαίροις Μήτερ ισάγγελε.
Ταύτη λέγοντες· χαίροις Μήτερ ισάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Αίγυπτον φυγούσα την των παθών, δάκρυσιν εκπλύνεις, αμαρτίας τον μολυσμόν, και εν τη ερήμω, του Ιορδάνου Μήτερ, ως άγγελος Μαρία, όντως ηγώνισαι
Αίγυπτον φυγούσα την των παθών, δάκρυσιν εκπλύνεις, αμαρτίας τον μολυσμόν, και εν τη ερήμω, του Ιορδάνου Μήτερ, ως άγγελος Μαρία, όντως ηγώνισαι
Osia Maria and Egypt
The Holy Sacred Patriarch
of Jerusalem († 11 March) wrote the Life of Ossia of Egypt in Egypt, who wrote
various ascetic and hymnographic texts that are permeated by the spirit of
Orthodox theology and ascetic tradition.
Osia Maria was born in
Egypt and lived during the times of Emperor Justinian (527-565 AD). From her
twelve years she has spent an unbroken life in Egypt, since she has been
violating her virginity since she was young and had the passion of flesh.
Living in this life did not receive money, but simply satisfied her passion.
The same was proclaimed to Abbas Zosima as "the public affair of the
immortal sacrifice, but the truth, but the truth," that is, making her
work free, "doing it in me." And as he revealed to him, he had an
insatiable desire and an unconquerable love to roll on the morrow that was her
life, and she was thinking so shameful about human nature.
Because of his cruel life
and the fleshly desire he had, he sometimes followed the pilgrims who went to
Jerusalem to worship the Holy Cross. And that's what she did, not to worship
the Holy Cross, but to have many lovers who would be ready to satisfy her
passion. He also describes realistically the way he boarded the boat. And, as
she revealed, during her journey there was no kind of slumber of what they are
said and are not told of which she did not become a teacher to those wretched
travelers. She herself wondered how the sea suffered her anomalies, and why the
earth did not open her mouth and put her into hell because she had trapped so
many souls. During this trip, he did not suffer from the fact that he disturbed
the young, but he also disturbed many of the residents of the city and the
foreign visitors. And in the Jerusalem that went on the Feast of the Holy
Cross, he was strolling through the streets of "youthful psyche".
But he felt deep
repentance from a miraculous event. While entering the temple to worship the
Wood of the Holy Cross, some force prevented her from advancing. He then stood
before a picture of the Virgin, showed great repentance and asked for the
guidance and help of the Virgin Mary. With the help of Theotokos, he entered
this holy temple unhindered this time and worshiped the Holy Cross. Then, after
having thanked the Virgin Mary, she heard a voice that prompted her to travel
to the desert beyond the Jordan. Immediately he asked for the assistance and
protection of the Virgin Mary and took her way to the desert, having previously
passed from the holy monastery of Baptistus to the Jordan River and shared the
Achranth Mysteries. In the wilderness he lived forty-seven years without ever
encountering a man.
During the first seventeen
years in the desert, she struggled very hard to defeat her desires and desires,
essentially to defeat the devil who fought her with the memories of her
previous life.
Osia lived for seventeen
years in the wilderness of the wilderness of the wilder desires of the
wilderness. He had many desires of food, drink, and "pranks", and
many thoughts that prompted her to prostitution. But when there was some
calculus within her, she fell to the ground, tearing it with tears, and not
lifting herself out of the earth "until the light that sweet grew covered,
and my thoughts bothering me to devour." She constantly prayed to the
Virgin Mary, who had been the guarantor of her life of repentance. Her garment
was torn and destroyed and has since remained naked. He was burnt out of the
heat and was frowned by frost, and "as long as he stumbled to death, he
was almost and immobile."
Because Abbas wondered if
he saw an intangible spirit in front of him, he discerning his thoughts, told
him that he is sinful, surrounded by holy Baptism, and is earth and ashes, not
an intangible spirit.
Ossia Maria at this
meeting, after revealing her whole life, asked Abbas Zosima to come to a
certain place on the bank of the Jordan River in the middle of the following
year, near a residential area, to communicate with her , after many years of
great repentance that transformed its existence. "And now I am angry with
love," he told him, that he had an unrelenting love to communion with the
Body and Blood of Christ.
Abbas Zosimas returned to
the monastery without telling anyone what he had just met, as well as the rule
that existed in that holy monastery. But he constantly begged God to ask him to
see again the "wandering face" next year and he was sad because he
did not spend time as he wanted all this time to be one day.
The following year Abbas
Zosimas from some disease could not leave the monastery in the desert, as did
the other fathers at the beginning of Lent, and so remained in the monastery.
And on the Sunday of the Palm, when the other fathers of the Monastery had
returned, he prepared to go to the place that Osia had suggested to him to
communicate.
On Holy Thursday he took
with him in a small glass the Body and Blood of Christ, took some figs and
doughs and some wet lentils and came out of the monastery to meet Ossia Maria.
But because she was late to come to the appointed place, Abbas prayed to God
with tears not to deprive him of his sins of the opportunity to see it again.
After the warm prayer he
saw her from the other side of the Jordan River, making the cross point, to the
water of the river, "they strolled on the waters above and went to
him." Then Osia begged him to say the Symbol of Faith and "Our
Father". Then he embraced Abba Zosima and shared the life-giving
Mysteries. Then she raised her hands in the sky, sighed with tears, and said:
"Now you are delivering your servant, O my sister, in your verdict in
peace; that my eyes have seen your salvation."
Then, after asking him to
come next year to the torrent he had met her the first time, he asked for his
prayer. Abbas touched Ossia's feet, prayed for her prayer, and let her go
"tightened and frightened" because she dared "keep the
incontinence." She left in the same way as she came, then on the Jordan
river.
The following year,
according to Ossia's request, Abbas hurried to reach "that paradoxical
spectacle." Having married many days and arrived at that place, he was
looking "as a predator of experience" to see "the sweet
prey", the God of God. But she did not see her anywhere. Then he began to
pray to God earnestly: "Behold me, Despot, your treasure, Asylum, be upon
the deserts of the wilderness; Behold me, I am the angel of the body, and there
is not the world worthy." For Abbas Zosima Osia Maria was an intact
treasure, an angel in a body that the world was not worthy of having. And
praying with these words, he saw "standing in the face of the dead, and
the hands thus they were printing, and to the east they spoke in the
form." She found her own scripture, saying, "Thypas, Abba Zosim, in
this place of the humble place of Mary, I have redeemed it; I have received it
now, for my sake, for all the sake of the praying of the Lord, Pharmothius
(according to the Egyptians, during the Roman period of April), during that
night of the passion of the salvation, following the unclean and secret supper.
" He found her dead, lying on the earth, with her arms crossed and looking
toward the sunrise. At the same time he found writing that asked him to bury
her.
Osia slept on the same day
he shared, having traveled in an hour's distance Avvas Zosimas in twenty days.
Saint Sophronios writes: "And he journeyed Zosimsus by twenty days, and in
one hour Mary walked, and straightway unto God he was exiled." Her body
had acquired other qualities, had been transformed.
Subsequently, Abbas
Zosimas, after much crying and saying psalms appropriate to the occasion,
"made a wishful lady". And then, with a great devotion, "wetting
the body in tears", he cared for burial. Because, however, the land was
tough and he was of an advanced age, so he could not dig it and was wondering.
At that time, "a lot of lions grew in the oasis of the Oasis and its
traces," that is, saw a lion standing beside the relics of Ossia and
licking her traces. Abbas was scared, but the lion himself, "not this
movement, but only the aspirant, but also the will", that is, the lion
itself blessed Abba and encouraged him to go into burial with his moves and
intentions. Taking Abbas courage from the lion's day, he begged him to dig that
very pit himself in order to graze the holy relic of Ossia Maria because he was
unable. The lion obeyed. "Just as the body was thrown", that is, with
its front legs, he dug the pit as much as it should to bury the recession of
Ossia Maria.
The burial of Ossia became
a prayer to Abba Zosima and the lion "partisotos". After the burial,
both left, "the man said to the wilderness of the desert as a sheep, he
gave up. Zosimas did not return, bless our God and bless ourselves. "
And Saint Sophronius,
Patriarch of Jerusalem, concludes that he wrote this life "by power"
and "the truth zero you prefer."
The life of Osama Maria of
Egypt shows that a prostitute can be made by a Harin god, that man can become
an angel in a body, and that Christ's hope can replace the despondent
despondency. In the face of Ossia Maria of Egypt we see the man who seeks the
pleasure and chases the people for their satisfaction, but with the grace of
God he can be so exultant that he can reach the point where the saints chase it
to receive it her blessing and her valued body, as well as the wild animals.
Ossia Maria, Egypt, with
her repentance, her profound humiliation, the overcoming of her mortal and
passive body in Grace, on the one hand, offers comfort to all people, but on
the other hand it does not humiliate those who take pride in their ascetics
feats. Not only did the wild beasts that were in it, ie horses passions, but
exceeded all the limits of human nature and even the wild beasts of creation.
This is the purpose and
the riches of Christ's incarnation, which is kept in the Church. With revealing
theology and Christ's life, man can be transformed altogether.
The Church honors the
memory of Ossia Maria of Egypt and the Fourth of the Nights.
Apolyticus. Sound flat a'.
The Synonymous Logos.
An enlightened inset of
the Cross, the grace of the repentance of the light of the light, the passions
of the darkness faded; so, as the angel of God, Zosim the sanctuary, you are in
the desert, Mary the Ossuary;
Kontakion. Sound b '.
Those of your blood.
Those of you struggling
with your sorrows, the wilderness of the wilderness made you strong; for by
your grace we glorify, praised by Mary, honors in Oasis of Ouster.
Another Comrade. Sound
flat d '. I'm overwhelmed.
Of repentance the candle
is the charm
And the image of the
theotokos,
Mary is rebuking the East.
I despise as an angel
And the eater that had
eaten it abode;
That said, Merry Mitter
said.
Majesty.
The Egyptian fleeing the
passions, tearing away the sheds, sinning the infection, and in the wilderness,
the Jordan Mitre, as the angel Mary,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου