12/2/19

Ο Όσιος Αλέξιος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Μόσχας


Ο   Όσιος   Αλέξιος,   κατά   κόσμο   Ελευθέριος,   γεννήθηκε   στη   Ρωσία το   έτος   1300   και   ανήκε   στην   πλούσια,   ευγενή   και   ευσεβή οικογένεια   των   Πλετσέγιεφ.   Οι   γονείς   του,   Θεόδωρος   Βιάκοντ   και Μαρία,   κατάγονταν   από  το  Τσέρνιγκωφ. Όταν  η  πόλη  καταστράφηκε   από   τους   Τατάρους,   το    ζεύγος   κατέφυγε   στη Μόσχα,   όπου   βρήκε   τη   φιλοξενία   του   Αγίου   Δανιήλ Αλεξάνδροβιτς   του   πρίγκιπα,   ο   οποίος πέθανε   το   έτος   1303   και τιμάται   ως   Άγιος   της   Ρωσικής   Εκκλησίας.   Ο   Θεόδωρος   κατέλαβε μία   σημαντική   θέση   στη    διοίκηση    του    πριγκιπάτου και  εκτιμήθηκε   δεόντως   από    τον    μεγάλο   πρίγκιπα    και    τους άρχοντες.
Ο Ελευθέριος είχε ως πνευματικό πατέρα το δευτερότοκο υιό του πρίγκιπα Δανιήλ  και  μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ιωάννη Ντανίλοβιτς  Καλίτα   (1328 – 1340). Από τα παιδικά του χρόνια ανέπτυξε ένα χαρακτήρα    συγκρατημένο και σεμνό. Σε ηλικία 12 ετών, κατά τη διάρκεια    ενός   κυνηγιού  στα  λιβάδια,  αποκοιμήθηκε  και  στον   ύπνο του  άκουσε μία φωνή  να τον  προστάζει:   «Αλέξιε,   γιατί   κουράζεσαι μάταια;   Εσύ   πρέπει  να γίνεις αλιεύς   ανθρώπων!».   Η   φωνή    αυτή άσκησε αποφασιστική  επιρροή  στην  ζωή  του   νεαρου   Ελευθερίου. Απαρνήθηκε   τα   παιδικά   παιχνίδια   και    αφιερώθηκε   με   μεγάλο ζήλο   στην   άσκηση   της   προσευχής    και    της   νηστείας  και  τη μελέτη  της  Αγίας   Γραφής.   Σε   ηλικία   20    ετών   εγκαταβίωσε   στη  μονή  των   Θεοφανίων   της   Μόσχας,   στην    οποία    ηγούμενος    ήταν ο   Στέφανος, μεγαλύτερος    αδελφός   του   Αγίου   Σεργίου    του Ραντονέζ. Κείρεται  μοναχός  και  λαμβάνει  το όνομα Αλέξιος.  Πνευματικός  καθοδηγητής του γίνεται   ο  στάρετς   Γερόντιος.   Με μεγάλο   ζήλο    περατώνει   τα   μοναχικά  καθήκοντά  του, καλλιεργώντας    με   ξεχωριστό    πάθος   τη  μελέτη του  λόγου του  Θεού.   Για   να   μελετήσει   την   Καινή  Διαθήκη   στην   πρωτότυπη γλώσσα   μελετάει   τα   ελληνικά.   Χάρη   σε   αυτό,   ήταν   στην   συνέχεια   σε   θέση   να   αντιπαραβάλλει   το   σλαβικό    με   το   ελληνικό   κείμενο   και  να  διορθώσει   τις   ανακρίβειες   των   διαφόρων μεταφραστών   και   αντιγραφέων.   Η νέα σλαβική  έκδοση του Ευαγγελίου απευθείας από τα ελληνικά, που έγινε πράξη από τον Μητροπολίτη   Αλέξιο,   είναι   ένα   ανεκτίμητο   κείμενο   της   Ρωσικής  εθνικής    λογοτεχνίας.
Τα   μεγάλα   πνευματικά  χαρίσματα  και  οι  θεολογικές    αρετές   του Αλεξίου   τράβηξαν  την  προσοχή  του   Μητροπολίτου   Θεογνώστου,   που   τον    εκτίμησε   και   τον   ονόμασε   αντιπρόσωπό   του   για  τις υποθέσεις της Μητροπόλεως και, κυρίως, για τις περιπτώσεις του εκκλησιαστικού  δικαστηρίου.   Για    μία   χρονική   περίοδο   12   ετών,   ο Αλέξιος έφερε εις πέρας αυτό  το  διακόνημα αποκτώντας σπουδαία εμπειρία και μία ευρεία γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, ειδικότερα   στο   διοικητικό    και   δικαστικό    τομέα.
Προικισμένος με  αρετἐς  από   τον   Θεό,   ο   Όσιος   Αλέξιος   έγινε γρήγορα   τοποτηρητής   του  Μητροπολίτου   Θεογνώστου,   κάθε   φορά που ο Μητροπολίτης μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη ή στο στρατόπεδο   του   Χάνου των Τατάρων, που κυριαρχούσαν τότε στη Ρωσία,  ή επισκεπτόταν απομακρυσμένες επαρχίες. Λίγο αργότερα εκλέγεται   Επίσκοπος   του   Βλαδιμήρ.   Όταν   ενέσκηψε,   κατά   το   έτος 1344, ο τρομερός εκείνος λοιμός, που ονομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε από την ασθένεια και   ο Μητροπολίτης   Θεόγνωστος.   Ο Όσιος   Αλέξιος   προσκλήθηκε τότε από τον λαό και την αυλή του μεγάλου ηγεμόνα της Μόσχας να αναλάβει τη θέση του Μητροπολίτου Θεογνώστου,  ο   οποίος   ψυχορραγώντας   έγραψε  προς   τον   Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως  υπέρ  του   Οσίου   Αλεξίου.   Το   ίδιο  έπραξε   και ο   μέγας   ηγεμόνας Συμεών προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό   (1347 – 1354).
Όμως   ο   Πατριάρχης   Φιλόθεος   (1354 – 1355, 1364 – 1376)   χειροτόνησε, στην   Κωνσταντινούπολη,   αντί   ενός,  δύο   Μητροπολίτες,   τον   Άγιο Αλέξιο   και   τον   Ρωμανό,   ελληνικής   καταγωγής,   αποσταλέντα    υπό του   ηγεμόνος   της   Λιθουανίας   Ολγκέρτ   (1341 – 1380).   Η   πράξη   αυτή του Πατριάρχου προκάλεσε εκκλησιαστικό σκάνδαλο. Έτσι, ο Πατριάρχης   Φιλόθεος,   για   να   επαναφέρει   την   γαλήνη,   αναγόρευσε τον Άγιο Αλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τον δε   Ρωμανό Μητροπολίτη    Λιθουανίας   και   Βολυνίας.
Ο   Άγιος   Αλέξιος,   του   οποίου   η   φήμη   των   αρετών   είχε   εκταθεί σε   όλη   τη   Ρωσία   και   μεταξύ   αυτών   των   Τατάρων,   ωφέλησε   τα μέγιστα   τη   χώρα.   Η   σύζυγος   του   Χάνου   Ταϊδούλα,   πάσχουσα   από   βαριά   ασθένεια,    επικαλέσθηκε   την   βοήθεια   του   Αγίου.   Ο αρχηγός   των   Τατάρων   έγραψε   προς   τον   ηγεμόνα   Συμεών: «Ακούσαμε   ότι   ο   ουρανός  τίποτε   δεν   αρνείται   στις   παρακλήσεις του   παπά  σας.   Άς   ζητήσει,   λοιπόν,   την   υγεία  της    συζύγου   μου». Πράγματι ο  Άγιος προσευχήθηκε στον Θεό. Η   ηγεμονίς  Ταϊδούλα ανέκτησε   την   υγεία   της   και   θέλησε   να   εκδηλώσει   την ευγνωμοσύνη   της  προς τον άνθρωπο του Θεού. Ο  Άγιος τότε παρακάλεσε   να   απαλλαγούν   οι   Ρώσοι   από   τους   βαρύτατους φόρους   που   πλήρωναν   στον   Χάνη   των   Τατάρων.   Έτσι   ήλθαν καλύτερες   ημέρες,   ημέρες   ειρήνης,   για   τον   λαό   του   Θεού.   Σαν σημάδι   ευγνωμοσύνης   για   τη   θεραπεία,   ο   Χάνης   δώρισε   στον Όσιο   ένα    τεμάχιο   γης   που   βρισκόταν   στο   Κρεμλίνο,   όπου  αργότερα   κτίσθηκε   η   μονή  των Θαυμάτων, σε  ανάμνηση   του θαύματος   που   έκανε   ο   Αρχάγγελος   Μιχαήλ  στις   Κολοσσές     Χώνια)  της   Μικράς   Ασίας.   Επίσης,   ο   Χάνης   δώρισε   στον   Όσιο Αλέξιο ένα πολύτιμο δακτυλίδι, που φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο σκευοφυλάκιο  του   καθεδρικού  ναού   της   Κοιμήσεως  της    Θεοτόκου στο   Κρεμλίνο.
Ο    Άγιος   Αλέξιος   εργάσθηκε   σκληρά στο Κίεβο για την αποκατάσταση   της   εκκλησιαστικής   τάξεως   και   της   ευημερίας   του λαού και   μάλιστα   σε   καιρούς   δύσκολους   για    την   πολιτική   ζωή της   Ρωσίας.   Η   εξουσία  του   μεγάλου   δούκα   της   Μόσχας   Ιωάννου του   Ερυθρού   εξασθενούσε. Μετά   τον   θάνατο  του   ηγεμόνα,   μέγας δούκας   αναγορεύθηκε   όχι   ο   νόμιμος   διάδοχος   Δημήτριος,   αλλά   ο δούκας   του   Σούζνταλ.   Παρά   την   αντίδραση   του   νέου    ηγεμόνα κατά του Πατριάρχου, ο Άγιος δεν εγκατέλειψε τη Μόσχα και προσπάθησε  με   όλες   του   τις   δυνάμεις   να   αποκαταστήσει   στον θρόνο  το νεαρό Δημήτριο. Υπήρξε σύμβουλος  του Δημητρίου   και  ανέλαβε   έργο   ειρηνοποιού    μεταξύ   των   φιλόδοξων Ρώσων ηγεμόνων. Η αγιότητα του Οσίου είχε τέτοια επίδραση και  στους  Μογγόλους,   ώστε   οι   υιοί   του   Χάνου   Κούλπα    έγιναν     Χριστιανοί  και  έλαβαν τα   ονόματα   Ιωάννης   και   Μιχαήλ.   Ο   Άγιος   βοήθησε, επίσης,   στην   κατάργηση   των κληρουχικών ηγεμονιών, τη συνδιαλλαγή   τους και την αναγνώριση του μεγάλου ηγεμόνα της Μόσχας   ως    εθνικού    αρχηγού.
Ακούραστη  υπήρξε επίσης, η δραστηριότητα του Αγίου στον εκκλησιαστικό χώρο. Συνέβαλλε στην ανέγερση πολλών ναών και μοναστηριών, που  ήταν   εστίες    της   ρωσικής    κουλτούρας,   επάνδρωσε   με   ποιμένες   τις   επαρχίες,   επισκέφθηκε   τις   ενορίες     και   τις   Επισκοπές   κηρύττοντας   ακούραστα   τον   λόγο   του   Θεού   και   έστειλε   ποιμαντικές   επιστολές   προς   το   ποίμνιό   του.
Στην   πρωτεύουσα   ίδρυσε   τη   μονή    Σπάζο – Ανδρόνικωφ,   τη   μονή  των Θαυμάτων και  τη γυναικεία μονή Αλεξέεφσκι, στην οποία τοποθετήθηκε ηγουμένη η αδελφή του Αγίου, Ιουλιάνα. Μοναστήρια ανυψώθηκαν  ακόμα   και   στις   όχθες   του   ποταμού    Μόσχαβα,   όπως η   μονή    Σιμονώφ,   στις   όχθες   του   ποταμού    Κλιάζμα   και   αλλού.
Ο  Άγιος   εισήγαγε   ένα   νέο   καθεστώς  για   τα   γυναικεία   μοναστήρια, που   μέχρι   τότε   εξαρτώντο   από   τα   ανδρικά  μοναστήρια.   Το   κανονικό τους καθεστώς εγκρίθηκε, κατά τρόπο οριστικό,   από   τη   Σύνοδο   των   «Εκατό   Κεφαλαίων»,   το   έτος   1551 και   έγινε   υποχρεωτικό   για   ολόκληρη   την   Εκκλησία   της   Ρωσίας.
Στα   χρόνια   εκείνα   στη   Μόσχα   άρχισαν   να   κατασκευάζονται κτίρια από πέτρα. Με προτροπή του Αγίου Αλεξίου, το Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε   από  τείχη,  πύργους και θύρες διαμορφωμένες με πέτρινα    εμπόδια.
Ο Άγιος φάνηκε γενναιόδωρος απέναντι στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, που απευθύνονταν στη Μόσχα, για να ζητήσουν βοήθεια. Έστειλε πίσω με πλούσια   δώρα   τους   εκπροσώπους   της   Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ και τους μοναχούς της ερήμου του Σινά, που ήταν επιφορτισμένοι να καταβάλλουν χρηματικές εισφορές στους Μουσουλμάνους.
Ο γεμάτος ζήλο ποιμένας απευθυνόταν συχνά προς τους πιστούς με επιστολές   και   τους   προέτρεπε   να   ακολουθήσουν   το   χριστιανικό βίο.
Ο   Όσιος   Αλέξιος   κοιμήθηκε   με   ειρήνη   το   έτος   1378.   Ο ενταφιασμός του ιερού λειψάνου   αυτού   έγινε   στη  μονή των Θαυμάτων,   που   είναι   αφιερωμένη   στον  Αρχάγγελο   Μιχαήλ.
Η   Εκκλησία   της Ρωσίας τίμησε εξαιρετικά την αρετή   και   την ποιμαντική   δράση   του   Αγίου,   αποκαλώντας  τον   «φωστήρα   της Ρωσίας,   τιμή   της   Μόσχας,   στύλο   και   θεμέλιο   της   Εκκλησίας».
Το   1431   η   ξύλινη   εκκλησία,   στην   οποία   φυλάσσονταν   τα   λείψανα   του  Αγίου, καταστράφηκε και στη θέση της ο μεγάλος πρίγκιπας   διέταξε   να   ανεγερθεί   πέτρινος   ναός.   Κατά   την   διάρκεια των εργασιών βρέθηκε άφθαρτο το λείψανο του Αγίου. Ο Μητροπολίτης   Μόσχας   Φώτιος, περιστοιχισμένος από τον κλήρο, τέλεσε   ακολουθία   ευχαριστίας   στον   Θεό   και   τα   ιερά   λείψανα   του   Αγίου   Αλεξίου   τοποθετήθηκαν   με   επισημότητα   στο παρεκκλήσι του   Ευαγγελισμού   της   Θεοτόκου.   Έκτοτε   δεν   έπαψε ποτέ   η   τιμή   προς   τον   Άγιο,   στον   οποίο   αποδίδονται   πολλά θαύματα   και   πνευματικές   ευεργεσίες.
Η   Ρωσική    Σύνοδος,   το   έτος   1448,   προεδρεύοντος    του    Πατριάρχου    Ιωνά  (1448 – 1461), καθιέρωσε   τον   εορτασμό   της   μνήμης   του   Αγίου   Αλεξίου   την   12η   Φεβρουαρίου,  ημέρα   της κοιμήσεώς του, και  την 20η  Μαΐου,   ημέρα  της  ευρέσεως των ιερών λειψάνων   του.  
Το έτος 1485,   στη   μονή  των   Θαυμάτων,   ανεγέρθη   ναός   προς   τιμήν του Αγίου Αλεξίου και  εκεί μεταφέρθηκαν τα λείψανά του. Επί  Πατριαρχείας   Ιωακείμ (1674 – 1690), το έτος 1686, έλαβε χώρα μία δεύτερη   επίσημη μετακομιδή των λειψάνων στο καινούργιο   ναό,   που ήταν  αφιερωμένος    στον   Ευαγγελισμό   της   Θεοτόκου   και   τον   Άγιο Αλέξιο.   Με   ευλογία   του   Πατριάρχου   Αλεξίου,  το   έτος  1947,   τα λείψανα    του   Αγίου   μετεκομίσθησαν   στον    καθεδρικό   πατριαρχικό ναό  των   Θεοφανείων στη Μόσχα, όπου   βρίσκονται   ακόμα   σήμερα, μπροστά   από    το   τέμπλο   του   ναού,   στη    δεξιά   πλευρά.

Saint Alexios the Wonderful Archbishop of Moscow

Alexios Alexios, Eleftherios, was born in Russia in the year 1300 and belonged to Plecheyev's wealthy, noble and devout family. His parents, Theodore Viacont and Maria, came from Chernigov. When the city was destroyed by the Tartars, the couple resorted to Moscow, where they found the hospitality of St. Daniel the Prince of Alexandria, who died in 1303 and was honored as Saint of the Russian Church. Theodore occupied an important position in the administration of the principality and was duly appreciated by the great prince and the rulers.
Eleutherios had as his spiritual father his second-born son Prince Daniel and future Muscovite prince Ioan Danilovic Calita (1328-1340). From his childhood he developed a temperate and modest character. At the age of 12, during a hunting season in the meadows, he fell asleep and in his sleep heard a voice pretending to him: "Alexis, why are you tired in vain? You have to be a fisherman of people! " This voice exercised a decisive influence on the life of the young Eleftherios. He detested toys and devoted himself with great zeal to practicing prayer and fasting and studying the Bible. At the age of 20 he settled in the monastery of Theophany of Moscow, where he was Stefanos, the older brother of St. Sergius of Radonéz. He is a monk and receives the name Alexios. His spiritual mentor becomes the sergeant Gerontios. With great zeal, he ends his lonely duties, cultivating with passionate study the study of the word of God. To study the New Testament in the original language, he studies Greek. Thanks to this, he was then able to contrast the Slavic with the Greek text and correct the inaccuracies of the various translators and copiers. The new Slavic version of the Gospel directly from the Greek, made by Metropolitan Alexios, is an invaluable text of Russian national literature.
The great spiritual gifts and the theological virtues of Alexios drew the attention of Metropolitan Theognos, who appreciated him and named him his representative for the affairs of the Metropolis and, especially, the cases of the ecclesiastical court. For a period of 12 years, Alexios carried out this quest by gaining great experience and a wide knowledge of ecclesiastical matters, particularly in the administrative and judicial field.
Endowed with virtue by God, Saint Alexius quickly became the patron saint of Metropolitan Theologos, whenever the Metropolitan moved to Constantinople or to the Khata of Tatar, which then ruled Russia, or visited distant provinces. Shortly afterwards, he was elected Bishop of Vladirim. When, in the year 1344, the terrible plague, called the Great Death, was inflicted by the disease and the Metropolitan Goddess. Saint Alexios was then invited by the people and the court of the great ruler of Moscow to take over the post of Metropolitan Theologos, who wrote to the Patriarch of Constantinople in favor of St. Alexius. The same was done by the great ruler Simeon to the emperor John Kantakouzenos (1347 - 1354).
However, Patriarch Philotheos (1354-1355, 1364-1376) consecrated in Constantinople, instead of one, two Metropolitans, Saint Alexios and Romanos, of Greek descent, sent by the ruler of Lithuania Olgert (1341-1380). This act of the Patriarch has caused an ecclesiastical scandal. Thus, Patriarch Philotheos, to restore peace, proclaimed St. Alexios the Metropolitan of Kiev, the Roman Metropolitan of Lithuania and Volyn.
Saint Alexius, whose reputation for virtue spread throughout Russia and between these Tartars, has benefited the country as much as possible. Hanu Taidoula's wife, suffering from a severe illness, invoked the Saint's help. The Tatar captain wrote to the ruler, Simeon, "We have heard that the sky has nothing to deny in your priest's prayers. So ask for my husband's health. " Indeed, the Saint prayed to God. The prince Taidoula regained her health and wanted to express her gratitude to the man of God. The Saint then pleaded for the Russians to be freed from the heaviest taxes they paid for the Hanni of Tatar. So better days, days of peace, for the people of God came. As a sign of gratitude for the healing, Hanis donated Osios a piece of land in the Kremlin, where the Wonderwork Monastery was later built, in memory of the miracle that Archangel Michael made in the Colossians (or Chonia) of Asia Minor. Also, Hanis donated Osio Alexios a precious ring, which is still preserved in the sacristy of the cathedral of the Assumption of the Virgin Mary in the Kremlin.
Saint Alexius worked hard in Kiev to restore the ecclesiastical order and prosperity of the people, even at times difficult for the political life of Russia. The power of the great duke of Moscow, John of Red, weakened. After the death of the ruler, the Grand Duke was proclaimed not the legitimate successor of Dimitrios, but the duke of Susan. Despite the new ruler's reaction against the Patriarch, the Saint did not abandon Moscow and tried with all his might to restore the young Dimitrios to the throne. He was a counselor to Demetrius and took over the work of a peacemaker among the ambitious Russian rulers. The holiness of Hosios had such an effect on the Mongols, so that the sons of Hanus Kulpa became Christians and received the names John and Michael. The Saint helped also the abolition of the hereditary hegemons, their reconciliation and the recognition of the great ruler of Moscow as the national leader.
The activity of the saint in the ecclesiastical space was also unrelenting. He contributed to the erection of many temples and monasteries, which were hotspots of Russian culture, manned the shepherds in the provinces, visited the parishes and the Dioceses, and tirelessly preaching the word of God and sending pastoral letters to his flock.
In the capital he founded the Spazo-Andronikov Monastery, the Wonderwork Monastery and the Alexeiyski Monastery, in which the sister-in-law of Saint-Julian was placed. Monasteries were raised even on the banks of the Moskva River, such as Simonos Monastery, on the banks of the River Kliazma and elsewhere.
Saint introduced a new regime for female monasteries, which until then depended on men's monasteries. Their regular status was finally approved by the Hundreds of Capitals in 1551 and became mandatory for the entire Church of Russia.
In those years in Moscow began building stone buildings. At the instigation of Saint Alexiou, the Kremlin was surrounded by walls, towers and doors formed with stone barriers.
The Saint seemed generous to the other Orthodox Churches, who were addressing Moscow, to ask for help. He sent back with rich gifts the representatives of the Church of Jerusalem and the monks of the Sinai desert, who were responsible for paying money to the Muslims.
The zealous-filled shepherd often addressed the believers with letters and encouraged them to follow the Christian life.
Saint Alexios slept peacefully in 1378. The burial of this sacred relic took place in the monastery of the Miracles dedicated to Archangel Michael.
The Church of Russia highly honored the virtue and pastoral action of the Saint, calling it the "light of Russia, the honor of Moscow, the post and the foundation of the Church."
In 1431 the wooden church, in which the relics of the Saint were kept, was destroyed and in its place the great prince ordered a stone church to be erected. During the work, the relic of the saint was found to be indestructible. The Metropolitan of Moscow Photius, surrounded by the clergy, made a consecration of thanksgiving to God, and the holy relics of Saint Alexius were placed in the chapel of the Annunciation. Since then, the honor has never ceased to the saint, to whom many miracles and spiritual benefits are attributed.
The Russian Synod, in 1448, in the chairmanship of Patriarch Jonah (1448-1461), established the commemoration of Saint Alexios on February 12th, his day of sleep, and on May 20th, the day of his holy relics being found.
In the year 1485, in the monastery of the Wonderwork, a temple was built in honor of St. Alexios and there were transferred his remains. On Patriarchy of Ioakeim (1674-1690), in 1686, a second official relocation of the remains took place in the new temple, dedicated to the Annunciation of the Virgin Mary and Saint Alexios. With the blessing of Patriarch Alexiou, in 1947, the relics of the Saint were moved to the cathedral patriarchal temple of Epiphany in Moscow, where they are still present today, in front of the temple of the temple, on the right side.

Δεν υπάρχουν σχόλια: