17/2/19

Ο Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου


Ο ιερός και φλογερός αὐτός εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού καταγόταν   από   τη   Ρώμη   και   έζησε  στα   χρόνια  των  Αποστόλων.   Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, αλλά ειδωλολάτρες. Είχαν δύο παιδιά, τον Αυξίβιο    και   έναν    άλλο,   τον    Θεμισταγόρα,   που    ήταν   πιο   μικρός.

Ο   Αυξίβιος   είχε ωραίο και  επιβλητικό παράστημα  αγαπούσε  δε  πολύ  τα   γράμματα.   Όταν   μεγάλωσε και ήρθε ο καιρός  να  μορφωθεί,  οι    γονείς  του   τον   παρέδωσαν   σε   σοφούς   δασκάλους,   κοντά   στους   οποίους   ο  νέος διδάχτηκε όλη τη   σοφία και τη γνώση   του   καιρού του. Την   ίδια   περίοδο   ο φιλομαθής νέος είχε γνωριστεί και  με χριστιανούς,   και   άρχισε  και    από αυτούς    να   μαθαίνει   τα    της   νέας   θρησκείας.

Οι   γονείς   που    έβλεπαν   στο   μεταξύ   το  παιδί  τους   να   μεγαλώνει   και   να φτάνει στην κατάλληλη ηλικία για αποκατάσταση, άρχισαν να του μιλούν για   γάμο   και   να   τον  εκβιάζουν   να   νυμφευτεί.   Μα   ο   καλός  και μεγαλεπήβολος νέος που διψούσε γιὰ άλλη ζωή, ζωή ανώτερη, τους παράτησε   και   έφυγε   κρυφά   από   τη   Ρώμη   μ’ ένα καράβι,   που   ταξίδευε στην   Κύπρο.   Κάποιο   πρωινό  το   καράβι   έφτασε   και    αγκυροβόλησε   στον Λιμνίτη, ένα λιμάνι που βρίσκεται στη βόρεια ακτή της  νήσου  και   απέχει  τέσσερα   περίπου   μίλια   από   την   πόλη   των   Σόλων. Την   πόλη    αυτή, όπως είναι γνωστό, έκτισε ο βασιλιάς της Αίπειας  Φιλόκυπρος,   το   πρώτο τέταρτο   του   έκτου   αιώνος π.Χ. προς   τιμή   του   μεγάλου   νομοθέτου   των Αθηνών, του Σόλωνα, που επισκέφθηκε τότε την Κύπρο.   Στην  πόλη  αυτή η   Πρόνοια   του  Θεού κανόνισε, ώστε   ο   Αυξίβιος   να   συναντηθεί   με  τον απόστολο  Μάρκο    και   να   γίνει   μαθητής   του.   Ο   νεαρός    απόστολος    ήταν μόνος του, γιατί ο σύντροφός του, και αρχηγός της ιεραποστολικής ομάδας,   Κύπριος   απόστολος   Βαρνάβας είχε  υποστεί στο μεταξύ   τον μαρτυρικό   θάνατο   στη   Σαλαμίνα. Τον είχαν λιθοβολήσει ένα  βράδυ  οι Ιουδαίοι.

Κοντά στον ευαγγελιστή Μάρκο ο νεαρός προσήλυτος Αυξίβιος συμπλήρωσε τις γνώσεις του για  τη  νέα πίστη,   δέχτηκε  το  βάπτισμα  και χειροτονήθηκε   επίσκοπος.   Από   τή   στιγμή   αυτή   στην ψυχή του   ένας  πόθος φλογερός  καὶ ιερός είχε ανάψει δυνατά. Ο πόθος να μεταδώσει τον θησαυρό που βρήκε και σε άλλους. Να βοηθήσει και άλλους να γνωρίσουν τον Χριστό  και να μοιραστούν μαζί του  την  ανεκλάλητη χαρά   του.

Στον πόθο του όμως   αυτό   τον   ιερό   και   άγιο   παρουσιαζόταν   εμπόδιο  τρανό   και   ανυπέρβλητο  μία  υπόδειξη – εντολή, που  του  έκαμε  ο δάσκαλός   του,   ο   απόστολος  Μάρκος.
– Προσπάθησε, του  είχε    πει,   να   επιβληθείς    στους   γύρω   σου  πρώτα   με   το παράδειγμά σου και τα έργα σου και ύστερα με τα λόγια και τη διδασκαλία   σου.

Την   υπόδειξη   αυτή   ο άγιος μας την σεβάστηκε  και  την τήρησε πιστά.   Είχε μάθει πως η   υπακοή  είναι  μεγάλη  αρετή  για τον χριστιανό.   Γι’ αυτό  και δεν   θέλησε   να   την   αγνοήσει.   Αφού   αποχαιρέτησε τον ευαγγελιστή  και πνευματικό πατέρα και οδηγό του Μάρκο, που αναχώρησε για την Αίγυπτο, ονεοφώτιστος μαθητής έφυγε και αυτός από τον Λιμνίτη, κι ήρθε στους   Σόλους.   Εκεί κοντά  στον  μεγάλο  και   καλλιμάρμαρο   ναό  της πόλης που ήταν αφιερωμένος στον πατέρα «των θεών και των ανθρώπων», τον  Δία, συνάντησε ο άγιος μας  τον  ειδωλολάτρη  ιερέα, που μόλις τον είδε  και  αντιλήφθηκε  πως   ήταν   ξένος,   τον   κάλεσε   για   να  τον  φιλοξενήσει.

Στο   σπίτι   του   ιερέα   ο   μακάριος   Αυξίβιος   έμεινε   αρκετό   καιρό χωρίς να μιλήσει   ποτέ   σε   κανένα   για   τη    χριστιανική  του    ιδιότητα.
Κάποια μέρα που ο ειδωλολάτρης ιερέας επέστρεψε από τον ναό, ο  Αυξίβιος  αποφάσισε  να  διακόψει  τη   σιωπή.

– Γιατί λατρεύετε και προσκυνάτε σαν  θεούς  τις πέτρες και  τα    μάρμαρα, του   είπε;   Οφθαλμούς   έχουσι,   μα   δεν   βλέπουσι.   Ώτα   έχουσι, μα   δεν ακούουσι   ούτε   και   αντιλαμβάνονται   τις   προσευχές    τις   οποίες  κάμνετε, και   τις   θυσίες   που   τους   προσφέρετε.   Ο   Θεός     των   χριστιανών,   όπως   έχω ακούσει,   είναι   ο   αληθινός    Θεός.   Αυτός  έχει  δημιουργήσει    όλο   τον  κόσμο   με   μόνο   τον   λόγο   του.   Αυτός   δημιούργησε και το ανθρώπινο    γένος από ένα ζευγάρι. Ο   Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να είναι ευτυχισμένος.   Για   την ευτυχία   του,   τον   έβαλε   σ’ ένα    θαυμάσιο   κήπο,   τον Παράδεισο μέσα  στον  οποίο ο  άνθρωπος  με λίγη  δουλειά  θα  μπορούσε   να   βρίσκει,   ότι   του   χρειαζόταν   για   την   ευτυχία   του.   Για   να   είναι όμορφη  η   ζωή   του  και   να   έχει   νόημα,   του    έδωσε  και μία  εντολή, ένα νόμο.   Του   είπε   να   τρώγει   από   τους   καρπούς όλων των  δένδρων  του  Παραδείσου.   Να   μην  τρώγει μόνο  από  τους  καρπούς  ενός   δένδρου,   που  το    ονόμασε   «δένδρον   της γνώσεως του  καλού  και    του   κάκου».   Με  την υπακοή  τους  οι  πρώτοι άνθρωποι στην εντολή αυτή του Θεού, θα  μπορούσαν  να  τελειοποιηθούν στην αρετή  και να ομοιάσουν με τον Δημιουργό τους. Να γίνουν  άγιοι, όπως  Άγιος είναι και  Αὐτός.   Δυστυχώς οι πρωτόπλαστοι, έτσι    λέμε    τους   πρώτους   ανθρώπους,   δεν   τήρησαν  την  εντολή    του    Θεού   για   πολύ   καιρό.
Την   παράβηκαν.   Παράκουσαν.   Και   με   την   παρακοή   τους   έχασαν   τον Παράδεισο. Μόνο αυτό; Κάτι περισσότερο. Μπήκε και το κακό στον  κόσμο με αποτέλεσμα  ο βασιλιάς  της  δημιουργίας, ο άνθρωπος  να   γίνει σαν   τα   άλογα   ζώα.   Να   κάμει  σκοπό  του  το   φαγητό   και   το   ποτό   και   την ικανοποίηση των πόθων και των ορμών του. Και όταν δεν έβρισκε τα   μέσα, τότε δεν είχε  παρά   να   κλέβει, να   αδικεί,   να   σκοτώνει.  Να    σκοτώνει   και αυτούς   τους  δικούς   του.   Να   σκοτώνει   τ’   αδέλφια   του,   τον  σύντροφό   του,   τα παιδιά   του.

Από   το   κατάντημα   αυτό  ο καλός Θεός θέλησε  να  σώσει  στις  ημέρες    μας τα πλάσματά   του. Αυτός, για τον οποίο   μας   μίλησαν   οι   μεγάλοι   σοφοί μας,   ήρθε.   Ο   υιός  του   Θεού   έγινε   άνθρωπος   και   ἠρθε.   Γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μεγάλωσε σαν και εμάς, δίδαξε, πέθανε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στον  Ουρανό  και  θα  ξανάρθει να  μας κρίνει. Νὰ τιμωρήσει το  κακό  και    να    βραβεύσει    το   καλό.

Τα απλά τούτα λόγια του αγίου συγκίνησαν τον καλοκάγαθο ειδωλολάτρη ιερέα, που όχι μόνο έπαψε σε λίγο να θυσιάζει στους ψεύτικους  και  ανύπαρκτους θεούς, τα είδωλα, αλλά  και  άρχισε  να   ζητά  να μάθει περισσότερα για τον Θεό των χριστιανών.  Και    ο   ιεραπόστολος συνέχισε να τον διδάσκει. Η κατήχηση κράτησε κάμποσες μέρες. Το αποτέλεσμα υπήρξε θριαμβευτικό. Ένα βράδυ ο κατηχούμενος ασπάστηκε  την καινούργια   πίστη   και   βαπτίστηκε  στο  όνομα του    Πατρός και του  Υιού  και  του  Αγίου Πνεύματος. Στο   πρόσωπό του  η  χριστιανική Εκκλησία  βρήκε ακόμη ένα ζηλωτή  εργάτη,   ένα   εργάτη   με   κύρος  και παλμό.

Λίγες μέρες μετά το περιστατικό τούτο, ο άγιος μας δέχθηκε στους  Σόλους την  επίσκεψη του ιερού   Ηρακλειδίου,   επισκόπου   της   Ταμασού.   Αφορμή  για  την  επίσκεψη    έδωκε    τούτο    το   γεγονός.

Ο απόστολος Μάρκος μετά την αναχώρησή του από την Κύπρο, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού ίδρυσε την πρώτη  Εκκλησία   στην πολυάνθρωπο  εκείνη   πόλη,   έφυγε  για  να  βρει  τον  απόστολο   Παύλο.    Η ευγενική ψυχή του νεαρού αποστόλου ένοιωθε την ανάγκη να   συναντήσει τον πολύπειρο απόστολο και να συζητήσει  μαζί  του  μερικά  προβλήματα του χριστιανικού έργου. Με τη χάρη του Θεού   η   συνάντηση πραγματοποιήθηκε γρήγορα. Και οι δύο απόστολοι αφού αντήλλαξαν ασπασμό χριστιανικής αγάπης, άρχισαν με μεγάλο ενδιαφέρον να συνομιλούν για την Κύπρο. Κατά τη συνομιλία ο Μάρκος  αποκάλυψε  στο φλογερό απόστολο το μαρτυρικό   τέλος   του   φίλου   του   αποστόλου Βαρνάβα και του φανέρωσε πως στην Κύπρο  δεν  ήταν  άλλος  απόστολος για να συνεχίσει το έργο τους. Ο  θείος  Παύλος,   σαν    ακουσε  τη  δυσκολία, έσπευσε αμέσως να στείλει   στο   πολύπαθο   νησί   της   Κύπρου τους συνεργάτες του Επαφρά  καὶ   Τυχικό  και  μερικούς  άλλους. Τους  έστειλε στον  Ηρακλείδιο με επιστολή  στην οποία του έγραφε, να εγκαταστήσει   τον  μεν  Επαφρά   επίσκοπο   στην   Πάφο,  τον   Τυχικό   στη  Νεάπολη,   δηλαδή   τη  Λεμεσό  και   τον Αυξίβιο  στους  Σόλους  χωρίς  όμως   να   τον   χειροτονήσει.
Και ο λόγος; Γιατί ο Αυξίβιος   ήταν   χειροτονημένος   από   τον   απόστολο Μάρκο.

Ο   άγιος    Ηρακλείδιος   μόλις  πήρε   την   επιστολή,  φρόντισε   να   κάμει   ό,τι  του έγραφε ο μακάριος Παύλος   και   πήγε   να   συναντήσει   τον   Αυξίβιο.   Η συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Οι  ιεροί  άνδρες «ησπάσθησαν  αλλήλους   φιλήματι   αγίω» και άρχισαν με αγάπη και κατανόηση να συζητούν. Ο Ηρακλείδιος με την ευκαιρία αυτή, αφού άκουσε τον   Αυξίβιο, τον   συμβούλεψε  να  φανερώσει   πια   την   ιδιότητά   του   και   ν’   αρχίσει   να εργάζεται  με   ζήλο  για   την   πνευματική  αναγέννηση  των  συμπολιτών του.

Το   κήρυγμα   του   Αυξιβίου   προβαλλόμενο   έντονα  και  απ’    την   άγια    ζωή του  και   τα πολλά   θαύματα   με   τα   οποία   τον  χαρίτωσε ο Κύριος, έφερε καταπληκτικά  αποτελέσματα.   Συνεχώς   το   μικρό  ποίμνιο   του   Χριστού πλήθαινε·   πλήθαινε   και   γινόταν   λαός   πολύς.   Τα   διάφορα   σπίτια  στα οποία μαζεύονταν ως τότε οι χριστιανοί, για να εκτελούν  τα   θρησκευτικά τους καθήκοντα, μίκραιναν και δεν τους χωρούσαν. Μία  ανάγκη  πρόβαλε απαιτητική:  Η   δημιουργία ενός  ειδικού  χώρου  για    τις συναθροίσεις    των   πιστών.   Το   κτίσιμο    μιάς    εκκλησίας.

Ένα πρωινό μετά  τη συνηθισμένη συγκέντρωση ο θείος  Ηρακλείδιος παράλαβε τὸν άγιο Αυξίβιο και αφού ανέπεμψε μαζί του θερμή προσευχή,   χάραξε   σε  κάποιο   τόπο    τον   χώρο   εκκλησίας, του έδωκε τις τελευταίες  συμβουλές  και  τον  αποχαιρέτησε.
Ο ιερός  Ηρακλείδιος αναχώρησε με τη συνοδεία του για  την  πατρίδα του.   Και   ο   μακάριος   Αυξίβιος   ρίχτηκε  με  όλη   τη   δύναμη   της   ψυχής   του   στο έργο  που   έλαβε.   Και   να!   Με   τη   βοήθεια   του   Θεού,   σε   λίγο   χρόνο,   μία όμορφη   εκκλησία   υψώθηκε   στην   πόλη   των   Σόλων.   Μέσα   σ’   αυτή   με προθυμία  και   ενθουσιασμό   μαζεύονταν   οι   πιστοί   και   οι   προσήλυτοι   τις ορισμένες    μέρες    για   ν’   ακούσουν   τα    ρήματα    της   αιωνίου    ζωής.

Μία  βραδιά  εκεί  που   ο    άγιος   Αυξίβιος    δίδασκε   πρόσεξε   μέσα   στο   πλήθος μία γνωστή του  αγαπημένη  μορφή. Ήταν ο αδελφός    του    Θεμισταγόρας που  είχε  έλθει  από τη    Ρώμη   με   τη   σύζυγό   του,    την   ενάρετη   Τιμώ,   για    να τον   βρει.   Η συνάντηση  των   αδελφών    ύστερα  από   τόσο   καιρό  υπήρξε πολύ – πολύ   συγκινητική.   Ο  Αυξίβιος   κράτησε  κοντά  του  το  αγαπητό  ζευγάρι. Το κατήχησε με ιδιαίτερη χαρά στη χριστιανική  πίστη  και  κάποια  βραδιά   προχώρησε   στη   βάπτισή   του.   Μετά   χειροτόνησε   τον Θεμισταγόρα   πρεσβύτερο   της   Εκκλησίας   των   Σόλων και  τη   γυναίκα   του διακόνισσα   γιατί    ύστερα   από   το   βάπτισμα οι  δυο  σύζυγοι  έζησαν  πια  σαν    αδελφοί.

Η   συστηματική    εργασία   του   αγίου   Αυξιβίου   που   συνοδευόταν   από   μία πολύ   προσεκτική   και  ενάρετη ζωή, μαζί   με τα πολλά του   θαύματα  έγινε αφορμή,   η   πρώτη   εκκλησία   που   κτίστηκε, να   είναι   σε   λίγο   χρόνο   πολύ  μικρή  για να  εξυπηρετήσει  τα πλήθη   των   πιστών    της   ιστορικής πόλεως. Με τη βοήθεια όλων των χριστιανών μία νέα προσπάθεια  αναλήφθηκε. Και τη μικρή εκκλησία πολύ  γοργά  αντικατέστησε μία καινούργια    πολύ   πιο    μεγάλη    και   ωραία.
Αλήθεια!   Τι  δεν  κάνει  η  ομόνοια, ο  ζήλος  των  πιστών  και  η  αγία   ζωή;

Ανθρώπους  με  φλογερό  ζήλο  και  αγία  ζωή    χρειάζεται    και   η   εποχή μας,   για   ν’   αλλάξει   και   να    ορθοποδήσει.   Μα  τους  ανθρώπους  με   την  ενάρετη και  αγία  ζωή  μόνο  ένας  μπορεί  να  τους  δημιουργήσει:  Ο  Χριστός.

Κοντά  στον   νέο  ποιό   Χριστό  καλείται να τρέξει   και  να σταθεί  ο   καθένας που θέλει και ποθεί αληθινά να γίνει ο καινούργιος και πραγματικά κοινωνικός  άνθρωπος.

Τα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας που συνέστησε ο Κύριος και προπαντός τα αγιαστικά Μυστήρια που λέγονται: Μετάνοια, Εξομολόγηση και Θεία Ευχαριστία είναι δύο μέσα μοναδικά για να πραγματώσει ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, εκείνο που έλεγαν oι πρόγονοι   και   πατέρες   μας:   «Τι   όμορφο   πράγμα   είναι   ο   άνθρωπος,  όταν είναι    άνθρωπος». Τότε,    αυτών των ανθρώπων το παράδειγμα  αποτελεί   το ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολύ πιο εύγλωττο και από τα ωραιότερα  λόγια.   Τέτοιο   ήταν   το   κήρυγμα   του   μεγάλου   αγίου   μας,   του ιερού  Αυξιβίου.   Κέρδισε   την   εμπιστοσύνη   των   συμπολιτών   του   με   την άγια ζωή του. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έζησε σαν αρχιερέας διδάσκοντας    και   νουθετώντας   το   ποίμνιό    του.

Πριν  κλείσει   τα   μάτια   όρισε   σαν   διάδοχο  και   αντικαταστάτη   του  στον επισκοπικό  θρόνο των Σόλων τον  μαθητή  και  συνεργάτη    του   Αυξίβιο.
Αυτός  τον   κατήχησε   και   τον   βάπτισε   και   του   έδωκε   και   τ’   όνομά   του. Μετά  αφού   αποχαιρέτησε   με   δάκρυα   στοργής και  αγάπης  κλήρο  και  λαό   παρέδωκε    το   πνεύμα.
Οι χριστιανοί πένθησαν   τον   πνευματικό τους πατέρα  και  τον   κήδεψαν  με   πολύ   σεβασμό    και    επιμέλεια.
Ο τάφος του αγίου έγινε  «ιατρείον νοσημάτων  άμισθον  και   θλιβομένων ψυχών   παραμύθιον».            
Χιλιάδες πιστοί   από   όλη  τη   νήσο  (Κύπρο)   προσέρχονται   κάθε   χρόνο   μ’ ευλάβεια στη   χάρη   του  για   να   ζητήσουν  με   δάκρυα  την μεσιτεία  και  την βοήθειά   του.   Αληθινά!   Θαυμαστός ο  Θεός  εν  τοις  Αγίοις   αυτού!.


Απολυτίκιον.   Ήχος   α’.   Της    ερήμου   πολίτης.           
Αποστόλων  την  χάριν   ως   του   Πνεύματος   όργανον,   δια   Μάρκου   του    θείου, θησαυρίσας, Αυξίβιε, εδείχθης Ιεράρχης ευκλεής, και πρόεδρος των Σόλων και ποιμήν δια τούτο σου την μνήμην, την ιεράν  τιμώμεν  ανακράζοντες,   δόξα   τω   δεδωκότι   σοι   ισχύν, δόξα   τω   σε  στεφανώσαντι,   δόξα    τω   ενεργούντι    δια    σου,   πάσιν    ιάματα.

Saint Augustine the Bishop of Solo of Cyprus

The holy and fiery worker of the Church of Christ came from Rome and lived in the years of the Apostles. His parents were wealthy, but idolaters. They had two children, Auchbios and another, Themistagoras, who was younger.

Auschwitz had a nice and imposing statue loving the letters. When he grew up and the time came to be educated, his parents delivered him to wise teachers, near whom the young man taught all the wisdom and knowledge of his time. At the same time, the proficient young man had been met with Christians, and he also began to teach them the new religion.

Parents who had seen their child grow up and reached the appropriate age for rehabilitation, started talking about marriage and blackmailing him to marry. But the good and great young man who was thirsty for another life, a superior life, gave them away and left secretly from Rome with a boat that traveled to Cyprus. Some breakfast the boat reached and anchored in Limnitis, a harbor located on the north coast of the island, about four miles from the city of Solon. This city was known to be the king of Alipia Philokypros, the first quarter of the sixth century BC. in honor of the great lawmaker of Athens, Solon, who then visited Cyprus. In this city the Providence of God arranged for Auchius to meet the Apostle Markus and become a student of him. The young apostle was on his own, because his companion, and leader of the missionary group, Cypriot apostle Barnabas, had meanwhile suffered a martyrdom in Salamis. One day the Jews had stoned him.

Near the evangelist Markus, young adulterated Auxibius completed his knowledge of the new faith, he accepted the baptism and was ordained a bishop. From that moment on, in his soul, a desire for a fiery shrine had turned light. The desire to impart the treasure he found to others. Help others learn about Christ and share with him his unforgettable joy.

In his desire, however, this holy and holy one was a hindrance and an insurmountable hint of commandment, which his teacher, the Apostle Mark, made to him.
"Try," he said, "to impose upon your neighbors first with your example and your works, and then with your words and your teaching.

This holy conviction was respected and faithfully observed by her. He had learned that obedience is a great virtue for the Christian. That's why he did not want to ignore it. After praising the evangelist and spiritual father and guide of Mark, who departed for Egypt, an overblown student also left the Limnitis, and came to Solos. There, close to the great and temple of the city dedicated to the father of "gods and men", Zeus met our saintly idolatrous priest, who just saw him and realized he was a stranger, called him to host him.

At the priest's home, blessed Auchius stayed long enough without ever speaking to anyone about his Christianity.
One day the pagan priest returned from the temple, Augustine decided to stop the silence.
- Why do you worship and worship the stones and marbles as gods, did you tell him? There are eyebrows, but they do not see. You have, but do not hear or understand the prayers you make, and the sacrifices you offer them. God of Christians, as I have heard, is the true God. He has created the world with only his word. He also created the human race from a couple. God created man to be happy. For his happiness, he put him in a wonderful garden, Paradise in which the man with little work he could find, that he needed him for his happiness. For his life to be beautiful and meaningful, he also gave him a command, a law. He told him to eat from the fruits of all the trees of Paradise. Not to eat only the fruits of a tree, which he called "tree of knowledge of good and bad". With their obedience the first people in this commandment of God could be perfected in virtue and resemble their Creator. Become saints, as is the saint and this. Unfortunately the protoplasts, so we say the first people, did not keep the command of God for a long time.
They did it. They ousted. And with their disgrace they lost Paradise. Only that; Something more. There was also evil in the world, resulting in the king of creation, man becoming like horses. To make the purpose of eating and drinking and the satisfaction of his passions and rushes. And when he did not find the means, he only had to steal, to hurt, to kill. To kill those of his own. To kill his brothers, his companion, his children.

From this conception, the good God wanted to save his creatures in our day. He, who our great wise men spoke to us, came. The son of God became man and came. He was born as a man, grew up like us, taught, died, resurrected, taken up to Heaven and will come back to judge us. N punish the evil and reward the good.

This simple words of the saint touched the benign pagan priest, who not only stopped a little sacrificing to false and nonexistent gods, idols, and began to seek to learn more about the God of the Christians. And the missionary continued to teach him. Catechism lasted for several days. The result was triumphant. One evening, the clergy embraced the new faith and was baptized in the name of the Father and the Son and the Holy Spirit. On his face, the Christian Church found yet another zealous worker, a laborer with prestige and pulse.

A few days after this incident, our saint accepted in Solos the visit of the holy Heracleide, Bishop of Tamassos. The occasion for the visit made this happen.

The Apostle Mark, after his departure from Cyprus, went to Alexandria. From there, having founded the first Church in that inhospitable city, he left to find the apostle Paul. The gentle soul of the young apostle felt the need to meet the versed apostle and discuss with him some of the problems of the Christian work. With the grace of God, the meeting took place quickly. Both apostles, having exchanged a love of Christian love, began with great interest in talking about Cyprus. During the conversation, Mark revealed to the fiery apostle the martyrdom of his friend, Barnabas Barnabas, and revealed to him that in Cyprus he was no other apostle to continue their work. The uncle Paul, as if listening to the difficulty, immediately hurried to send to the rich island of Cyprus his associates of Eppharma and Tychiko and some others. They sent them to Herakleidios letter in which he wrote, install the hand Epafras bishop of Paphos, the Tychikos in Naples, that Limassol and Afxivio Soloi but to ordain him.
And the reason; Why Auchius was ordained by Apostle Mark.
Saint Heracleus just received the letter, made sure to do whatever Paul blessed him and went to meet Auchbyus. The meeting was moving. The sacred men "fell in love with one another" and began to talk with love and understanding. Heraclideus, having heard Auchbius, advised him to manifest his status and begin to work diligently for the spiritual regeneration of his fellow citizens.

The preaching of Awbivius, which is strongly projected from his holy life and the many miracles with which the Lord gifted him, brought amazing results. Constantly the small flock of Christ was glad; he gathered and became people a great deal. The various houses that Christians had so far gathered to perform their religious duties were mitigating and not fitting them. One need has been demanding: Creating a special space for gatherings of believers. Building a church.

A morning after the usual gathering the uncle Heraclius took over St. Augustine and after returning a warm prayer with him, he carved in a place the church, gave him the last advice and gave him a farewell.
The holy Heraclius left with his escort for his homeland. And the blessed Auchius was thrown with all the power of his soul into the work he received. And yes! With the help of God, in a little while, a beautiful church was raised in the city of Solon. Within her, willing and enthusiastic, believers and admirers gathered on certain days to hear the verbs of eternal life.

One evening where St. Augustine taught he noticed in the crowd a familiar beloved form. He was the brother of Themistagoras who had come from Rome with his wife, the virtuous Timos, to find him. The meeting of the brothers has long been very - very moving. Auschwitz kept his dear couple close to him. He chastened it with great joy in the Christian faith and one night proceeded to his baptism. Then he ordained Themistagoras the elder of the Church of Solon and his wife, because after the baptism the two spouses lived as brothers.

The systematic work of Saint Augustine, accompanied by a very careful and virtuous life, along with his many miracles, became the occasion, the first church to be built, to be in a short space of time to serve the crowds of the faithful of the historic city. With the help of all Christians a new effort was undertaken. And the small church very quickly replaced a new one much bigger and nicer.
Truth! What does not the unity, the zeal of the faithful and the holy life do?

People with fiery zeal and holy life also need our time to change and retreat. But the people with the virtuous and holy life only one can create them: Christ.

Near the new Christ who is called to run and stand on everyone who wants and truly wants to become the new and truly social man.

The sacred mysteries of our Church which the Lord recommended, and above all the sanctifying Mysteries, called Repentance, Confession, and Divine Eucharist are two means unique to man, every man, what our ancestors and fathers said: "What beautiful which is man when he is a man. " Then, to these people the example is the liveliest sermon, preaching much more eloquent and of the finest words. Such was the preaching of our great saint, Saint Auchayos. He gained the confidence of his fellow citizens with his holy life. For fifty years he lived as a high priest teaching and raving his flock.

Before closing his eyes, he appointed as his successor and substitute the scholarly throne of Solon his pupil and associate Auxibios.
He chased him and baptized him and gave him his name. After he had said goodbye with tears of affection and love, and the people gave the spirit.
Christians worshiped their spiritual father and honored him with much respect and diligence.
The tomb of the saint became a "practice of illnesses of unremunerated and sad souls".
Thousands of believers from all over the island (Cyprus) come every year with reverence for his grace to ask with tears for his mediation and help. Real! God admires in His saints.


Apolyticus. Sound a '. Desert citizen.
Apostle the organ of grace as the Spirit, by Mark of the uncle, the treasure, Auxyev, the hierarch of the elohim, and the president of Solon, and the shepherd for this memory, the sanctuary we honor the tormentors, the glory and the glory, the glory in the crown, glory to act for you, for all the peace.

Δεν υπάρχουν σχόλια: