11/6/17

Οι Άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας οι Απόστολοι

Το  όνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υιός του Θολομαίου». Οι πληροφορίες  για  τον  Απόστολο Βαρθολομαίο  στην  Καινή  Διαθήκη  και  την  εκκλησιαστική  παράδοση  είναι  ελάχιστες. Το όνομά του αναγράφεται μόνον στην αναφορά των ονομάτων των Δώδεκα Αποστόλων. Η  Εκκλησία  τον  εταύτισε  με  τον  Ναθαναήλ,  του  οποίου το  όνομα  αναφέρεται  πάντοτε  με  αυτό του  Φιλίππου.  Καταγόταν  από την  Κανά  της  Γαλιλαίας. Προφανώς το όνομα Βαρθολομαίος χαρακτηρίζει  το  πατρώνυμο  του  Ναθαναήλ.  Οι  λόγοι της  ταυτίσεως αυτής  είναι:  α) ότι  στους  καταλόγους των Μαθητών στα Συνοπτικά Ευαγγέλια  και  στις  Πράξεις  ονομάζεται  μόνο  ως  Βαρθολομαίος,  ενώ στο  κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον μόνο ως Ναθαναήλ. β) Ότι στους καταλόγους  αυτούς  συγκαταριθμείται  μόνο  με τον Φίλιππο και  αυτό είναι σὐμφωνα προς την πληροφορία του Ιωάννου, ότι ο Φίλιππος προσκαλεί  το Ναθαναήλ, για να δει τον Μεσσία Ιησού. Ο ιερός Αυγουστίνος  υπεστήριζε ότι ο Ιησούς δεν επέλεξε τον Ναθαναήλ ως μαθητή Του, διότι εγνώριζε το Νόμο, ενώ οι Μαθητές όλοι ήσαν αγράμματοι,  αλλά  στον  Ιωάννη  ο  Ναθαναήλ  εμφανίζεται  ως  Μαθητής του  Κυρίου.  Ο  Ευαγγελιστής  Ιωάννης,  δοθέντος  του  ότι  οι  Ιουδαίοι είχαν  συνήθως  δύο  ονόματα,  προετίμησε,  φαίνεται,  το  όνομα  Ναθαναήλ ως εκφραστικώτερο (σημαίνει ο Θεός δίδει) αντί του πατρωνυμικού   ονόματος  Βαρθολομαίος.
Ο  εκκλησιαστικός ιστορικός  Ευσέβιος αναφέρει την πληροφορία ότι ο Βαρθολομαίος εκήρυξε στην Ινδία, όπου εθανατώθηκε στην πόλη Ουρβανούπολη.  Κάποιες  άλλες  μαρτυρίες  αναφέρουν  πως  εκήρυξε  στην Ευδαίμονα  Αραβία,  την  Καραμανία  και  την  Αιθιοπία.  Σύμφωνα  με άλλη  παράδοση,  στα  τέλη  της ζωής του ευρέθηκε να κηρύττει στη Μεγάλη Αρμενία, όπου συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και εθανατώθηκε με σταυρικό  θάνατο, με το κεφάλι προς τα κάτω, κατά διαταγή  του  βασιλέως  Αστυάγη.  Το  ιερό  λείψανο  του  Αγίου  Αποστόλου Βαρθολομαίου εκλείσθηκε σε λίθινη σαρκοφάγο, ερρίφθη στη θάλασσα και  εκβράσθηκε  στις  νήσους  Λιπάρες.
Το  όνομα  ΒΑΡΝΑΒΑΣ  είναι  από  εκείνα  που  κυριαρχούν  στις  Πράξεις των  Αποστόλων.  Το  όνομά του  ήταν  Ιωσήφ  ή  Ιωσής,  ενώ  οι  Απόστολοι τον μετονόμασαν Βαρνάβα, που σημαίνει «υιός παρακλήσεως». Ήταν Ιουδαίος  Λευΐτης,  Κύπριος  στο  γένος,  και  ζούσε  στην  Παλαιστίνη  κατά τους  χρόνους  του  Ιησού  Χριστού.
Την πρώτη πληροφορία για τη συμμετοχή του  Βαρνάβα στην πρώτη Εκκλησία  την  ευρίσκουμε  στις  Πράξεις  δ’, 36 – 37·  «Ιωσήφ  δε  ο  επικληθείς  Βαρνάβας από των αποστόλων, ό εστι μεθερμηνευόμενον  υιός παρακλήσεως,  Λευΐτης,  Κύπριος τω γένει, υπάρχοντος αυτώ αγρού πωλήσας  ήνεγκεν  το  χρήμα  και  έθηκεν  προς  τους  πόδας  των αποστόλων».  Το  κείμενο  αυτό   αναφέρεται στην ταυτότητα του Αποστόλου  Βαρνάβα, την πώληση  ενός  κτήματός  του   και  την  προσφορά των   χρημάτων στην πρώτη  Χριστιανική  κοινότητα  των Ιεροσολύμων, στην  οποία  ανήκε.
Με το πρόβλημα της ερμηνείας του ονόματος του Βαρνάβα έχουν ασχοληθεί  τόσο  οι  αρχαίοι  όσο  και οι νεώτεροι ερμηνευτές. Το ενδιαφέρον  αυτών  των  ερευνητών  είναι   εύλογο,  γιατὶ  το  νέο αυτό όνομα,  σύμφωνα με τις Πράξεις, έχει μεγάλη ιστορική και θεολογική σημασία.
Ο  ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την ερμηνεία του ονόματος «Βαρνάβας», ως «υιός παρακλήσεως» από  τους  Αποστόλους, ερμηνεύει θεολογικά  την περίπτωση· «Και δοκεί  μοι από  της αρετής ειληφέναι το όνομα, ως προς τούτο  ικανός  ών  και  επιτήδειος».  Ο  Klostermann  προσπαθεί  να  παραγάγει  το  όνομα  Βαρνάβας  από  το Βαρ – Νεβαά,  που  σημαίνει  «υιός  αλήθειας».  Ο  HHWendt εισηγείται την προέλευση του  ονόματος  από  το  Βαρ – Νεβουά, που  σημαίνει  «υιός προφητείας». Ο ALoisy αμφισβητεί την ετυμολογική εξήγηση του  Wendt  γιατί  δεν  αποδίδει,  όπως  ισχυρίζεται,  το  όνομα  αυτό  το «υιός παρακλήσεως». Σύμφωνα με τον EPreuchen, στην Παλμύρα ευρέθηκε  μία  επιγραφή  που  έγραφε  «Bar Nebo»,  δηλαδή  «υιός του  Nebo».  Αυτό  το  θρησκειολογικό υπόβαθρο του  ονόματος του Βαρνάβα  υποστήριξε  και  ο A. GDeissmann. Ο  R.P.CHanson στο συνοπτικό  αλλά  ενδιαφέρον  Υπόμνημά  του  στις Πράξεις  υποστηρίζει ότι  το  όνομα  Βαρνάβας  δεν  σημαίνει  «υιός  παρακλήσεως»,  αλλά  «υιός του Nebo» ή  «υιός του προφήτου»  και  ότι  είναι  απίθανο  ένας,  ο  οποίος γνωρίζει  αραμαϊκά,  να  έκανε  αυτό  το λάθος. Πιστεύει ακόμη ο Hanson ότι το «υιός παρακλήσεως» ήταν γραμμένο στην πηγή των Πράξεων  ιγ’, 1, δηλαδή  στον  κατάλογο  των  ονομάτων  των  Προφητών, απέναντι  όμως  από  το  Menaen  (Menahem),  που  σημαίνει  πράγματι «υιός  παρακλήσεως» ή  «ο παρηγορών».  Ο  Ευαγγελιστής  Λουκάς  ενόμισε ότι  αναφερόταν στον Βαρνάβα και  το μετέφερε κατά  τη σύνταξη  στο Πράξεις  δ’, 36.
Έχουμε την γνώμη  ότι  ο  ιερός  συγγραφέας  δεν  μετέφρασε  κατά  λέξη το  όνομα  «Βαρνάβας»,  το  οποίο  είναι  αραμαϊκό  και  προέρχεται  από  τη λέξη  Βαρ (=υιός)  και  τη  ρίζα  Νεβουά  από  την  οποία  παράγεται  και  η λέξη  Νεβί  (=προφήτης), αλλά  απέδωσε τη θεολογική και ιστορική σημασία.
Πιθανόν  η ερμηνεία του ονόματος «Βαρνάβας», με το «υιός παρακλήσεως», τὸ  οποίο  είναι  ένας  σημιτισμός,  να  καταχωρήθηκε  στο κείμενο  από  την  πηγή  του  ιερού  συγγραφέως. Πάντως, εκφράζει κάποιον, ο  οποίος παρακαλεί  και  αυτός είναι συνήθως προφήτης. Ο προφήτης  έχει  το  χάρισμα  να  διδάσκει  και  να  προτρέπει  προς  οικοδομή, οπότε  ορθά  αποδόθηκε  ο  χαρακτηρισμός  αυτός  στον Βαρνάβα. Πρόκειται  για  μια  μαρτυρία  των  Πράξεων, η οποία εκφράζει την ιδιαίτερη διάκριση την οποία είχε ο «Κύπριος λευΐτης» στην πρώτη εκκλησιαστικὴ  κοινότητα  και  επισημαίνει  τη  συμβολή  του  στη  διάδοση του  Ευαγγελίου.  Από  ιστορικής  πλευράς,  που  μας ενδιαφέρει  ιδιαίτερα στην  προκειμένη  περίπτωση,  ο  Βαρνάβας  ήταν πράγματι ένας Προφήτης, ο οποίος «παρεκάλει» τους νεοφώτιστους πιστούς στην Αντιόχεια  και  τους  προέτρεπε  «τη  προθέσει  της  καρδίας  προσμένειν τω  Κυρίω».
Οι   Πράξεις  δ’, 36 – 37,  αποδίδουν  και  την  κοινωνική  πλευρά  του  έργου του  Βαρνάβα.  Η  προσφορά  των  χρημάτων  από  την πώληση του κτήματός του προς τους Αποστόλους για την ανακούφιση των πτωχών αδελφών  και  η  αντιμετώπιση  των οικονομικών αναγκών της Χριστιανικής κοινότητος των Ιεροσολύμων, καθώς και  η  οργάνωση και λειτουργία της, ήταν  αληθινά  πράξη  παρακλήσεως. Επομένως,  ορθά  και εύστοχα  ο  Ευαγγελιστής  Λουκάς  απέδωσε  την  ονομασία  «Βαρνάβας» με  το  «υιός  παρακλήσεως»,  γιατί  πραγματικά  εκφράζει  το  πνευματικό  και  κοινωνικό  έργο του προσώπου που φέρει το όνομα και τονίζει το γεγονός  της  εισόδου  του  στο  λειτούργημα  του  προφήτου και διδασκάλου.
Ασφαλώς,  το  φαινόμενο  της  χρησιμοποιήσεως  ενός  νέου  ονόματος,  του οποίου  η  ερμηνεία εκφράζει την προσωπικότητα ή κάποια χαρακτηριστικά  αυτού που το φέρει, παρουσιάζεται και  σε  άλλες περιπτώσεις της Καινής Διαθήκης. Στην περίπτωσή μας όμως είναι χαρακτηριστικό  ότι  η  νέα  επωνυμία  «Βαρνάβας»  αντικατέστησε  πλήρως το  αρχικό όνομα του  αποστόλου «Ιωσήφ» ή «Ιωσή», το οποίο εχρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορά  στις  Πράξεις. Το  νέο  όνομα,  το  οποίο καθιέρωσαν οι  Απόστολοι χρησιμοποιείται πάντοτε από  τον Λουκά και από  τον  Παύλο  στις   επιστολές  του.
Πότε ακριβώς έγινε Χριστιανός ο Βαρνάβας, δεν μας πληροφορούν οι Πράξεις  και  τα  λοιπά  βιβλία  της  Καινής  Διαθήκης. Αυτό  θα  είχε ιδιαίτερη  σημασία, γιατί  θα  γνωρίζαμε  από  πότε  υπήρχε  συμμετοχή του  κυπριακού  στοιχείου  στον  αρχέγονο  Χριστιανισμό.  Παρ’ όλα  αυτά η  παράδοση της Εκκλησίας  διασώζει  διάφορες  απόψεις  για  το  θέμα του χρόνου  της  μεταστροφής  του  Βαρνάβα  στον  Χριστό·  α) Ο  συγγραφέας των Ψευδοκλημεντίων αναφέρει ότι ο Βαρνάβας μεταστράφηκε πολύ ενωρίς και  ήταν μεταξύ  των πρώτων που  ακολούθησαν τον Χριστό.  Ο Κύπριος μοναχός Αλέξανδρος στο Εγκώμιό του για τον Βαρνάβα, τοποθετεί την μεταστροφή του αποστόλου μετά τη θεραπεία του παραλυτικού  στην προβατική κολυμβήθρα  από  τον  Ιησού.  β)  Κατά  τη μαρτυρία του  Κλήμεντος του  Αλεξανδρέως και  άλλων Πατέρων της Εκκλησίας,  ο  Βαρνάβας  ήταν  ένας  από  τους  Εβδομήκοντα  Αποστόλους του  Κυρίου  και  μάλιστα,  κατά  την  πληροφορία  του   Εγκωμίου, ο «πρώτος  και  έξαρχος  και  κορυφαίος».
Στο  σημείο  αυτό  αξίζει  να  επισημάνουμε  και  το  γεγονός  της συγχύσεως,  η  οποία  επικρατούσε  στη  χειρόγραφη  παράδοση  μεταξύ των ονομάτων του Ιωσήφ – Βαρνάβα και του Ιωσήφ – Βαρσαββά. Το πρόβλημα  αυτό   είναι  γνωστό  και  από  τον  Άγιο  Ιωάννη  τον  Χρυσόστομο, ο  οποίος  έκανε  σαφή  αντιδιαστολή  των  δύο  διαφορετικών προσώπων.  Ο  Βαρνάβας  αναγνωρίζεται  μεταξύ  των  παλαιών  Μαθητών. Μάλιστα,  ήταν  τόσο  μεγάλη  η  διάκρισή  του,  που σύμφωνα με την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μποροὐσε να ἠταν υποψήφιος μεταξύ των δύο, από τους οποίους  ο  ένας  θα  αντικαθιστούσε τον Ιούδα  και  θα συμπλήρωνε τον κύκλο των Δώδεκα. Επομένως, ο  Βαρνάβας πιθανόν ανήκε  στον  κύκλο των εκατόν είκοσι Μαθητών, γι’ αυτό ήταν ενεργό μέλος της πρώτης Χριστιανικής  κοινότητος,  η  οποία  άρχισε  να  λειτουργεί συστηματικά  από  την  ημέρα  της  Πεντηκοστής.  Ακόμη  και  ο  τίτλος «υιός παρακλήσεως», ο  οποίος δείχνει την χαρισματική  δωρεά του  Αγίου Πνεύματος, του «Παρακλήτου», υπονοεί  τη  συμμετοχή  του  Βαρνάβα  την ημέρα  της  Πεντηκοστής  στον κύκλο  των εκατόν είκοσι  Μαθητών κατά την  επιφοίτηση  του  Αγίου  Πνεύματος.
Αξίζει  να  σημειώσουμε  ότι  είναι  η πρώτη φορά  μετά  την  Πεντηκοστή που έχουμε στις Πράξεις τη χρήση του όρου «Παράκλητο υιός παρακλήσεως».
Ο  Βαρνάβας,  σύμφωνα  με  τις  πληροφορίες  των  Πράξεων, για  ένα μεγάλο  χρονικό  διάστημα,  μέχρι  να  αναδειχθεί  ο  Παύλος και  να συνεχίσει  το  έργο  της  ιεραποστολής  στα  έθνη,  θα  είναι  εξέχουσα  μορφή στον ελληνικό  χριστιανικό  κύκλο  των  μαθητών  και  από  τις πιο εξέχουσες μορφές γενικά της πρώτης Εκκλησίας. Αλλά  και κατά την διάρκεια  της  κοινής  ιεραποστολικής  δράσεως των δύο ανδρών ο Βαρνάβας διατηρεί  το κύρος και την αίγλη του, όπως μαρτυρούν τα παρακάτω  γεγονότα:  1) Η  μεσολάβηση του Βαρνάβα, για να παρουσιασθεί  ο πρώην διώκτης του Χριστιανισμού Παύλος στους Αποστόλους.  Ο  Απόστολος Βαρνάβας, με την ενέργειά του αυτή, συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη των γεγονότων της αρχέγονης Εκκλησίας. Επικυρώθηκε  η  μεταστροφή  και  αναγνώριση  του  Αποστόλου των  Εθνών  και  εξασφαλίσθηκε  η  ενότητα  της  Αποστολικής  Εκκλησίας. 2)  Η  πρόταξη  του  ονόματος  του  Βαρνάβα  και  κατόπιν  του  Παύλου τονίζει τη  διάκριση  του  Βαρνάβα  και  την  αναγνώριση  της  προσφοράς του  από  την  πρώτη  Χριστιανική  κοινότητα των Ιεροσολύμων, σε αντίθεση  με  τον Παύλο, ο  οποίος  δεν  είχε  να  επιδείξει  ακόμη  ανάλογο έργο. 3) Η  εντύπωση που  προκλήθηκε στους  κατοίκους  των  λύστρων  από  την  παρουσία  και  την  δράση  των  δύο  ιεραποστόλων στον τόπο τους  είναι  χαρακτηριστική:  «εκάλουν τε τον Βαρνάβαν  Δία, το  δε Παύλον Ερμήν»,  ακόμη  και  εκεί που  ο  Παύλος  ήταν  «ηγούμενος  του λόγου», γιατί  σύμφωνα  με την  εύστοχη  παρατήρηση  του  ιερού Χρυσοστόμου,  «και  από της όψεως αξιοπρεπής ο Βαρνάβας».  Επισφράγισμα  της  αναγνωρίσεως  του  Βαρνάβα από την Πρώτη  Εκκλησία αποτελεί η πρόταξη του  ονόματός του ως απεσταλμένου της Αποστολικής Συνόδου προς τους εξ εθνών Χριστιανούς στην Αντιόχεια· «Έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν εκλεξαμένοις άνδρας πέμψαι  προς  υμάς  συν  τοις αγαπητοίς ημών Βαρνάβα και  Παύλω ανθρώποις παραδεδωκόσι τας ψυχάς αυτών υπέρ του ονόματος του  Κυρίου ημών  Ιησού Χριστού». Η  απόφαση αυτή της Αποστολικής Συνόδου αποτελεί  αναγνώριση  του  κοινού  ιεραποστολικού  έργου των Βαρνάβα και  Παύλου πρὸς  τα   έθνη.  4)  Ακόμη  και  η  συνέχιση  της  ιεραποστολικής δράσεως  του  Βαρνάβα  παράλληλα  και  ανεξάρτητα  από  τον Παύλο, μετά  το  γνωστό   «παροξυσμό» και  χωρισμό τους, λόγω  του  Μάρκου, δείχνει  ότι  ο  Απόστολος  Βαρνάβας  δεν  ήταν ένας απλός  ακόλουθος, αλλ’ εφάμιλλος του  Αποστόλου των Εθνών. Επομένως, η  άποψη ότι  ο Βαρνάβας ήταν ένας απλός βοηθός και  συνεργάτης του Παύλου, δεν ανταποκρίνεται  στην  εικόνα  των  γεγονότων  που  μαρτυρούν  οι  Πράξεις.
Ως  «λευΐτης»,  ο  Απόστολος Βαρνάβας ανήκε φυσικά στο ιουδαϊκό ιερατείο.  Σύμφωνα  με  την  πληροφορία  των  Αριθμών  18,6,  οι  Λευΐτες ήταν   βοηθοί  των  ιερέων,  άν  και   το  Δευτερονόμιο  17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9  ταυτίζει  τους  ιερείς  με  τους  λευΐτες.
Πως  βρέθηκε  ο  Απόστολος  Βαρνάβας  στην  Κύπρο,  οι  Πράξεις  και  τα λοιπά  βιβλία της  Καινής  Διαθήκης  δεν  μας  δίδουν  καμία  απάντηση, και  μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν για το θέμα αυτό. Ως γνωστό, οι Ιουδαίοι μετανάστευαν για λόγους εμπορικούς και οικονομικούς, αλλά και  όταν υπήρχαν στην πατρίδα του πολεμικές συγκρούσεις.  Βέβαια, η  Κύπρος πάντοτε  εκινούσε το   ενδιαφέρον  αυτών που  αναζητούσαν το κέρδος. Γι’ αυτό, ένας μεγάλος αριθμός Ιουδαίων μεταφέρθηκε στην Κύπρο  και  την  Αίγυπτο  από  τον  Πτολεμαίο  Α’,  το 320  π.Χ. Ο  Βαρνάβας, σύμφωνα με μια πληροφορία του  Επιφανίου Κύπρου, ήταν  από τους  Ιουδαίους της  διασποράς· «ουκ  ήν  αλλότριος του Ισραήλ».  Οι  πρόγονοί  του,  οι  οποίοι  ήταν  Ιουδαίοι  από  τη  φυλή  του Λευΐ,  μετανάστευσαν  στην  Κύπρο  λόγῳ των  πολεμικών  συγκρούσεων την  εποχή  του  Αντιόχου  του  Επιφανούς  (168 π.Χ.).
Από  το  γεγονός  ότι  ο  Βαρνάβας  ξεκινά  το  ιεραποστολικό  του  ταξίδι με τον Παύλο από  την Κύπρο και  ειδικά  από  τη  Σαλαμίνα,  όπου  ήταν εγκατεστημένοι  πολυάριθμοι  Ιουδαίοι,  υποθέτουμε  ότι  ίσως  αυτή  ήταν η  πόλη  στην  οποία  εγεννήθηκε  ο Απόστολος.  Η  αρχαία  παράδοση  είναι σχεδόν  ομόφωνη  ότι  η  Σαλαμίνα είναι ο τόπος του μαρτυρίου του Βαρνάβα  και  το  μέρος  όπου  βρίσκεται  ο  τάφος  του.
Άν  και  δεν έχουμε πληροφορίες  για  την  παιδική  ηλικία  του  Αποστόλου Βαρνάβα  στην  Καινή  Διαθήκη,  το  Εγκώμιο  ομιλεί  για  σπουδές  του  στὰ Ιεροσόλυμα,  όπου  εφοίτησε  κοντά  στον  Γαμαλιήλ  και  είχε  συμφοιτητή τον  Παύλο.  Παρά  τις επιφυλάξεις  μας  για  τη  μαρτυρία  της  παραδόσεως,  αυτή  η  πρώιμη  γνωριμία βοηθά στην εξήγηση της μετέπειτα στενής συνεργασίας των δύο ανδρών. Πάντως, η κυπριακή καταγωγή  του  Βαρνάβα  και  η  ανατροφή  του  σε  μια  ελληνική  περιοχή με  έντονη  την  επίδραση του  ελληνικού  πολιτισμού  είναι  προϋποθέσεις για την κατανόηση του έργου του και ιδιαίτερα του φιλελεύθερου πνεύματος,  με  τον  οποίο  αντίκρισε  τη  Χριστιανική  πίστη.  Το  πολιτιστικό  και  πνευματικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο Βαρνάβας, τον εμπόδισε τελικά να εγκλωβιστεί στις στενές ιουδαϊκές αντιλήψεις  των  ομοεθνών  του  της  Παλαιστίνης.
Πάντως αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο Απόστολος Βαρνάβας αναδείχθηκε μεγάλη μορφή στον αρχέγονο Χριστιανισμό και  είχε τη μεγαλύτερη  διάκριση  και  αναγνώριση  από  τους  Αποστόλους.  Γι’  αυτό και  η  σχέση  του με την  ηγεσία  της  Εκκλησίας  των  Ιεροσολύμων  ήταν πολύ  στενές.  Η  υπευθυνότητα,  η  οποία  διέκρινε  τον  Απόστολο,  εφάνηκε  από  την  εύστοχη παρέμβασή του να παρουσιάσει  τον  Παύλο προς  τους  Αποστόλους.  Αυτή  η  ενέργειά  του  έχει  ιδιαίτερη  σημασία για  τον  συγγραφέα  των  Πράξεων, ο  οποίος από το σημείο αυτό δημιουργεί  τις  προϋποθέσεις  και  το  πλαίσιο, μέσα  στο  οποίο  αργότερα θα  εξελιχθούν  οι  σχέσεις  και  η  δράση  των  δύο  μεγάλων  ιεραποστόλων της  Πρώτης  Εκκλησίας.  Οι  προοπτικές  της  μετέπειτα  συνεργασίας  των δύο  ανδρών  προδιαγράφονται  με   τη  σημαντική  χειρονομία του Βαρνάβα. Η  βαρύτητα της γνώμης, η εγγύηση και  υπευθυνότητα του χαρακτήρα του  Βαρνάβα άνοιξαν το δρόμο, για να παρουσιασθεί  στο προσκήνιο της Πρώτης Εκκλησίας ο νέος ανατέλλων Απόστολος των Εθνών,  ο οποίος με το έργο και τη  δράση του έδωσε οικουμενικές διαστάσεις  στη  νεοσύστατη  Εκκλησία του  Χριστού. Αυτός  ο πρώην διώκτης  της  Εκκλησίας  κάτω  από  την  προστατευτική,  μεσολαβητική και  δυναμική  παρουσία  του  Βαρνάβα,  κατά  τον συγγραφέα των Πράξεων, κάνει την πρώτη εμφάνισή του στα Ιεροσόλυμα μετά τη μεταστροφή  του.
Ο Κύπριος Βαρνάβας με  την ενέργειά του αυτή εδραίωσε ακόμη περισσότερο  την  εύνοια  και  τη  συμπάθεια  των  Αποστόλων.
Η  αναζήτηση του Παύλου στην Ταρσό και  η δράση των δύο στην Αντιόχεια  «ενιαυτόν όλον», εγκαινίασε μία συστηματική  πια ιεραποστολική  δράση  στα  έθνη.  Ο  Βαρνάβας,  σύμφωνα  με το συγγραφέα των Πράξεων, μεταφέρει το κέντρο δράσεώς του από  την Ιερουσαλήμ, που ήταν μέχρι τώρα, στην Αντιόχεια, η  οποία  γίνεται το κέντρο και  η  μητέρα των εξ εθνών Χριστιανών. Το  γεγονός  αυτό  ήταν καθοριστικό  για   τη  συνέχιση  της  δραστηριότητός  του. Ο  συμπαθής στους  Αποστόλους  «υιός  παρακλήσεως»,  «σύνδεσμός τους με τους λοιπούς  Μαθητές  και  μάλιστα  με  τον  Παύλο,   ο ασφαλής  εκφραστής του γνήσιου πνεύματος της Πρώτης Αποστολικής Εκκλησίας γίνεται ιεραπόστολος, ο  οποίος  θα  τάξει  τον  εαυτό  του  στο  έργο  της  διαδόσεως του  λόγου  του  Θεού  και  στα  έθνη.
Κατά  μία  παράδοση,  ο  Απόστολος  Βαρνάβας  εκήρυξε  το  Ευαγγέλιο  στην Αλεξάνδρεια,  κατ’ άλλη  στη  Ρώμη,  κατ’ άλλη  δε  και στα  Μεδιόλανα της Βορείου  Ιταλίας, ώστε να θεωρείται και ως ο ιδρυτής της  αυτόθι  Εκκλησίας.
Τις  τελευταίες  ημέρες  του,  φαίνεται  ότι  διήλθε  ο  Απόστολος  Βαρνάβας, στην  Σαλαμίνα  της  Κύπρου,  όπου  συνελήφθη  από  τους  Ιουδαίους.  Αυτοί τον   οδήγησαν  έξω  από  την  πόλη,  τον  έδεσαν  στον  τράχηλο  με  σχοινί  και τον  εφόνευσαν  δια  λιθοβολισμού.  Έτσι,  ετελειώθηκε  μαρτυρικά  ο  «υιός της παρακλήσεως»,  πιθανώτατα  μεταξύ  των  ετών  57 – 60 μ.Χ.  Το  ιερό  λείψανό του  το  έρριξαν  στη  φωτιά.  Τούτο,  αφού,  με  την  πρόνοια  του  Θεού,  δεν απανθρακώθηκε, παρέλαβε ο Μάρκος και κάποιοι άλλοι ευλαβείς Χριστιανοί, το ενταφίασαν σε σπήλαιο με βαθύ σεβασμό και τιμή.
Αργότερα,  επί  αυτοκράτορος  Ζήνωνος,  περί  το  485  μ.Χ., το  τίμιο  λείψανο του  Αποστόλου  Βαρνάβα,  το  οποίο  από   τον  άγνωστο  τόπο  της  ταφής του, ένεκα σφοδρού διωγμού, εθαυματουργούσε συνεχώς, ευρέθηκε με υπόδειξη  θαυμαστή  στην  Κύπρο  κάτω  από  δένδρο  μέσα  σε  ένα  σπήλαιο, που ήταν σφραγισμένο με πέτρες. Το ιερό σκήνωμα, «πνέον ευωδίαν χάριτος πνευματικής», είχε επί του στήθους το  μετ’  αυτού  συνενταφιασθὲν Ευαγγέλιον  του  Ματθαίου,  ιδιόγραφο  του  Αποστόλου  Βαρνάβα.  Χάρη  στο γεγονός αυτό, η Εκκλησία της Κύπρου έπαψε πλέον να τελεί υπό  τη δικαιοδοσία  της  Εκκλησίας  της  Αντιόχειας  και  κατέστη  αυτοκέφαλος, αφού της παραχωρήθηκαν από τους αυτοκράτορες Ζήνωνα και Ιουστινιανό ιδιαίτερα προνόμια. Τα λείψανα του Αγίου, μετά κάποιες μετακινήσεις, για τις οποίες επίσης ομιλεί η παράδοση, κατέληξαν και  πάλι στην  Κύπρο,  όπου σήμερα  ευρίσκονται  αποθησαυρισμένα  στην  Ιερά  Μονή του  Αποστόλου  Βαρνάβα  στη  Σαλαμίνα.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θεία όργανα, του Παρακλήτου, και εκφάντορες, του Θεού Λόγου, ανεδείχθητε  θεόπται  Απόστολοι, Βαρθολομαίε των Δώδεκα σύσκηνε, και Βαρνάβα ως υιός παρακλήσεως. Αλλ’ αιτήσασθε, Χριστόν τον Θεόν πανεύφημοι,  δωρήσασθαι  ημίν  το μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Ως Χριστού Απόστολοι και υπηρέται, ευσεβείας δόγμασι, πάσαν λαμπρύνετε  την  γην,  Βαρθολομαίε  θεόληπτε,  συν  τω  Βαρνάβα·  διο  υμάς μέλπομεν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αποστόλων η ξυνωρίς, της οικονομίας,  του  Σωτήρος  οι  λειτουργοί, συν  Βαρθολομαίω,  Βαρνάβας  ο  θεόφρων,  πνευματικαί  κινύραι,  των  υπέρ έννοιαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: