29/6/17

Ο Άγιος Παύλος ο Απόστολος

Ο  Απόστολος Παύλος η  ηρωικότερη αποστολική  μορφή  τη πρώτης Χριστιανικής περιόδου, υπήρξε  ο  κατ’ εξοχήν Ἀπόστολος των Εθνών,  ο μοναδικός  διδάσκαλος  και  ο  σπουδαιότερος  παιδαγωγός  της Οικουμένης,  ο  εκκλησιαστικός  αγωνιστής  και   φυτουργός  της  Εκκλησίας. Οι  Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζονται με το μεγαλύτερο θαυμασμὸ  και  εξυμνούν  με  τα  καλύτερα  λόγια  την  προσωπικότητά του,  το  καταπληκτικό  ιεραποστολικό  έργο του και τη μοναδική διδασκαλία  του.  Μάλιστα  ο  κυριότερος  ερμηνευτής  του,  ο  Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκ των κορυφαίων πατέρων της Εκκλησίας, εύστοχα  τον  χαρακτηρίζει  ως  «τον  πρώτον  μετά  τον  Ένα» και συνιστά  «μη  θαυμάζειν  μόνον  αλλά   και  μιμείσθαι  το  αρχέτυπον  τούτο της  αρετής».  Άριστος  γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, έφερε το  αληθινό  φως της  θεογνωσίας,  το  φως  του  Ευαγγελίου  από  την  Ανατολή  στη  Δύση.
Ο  Απόστολος  Παύλος  εγεννήθηκε  στην  Ταρσό  της  Κιλικίας,  μεταξύ των  ετών  5 – 15  μ.Χ.,  από  Ιουδαίους  γονείς  της  φυλής  Βενιαμίν,  η  οποία μαζί   με τη φυλή   του  Ιούδα  θεωρούνται  οι  μόνες  καθαρές  φυλές. Κατείχε τη ρωμαίκή υπηκοότητα από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ρωμαίος  πολίτης,  δικαίωμα  το  οποίο  απέκτησε  και  ο  ίδιος  και  από  το οποίο  φαίνεται  ότι  ο  κάτοχός  του  καταγόταν  από  τα  ανώτερα στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Στο  εβραϊκό του αρχικό  όνομα Σαούλ ή  Σαύλος, κατά  τη  γνωστή  τότε συνήθεια  των Ιουδαίων της διασποράς να χρησιμοποιούν διπλή  ονομασία, προστέθηκε αργότερα δεύτερο  όνομα – και  ως  Ρωμαίος  πια  πολίτης – το  χρησιμοποιούμενο στις  Πράξεις ελληνικό  ή  ρωμαϊκό  όνομα  Παύλος,  ομόηχο  του  Ιουδαϊκού Σαύλος (Σαύλος – Παύλος). Η  δεύτερη ονομασία δεν ήταν ασυνήθης ενέργεια στις ευκατάστατες και οπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οικογένειες.
Ο  Άγιος Ιερώνυμος, έχοντας υπ’ όψιν του κάποια αρχαία παράδοση αναφέρει  ότι  ο  Παύλος  καταγόταν  από  τα  Γίσχαλα  ή  Κίσχαλα (Gischala) της Γαλιλαίας της Παλαιστίνης, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος, ενδεχομένως, από  τοὺυς προγόνους του καταγόταν από  τα Κίσχαλα.
Κατά  την  όγδοη  ημέρα  από  της  γεννήσεώς  του  ο  Παύλος  περιτμήθηκε, γεγονός  που  αποδεικνύει  ότι  οι  γονείς  του  ήταν  ευσεβείς και νομοταγείς, άν και  ήταν ελληνιστές, όπως και ο ίδιος ο  Παύλος ήταν ελληνιστής  της  διασποράς.
Στην  Ταρσό, όπου επέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του εφρόντισαν  να  αποκτήσει  την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική μόρφωση,  όπως  άλλωστε  αυτό  αποδεικνύεται  και  από  τις Επιστολές του. Εκεί  έμαθε την ελληνική  γλώσσα και  εδιδάχθηκε γενικότερα την ελληνική  σκέψη  και  τον  τρόπο  ζωής.
Στην  πόλη  αυτή  η  Ιουδαϊκή  παροικία  διατηρούσε  τα  ήθη  και  έθιμά  της και  την κοινωνική  ζωή της γύρω από  τη Συναγωγή  που  ήταν το πνευματικό  κέντρο. Η  Συναγωγή  αποτελούσε, επίσης, το κέντρο της λατρείας  της  θρησκείας,  της  προσευχής  και  της  διδαχής  του  λόγου  και του  Νόμου  του Θεού. Γαλουχημένος ο Παύλος μέσα σε αυτό το περιβάλλον ευσεβείας  άκουσε  για  το  σεβασμό  στους  Πατριάρχες  και τους Προφήτες και  εδιδάχθηκε για την τήρηση του Νόμου με ζήλο. Μεγαλωμένος  σ’ ένα  τέτοιο  αυστηρό  θρησκευτικό   ιουδαϊκό  περιβάλλον ο  Παύλος  απέκτησε  βαθιά  συνείδηση  της  μεγάλης σημασίας  που  είχε η  τήρηση  του  Νόμου  για   την επιβίωση του  λαού  του  Ισραήλ, αλλά  και την ελπίδα  απελευθερώσεώς του από τους Ρωμαίους. Έτσι έμαθε τη μητρική  του γλώσσα και  τα  ελληνικά  γράμματα πιο  πολύ  σε  ιουδαϊκό παρά  σε  ελληνικό  περιβάλλον  και  η  παίδευσή του  και  η  όλη  ανατροφή του  ήταν  αυστηρά  ραββινική  και  εβραϊκή.  Άλλωστε η  εβραϊκή – αραμαϊκή  γλώσσα θα πρέπει να ομιλείτο  και  στο  σπίτι του, γιατί  έτσι εξηγείται και  η ευχέρειά του να προσφωνήσει αργότερα τους συγκεντρωμένους  στα  Ιεροσόλυμα  «τη  εβραΐδι  διαλέκτω».
Ο  Απόστολος  Παύλος  δεν  αρκέσθηκε στην παραπάνω ελληνική μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του Ταρσό, αλλά  επήγε στα Ιεροσόλυμα, για να τη  συμπληρώσει με σπουδές του  Νόμου  κοντά  σε σοφοὐς ραββίνους της Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας του Ιουδαϊσμού. Η απόφασή του να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα δείχνει αφ’ ενός τη συντηρητικότητα του θρησκευτικού περιβάλλοντος από το οποίο προερχόταν  και  ακόμη την πρόθεσή του να γνωρίσει πληρέστερα και καλύτερα  το  Νόμο,  ως  καταγόμενος  από  τον  Ιουδαϊσμό  της  διασποράς και  αφ’ ετέρου την οικονομική  δυνατότητα  της  οικογένειάς  του.  Μάλιστα στις  Πράξεις  αναφέρεται  ότι  στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ανιψιός του Παύλου, υιός  της  αδελφής  του.  Φαίνεται ότι  ο  Παύλος  είχε  έγγαμη αδελφή  εγκατεστημένη στὰ Ιεροσόλυμα, στην οικία της οποίας ίσως διέμενε ο ίδιος κατά  το  διάστημα των εκεί  σπουδών του. Και  αυτός, ενδεχομένως,  να  υπήρξε και  ένας ακόμη λόγος ή  ο  κύριος  λόγος  να μεταβεί  στα  Ιεροσόλυμα  για  συμπληρωματικές  σπουδές.
Στα Ιεροσόλυμα ο  Παύλος σπούδασε παρά τους πόδας του συνετού φαρισαίου  διδασκάλου  Γαμαλιὴλ  (πρεσβυτέρου εγγονού  του  Χιλλέλ),  ο οποίος  ήταν  «τίμιος παντί  τω  λαώ»  και,  κατά  το   Ταλμούδ,  ήταν γνώστης  της  ελληνικής φιλολογίας και ενεθάρρυνε τις ελληνικές σπουδές. Από   αυτόν το  φαρισαίο  διδάσκαλό  του  Γαμαλιήλ,  ο  Παύλος εδιδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή  θεολογία και  έτσι τὸο  ὕύφος του, η θεολογική  μέθοδος  και  η  χρήση της  Γραφής  τον  εμφανίζουν  ραββίνο της πιο  αυστηρής και  καθαρής  μορφής·  ενωρίς  εντάχθηκε  στην  τάξη των  Φαρισαίων,  άν  βέβαια  δεν  ανήκε  σ’ αυτήν  από  τους  γονείς  του, καὶι  έγινε ζηλωτής και  βαθύς  γνώστης όχι μόνο θεωρητικά  αλλά  και πρακτικά  των  πιο  σπουδαίων  και  σημαντικών  ζητημάτων  του  Νόμου. Έτσι διέθετε όλα τα ἀπαραίτητα εφόδια ενός άριστα καταρτισμένου νομοδιδασκάλου  και  επιδέξιου  χειριστού  της  ραββινικής διαλεκτικής. Στα   Ιεροσόλυμα εκτός από  τις  παραπάνω  σπουδές  του  έμαθε  και  την τέχνη του  σκηνοποιού  που  τον εβοήθησε αργότερα, ασκώντας την, να συντηρείται και  να μην επιβαρύνει τους πιστούς των Εκκλησιών στις οποίες εκήρυττε: «και  δια το ομότεχνον είναι έμενε παρ’ αυτοίς και ηργάζετο». Η εκμάθηση τέχνης αποτελούσε συνήθεια των Ιουδαίων λογίων και  μάλιστα των ραββίνων αλλά  και  υποχρέωσή τους για  να εξασφαλίζουν  τη  συντήρησή  τους.
Ο  Παύλος  διακρινόταν για  το  ζήλο  στο  έργο  του,  την  αγαθότητα  των προθέσεών του και  τις φυσικές ικανότητες, αλλά και  την ευρύτητα του πνεύματος, την ανησυχία και  δυναμικότητά του, προσόντα τα οποία ανέμεναν  στην  κατάλληλη  στιγμή  να αξιοποιηθούν. Αυτή  η εμπνευσμένη και  δυναμική  προσωπικότητα  έγινε  τελικά  το  όργανο  της θείας  Χάριτος  και  εχρησιμοποιήθηκε  για  την  πραγματοποίηση  του  θείου σχεδίου. Άλλωστε μέσα στο  στάδιο της θείας βουλής τόσο οι ανθρώπινες ικανότητες όσο και  γενικότερα ο ανθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στην πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας και καθοδηγούνται  στην  επίτευξη  του  σκοπού  της  σωτηρίας  του  κόσμου και  των ανθρώπων. Η  Χάρη του  Θεού δεν άφησε την ικανή  αυτή προσωπικότητα να συνεχίσει να στρέφεται εναντίον των πιστών του Ευαγγελίου.
Μαρτυρίες  ότι  ο  Παύλος  εγνώρισε  κατ’  άνθρωπον  τον  Κύριο  δεν έχουμε,  εκτός  από  κάποιο  υπαινιγμό  του  ιδίου:  «ει  δε  και  εγνώκαμεν κατά  σάρκα Χριστόν, αλλά  νυν ουκέτι  γινώσκομεν».  Φαίνεται  όμως  ότι επισκέφθηκε  τα  Ιεροσόλυμα  μετά  το  30  μ.Χ.
Κατά  το μαρτυρικό θάνατο του  Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ακόμη εφύλαγε τα ρούχα που απέθεσαν στα πόδια του εκείνοι που ελιθοβόλησαν τον Πρωτομάρτυρα:  «και  οι μάρτυρες απέθεντο  τα  ιμάτια αυτών  παρά  τους  πόδας  νεανίου  καλουμένου Σαύλου».
Με το  όραμα της  Δαμασκού, κατά  υπερφυσικό  και  μοναδικὸό  τρόπο,  ο Χριστός τον εκάλεσε στο έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Η εμφάνιση  όμως  αυτή  δεν  ήταν  μία  υποκειμενική  αντίληψη  του  Παύλου, αλλά  ένα  γεγονός  αντικειμενικό  και  ιστορικό,  καθώς  συνάγεται  τούτο και  από  τη  σημασία  που  του  αποδίδει  ο  ίδιος  ο  Παύλος.  Τον  ξεχωρίζει από  τις  άλλες  αποκαλύψεις  και  οπτασίες,  που  κατά  καιρούς  είχαν  γίνει  σ’ αυτόν  ακόμη  και  από  την  αρπαγή  του  μέχρι  του   τρίτου  ουρανού για την οποία, όπως ομολογεῖί, δεν ήταν βέβαιος άν ήταν σωματική  ή  όχι.  Αντιθέτως,  για  την  εμφάνιση  του  Ιησού  στο  όραμα της  Δαμασκού  είναι  απόλυτα  βέβαιος  ότι  υπήρξε  σωματική,  και μάλιστα την συναριθμεί  με τις λοιπές εμφανίσεις του  Κυρίου,  που   έγιναν στους  Αποστόλους  κατά  τις  40  ημέρες  πριν  από  την  Ανάληψή  Του  και την  προβάλλει, βεβαιώνοντας  έτσι  ότι  και  αυτός  είδε  τον  Κύριο.
Συγκεκριμένα,   στις  Πράξεις  αναφέρεται  ότι,  ενώ  ο  Παύλος  επορεύετο από  την  Ιερουσαλήμ  στη  Δαμασκό,  για   να  συλλάβει άνδρες και γυναίκες  Χριστιανούς  και  να  τους  οδηγήσει  δεμένους  στην  Ιερουσαλήμ, ξαφνικά  άστραψε  ένα  φως  από  τον  ουρανό  και  ο  Παύλος  έπεσε καταγής και άκουσε μία φωνή  να του λέγει:  «Σαούλ, Σαούλ, γιατί  με καταδιώκεις;».  Και  ο  Παύλος  ερώτησε:  «Ποιος  είσαι  Κύριε;».  Και  ο  Κύριος  του  απάντησε:  «Εγώ  είμαι  ο  Ιησούς, τον οποίο  εσύ  καταδιώκεις. Όμως  σήκω  τώρα  και  πήγαινε  στην  πόλη,  όπου  εκεί  θα  σου  πουν  τι πρέπει  νσ κάνεις». «Οι  ΄άνδρες που  τον συνόδευαν έμειναν κατάπληκτοι, γιατί  ενώ  άκουγαν  τη  φωνή  δεν  έβλεπαν κανένα». Μόνο  ο  Παύλος  εἶίδε τον  Κύριο,  ενώ  οι  συνοδοί  του  αντελήφθηκαν  ότι  κάτι τὸο έκτακτο συνέβη. Έτσι το γεγονός της θείας εμφανίσεως και φωνής είναι και αντικειμενικά   μαρτυρημένο.  Τελικά,  σύμφωνα  με  τις  οδηγίες,  οδήγησαν τον  Παῦλο  στη  Δαμασκό  και  εκεί  για  τρεις  ημέρες  έμεινε  τυφλός, χωρίς να  φάει  και  να  πιει  τίποτε.  Στη  Δαμασκό  τὸον επισκέφθηκε κάποιος  μαθητής  ονόματι  Ανανίας,  ο  οποίος  παρά  τις  επιφυλάξεις  που είχε  για  τον  Παύλο,  λόγω  της  φήμης  του  ως  διώκτου  των  Χριστιανών, και  υπακούοντας  στην εντολή  του  Κυρίου:  «Πορεύου,  ότι  σκεύος  εκλογής μοι  εστιν ούτος του  βαστάσαι το  όνομά μου ενώπιον εθνών... εγώ γαρ υποδείξω  αυτώ  όσα δει αυτόν  υπέρ  του  ονόματός μου παθείν»,  έθεσε  τα χέρια του επάνω στον Σαύλο και  του είπε:  «Αδελφέ, ο  Κύριος που σου φανερώθηκε στο δρόμο, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και  να φωτισθείς από  το  Άγιο Πνεύμα». Αμέσως εκαθάρισαν τα μάτια του, ξαναβρήκε το φως, εσηκώθηκε, εβαπτίσθηκε και, αφού έφαγε, ενδυναμώθηκε. Εκεί  εδέχθηκε την  κατήχηση  της  διδασκαλίας του Χριστού και  ασφαλώς αναθεώρησε καθ’ ολοκληρίαν τη φαρισαϊκή ερμηνεία της  Παλαιάς  Διαθήκης  και  την  όλη  συγκρότησή  του,  σύμφωνα πλέον  με  τη  νέα  εντολή  που  έλαβε  από  τον  Κύριο.  Στη  συνέχεια μετέβη στην Αραβική  έρημο, στο  βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, παρ’ ότι τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στις Πράξεις, προκειμένου πιθανόν να αποφύγει τους διώκτες του και  αργότερα ξαναγύρισε στη  Δαμασκό, όπου άρχισε το  κηρυκτικό  έργο του για  μία τριετία:  «αλλ’ απήλθον  εις  Αραβίαν  καὶι  πάλιν  ὑυπέστρεψα εις Δαμασκόν».
Στη  Δαμασκό  έμεινε  μερικές  ημέρες  με  τους  Μαθητές  του  Χριστού  και εκήρυττε  στις  Συναγωγές  ότι  ο  Ιησούς  είναι  ο  Υιός  του  Θεού,  γεγονός που  προκάλεσε την  κατάπληξη  σε  όλους  όσοι τον άκουαν και απορούντες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που κατεδίωκε στην Ιερουσαλήμ  όσους  πίστευαν  στον  Ιησού  και  γι’ αυτό  το  σκοπό  δεν έχει έλθει εδώ για να τους συλλάβει και  να τους οδηγήσει δεμένους στους Αρχιερείς;».
Aντίθετα  o  Παύλος  ενισχυόταν  πιο  πολύ  και  προκαλούσε  σύγχυση στους  Ιουδαίους της Δαμασκού με το  κήρυγμά του, ότι  ο  Ιησούς  είναι  ο Μεσσίας. Ύστερα  από  μερικές  ημέρες  οι  Ιουδαίοι   κατέληξαν τελικά στην  απόφαση  να τον  θανατώσουν  και  γι’ αυτό  παραφύλαγαν  τις  πύλες εξόδου  ημέρα  και  νύκτα.  Η  εχθρότητα και  η απόφαση αυτή  των Ιουδαίων, την οποία επληροφορήθηκε, ανάγκασαν τον Παύλο να εγκαταλείψει  τη  Δαμασκό.
Εναντίον του  Παύλου υποχρεώθηκε να κινηθεί  και  ο  βασιλιάς των Ναβαταίων, ύστερα από  καταγγελίες των Ιουδαίων της Δαμασκού. Φεύγοντας   από  τη  Δαμασκό  ο  Παύλος  κατέφυγε  στην  Ιερουσαλήμ  (37 – 38 μ.Χ.), για  να  γνωρίσει  τους  Αποστόλους  και  τον   Πέτρο,  κοντά στους  οποίους  παρέμεινε  δεκαπέντε  ημέρες και  στο   διάστημα  αυτό  δεν είδε  κανέναν  άλλον  από  τους  Αποστόλους  παρά  μόνο  τον  Ιάκωβο  «τον αδελφόν του  Κυρίου»,  όπως  λέγει  ο  ίδιος, και  παρ’ ότι  προσπαθούσε  να προσκολληθεί  στους Μαθητές, εκείνοι ήσαν επιφυλακτικοί  μαζί του, επειδή  τον εφοβούνταν  ως  διώκτη  τους.  Τελικά,  όπως  αναφέρεται  στις Πράξεις,  τον  παρέλαβε  ο  Βαρνάβας,  ο  οποίος  τον  οδήγησε  στους άλλους  Αποστόλους  και  διηγήθηκε  το  θαύμα  της  μεταστροφής του,  «πως  εν τη  οδώ  είδε  τον  Κύριο»,  ο  Κύριος  ελάλησε  σ’ αυτόν   και πως  είχε  τώρα  την  παρρησία  να  κηρύττει  τον  Ιησού.  Έτσι  έγινε  δεκτός και  άρχισε  να  συναναστρέφεται  τους  Μαθητές  και  να  κηρύττει  με θᾶρρος τον Ιησού. Και  εδώ όμως οι  ελληνόφωνοι  Εβραίοι – ελληνιστές επεδίωξαν να τον θανατώσουν. Αλλά  μόλις το  επληροφορήθηκαν οι αδελφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια  και  από  εκεί  τον εφυγάδευσαν στην πατρίδα του την Ταρσό. Στις Πράξεις αναφέρεται ότι ο Κύριος εμφανισθείς «εν εκστάσει» του  είπε:  «Σπεύσον  και  εξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ διότι ου παραδέξονταί σου την μαρτυρίαν περί  εμού». Προηγουμένως,  όπως  μας  πληροφορεί  ο  ίδιος,  «ήλθ ε στα  μέρη της Συρίας και  Κιλικίας»  κηρύττοντας  το  λόγο  του  Θεού.  Γι’ αυτή  όμως  την κηρυκτική του δραστηριότητα στα μέρη αυτά, που πρέπει να ήταν σημαντική,   δεν έχουμε  κάποιες  πληροφορίες  ούτε  και  από  τον  ίδιο,  εκτός από  φήμες που  είχαν  οι άλλες Εκκλησίες,  οι  οποίες  και  εδόξασαν  τον  Θεό γι’ αυτό.
Στην γενέτειρά του Ταρσό  τον  ανεζήτησε  αργότερα   ο  Βαρνάβας  και  τον μετέφερε  στην  Αντιόχεια,  για  να  συνεχίσουν  εκεί  το  έργο  της  διαδόσεως του  Ευαγγελίου  και  να  ενισχύσουν  τους   εκεί  αδελφούς.  Στην Αντιόχεια  ως  γνωστόν,  ονομάσθηκαν  οι  μαθητές  του  Χριστού  για πρώτη  φορά  «Χριστιανοί».  Από  την  Αντιόχεια  εταξίδεψαν  και  πάλι  στα Ιεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), για  να μεταφέρουν βοηθήματα της Εκκλησίας της Αντιοχείας,  στους  πτωχούς  αδελφούς  της  Εκκλησίας της  Ιερουσαλήμ, που  υπέφεραν από  την πείνα  επί  Κλαυδίου  Καίσαρος.  Και αφού  εξεπλήρωσαν την αποστολή  τους,  επέστρεψαν  πάλι  στην  Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους και  τον Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Μάρκο.
Από  την  Αντιόχεια  άρχισε  η  Α’  Αποστολική  περιοδεία  (44 – 45 μ.Χ. ή   47 – 48 μ.Χ.) κατά   τον  εξής  χαρακτηριστικό  τρόπο:  καθώς  προσεύχονταν σε κάποια λειτουργική  σύναξη μερικοί  προφήτες  καὶι  διδάσκαλοι  μαζί με τους Βαρνάβα και Παύλο, και  μετά  από  κάποια χαρισματική αποκάλυψη,  το Ἀγιο  Πνεύμα  είπε να  ξεχωρίσουν τους  Βαρνάβα  και Παύλο  για  το  έργο   το  οποίο  τους   είχε  καλέσει.
Για  την πρώτη Αποστολική  περιοδεία μας πληροφορούν οι  Πράξεις. Αρχηγός της αποστολής αυτής  ήταν  ο  Βαρνάβας  και  αυτή  περιελάμβανε τη  Σελεύκεια, ολόκληρη την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την Αντιόχεια  της  Πισιδίας  και  τις  πόλεις  της  Λυκαονίας μέχρι  το  Ικόνιο, τα  Λύστρα  και  τη  Δέρβη.
Στην Αντιόχεια ο  Παύλος πρότεινε στον Βαρνάβα να αρχίσουν τη Β’ Αποστολική  περιοδεία  (τέλος 48 μ.Χ. – αρχές 52 μ.Χ. ή  48/49 – 51/52 μ.Χ.) και  να  επισκεφθούν  ξανά  τις Εκκλησίες που  είχαν ιδρύσει  κατά  την πρώτη περιοδεία τους και  να στηρίξουν τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών. Ο  μεν  Βαρνάβας,  παίρνοντας  μαζί  του τον  Ιωάννη – Μάρκο, επήγε  στην  Κύπρο,  ο  δε  Παύλος  επήρε  για  συνοδό  του  τον  Σίλα  και με  τη Χάρη του  Θεού  περιόδευσαν τη  Συρία  και  Κιλικία,  στηρίζοντας τους  πιστούς  των  Εκκλησιών  των περιοχών αυτών.  Από  εκεί  έφθασαν στις  πόλεις  Δέρβη  και  Λύστρα,  απ’ όπου  ο  Παύλος παρέλαβε μαζί  του τον Τιμόθεο, τον οποίο περιέτεμε για τους Ιουδαίους, επειδή  ήταν ελληνιστής, και συνέχισαν την περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τη Φρυγία  και  τη   Γαλατική   χώρα, όπου  όμως  παρέμειναν  αναγκαστικά λόγω  ασθενείας  του  Παύλου  και  έτσι  εκήρυξε  και  εκεί  το  λόγο του Θεού  με επιτυχία. Με υπόδειξη του  Αγίου Πνεύματος, το  οποίο τους οδηγούσε   σ’ όλη την πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά  και  κατέληξαν στην  Τρωάδα.
Ευρισκόμενοι  στην  Τρωάδα  και  ενώ  πιθανόν  διαλογιζόταν  ο  Παύλος άν  έπρεπε να περάσει στην αντίπερα ακτή, για να  κηρύξει  το  λόγο του Θεού, δηλαδή  στη  Μακεδονία  και  Ελλάδα,  σε  ευρωπαϊκό  πια  έδαφος, το  Πνεύμα το Άγιο τον καθοδήγησε και  πάλι. Εμφανίσθηκε κάποιος άνδρας Μακεδόνας κατ’ όναρ «παρακαλών αυτόν και  λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν  βοήθησον  ημίν».  Το  όραμα αυτό  ο Παύλος  το  εθεώρησε ως θεία  κλήση  για  να  κηρύξει  το  λόγο  του  Θεού  και  σε   ευρωπαϊκό   έδαφος  και  γι’ αυτό  ανεχώρησε  από  την Τρωάδα, συνοδευόμενος από τον Σίλα και  Τιμόθεο  στους  οποίους  προστέθηκε  και  ο  ιατρὸός  Λουκάς, και  μέσω  Σαμοθράκης  την  επομένη  έφθασαν  στη  Νεάπολη  και   από εκεί  στους Φιλίππους, όπου εκήρυξαν το λόγο του  Θεού  έχοντας καλά αποτελέσματα, αφού  προσείλκυσαν πολλούς Χριστιανούς. «Εξήλθομεν έξω  της πόλεως παρά  τον ποταμόν, ου ενομίζετο προσευχή  είναι»  και  εκεί συνάντησαν τις σεβόμενες τον Θεό  γυναίκες προς τις οποίες ο Παύλος ομίλησε  με  αποτέλεσμα  μία  από   αυτές, η  πορφυρόπωλις Λυδία, να δεχθεί  το   φωτισμό  του  Κυρίου,  να  βαπτισθεί  μαζί  με  όλη  την οικογένειά της και  με επίμονες παρακλήσεις να πείσει τους Αποστόλους να μείνουν στο  σπίτι της. Εκεί  ο Παύλος  εθεράπευσε τη  μαντευομένη παιδίσκη, που απέδιδε πολλά  κέρδη στους κυρίους της, οι  οποίοι και κατήγγειλαν το γεγονός στις αρχές, με επακόλουθο τη σύλληψη του Παύλου και  των συνοδών του, με την κατηγορία ότι διαταράσσουν την πόλη, κηρύττοντας ιδέες και ήθη ξένα στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα της δίκης  ήταν να  καταδικασθούν  σε  σκληρούς  ραβδισμούς  και  σε εγκλεισμό στη φυλακή. Αλλά οι προσευχές και οι  δοξολογίες των φυλακισμένων καθώς και  ένας ισχυρός σεισμός είχαν ως συνέπεια να ανοίξουν οι πόρτες του δεσμωτηρίου και  να λυθούν τα δεσμά  των φυλακισμένων. Τούτο ανησύχησε το δεσμοφύλακα, ο οποίος αποπειράθηκε να σκοτωθεί, επειδή ενόμισε ότι οι φυλακισμένοι εδραπέτευσαν, αλλ’ η  παρέμβαση  του  Παύλου  όχι  μόνο  του  έσωσε  τη ζωή,  αλλά  τον  εκατήχησε  και  εβάπτισε  αυτόν  και  όλη  την  οικογένειά του.  Στη   συνέχεια  οι   στρατηγοί  της πόλεως  διέταξαν  την απελευθέρωση  των   Αποστόλων, αλλά  επειδή  ο  Παύλος  επικαλέσθηκε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου, που είχε, ήλθαν οι  ίδιοι και  τους παρεκάλεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πράγματι ο  Παύλος και  η συνοδεία  του, αφού συνάντησαν τους λίγους πιστούς στην οικία της Λυδίας  και  ευχαρίστησαν τον Θεό, ανεχώρησαν μέσῳ Αμφιπόλεως  και Απολλωνίας  για  τη  Θεσσαλονίκη  και  τη  Βέροια.  Την  πρώτη  Εκκλησία της  Θεσσαλονίκης  απετέλεσαν  αρχικά   μερικοί  μεν Ιουδαίοι, περισσότεροι δε από τους «σεβομένους» Έλληνες και κυρίως πολλές γυναίκες  της  ανώτερης  κοινωνικής  τάξεως  της  πόλεως  «γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι». Η  παράδοση διέσωσε μεταξύ των πρώτων Χριστιανών της Θεσσαλονίκης μερικά  ονόματα, όπως ο Ιάσων, ο Αρίσταρχος,  ο  Σεκούνδος, ο  Γάιος, Θεσσαλονικείς συνεργάτες του Παύλου.
Το  κήρυγμα  του  Παύλου  στη  Θεσσαλονίκη  δεν ήταν χωρίς  δυσκολίες και  αντιδράσεις.  Όπως  συνέβη  στους  Φιλίππους,  όπου  κατηγορήθηκαν ο  Παύλος  και  οι  συνοδοί  του  ενώπιον  του  δήμου  και  των  στρατηγών ως ταραχοποιοί  και  ως διδάσκοντες για θεωρίες που αντιβαίνουν τα ρωμαϊκά  ήθη,  έτσι  και  τώρα  στη  Θεσσαλονίκη η  επιτυχία του κηρύγματος του Παύλου ενόχλησε τους  Ιουδαίους που  δεν επίστεψαν, γιατί  έβλεπαν ότι σημαντικός αριθμός Θεσσαλονικέων Ιουδαίων προσχωρούσε  στη  νέα  πίστη  και  εγίνονταν Χριστιανοί  και  γι’ αυτό έπρεπε να αντιδράσουν με  κάθε τρόπο. Ο  πιο  αποτελεσματικός τρόπος  ήταν να εξουδετερώσουν τον Παύλο και  τους συνοδούς του χρησιμοποιώντας  τη  βαρύτερη  κατηγορία. Επεχείρησαν  δηλαδή  να  τους εμφανίσουν ότι στρέφονται εναντίον των ρωμαϊκών  αρχών και τους απέδωσαν τις κατηγορίες της εσχάτης προδωσίας και της στάσεως εναντίον των αρχών του  κράτους. Προς τούτο «προσλαμβανόμενοι των αγοραίων άνδρας τινάς πονηρούς και  οχλοποιήσαντες εθορύβουν την πόλιν» προεκάλεσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις  και ταραχές με αποτέλεσμα  να  αναστατώσουν την πόλη. Αναζήτησαν  τον  Παύλο  και τους συνεργάτες του, για να τους οδηγήσουν ενώπιον των αρχών της πόλεως.  Όμως  οι  Χριστιανοί,  άγρυπνοι  και   ανήσυχοι, παρακολουθούσαν τις κινήσεις των αντιτιθέμενων Ιουδαίων και  των αρχών  και  έλαβαν  εγκαιρα τα μέτρα τους για τη διάσωση των Αποστόλων.  Γι’ αυτό  και  οι  διώκτες  τους,  αφού  δεν  ευρήκαν  τον  Παύλο και  τους  συνοδούς  του, κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στο  σπίτι του Ιάσονος, για τον οποίο είχαν πληροφορηθεί ότι τους είχε προσφέρει φιλοξενία  και  εργασία.
Αλλ’ επειδή  η  κατάσταση  εξακολουθούσε  να  είναι  σοβαρή  και  πολύ κρίσιμη  για  τον  Παύλο  και  τους συνοδούς του, γι’ αυτό  «οι  αδελφοί ευθέως δια νυκτός εξέπεμψαν τον Παύλον και Σίλαν εις Βέροιαν»  συνοδευομένους  από   μια  ομάδα  Χριστιανών  Θεσσαλονικέων για  την  ασφαλέστερη  πορεία  τους  μέχρι  τη   Βέροια  και  την εγκατάστασή  τους  σε  γνωστό  και  ασφαλές  περιβάλλον.
Στο  ολιγόχρονο  διάστημα  της  παραμονής  των  Αποστόλων  στη  Βέροια, ο  Παύλος  με  τους  συνοδούς του  επήγαν  στη  Συναγωγή  των  Ιουδαίων, όπου  και  συνέχισαν  εκεί  το  κήρυγμά  τους.  Και  στη  Βέροια ακολουθήθηκε η  ίδια τακτική  που  είχε εφαρμοσθεί  στους  Φιλίππους  και στη Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν και εκεί ταραχές «σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους»  και  τους  εξήγειραν  εναντίον  των  Αποστόλων, οπότε  αναγκάσθηκαν  οι  Βεροιείς, για  να  διασώσουν  τον  Παύλο,  να  τον φυγαδεύσουν, οδηγώντας  τον  σε  κάποιο  παραθαλάσσιο  μέρος,  ίσως  στη Μεθώνη,  και  από  εκεί  ανεχώρησε  για  την  Αθήνα.
Φεύγοντας  από  τη  Μεθώνη  δια  θαλάσσης  ο  Παύλος  έφθασε  στην Αθήνα  και  κατά  τη  συνήθη τακτική του επικοινώνησε με  τους ολίγους Ιουδαίους στη  Συναγωγή  καθώς  και  με τους προσηλύτους  της πόλεως. Στην αγορά  της πόλεως, στην οποία συνήθιζαν τότε να συχνάζουν οι διάφοροι  φιλόσοφοι  και  διδάσκαλοι,  συνάντησε  μερικούς  απ’ αυτούς  και συζήτησε  μαζί  τους  το  μήνυμα του  Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων  και  τη λύτρωση του κόσμου. Φαίνεται ότι αυτοί αρχικά ευρήκαν ενδιαφέρουσα τη συζήτηση με τον Παύλο  και  του  εζήτησαν  να αναπτύξει  τη  διδασκαλία  του  ενώπιον  του  Αρείου  Πάγου,  που  ήταν και  ο υπεύθυνος για τα θρησκευτικά θέματα και  τα ήθη της πόλεως. Πράγματι,  ο  Παύλος,  παίρνοντας  ως  βάση  τη λατρεία  των  Ελλήνων προς τον Άγνωστο  Θεό  και  λαμβάνοντας  υπ’ ‘όψιν  τις  επικρατούσες τότε  ιδέες  των Στωικών δεχομένων, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, ότι:  «εν  αὐτὠ  ζώμεν και  κινούμεθα και  εσμέν»,  κατ’ αρχήν ἐλεγξε την πλάνη τους για  τη  λατρεία  των  ειδώλων  και  έπειτα  τους  ομίλησε  για τον  αληθινό  και  ζώντα  Θεό,  τον  Λυτρωτή  Ιησού,  ο  οποίος  απεστάλη από  τον  Θεό  να  κηρύξει  μετάνοια  και  άφεση  αμαρτιών. Αυτόν  τον Ιησού,  ο   οποίος  αναστήθηκε  εκ νεκρών, όρισε  ο  Θεός  να   κρίνει  όλους τοὺς  ανθρώπους,  ζώντες  και  νεκρούς,  οι  οποοι θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τους θὰ τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἢ κολάσεως. Ἀλλὰ τὸ κήρηγμα αὐτὸ τοῦ Παύλου γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴ μέλλουσα κρίση προκάλεσε τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ἀθηναίων καὶ ἄλλοι τὸν εἰρωνεύθηκαν ἀπροκάλυπτα καὶ ἄλλοι τοῦ εἶπαν μᾶλλον ἀδιάφορα ὅτι: «θὰ σὲ ἀκούσουμε ἄλλη φορά». Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμά του εἶχε πολὺ πτωχὰ ἀποτελέσματα· ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἐπίστευσαν πολὺ λίγοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ μία γυναίκα ὀνόματι Δάμαρις.
Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ τὸ κήρυγμά του δὲν εἶχε τὴν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πόλεων ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρίν, καὶ ἔφθασε στὴν Κόρινθο. Εὑρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι Ἰουδαίους, τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα, ποὺ μόλις εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἀφοῦ ὁ Κλαύδιος ἔδιωξε τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη καί, ἐπειδὴ ἦταν καὶ αὐτοὶ ὁμότεχνοι, ἔμεινε στὸ σπίτι τους. Καὶ στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τὸ κήρυγμά του ἀπὸ τὴ Συναγωγή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μὲ ἁπλὰ ὅμως λόγια αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ χωρὶς τὶς φιλοσοφικὲς ἐκεῖνες ἰδέες ποὺ ἀνέπτυξε στοὺς Ἀθηναίους. Τοὺς μίλησε μόνο γιὰ τὸν «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀντέδρασαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ δὲν θέλησαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ περιεχόμενό του, ὁ Παῦλος ἐστράφηκε πρὸς τοὺς ἐθνικούς, «καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Τιτίου Ἰούστου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ», ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπίστεψαν πολλοὶ καὶ ἐβαπτίσθησαν· μεταξὺ αὐτῶν δὲ ἦταν καὶ ὁ ἀρχισυναγωγὸς Κρίσπος καὶ ὅλοι οἱ οἰκεῖοι του. Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στὸν Παῦλο «δι’ ὁράματος ἐν νυκτί... μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσης, διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεῖς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί τε, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ». Γι’ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὴν Κόρινθο «ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἕξ» διδάσκοντας στοὺς Κορινθίους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθούμενος στὸ ἔργο του ἀπὸ τοὺς Τιμόθεο καὶ Σίλα, ποὺ ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὴ Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιὰ τὴ στερέωση τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης καὶ Βεροίας. Αὐτὰ τὰ νέα ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία στὸν Παῦλο νὰ γράψει τὶς δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του. Τὸ κήρυγμα τοῦν Παύλου στὴν Κόρινθο εἶχε καρποφόρα ἀποτελέσματα, πράγμα ποὺ προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν στὸ Ρωμαῖο ἀνθύπατο Γαλλίωνα. Ὁ Γαλλίων ὅμως μὴ ἐπιθυμῶν νὰ ἀναμιχθεῖ σὲ ζητήματα «περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου», τοὺς ἔδιωξε.
Ύστερα από μερικές ακόμα ημέρες παραμονής του στην Κόρινθο ο  Παύλος ανεχώρησε  μαζί  με τους συνοδούς του  Ακύλα  και  Πρίσκιλλα  για τη  Συρία, με πρώτο σταθμό την Έφεσο, στην οποία έμεινε λίγο χρόνο, παρά τις παρακλήσεις   των  πιστών  της  να  μείνει  περισσότερο  κοντά  τους. Από  την Έφεσο έφθασε στην Καισάρεια και κατέληξε στην Αντιόχεια, αφού προηγουμένως ανέβηκε στην  Ιερουσαλήμ να χαιρετήσει την εκεί κοινότητα  των  πιστών.
Στην Έφεσο, όταν έφθασε ο Παύλος, κατά  την Τρίτη  αποστολικὴ  περιοδεία (άνοιξη 52 – άνοιξη 57 μ.Χ.),  άρχισε  το  κήρυγμα  του  λόγου  του  Θεού  και  της ενισχύσεως των πιστών, καταδεικνύοντας τη  θεία  προέλευση  και  αλήθεια της διδασκαλίας του ακόμη και με τα θαύματα που επιτελούσε, θεραπεύοντας  ασθενείς  και  δαιμονιζομένους.
Ο Απόστολος Παύλος τελικά ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος από μερικούς μαθητές από την Καισάρεια. Οι  Ιουδαίοι,  που φαίνεται  ότι  επερίμεναν  τον  Παύλο,  ξεσηκώθηκαν  εναντίον  του  και  μόλις κατόρθωσε να διασωθεί από βέβαιο θάνατο από το Ρωμαίο χιλίαρχο Κλαύδιο  Λυσία.  Αυτός  τον  παρέπεμψε  με συνοδεία  και  σχετική  επιστολή στο Ρωμαίο Διοικητή της Καισαρείας Φήλικα, ο οποίος τον εκράτησε φυλακισμένο  δύο  χρόνια (57 – 59). Τον  Φήλικα  διαδέχθηκε  ο  Φήστος  και  οι Ιουδαίοι  εζήτησαν  τότε  απ’ αυτόν να τους παραδώσει τον Παύλο, για  να τον δικάσουν αυτοί στα Ιεροσόλυμα. Βλέποντας ο Παύλος ότι αντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, έκανε  χρήση  του  δικαιώματος  του  Ρωμαίου πολίτου και εζήτησε να  δικασθεί από τον Καίσαρα, πράγμα που  έγινε δεκτό.
Στη  Ρώμη  ο  Απόστολος  Παύλος  έμεινε  μία  ολόκληρη  διετία  (60 – 62 μ.Χ.  ή 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σε ιδιαίτερη ενοικιασμένη οικία,  όπου  μπορούσε να   δέχεται  όλους  όσοι  ήθελαν να τον επισκεφθούν, να κηρύττει το λόγο  του Θεού και να διδάσκει για τον  Ιησού Χριστό  με  παρρησία  και  χωρίς  μεγάλα εμπόδια. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στη Ρώμη ο Παύλος έγραψε  την  προς  Εφεσίους  Επιστολή  καθώς  και  τις λεγόμενες Επιστολές αιχμαλωσίας.
Για την παραπέρα πορεία και δραστηριότητα του Παύλου, την τέταρτη αποστολική περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. ή  61 – 64 μ.Χ.), οι πληροφορίες  είναι πενιχρές  και   έμμεσες  και  δεν  συμφωνούν  απόλυτα. Από  τις  σποραδικές αναφορές  και  τους  υπαινιγμούς  των Πράξεων, από  κάποιες ειδήσεις της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως όπως του Κλήμεντος Ρώμης, του Μορατορίου Κανόνος, του Ευσεβείου Καισαρείας, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου, του Αγίου Ιερωνύμου και από τις μαρτυρίες των Ποιμαντικών  Επιστολών, συνάγεται  ότι  ο  Παύλος  μετά  την  απαλλαγή του  από  τη  δίκη  στη  Ρώμη, εταξίδεψε «μέχρις εσχάτων της Δύσεως». Τούτο κατά τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά την εκτίμηση μερικών, μέχρι την Ισπανία. Σύμφωνα με τις Ποιμαντικές Επιστολές, κατά την  Δ’  Αποστολική περιοδεία  ο  Παύλος  επισκέφθηκε  την  Έφεσο,  τη  Μακεδονία,  την  Κρήτη, τη Νικόπολη, την Τρωάδα, τη Μίλητο και την Κόρινθο, πιθανόν και τις Εκκλησίες  των Κολοσσών, Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, εκπληρώνοντας παλαιά  υπόσχεσή του προς τον Φιλήμωνα και τους Κολοσσαείς, για να γνωρίσει  και  προσωπικά  τους  πιστούς  των  Εκκλησιών  αυτών  που  δεν  είχε συναντήσει  μέχρι  τότε.
Η  σύλληψη και μεταφορά του Παύλου στη Ρώμη έγινε μεταξύ της ανοίξεως και του θέρους του 65 μ.Χ. Οι συνθήκες της δεύτερης αυτής φυλακίσεώς του ήσαν οπωσδήποτε διαφορετικές από την πρώτη. Είχε ασφαλώς ολιγότερες ελευθερίες για να τον επισκέπτονται οι φίλοι  του, όπως  ο  Ονησιφόρος, ο  Εύβουλος  και  Πούδης,  ο  Λίνος  και  η  Κλαυδία  και άλλοι, και  οι  συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκάς, Τυχικός. Φαίνεται   ότι κατά το  διάστημα  της  φυλακίσεώς  του  αυτής  έγραψε τη  Β’ προς Τιμόθεον Επιστολή, η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού μετά από τη φυλάκισή  του  αυτή  οδηγήθηκε  στο  μαρτυρικό  θάνατό  του.
Ο  ακριβής χρόνος του θανάτου του Παύλου δεν είναι γνωστός, ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών, τις οποίες όμως αναπληρώνει η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, η οποία συνδέει το μαρτυρικό θάνατο του Παύλου  με  το  μαρτυρικό  θάνατο  του  Πέτρου  και  αναφέρει  σχετικά  μόνο ότι  οι  δύο  Απόστολοι  εμαρτύρησαν  κατά  το  διωγμό   του  Νέρωνος,  χωρίς  να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο του μαρτυρίου τους. Εξ άλλου ο χαρακτηρισμός  της  29ης  Ιουνίου  ως  «γενεθλίου»  ημέρας  τους  δεν δηλώνει την ημέρα του μαρτυρίου τους, αλλά την καθιέρωση  του  κοινού  εορτασμού της μνήμης τους, το 258 μ.Χ., ίσως λόγω της ανακομιδής των λειψάνων  τους. Το πιθανότερο  είναι ο Παύλος να εμαρτύρησε  στα  τέλη  περίπου  του  έτους της  συλλήψεώς  του,  το  65  μ.Χ.  ή  το  αργότερο  στις  αρχές του 66  μ.Χ.  Τον εξετέλεσαν με  ξίφος  κοντά  στην  «περιοχή  του  Λικινίου»,  παρά  την Ωστία οδό,  σε  τόπο  ονομαζόμενο  «Σωτήριο  Νερό»,  που  σήμερα  είναι  γνωστός  ως Μονή  των  «Τριών Πηγών».  Εκεί  κοντά και  τον  ενταφίασαν.  Στον  τόπο  της Ταφής ο Ανίκητος του  ανήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», που πιθανόν περικλειόταν  σε  κάποιο  μεγαλύτερο  κτίσμα.
Ένας από τους σκληρότερους χριστιανομάχους αυτοκράτορες ήταν ο Πόπλιος Λικίνιος Ουαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.).  Όταν ανέλαβε  την  εξουσία, εμεθόδευσε συστηματικώτερα τους διωγμούς. Εστράφηκε κατά του κλήρου, της λατρείας, της περιουσίας και  των  κοιμητηρίων  της  Εκκλησίας. Τα  μέτρα  του  εφαρμόσθηκαν  περί  το  257  μ.Χ.  με πραγματική  αγριότητα. Θανατώνει τους Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, απαγορεύει τις συνάξεις  στους τόπους ταφής των  Χριστιανών.  Ο  διάδοχος του  μαρτυρήσαντος,  το  257  μ.Χ.,  Επισκόπου  Ρώμης  Στεφάνου,  Έλληνας Επίσκοπος Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), για να προλάβει σκύλευση των τάφων των δύο Αποστόλων, κάνει κρυφά την ανακομιδή των αγίων λειψάνων τους από τα μνημεία – τρόπαιά τους, πιθανώς στις  29  Ιανουαρίου του  258  μ.Χ.,  και  τα  μεταφέρει  στο  κοιμητήριο  που  είναι  σήμερα  γνωστό  ως Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Έτσι η  ημερομηνία   αυτή  διατηρήθηκε ως σήμερα κοινού εορτασμοῦ των Αποστόλων Πέτρου  και Παύλου,  όχι πλέον  σε  ανάμνηση  της  καταθέσεως  των  τιμίων  λειψάνων,  η  οποία  είχε λησμονηθεί  από  το  λαό,  αλλ’  ως  γενέθλιος  ημέρα,  δηλαδή  ως  εορτή του μαρτυρίου  τους.
Μετά το 260 μ.Χ., ο νέος αυτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ήταν περισσότερο επιεικής. Εσταμάτησε τις απάνθρωπες σκληρότητες και επέστρεψε  τους  ναούς  και  τα κοιμητήρια.  Η  λατρεία  αναπτύσεται  στο  νέο τόπο  ταφής  των  Αποστόλων.  Επάνω  από  την  Κατακόμβη  του  ιδρύεται  το αρχαιότερο  Μαρτύριο  της Ρώμης. Έτσι,  στις  αρχές  του 4ου αιώνος μ.Χ., η εορτή των Πρωτοκορυφαίων τιμάται στη Ρώμη σε τρεις τόπους. Στο Βατικανό  ο  Πέτρος,  στην  οδό  της  Ωστίας  ο  Παύλος  και  οι  δύο μαζί  στις Κατακόμβες.
Όταν η  Εκκλησία απέκτησε τα πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.),  ο Επίσκοπος Ρώμης  Σιλβέστρος  (315 – 335 μ.Χ.)  εξασφάλισε  την  υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση Μαρτυρίων στους τόπους  αθλήσεως και  αρχικής ταφής των Αποστόλων. Τα εγκαίνια των πρώτων κτισμάτων γύρω από τους τάφους των Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στο Βατικανό και στην οδό προς την Ωστία στις  18  Νοεμβρίου του  324  μ.Χ. με  τη  μετακομιδή  των  λειψάνων  τους  από  την  Κατακόμβη  του Αγίου  Σεβαστιανού  στους  τόπους  αρχικής ταφής. Μόνο οι Τίμιες  Κάρες των Αποστόλων εκρατήθηκαν στον  καθεδρικό  ναό  του  Επισκόπου  της  Ρώμης, το  ναό  του  Σωτήρος  Χριστού  του  Λατερανού,  σημερινό  Άγιο  Ιωάννη.  Εκεί παραμένουν μέχρι σήμερα, επάνω  από  την  κεντρική  Αγία  Τράπεζα,  μέσα σε  κιβώρια.
Η Κωνσταντίνεια  βασιλική  του  Βατικανού,  παρά  τις  πολλές  επισκευές λόγω των καταστροφών που τις  προξένησαν  οι  βαρβαρικές  επιδρομές του 5ου και 6ου αιώνος μ.Χ., παρέμεινε  δώδεκα  αιώνες  κέντρο  προσκυνηματικής ευσεβείας. Ήταν πεντάκλιτη βασιλική, με 90 μέτρα μήκος και 65 μέτρα πλάτος.  Η Αναγέννηση κατέστρεψε τον πάνσεπτο αυτό  ναό  και  στη θέση  του  έκτισε  τον αχανή  και  βαρύ  σημερινό  Άγιο  Πέτρο  (1626).  Στην  οδό προς την Ωστία ιδρύθηκε αρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, την οποία επεξέτειναν  το  386  μ.Χ.  οι  αυτοκράτορες Ουαλεντιανός Β’, Θεοδόσιος και Αρκάδιος σε πεντάκλιτη  και την εγκαινίασε,  το  390  μ.Χ.,  ο  Πάπας  Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Η  βασιλική  διατηρήθηκε  σχεδόν  ακέραια  μέχρι  τον  Ιούλιο του 1823,  που  εκάηκε  από μεγάλη πυρκαγιά,  αλλά  αναστηλώθηκε με πιστότητα στο αρχαίο της κάλλος.   
Ο τάφος του Αποστόλου Παύλου καλύπτεται με μία μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή του 4ου αιώνος μ.Χ., που γράφει: «Στον  Παύλο,  Απόστολο Μάρτυρα».


Απολυτίκιον.  Ἠχος  δ’. Κανόνας πίστεως.
Εθνών σε κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον, Αθηναίων διδάσκαλον, Οικουμένης  αγλάϊσμα, ευφροσύνως  γεραίρομεν· τους  αγώνας  τιμώμεν και  τας βασάνους δια Χριστόν, το σεπτόν σου μαρτύριον. Άγιε Παύλε Απόστολε,  πρέσβευε  Χριστώ  τω  Θεώ  σωθήναι  τας  ψυχάς  ημών.

Έτερον  Απολυτίκιον. Ήχος  α’. Της  ερήμου  πολίτης.
Εκλογής  Χριστού  σκεύος  και  Απόστολος  μέγιστος, και σαγηνευτής εθνών θείος, εν τω λόγω της χάριτος, εδείχθης ως πλήρης ως φωτός, Απόστολε Παύλε αληθώς· τον γαρ άγνωστον κηρύττεις ημίν Θεόν, τοις πόθω ανακράζουσι· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι,  δόξα  τω  χορηγούντι  δια  σου,  πάσι  τα  κρείττονα.

Έτερον  μετά  του  Αποστόλου  Πέτρου.  Ήχος  δ’.
Οι  των Αποστόλων πρωτόθρονοι, και  της οικουμένης διδάσκαλοι, τω Δεσπότη των όλων πρεσβεύσατε, ειρήνην τη  οικουμένη  δωρήσασθαι,  και ταις  ψυχαίς  ημών  το  μέγα  έλεος.

Έτερον μετά του  Αποστόλου Πέτρου. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοι  κήρυκες,  της  ευσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, και δογμάτων  ουρανίων  εκφάντορες, Πέτρε  και  Παύλε  σαφώς  ανεδείχθητε, ως  Αποστόλων των θείων Πρωτόθρονοι. Αλλ’ αιτήσασθε, σωτήριον ημίν έλλαμψιν,  και  λύτρωσιν  παθών  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η  Παρθένος  σήμερον.
Αποστόλων πρόκριτος, και  κορυφαίος εδείχθης, προσκληθείς  Απόστολε, παρά  Χριστού  ουρανόθεν· ένθεν δη, την οικουμένην πάσαν διήλθες, άπαντας,  καταφωτίζων προς θείαν πίστιν· δια  τούτο  σοι  βοώμεν·  χαίροις ω  Παύλε,  Εκκλησιών  ο  φωστήρ.

Έτερον μετά  του  Αποστόλου Πέτρου. Ήχος β’. Αυτόμελον.
Τους  ασφαλείς,  και  θεοφθόγγους  κήρυκας,  την κορυφήν, των Αποστόλων Κύριε, προσελάβου εις απόλαυσιν, των αγαθών σου και ανάπαυσιν· τους πόνους  γαρ  εκείνων  και  τον  θάνατον, εδέξω υπέρ πάσαν  ολοκάρπωσιν,  ο  μόνος  γινώσκων  τα  εγκάρδια.

Έτερον μετά  του  Αποστόλου Πέτρου. Ήχος γ’. Η  Παρθένος σήμερον.
Αποστόλων  πρόκριτοι, και  κορυφαίοι οφθέντες, ουρανοί  ως έμψυχοι, δόξαν Θεού  διηγούνται, Πέτρος μεν, ο  της  αγάπης του  Λόγου πλήρης, Παύλος  δε, ως  εκλογής  Χριστού  σκεύος  θείον,  και   αμφότεροι  αιτούνται, πάσι  δοθήναι  πταισμάτων  άφεσιν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις  Αποστόλων  η  καλλονή,  και  εθνών  ο  κήρυξ,  και  διδάσκαλος   και φωστήρ·  χαίροις  Εκκλησίας,  υφηγητής  απάσης,  και  μέγας  λαμπαδούχος,  Παύλε  Απόστολε.


Μεγαλυνάριον μετά του  Αποστόλου Πέτρου.      
Πέτρε θείον άρμα Χερουβικόν, ουράνιε Παύλε, όχημά τε Σεραφικόν, η πύρινος γλώσσα, του Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με της γεέννης, απολυτρώσασθε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: