12/6/17

Ο Όσιος Αρσένιος ο Θαυματουργός της Κονεβίας

Ο  Όσιος Αρσένιος της Κονεβίας καταγόταν από το Νόβγκοροντ της Ρωσίας και ησχολείτο με το εμπόριο του χαλκού. Από αγάπη προς  το μοναχικό βίο εγκατέλειψε  τα  εγκόσμια  και,  μεταξύ  των  ετών  1547 – 1558, εισήλθε στη μονή Λίσικα κοντά στο Νόβγκοροντ, όπου έζησε ένδεκα χρόνια. Το 1373, ήλθε στο Άγιον Όρος όπου έζησε τρία χρόνια στην προσευχή στο παλαιό Ρώσικο μοναστήρι. Στο μοναστήρι, μόλις ο ηγούμενος επληροφορήθηκε τι επάγγελμα έκανε στο παρελθόν, του ζήτησε να επιδιορθώσει όλα τα παλαιά σκεύη που εχρησιμοποιούσε η αδελφότητα. Του εζήτησαν να εργασθεί και στα άλλα μοναστήρια. Η εργασία  όχι απλώς δεν αποτελούσε εμπόδιο για την προσευχή, αλλά του εκαλλιέργησε και μία υψηλή  αίσθηση  προσφοράς. Έτσι,  ο  Όσιος  Αρσένιος επήγαινε από το ένα μοναστήρι στο άλλο  και  εργαζόταν  κατά  τη  διάρκεια της  ημέρας, ενώ προσευχόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος  της νύχτας. Τελικά, το 1393,  επέστρεψε  στη  Ρωσία  μεταφέροντας  μαζί  του  μία  εικόνα της  Παναγίας,  η  οποία  αργότερα  ονομάσθηκε  «Παναγία  του  Κόνεβιτς».
Ο  Όσιος  έχοντας  πάντοτε  μαζί  του  την  εικόνα  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου ως  πολύτιμο φυλαχτό, επήγε  στο νησί  Κόνεβιτς,  στη  λίμνη  Λάντογα,  όπου έζησε επτά χρόνια ως ερημίτης. Το κρύο ήταν φονικό  αλλά ο μακάριος Αρσένιος αρνιόταν τις συνεχείς προσκλήσεις του ηγουμένου της μονής Βαλαάμ  Σίλα,  τις  οποίες του μετέφερε ο  μοναχός  Λαυρέντιος.  Μέλημά  του ήταν  να εξαλείψει τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων της περιοχής.  Ακόμη και το όνομα του νησιού Κόνεβιτς (από το Κον που σημαίνει άλογο), προερχόταν από μία δεισιδαιμονία των κατοίκων του. Οι κάτοικοι επίστευαν  ότι  στο νησί  εζούσαν  κακά  πνεύματα, τα οποία  επροστάτευαν τα άλογα που  έβοσκαν  ελεύθερα  σ’ αυτό.  Με  σκοπό  να  έχουν  την  εύνοια των πνευμάτων, οι  κάτοικοι κάθε  χρόνο  προσέφεραν  θυσία  ένα  άλογο, το οποίο, αφού έδεναν σε μία μεγάλη πέτρα,  το  άφηναν  να  πεθάνει  από  την πείνα  και  το  κρύο.  Κατά  την  άφιξή  του,  χάρη  στον  ψαρά  Φίλιππο,  ο  Όσιος Αρσένιος ευρήκε την «πέτρα του αλόγου», την οποία και εράντισε με αγιασμό.  Όλοι  οι  παρευρισκόμενοι  είδαν  τα  ακάθαρτα  πνεύματα,  υπό  την μορφή κοράκων, να πετούν τρομοκρατημένα. Ο Όσιος Αρσένιος έζησε πέντε χρόνια στο «νησί  του  αλόγου»,  καταπολεμώντας  με  το  παράδειγμά του  τις  δεισιδαιμονίες  των  κατοίκων.
Το  1398,  με  την  ευλογία  του  Αρχιεπισκόπου  Νόβγκοροντ  Ιωάννου,  έθεσε τα θεμέλια μιας κοινοβιακής μονής αφιερωμένης στο Γενέσιον της Θεοτόκου. Αργότερα, την εποχή του Αρχιεπισκόπου Συμεών, ο Όσιος Αρσένιος  θα  επισκεφθεί  για μία φορά ακόμη το  Άγιον  Όρος  ζητώντας  την ευλογία  των  Πατέρων  του  Άθω  για  το  μοναστήρι  του.
Χωρίς τον κτήτορά του, οι μοναχοί απεφάσισαν να εγκαταλείψουν  το μοναστήρι, επειδή δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το  ζήν. Εξαντλημένος από την θλίψη, ο ευσεβής μαθητής του  Οσίου  Ιωακείμ, κρυμμένος σε ένα δάσος, έκλαιγε συνεχώς για την απόφαση της αδελφότητος, η οποία εσήμαινε το τέλος της μοναχικής εμπειρίας σε εκείνον τον τόπο. Απογοητευμένος ο Ιωακείμ άρχισε να προσεύχεται μπροστά σε μία εικόνα  της  Παναγίας, με την  ελπίδα  πως  η  Θεοτόκος  θα τον  ελευθερώσει  από τον πόνο και τη λύπη. Τη νύχτα, και  ενώ  ήταν σε  βαθύ ύπνο, του εμφανίσθηκε η Παναγία, η οποία του προανήγγειλε την επιστροφή  του  Οσίου  Αρσενίου.  Πράγματι,  το  πρωί  ο  μακάριος  Αρσένιος επέστρεψε  με  δυο  μεγάλες  βάρκες  γεμάτες  προμήθειες.
Στον  τόπο  της  εμφανίσεως  της  Παναγίας  ύψωσαν  ένα  μεγάλο  σταυρό,  στη βάση  του  οποίου  ετοποθετήθηκε η εικόνα της, που είχε μεταφερθεί  στο νησί  από  το  Άγιον  Όρος.
Το 1421, μία καταστροφική κακοκαιρία επέφερε μεγάλες ζημιές στο μοναστήρι και για το λόγο αυτό ο Όσιος Αρσένιος αναγκάσθηκε να μεταφέρει προς το  εσωτερικό  του  νησιού  επάνω  σε  μία  οροσειρά,  η  οποία ονομάσθηκε όπως και ο Άθως, δηλαδή «Άγιον Όρος». Το «νησί του  αλόγου» απέκτησε πολύ  γρήγορα μεγάλη  φήμη  και  ήσαν  πολλοί  εκείνοι,  οι  οποίοι κατέφευγαν ως προσκυνητές στο μοναστήρι. Ο ευγενής  Μιχαήλ  Κοντύλκα απεφάσισε να κάνει μία γενναία δωρεά, ενώ  ο  Άγιος  Επίσκοπος  Ευθύμιος, κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεώς του στον ευλογημένο εκείνο τόπο, εδώρισε  την  επισκοπική  του  μίτρα.         
Ο Όσιος Αρσένιος, αφού ασκήτεψε θεοφιλώς .εκοιμήθηκε με ειρήνη, το 1447. Πριν την κοίμησή του είχε προάγει στη θέση του ηγουμένου τον μοναχό Ιωάννη. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή, που βεβηλώθηκε  από το  καταστροφικό  μένος των Σουηδών. Οι μοναχοί, για λόγους  ασφαλείας, προτίμησαν  να  μεταφερθούν  σε  άλλο  μοναστήρι.  Η τύχη του μοναστηριού ακολούθησε τις φάσεις του πολέμου μεταξύ των Ρώσων και των Σουηδών στη διεκδίκηση της Καρελίας. Το μοναστήρι ξανακτίσθηκε  από  τους  Ρώσους, το 1594, για να εγκαταλειφθεί  εκ  νέου  και οριστικά,  το  1610.  Το  νησί  του  Κόνεβετς  εδόθηκε στον πρίγκιπα  Ιάκωβο Φεοντόροβιτς, ενώ  το  1719  ο  Μέγας  Πέτρος  έκτισε  σ’ αυτό την  εκκλησία  του Αγίου  Νικολάου. Η  απόδοση τιμής και ευλάβειας προς το πρόσωπο  του Οσίου Αρσενίου άρχισε πολύ  ενωρίς από τους πιστούς  του  Κόνεβετς,  αλλά το όνομά του  καταγράφηκε  επίσημα  στα  λειτουργικά  βιβλία  της  Ρωσικής Εκκλησίας το 1819, μετά από σχετική απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας  της  Ρωσίας


Δεν υπάρχουν σχόλια: