11/6/16

Ο Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Ο  Άγιος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίνος, υιός του Φήλικος Βόϊνο – Γιασενέτσκϊυ, εγεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1877, στην πόλη  Κέρτς, το  αρχαίο  Ποντικάπαιο,  που ήταν αποικία των Μιλησίων. Στο τέλος της  δεκαετίας του 1880, η  οικογένειά του μετακομίζει  στην  πρωτεύουσα  της  Ουκρανίας,  το  Κίεβο.
Από την παιδική του ηλικία  ο  Άγιος  εξεχώρισε από  τα  άλλα  αδέλφια  του. Εζούσε απλά  και  λιτά. Αυτό  όμως  που  επέδρασε  στην  ψυχή του ήταν το περίφημο μοναστήρι της  Λαύρας των Σπηλαίων, ένας τόπος  αγιασμένος  από  τις  προσευχές, την άσκηση  και  τα  δάκρυα  πολλών  Αγίων  Πατέρων  και  Ασκητών της  Εκκλησίας, που  έζησαν εκεί  από  τον 10ο  αιώνα. Εσπούδασε  στην  Ακαδημία  Καλών  Τεχνών  του Κιέβου και είχε το χάρισμα της ζωγραφικής. Παράλληλα με τις πνευματικές του αναζητήσεις εμελετούσε με ιδιαίτερη επιμέλεια την Αγία Γραφή. Πολλά  σημεία  του Ευαγγελίου τον συνέπαιρναν. Τα υπογράμμιζε με κόκκινο μελάνι.  Αυτό  το  Ευαγγέλιο το  εκράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του, έγινε ο αχώριστος σύντροφός του. Στη συνέχεια εσπούδασε την ιατρική επιστήμη στο πανεπιστήμιο του Κιέβου. Το  μέλλον του, ως ιατρού, φαίνεται λαμπρό, αφού ξεχωρίζει και  διακρίνεται  στις  σπουδές  του. Εκείνος  όμως  είχε  ως  σκοπό  τη  διακονία  του  πάσχοντος  ανθρώπου,  και  ιδιαίτερα του  πτωχού. Βοηθάει τους πάντες. Διακονεί  χιλιάδες  ασθενείς.  Προοδεύει  τόσο  πολύ στην  ιατρική  επιστήμη  και  εκλέγεται  Καθηγητής  Πανεπιστημίου.
Το  1918  συλλαμβάνεται  από  το  καθεστώς της Οκτωβριανής  επαναστάσεως,  αλλά, σαν  από  θαύμα  ελευθερώνεται.  Ήδη  έχουν  αρχίσει  τα  δεινά  της Εκκλησίας. Ο  Θεός ξαφνικά  τον καλεί  να γίνει ιερεύς και  να διακονήσει τον λαό Του. Στις  26 Ιανουαρίου 1921 λαμβάνει τον πρώτο  βαθμό  της  ιερωσύνης.  Μια  εβδομάδα  αργότερα, την ημέρα της εορτής της  Υπαπαντής του Κυρίου, χειροτονείται πρεσβύτερος,  από  τον  Αρχιεπίσκοπο Τασκένδης Ιννοκέντιο, και αξιώνεται να κρατήσει  στα  χέρια του  την παρακαταθήκη  που  του  παρέδωσε  η  Εκκλησία,  το Σώμα  του  Ιησού  Χριστού,  σαν  τον  Προφήτη Συμεών το Θεοδόχο. Ο  Άγιος αγωνιζόταν σε πολλά μέτωπα. Από  τη  μια μεριά  η  φροντίδα  των  ορφανών  παιδιών του.  Από  την άλλη  οι  ανάγκες  της  ενορίας.  Παράλληλα  εδίδασκε στο Πανεπιστήμιο, στην έδρα της τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής, ενώ εργαζόταν  και  στο  νοσοκομείο.
Ο  εξόριστος  Επίσκοπος  της  Ούφὰ  Ανδρέας  έφθασε  το  1922  στην  Τασκένδη,  μετά την  αναγκαστική  απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Ιννοκεντίου από  τους σχισματικούς  της  «Ζώσης  Εκκλησίας»,  που  έκαναν  πιο  ζωντανή  την  παρουσία  τους  με  τη  βοήθεια  των  μυστικών υπηρεσιών του κράτους.  Οι κάτοικοι της Τασκένδης εξέλεξαν ομόφωνα Επίσκοπό τους τον Άγιο. Ο  Επίσκοπος Ανδρέας, ο οποίος  είχε  επισκεφθεί  το  μαρτυρικό  Πατριάρχη  Μόσχας  Τύχωνα,  είχε  την  άδεια να  εκλέγει τους Επισκόπους και  να  τους  χειροτονεί  κρυφά. Έτσι  έκειρε  μοναχό  τον Άγιο  και  τον  ονόμασε  Λουκά, προς  τιμήν  του  Αποστόλου  και  Ευαγγελιστού  Λουκά, του ιατρού. Η χειροτονία του έγινε στην πόλη Πεντζικέντ από εξόριστους Επισκόπους.  Η  πορεία  προς  το  μαρτύριο  άρχισε.
Στις  9  Ιουνίου  1923 επήγε στο ναό και ετέλεσε τον Εσπερινό  και  τον Όρθρο. Επέστρεψε  στο  σπίτι και άρχιζε να προετοιμάζεται για τη Θεία Λειτουργία, διαβάζοντας  την  Ακολουθία  της  Θείας  Μεταλήψεως.  Εκείνο το βράδυ τον συνέλαβαν  οι  κομισάριοι  των Μπολσεβίκων. Όμως,  επειδή  εγνώριζαν πόσο δημοφιλής  ήταν  ο  Επίσκοπος  Λουκάς  και  εφοβούντο  ταραχές,  έβαλαν  σε  εφαρμογή  τη μέθοδο της  συκοφαντίας  και  της  λασπολογίας.  Η  κατηγορία  ήταν  ότι συμμετείχε σε  αντιεπαναστατικά  κινήματα  κατά του  καθεστώτος.  Παρ’ όλα  αυτά δεν  κατάφεραν τίποτε, αλλά  έπρεπε  να  τον  διώξουν  από  την  Τασκένδη,  γιατί  είχε ήδη  μεταβεί στην Τασκένδη  ο  αντικανονικός Επίσκοπος της  «Ζώσης  Εκκλησίας».  Ο Επίσκοπος  Λουκάς  φθάνει  στη  Μόσχα,  όπου  συναντά  τον  Άγιο  Πατριάρχη  Τύχωνα  και  συλλειτουργεί  μαζί  του.  Σε  λίγες  ημέρες  και  πάλι  συλλαμβάνεται  και οδηγείται στις φυλακές Μπουτύρσκι, οι οποίες είχαν τη φήμη των πιο σκληρών φυλακών της Μόσχας. Από  εκεί  μεταφέρεται  στις  φυλακές  Ταγκάνκα που βρίσκονται  στην  άλλη  πλευρά  της  Μόσχας  και  σε λίγο  καιρό  εξορίζεται  στη Σιβηρία,  στην πόλη Γενισέϊσκ. Η  ιατρική  ιδιότητά του του επέτρεψε κάποια μικρή άνεση  και  σχετική  ελευθερία  κινήσεων. Ελειτουργούσε και εχειρουργούσε.  Εθεράπευε  τις  ψυχικές  αλλά  και  τις  σωματικές  ασθένειες  των  ανθρώπων.  Και πάλι  τον εξορίζουν στο χωριό Χάγια, κοντά στον παραπόταμο του Αγκαρά, για να επιστρέψει εκ νέου στο Γενισέϊσκ. Τον εξορίζουν στο Τουρουχάνσκ. Αγόγγυστα ο Επίσκοπος εδέχθηκε την απόφαση. Στην περιοχή αυτή οι κλιματολογικές συνθήκες κάνουν τη  ζωή  πολύ δύσκολη. Ο χειμώνας είναι σκοτεινός και ατελείωτος. Η θερμοκρασία  κατεβαίνει  στους  40  βαθμούς  υπό  το  μηδέν  ή  ακόμη  πιο  κάτω.  Ο Άγιος  θέτει  τον  εαυτό του  και  τη  ζωή  του  στη  διακονία των ανθρώπων και ιδιαίτερα  των  ασθενών.
Η  δράση του Αγίου δεν αφήνει αδιάφορους τους κρατικούς παράγοντες. Του απαγορεύουν να ευλογεί τους ασθενείς στο νοσοκομείο, να κάνει κηρύγματα, να επισκέπτεται  ένα μοναστήρι που ήταν εκεί κοντά, με έλκυθρο. Όμως,  το  μαρτύριο συνεχίζεται. Τον  κατηγορούν για  ανυπακοή  στη  σοβιετική  εξουσία  και  τον εξορίζουν στον Αρκτικό ωκεανό. Μόνη του παρηγοριά  ο  Θεός. Η  προσευχή  ήταν  το καταφύγιό  του. Η  χάρη του  Θεού  ενίσχυε  το  μάρτυρα  Επίσκοπο  που  άντεξε  και αυτή  τη  σκληρή  δοκιμασία.
Ο  Άγιος, με τη  βοήθεια του  Επισκόπου  Κρασνογιὰρσκ  Αμφιλοχίου,  επιστρέφει  στην Τασκένδη.  Στις  23  Απριλίου  1930,  οι  αρχές  ανακοινώνουν  την  κατεδάφιση  του  ναού  του  Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ.  Ο  Άγιος Λουκάς  αναστατώθηκε.  Γράφει  γι’ αυτό  ο  ίδιος: «Στις  23  Απριλίου  1930  για  τελευταία  φορά  λειτούργησα  στον  ιερό  ναό και κατά την ανάγνωση του  Ευαγγελίου με συνεπήρε η σκέψη πως το  ίδιο  βράδυ  θα  με συλλάβουν. Όπως και έγινε. Την εκκλησία την γκρέμισαν όταν εγώ βρισκόμουν στη φυλακή. Στον πασίγνωστο κατηχητικό λόγο που  διάβάζεται  το Πάσχα, ο  Άγιος  Ιωάννης ο  Χρυσόστομος λέει,  ότι  ο  Θεός όχι μόνο τα  έργα δέχεται, αλλά και  τη γνώμη ασπάζεται. Και  την πράξη τιμά και την πρόθεση  επαινεί. Γι’ αυτή την πρόθεσή μου  να πεθάνω  με  μαρτυρικό  θάνατο,  άς  μου  συγχωρέσει  ο  Θεός  τις  πολλές  αμαρτίες  μου».
Το Μάιο του 1931, ακολουθεί η δεύτερη εξορία στη Σιβηρία, ανακρίσεις και βασανιστήρια. Για  λίγο τον αφήνουν ελεύθερο  και  το  Μάρτιο  του  1940  εξορίζεται  για τρίτη φορά. Κατά  τη  διάρκεια του  Β’ παγκοσμίου πολέμου καλείται  στην  πόλη Κρασνογιάρσκ,  όπου  προσφέρει  τις  πολύτιμες υπηρεσίες του ως ιατρός και  λειτουργός του Κυρίου, για να εκλεγεί στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπος αυτής. Λίγο αργότερα  μετατίθεται  στην  Αρχιεπισκοπή  Ταμπώφ  και  Μιτσούρνικ  και  το 1945, μετά το τέλος του  πολέμου, δέχεται  την πρώτη  πολιτική  επιβράβευση  για  το τεράστιο έργο του και  την προσφορά του. Το Μάιο του έτους 1946  ο  Αρχιεπίσκοπος Λουκάς μετατίθεται  στην  Κριμαία,  ως  Αρχιεπίσκοπος  Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί,  ο  Άγιος  Λουκάς,  αφού  προσέφερε  τα πάντα  στη  διακονία  του  λαού του, εκοιμήθηκε οσίως, το 1961.      
Η  Εκκλησία  τιμά,  επίσης,  τη  μνήμη  του  στις  29  Μαΐου.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.  
Νέον  άγιον, του  Παρακλήτου,  σε  ανέδειξεν,  Λουκά  η  χάρις, εν καιροίς  διωγμών  τε και  θλίψεων· νόσους μεν ως ιατρός εθεράπευσας, και τας ψυχάς ως ποιμήν καθοδήγησας· πάτερ  τίμιε, εγγάμων τύπος και μοναστών, πρέσβευε σωθήναι  τας ψυχάς  ημών.



Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.        
Ανεδείχθης  ήλιος,  νυκτί  βαθείᾳ  διωγμού,  μακάριε,  διο  και  θάλπος  νοητός  το  εκ Θεού  συ  εξέχεας  χειμαζομένοις,  Λουκά  πανσεβάσμιε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: