1/6/19

Ο Άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας ο Φιλόσοφος


Ο  «θαυμασιώτατος»  Ιουστίνος,  κατά  τον   μαθητή   του   Τατιανό, γεννήθηκε  στη    Φλαβία  Νεάπολη   της   Παλαιστίνης,   στις   αρχές   του   2ου   αιώνος   μ.Χ., από  γονείς  Έλληνες  ειδωλολάτρες,   τον   Πρίσκο   Βάκχιο, και  μητέρα,   της   οποίας   το   όνομα   αγνοούμε.   Ο   Μεθόδιος   Ολύμπου   τον μνημονεύει   ως   άνδρα   μη    απέχοντα   πολύ    των   Αποστόλων ούτε    κατά    το χρόνο  ούτε  κατά  την  αρετή.    Πράγματι   δε   ο    χρόνος   γεννήσεώς   του δύναται να  τοποθετηθεί  περί  το  110  μ.Χ.,  εφ’   όσον    το    135   μ.Χ., κατά    τη συζήτηση   προς   τον   Τρύφωνα, παρουσιάζεται να  έχει   περατώσει   ήδη   τις φιλοσοφικές του  σπουδές  και  προς  το  τέλος  τους  να  έχει  προσελκυσθεί   στη   Χριστιανική     πίστη.
Προικισμένος  με  εξαιρετική  πνευματική   ανησυχία   και   φιλομάθεια,   ο νεαρός Ιουστίνος ασχολήθηκε και  εμβάθυνε στις δοξασίες   των   Στωικών, των Επικουρείων, των Περιπατητικών, των Πυθαγορείων και των Πλατωνικών φιλοσόφων. Με  ακόρεστη επιθυμία, ήθελε να γνωρίσει ολόκληρη  την  αλήθεια  και  να  εύρει  την  πραγματική  ικανοποίηση. Τότε   ο    Θεός,  με  θαυμαστή    επέμβαση,   τον    οδήγησε   στις   πηγές   της  αλήθειας,   στη    Χριστιανική    πίστη    και    ζωή,    το    135   μ.Χ.
Καθώς    διηγείται   ο  ίδιος,   ο   Θεός   τον   φώτισε   με   κάποιο   Χριστιανό πρεσβύτη,   «πράον και  σεμνόν το  ήθος».  Ο  θαυμάσιος    εκείνος    γέροντας του  αποκάλυψε πόσο πτωχές ήταν οι  θεωρίες   των   ανθρώπων   μπροστά   στην   πραγματική    αλήθεια,   την    οποία   διδάσκει    ο    Θεός.
Ο  Ιουστίνος  αποφασίζει  να  μελετήσει  την  Αγία  Γραφή  και    να εμβαθύνει   στο  θείο   λόγο.   Χωρίς   να   πάψει  να   φιλοσοφεί   και  να  φορεί φθαρμένο χιτώνα, τον τρίβωνα, που εφορούσαν οι φιλόσοφοι, καταλάμπεται  από  τη  Χριστιανική    πίστη,  «την  μόνην   φιλοσοφίαν   την αληθή    και    ασύμφορον»,   στην  οποία   αποφασίζει  να   διαθέσει   πλέον   την υπόλοιπη   ζωή   του.
Ο  Ιουστίνος    αρματωμένος   με   τα   όπλα   τα   πνευματικά,   αποφασίζει   να στήσει   στη   Ρώμη   το   πνευματικό   του   στρατηγείο. Από εκεί  εξαπλώνει σφοδρές επιθέσεις κατά  των εχθρών της   πίστεως.   Στα   δύσκολα   εκείνα χρόνια   των   διωγμών, οι  κατατρεγμένοι Χριστιανοί  της   Ρώμης   ευρίσκουν στο  πρόσωπό του  τον ένθερμο  απολογητή  και  ακούραστο  υποστηρικτή.   Ο   Ιουστίνος   από   την   ανεξάντλητη   φαρέτρα   του   αντλεί ακαταμάχητα επιχειρήματα, με τα οποία αποστομώνει   τους   φιλοσόφους, που   διέβαλαν   τον   Χριστιανισμό. Τους  ελέγχει,  γιατί  κατηγορούν  τον Χριστιανισμό   χωρίς    να    τον   γνωρίζουν.
Σημαντικότατο    είναι  και  το  έργο   του   «Διάλογος    προς   Τρύφωνα»,   το οποίο περιέχει τη  διήμερη θεολογική  συζήτηση που  είχε με   τον   Ιουδαίο Τρύφωνα,  ο  οποίος  είχε  φύγει από  την Παλαιστίνη  λόγω  του    πολέμου (132 – 135   μ.Χ.)   και   ήταν   επισκέπτης   στην   πόλη   όπου   σπούδαζε   ο  Ιουστίνος.   Όταν   αντιλήφθηκε   ότι   κάτω  από   το   φιλοσοφικό   ένδυμα   του νεαρού  Ιουστίνου κρυβόταν ένας Χριστιανός, τον ειρωνεύθηκε. Επακολούθησε διήμερη  συζήτηση, της οποίας το υποτιθέμενο περιεχόμενο   περιελήφθηκε   στο   έργο   «Διάλογος προς Τρύφωνα». Δεδομένου  ότι   ο   Τρύφων   είχε   αποφύγει   «το    νυν   γενόμενον   πόλεμον»,  η συζήτηση   πρέπει    να    έγινε    το    136   μ.Χ.
Δεν   άργησαν   όμως   να   φανούν   οι    εναντίον   του    Αγίου   αντιδράσεις.   Οι  φιλόσοφοι,   που    έχαναν   συνεχώς   έδαφος   και    οι   άλλοι   εχθροί   του,   τον διέβαλαν στον αυτοκράτορα  Μάρκο Αυρήλιο (161 – 180   μ.Χ.).   Ο    Μάρτυς Ιουστίνος  εκφράζει  την  υποψία  ότι  επρόκειτο να  καταδοθεί    στις πολιτικές  αρχές  από τον κυνικό φιλόσοφο και μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα,  ο  οποίος   φθονούσε την αύξηση των μαθητών του Χριστιανού  διδασκάλου και  διέβλεπε κίνδυνο απορροφήσεως των μαθητών   του    υπό    του    Χριστιανισμού.
Φαίνεται  ότι,  μετά  το  μαρτύριο  του  Πτολεμαίου, μαθητού  του πιθανώς,  περί    το    160   μ.Χ.,   ανεχώρησε  από τη  Ρώμη  από    φόβο    για    τη  σύλληψή   του  και  ότι  επέστρεψε  εκεί  αργότερα,  αφού   ήδη   είχε    κοπάσει  ο  θόρυβος, διότι  κατά   την  ανάκρισή του προ  του  μαρτυρίου   δήλωσε ότι  διέμεινε κατά  δύο περιόδους στη Ρώμη. Αλλ’ ο  Ιουστίνος   αποφασίζει να   απολογηθεί    για τη   διωκόμενη πίστη στον αυτοκράτορα και  τη  Ρωμαϊκή   σύγκλητο.  Οι   δύο   του   Απολογίες  αποτελούν πραγματικά  διαμάντια   της   Χριστιανικής    Απολογητικής.
Στην   πρώτη   Απολογία του, την οποία   απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο,   τα   παιδιά   του   και  τη   Ρωμαϊκή    σύγκλητο,   κάνει   γνωστό    το    τι πιστεύουν   οι    Χριστιανοί, ανασκευάζει τις   εναντίον   του   κατηγορίες   των Εθνικών, περιγράφει τον τρόπο της Χριστιανικής  λατρείας  και  προσπαθεί   με  νηφαλιότητα,  ευγένεια  και  χωρίς  ρητορικά    σχήματα   να  τους    πείσει    να   σταματήσουν   τους   διωγμούς. Ο  ιερός  απολογητής, αποδεικνύοντας   ότι   εβίωνε πλήρως την  εκκλησιαστική    λειτουργική    και  μυστηριακή  ζωή,  ιδίως στα τελευταία κεφάλαια της   πρώτης   Απολογίας του,   εξέρχεται  από   τα   καθαρώς    απολογητικά   πλαίσια   και   όρια   και μεταβάλλεται σε  άριστο μυσταγωγό  και  σε  έναν  από τους πρωτοπόρους σκαπανείς της  ιστορίας    της   θεολογίας   της   Χριστιανικής λατρείας.   Ο   ιερός   Ιουστίνος   τόσο   στη   μνημονευθείσα   Απολογία   του,   όσο και   περιστατικά   σε   μερικά   σημεία   του   λοιπού   συγγραφικού   του   έργου παρέχει   ανεκτίμητες πληροφορίες  περί  της   Χριστιανικής   λατρείας    της  εποχής  του,  προβάλλοντας  τον   εορτασμό    της   Κυριακής,   ως   και   την   τε  λεσιουργία και συνοπτική θεολογία των  ιερών μυστηρίων  του  Βαπτίσματος  και  της    Θείας    Ευχαριστίας.
Η  ημέρα  της    Κυριακής    θεωρείται  ως    πρώτη   ημέρα   της   καινής  εν Χριστώ   κτίσεως.  Η   Θεία   Λειτουργία   γίνεται   η   εμψυχούσα   την    διακονία  εντελέχεια,   εφ’   όσον   κατά   τη    διάρκεια  της    ευχαριστιακής   συνάξεως   «οι  ευπορούντες...   και  βουλόμενοι  κατά  προαίρεσιν  έκαστος  την    εαυτού   ό βούλεται δίδωσι, και το  συλλεγόμενον   παρά   τω   προεστώτι   αποτίθεται,   και αυτός   επικουρεί   ορφανοίς    τε  και   χήραις, και  τοις  δια    νόσον    ή    δι’   άλλην αιτίαν   λειπομένοις,   και   τοις  εν    δεσμοίς  ούσι, και  τοις   παρεπιδήμοις  ούσι   ξένοις,  και  απλώς  πάσι  τοις εν  χρείᾳ   ούσι   κηδεμών  γίνεται».
Όσον  αφορά   στο    Βάπτισμα,  ο  Άγιος  Ιουστίνος  πληροφορεί    ότι   «του  υπέρ   αφέσεως    αμαρτιών  και    εις    αναγέννησιν    λουτρού»    προηγείται  κατήχηση. Ωσαύτως  του   Βαπτίσματος προηγούντο  προσευχή  και  νηστεία    τόσο    των   βαπτιζομένων,    όσο    και    των    λοιπών    πιστών.
Στη   δεύτερη   Απολογία  του,  την  οποία  απευθύνει  στη  Ρωμαϊκή  σύγκλητο,   αποδεικνύει  ότι  οι  Χριστιανοί    διώκονται,    επειδή    πιστεύουν  στην  αλήθεια   και  ζουν    ενάρετη    ζωή    και    όχι    για    κάτι    αξιόποινο.
Όμως   οι   Απολογίες   του   Μάρτυρος   Ιουστίνου δεν μετέτρεψαν τους ειδωλολάτρες,  καθ’  όσον  επί  επάρχου  Ρώμης    του   Ιουνίου    Ρουστικού  (162 – 167 μ.Χ.), άλλοτε παιδαγωγού του αυτοκράτορος   Μάρκου Αυρηλίου, πιθανώς  το   165  μ.Χ.,  αποκεφαλίσθηκε  μαζί  με  ομάδα μαθητών   του.
Στο  κοιμητήριο  της  Πρισκίλλης  ευρέθηκε  λίθος  ενεπίγραφος  που  έφερε  τα   γράμματα   ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ,   δηλαδή   Μάρτυς   Ιουστίνος,   ο   οποίος ίσως   εκάλυπτε   τον   τάφο   του   Αγίου.           
Όχι μικρός αριθμός άλλων έργων του Αγίου Μάρτυρος Ιουστίνου, μαρτυρουμένων  από  αυτόν τον  ίδιο  ή  από   μεταγενέστερους συγγραφείς,   έχουν   χαθεί.   Τα   έργα   αυτά  είναι:   «Σύνταγμα   κατά   πασών   των αιρέσεων»  «Κατά  Μαρκίωνος»  «Περί  ψυχής»  «Προς   Έλληνας»,   «Έλεγχος προς  Έλληνας»  «Περί μοναρχίας Θεού»  «Περί    Αναστάσεως»,   «Ερμηνεία  εις την  Αποκάλυψιν»  «Ψάλτης»  «Προς  Σοφιστήν   Ευφράσιον  περί    προνοίας  και   πίστεως»  «Διάλογος   προς   Κρήσκεντα»  «Προς  Ιουδαίους».


Απολυτίκιον.   Ήχος   δ’.   Ο   υψωθείς   εν   τω   Σταυρώ.           
Φιλοσοφίας   ταις   ακτίσιν  εκλάμπων,   θεογνωσίας   υποφήτης   εδείχθης, σοφώς παραταξάμενος κατά των δυσμενών· συ γαρ  ωμολόγησας, αληθείας την  γνώσιν,  και  Μαρτύρων σύσκηνος,    δι’   αθλήσεως    ώφθης·  μεθ’ ών   δυσώπει   πάντοτε   Χριστόν,  ω  Ιουστίνε,  υπέρ    των    ψυχών    ημών.


Κοντάκιον.   Ήχος   β’.   Τους   ασφαλείς.    
Τον   αληθή,   της   ευσεβείας   κήρυκα,   και   ευκλεή,   των   μυστηρίων   ρήτορα, Ιουστίνον   τον   φιλόσοφον,   μετ’   εγκωμίων   ευφημήσωμεν·   δυνάμει   γαρ σοφίας   τε   και   χάριτος,   τον   λόγον κατετράνωσε   της   πίστεως,  αιτούμενος πάσι  θείαν  άφεσιν.


Μεγαλυνάριον.
Χάριτι   σοφίας  καταυγασθείς,  ως  αυτοσοφίαν,  εθεράπευσας  τον   Χριστόν,  υπέρ   ού ενδόξως, αθλήσας  Ιουστίνε, συν  τούτω  εις  αιώνας, δοξάζη   ένδοξε.

Saint Justin the Witness the Philosopher


The "marvelous" Justin, according to his disciples Tatian, was born in Flavia Neapolis of Palestine at the beginning of the 2nd century AD, by parents of Greek idolaters, Prisco Bacchio, and a mother whose name we are missing. Methodios Olympus mentions him as a man not far from the Apostles either at the time or at virtue. In fact, his birth time can be placed around 110 AD, since in 135 AD, during the discussion to Tryphonas, he appears to have already completed his philosophical studies and in the end to have to be attracted to Christian faith.
Gifted with extraordinary intellectual anxiety and prowess, young Justin dealt with and deepened the beliefs of the Stoics, the Assistant, the Walking, the Pythagorean, and the Platonic philosophers. With insatiable desire, he wanted to know the whole truth and find true satisfaction. Then God, through admirable intervention, led him to the sources of truth, to Christian faith and life, in 135 AD.
As he narrates himself, God enlightened him with a Christian presbyter, "a son and a moron". His marvelous old man revealed how poor theories of people were in the face of the true truth that God is teaching.
Justin decides to study the Bible and deepen the divine word. Without stopping to philosophize and wearing a worn sleeve, the tribune that the philosophers were encircled by the Christian faith, "the only philosophy true and unprofitable", in which he decides to spend the rest of his life.
Justin, armed with the weapons spiritually, decides to set up his spiritual headquarters in Rome. From there it spreads violent attacks against the enemies of faith. In the difficult years of persecution, the devoted Christians of Rome find in his face the ardent apologist and tireless promoter. Justin, from his inexhaustible quiver, draws irresistible arguments by which he dishonors the philosophers who have defied Christianity. He controls them because they blame Christianity without knowing it.
Most important is his work "Dialogue to Tryfona", which contains the two-day theological discussion he had with Judah Tryphon, who had left Palestine due to the war (132-135 AD) and was a visitor to the city where Justin was studying. When he realized that a Christian was hiding under the young Justinian's philosophical garment, he was delighted. A two-day discussion followed, whose supposed content was included in the "Dialogue to Tryfona" project. As Tryphon had avoided "the current war", the discussion had to take place in 136 AD.
But it did not take long for the reactions to the Saint to appear. The philosophers, who were constantly losing ground and the other enemies, passed him to Emperor Marco Aurelius (161-180 AD). The Martyr Justin suspects that he was to be betrayed to the political authorities by the cynical philosopher and great-minded Christian, who was enrapturing the rise of the students of the Christian Teacher, and was aware of the risk of absorbing his disciples under Christianity.
It seems that after the martyrdom of Ptolemy, probably his disciple, about 160 AD, he left Rome for fear of his arrest and that he returned there later, after the noise had already faded, because in his of the martyrdom stated that he stayed for two periods in Rome. But Justin decides to apologize for the persecution of the Emperor and the Roman Senate. His two Apologies are truly diamonds of Christian Apologetics.
In his first apology, addressed to Emperor Antonino, his children and the Roman Senate, he knows what Christians believe, rebukes the accusations of the Nationals against him, describes the way of Christian worship and strives with sobriety, courtesy and without rhetoric schemes to persuade them to stop persecution. The sacred apologist, demonstrating that he fully respected the ecclesiastical, functional and mystical life, especially in the last chapters of his first Apology, emerges from the purely apologetic frameworks and limits and turns into an excellent mysticist and one of the pioneers of the history of theology of Christian worship. Sacred Justin, both in his Apology and in some parts of his other writings, provides invaluable information about the Christian worship of his time, highlighting the celebration of Sunday, as well as the theological and concise theology of the sacramental sacraments of Baptism and the Divine Eucharist.
Sunday's day is considered as the first day of Christ's new creation. The Divine Liturgy becomes the enlightenment of the ministry, since in the eucharistic congregation "the propitious ... and willing, each one of us, shall be given admittance, and the one gathered from the foreman shall be deposited, and he shall assist the orphans; for whatever reason, or for another cause, for the sake of misfortune, and for the bonds, and for the strangers who are strangers, and simply for the sake of it is done. "
Regarding Baptism, Saint Justin informs that "the forgiveness of sins and the regeneration of a bath" precedes catechism. Likewise, the Baptism preceded the prayer and fasting of both the Christians and the other believers.
In his second apology, addressed to the Roman Senate, he proves that Christians are persecuted because they believe in the truth and live a virtuous life rather than a crime.
However, the apostles of Martyr Iustinus did not turn the idolaters, as it was on the reign of Rome in June of Roustius (162-167 AD), sometimes a teacher of the emperor Marcus Aurelius, probably in 165 AD, beheaded together with a group of students of.
In the cemetery of Pristkilis there was an inscription stone bearing the letters MOUUSTINOS, ie Marty Justinus, who perhaps covered the tomb of the Saint.
Not a small number of other works by Saint Martyr Justin, witnessed by him or by subsequent authors, have been lost. These works are: "Constitution against all heresies", "According to Marquis", "On soul", "To Greek", "Control to Greek", "On monarchy of God", "On Resurrection", "Interpretation in Revelation "," Psaltis "," To Sophistus Efpathios on Providence and Faith "," Dialogue to Christian "," To the Jews ".

Apolyticus. Sound d '. Raised in the Cross.
Philosophy of the flood of rays, a godly hypocrisy manifested, wisely arrayed against the unfavorable, compassionate, truthful knowledge, and witnessed masculine, in the form of a fasting sport; always withstands Christ, as Judas, for our souls.


Kontakion. Sound b '. They're safe.
The true, the wise preacher, and the eucharist, the mysterious orator, Justin the philosopher, we praise with thanksgiving; by virtue of both wisdom and grace, the word has risen to the faith, seeking forgiveness.


Majesty.
Grace of wisdom alienated, as self-sacrifice, hath rebelled against Christ, in the favor of Edward, practicing Joustine, even in this age, glorious glory.

Δεν υπάρχουν σχόλια: