12/3/19

O Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος πάπας Ρώμης



Ο    Άγιος   Γρηγόριος    ο    Διάλογος,   γεννήθηκε  περί    το   έτος   540   μ.Χ.   και έζησε  στη  Ρώμη,   κατά   τους  χρόνους   του    αυτοκράτορος  Ιουστινιανού    Α’ του  Μεγάλου   (527 – 565   μ.Χ.).   Ονομάσθηκε   δε   Διάλογος, επειδή  τα περισσότερα    έργα   του   τα  έγραψε   με  διαλογικό    τρόπο,   δηλαδή   με ερωτήσεις   και    αποκρίσεις.   Ο   πατέρας   του   ονομαζόταν   Γορδιανός    και    η μητέρα   του  Συλβία.   Τόσο    οι    γονείς   του    όσο   και   οι   δύο    αδελφές   του πατέρα   του,  η  Ταρσίλα  και  η    Αιμιλιανή,   διακρίνονταν  για  την  ευσέβειά τους  και  επέδρασαν  ευεργετικά  στην διαμόρφωση  της  προσωπικότητας  του    Γρηγορίου.  Ως  γόνος   πλούσιας  οικογένειας  ο  Γρηγόριος  έλαβε    καλή  μόρφωση,   ιδιαίτερα   στη   νομική.   Βέβαια   έζησε   σε μία   εποχή  όπου η καλλιέργεια  της  ελληνικής γλώσσας  και  των  ελληνικών  γραμμάτων   στη   Ρώμη   είχε   σβήσει.   Ο   Γρηγόριος   μάλλον   ήταν κάτοχος   μόνο  της   λατινικής γλώσσας,   γεγονός   που    δεν   του   επέτρεπε   να μελετήσει την πλούσια  θεολογική  γραμματεία  των    Ελλήνων   Πατέρων.
Περί  το  έτος    570   μ.Χ.    διορίσθηκε  από   τον  αυτοκράτορα   Ιουστινιανό    Β’ (565 – 576   μ.Χ.)   στο    αξίωμα   του   πραίτορος   της   πόλεως  της   Ρώμης.   Δεν παρέμεινε    όμως    για    μακρύ   χρονικό   διάστημα    στην    θέση   αυτή.   Μετά τον  θάνατο   του  πατέρα   του   διέθεσε   το  μέγιστο   μέρος   της   περιουσίας   που κληρονόμησε σε   φιλανθρωπικά   έργα   και    στην  ίδρυση  μονών.  Ίδρυσε  έξι   μοναστήρια   στη    Σικελία   και    περί    το    έτος    575   μ.Χ.   μετέτρεψε   την οικία του  στην Ρώμη  σε  μοναστήρι  αφιερωμένο  στον  Απόστολο  Ανδρέα.  Ο ίδιος  έγινε  μοναχός αυτής της μονής και αργότερα αναδείχθηκε   ηγούμενός   της.   Στο   μοναστήρι  ζούσε  μία  πολύ   ασκητική  ζωή   και  αφιερώθηκε   στην   προσευχή και  στη    μελέτη  της   Αγίας   Γραφής και    των   Πατέρων.
Δεν   έμελλε   όμως  να   παραμείνει   για   πολύ   καιρό  στη   μονή   του,  γιατί χειροτονήθηκε διάκονος και  το  έτος 579 μ.Χ.  εστάλη  στην  αυτοκρατορική  αυλή  της Κωνσταντινουπόλεως  ως  αποκρισιάριος, δηλαδή   αντιπρόσωπος,  του  Πάπα   Ρώμης.   Στην  Κωνσταντινούπολη   ο Άγιος   Γρηγόριος,   μαζί   με  τους   μοναχούς   που   τον   συνόδευσαν   από    την  Ρώμη,   ζούσε  μοναστική    ζωή.  Είχε  όμως  την  ευκαιρία  να  γνωρίσει    από  κοντά τα πολιτικά  και  εκκλησιαστικά   προβλήματα   της   αυτοκρατορίας και  να συνάψει  γνωριμίες με σημαίνοντα πρόσωπα   της   αυτοκρατορικής  αυλής,   με    τα    οποία   διατήρησε    αλληλογραφία  μετά  την  αναχώρησή  του  από  την    Κωνσταντινούπολη.   Ανάμεσα  στα  πρόσωπα    αυτά    ήταν    η  Θεοκτίστη,   αδελφή    του    αυτοκράτορα   Μαυρικίου   (582 – 602   μ.Χ.),   ο πατρίκιος   Ναρσής,   ο    ιατρός  του   αυτοκράτορα   Θεόδωρος   κ.ά.   Στην Κωνσταντινούπολη  επίσης, γνώρισε   τον   Επίσκοπο   Σεβίλλης   Λέανδρο,   ο   οποίος   ταξίδευε   κατά   το   ίδιο   χρονικό   διάστημα  στην   πρωτεύουσα   της αυτοκρατορίας και με τον οποίο διατήρησε αδελφική φιλία και αλληλογραφία    στα    κατοπινά   χρόνια.
Περί   το  έτος  586  μ.Χ.   ο   Γρηγόριος   μετακαλείται   στην  Ρώμη.   Υπάρχει   η άποψη   ότι με  την  επανάκαμψή  του  στην  Ρώμη  επέστρεψε  στο  μοναστήρι   του   και   τότε   ήταν   που   έγινε    ηγούμενός   του.   Μία    άλλη  άποψη    υποστηρίζει   ότι   ο   Γρηγόριος   μετά   την   επάνοδό   του   στην   Ρώμη    δεν  επέστρεψε  στη  μονή, αλλά  υπηρέτησε  ως διάκονος της  Ρωμαϊκής  Εκκλησίας   και    σύμβουλος   του   Πάπα   Πελαγίου   Β’.  Σύμφωνα   με   την άποψη  αυτή,   ο   Γρηγόριος   έγινε   ηγούμενος    πριν    την   χειροτονία  του    σε  διάκονο    και    την    αποστολή    του    στην   Κωνσταντινούπολη.
Το   έτος   590   μ.Χ.  ο Πάπας  Πελάγιος  Β’  ασθένησε  από  επιδημική  ασθένεια   και   πέθανε.   Παρά  το  ότι   τόσο   ο   κλήρος   όσο   και   ο  λαός  της Ρώμης    ζητούσαν   τον   Γρηγόριο   για   Επίσκοπό   τους   μετά    την   κοίμηση    του  Πελαγίου   Β’,   η   απροθυμία  του  ιδίου  να  ανέλθει  στον  επισκοπικό  θρόνο  ήταν  έκδηλη.  Η στάση του αυτή προερχόταν από   την    συναίσθηση  του  βάρους    της    ευθύνης   του    επισκοπικού    αξιώματος    και     από    την  ταπεινή  πεποίθηση    ότι    οι    δικές    του   δυνάμεις   δεν   ήταν   επαρκείς   για   ένα τόσο   σπουδαίο   έργο.   Όταν  ο Επίσκοπος Ραβέννας   Ιωάννης   με   επιστολή του τον έψεξε για  την διστακτικότητά του αυτή, ο Άγιος Γρηγόριος  αποφάσισε  να  του  απαντήσει με  την  συγγραφή   μιας  ολόκληρης  πραγματείας  για  το  βαρυσήμαντο    έργο   του    Επισκόπου   και για  τα   προσόντα  που  αυτός  πρέπει    να    έχει.   Επρόκειτο   δηλαδή    για    μία  απολογία  του   Γρηγορίου   σχετικά  με  τους  ενδοιασμούς  του   να  αναλάβει  το    βάρος    του    επισκοπικού    αξιώματος.
Ο  Γρηγόριος,   παρά   τους  έντονους προσωπικούς  τους  ενδοιασμούς,  ανήλθε   στον  επισκοπικό   θρόνο  της    Ρώμης    ως   Πάπας   Γρηγόριος    Α’.   Η  κατάσταση   που   είχε   να   αντιμετωπίσει   ήταν   πολύ   δυσχερής.   Αφ’   ενός   η επιδημία   λυμαινόταν  τις  ζωές  των   ανθρώπων   και  αφ’  ετέρου   μία   φοβερή  πλημμύρα του ποταμού  Τίβερη  είχε καταστρέψει σημαντικό  αριθμό  περιουσιών  και σιτηρών. Σημαντικότερο ακόμη πρόβλημα ήταν η παρουσία των Λομβαρδών ως εισβολέων στην  Ιταλία,  οι  οποίοι  κατείχαν  το   μεγαλύτερο   μέρος  της   Βόρειας  Ιταλίας   και   μεγάλο   μέρος  της Νότιας  Ιταλίας.   Οι   Λομβαρδοί   ήταν   αιτία   συνεχούς   αναστατώσεως   στην Ιταλία   και   απειλούσαν   να   καταλάβουν    και    τα    υπόλοιπα    εδάφη   της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τα οποία   ανήκαν   στη   Βυζαντινή   αυτοκρατορία   και    εποπτεύονταν   από   τον έξαρχο   του   αυτοκράτορα,  ο  οποίος  είχε    την    έδρα    του    στη   Ραβέννα.
Με  την  ανάληψη  του  επισκοπικού  αξιώματος ο  Γρηγόριος    αναλώθηκε  στην   υπηρεσία    του    ποιμνίου    του    και    της    Εκκλησίας    στο    σύνολό   της.  Φρόντισε  με θαυμαστή  επιμέλεια  το  φιλανθρωπικό  έργο στη  Ρώμη    και  μερίμνησε  με επιτυχία  για  τον   εκχριστιανισμό  των  Αγγλοσαξόνων,  αποστέλλοντας  στη   Βρετανία   από   την   μονή   του   Αποστόλου   Ανδρέου, ομάδα σαράντα μοναχών, ως ιεραποστόλων, με επικεφαλής τον Αυγουστίνο της Καντουαρίας.  Επίσης  ενδιαφέρθηκε για την   αξιοποίηση, την οργάνωση    της   καλλιέργειας   και   την   ορθή   διάθεση   των   προσόδων  των  γαιών    του   παπικού   θρόνου.   Αξιοσημείωτο   είναι   ότι   επέμενε   να    δίνει οδηγίες στους κατά τόπους υπευθύνους των παπικών κτημάτων να μεριμνούν για   την  αποφυγή   κάθε  αδικίας   και   παράνομου   πλουτισμού  στο    διαχειριστικό    τους   έργο.
Ο   Άγιος  προσκαλούσε  κατά  διαστήματα   τους πιο  πτωχούς  της    πόλεως  και   έτρωγε   μαζί   τους. Κάποτε έδωσε   εντολή   να   έλθουν  στην  Επισκοπή  δώδεκα πτωχοί,  για  να  τους   προσφέρει   φαγητό. Την  ώρα   που    έτρωγαν, ο   Άγιος  έβλεπε   δεκατρείς   προσκεκλημένους   και    ο   ένας   από   αυτούς   ήταν διαφορετικός  στην   όψη.   Είχε   πρόσωπο   φωτεινό   και   πότε   έμοιαζε   με γέροντα   στην    ηλικία,   πότε   με   νέο.    Όταν   οι   άλλοι   έφυγαν,   τον    ρώτησε  ποιος   είναι   και    εκείνος    απάντησε:    «Είμαι    Άγγελος    Κυρίου.   Σε   έχω  επισκεφθεί  και άλλη φορά, όταν ήσουν μοναχός και μου έδωσες ελεημοσύνη.   Ο    Θεός   θέλησε    να   δοκιμάσει  την   προαίρεσή    σου    και   με   το παράδειγμά   σου    να   διδάξει    και   άλλους.   Μάλιστα,   από   τότε   έλαβα  εντολή  να  είμαι  πάντα  μαζί σου,  για  να  σε  προστατεύω.   Ό, τι  θελήσεις  από  τον    Θεό   να    μου    το    πεις    και   θα    το    μεταφέρω».
Επειδή   η   Ρώμη   ήταν   ο   μόνος   Πατριαρχικός   θρόνος   σε   όλη   τη   Δύση, ο Γρηγόριος  προσπαθούσε  να  επιλύσει  κατά  τον καλύτερο  δυνατό  τρόπο  τα   πολλαπλά   προβλήματα  που  παρουσίαζαν  οι  Εκκλησίες   της  Ιταλίας,   της   Γαλατίας,   της   Ισπανίας   και   της  Βρετανίας.   Ένα   από   τα   πιο   σημαντικά προβλήματα που  είχε  να αντιμετωπίσει,  ήταν  το    σχίσμα  των    Επισκόπων   της    Λιγουρίας,  της    Ιστρίας    και    της    Βενετίας, οι    οποίοι  δεν δέχονταν την  Ε’   Οικουμενική  Σύνοδο, που   συνήλθε   στην Κωνσταντινούπολη,   το   έτος   553   μ.Χ.    Η   αιτία   του  προβλήματος    ήταν    ότι    η  Σύνοδος  αυτή    είχε   καταδικάσει   ως  νεστοριανικά  τα    γνωστά    ως   «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή  το  πρόσωπο  και τα  έργα του   Θεοδώρου Μοψουεστίας,   τα   έργα   του   Θεοδωρήτου  Κύρου    κατά   του   Κυρίλλου Αλεξανδρείας   και   την   επιστολή   του  Ίβα   Εδέσσης προς  Μάριν   τον   Πέρση. Οι  διαφωνούντες   δυτικοί  Επίσκοποι   θεωρούσαν  ότι    η   καταδίκη   αυτή προωθούσε  ένα   συμβιβασμό  με  τους  Μονοφυσίτες,  αναιρώντας   έτσι την πίστη της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε στην Χαλκηδόνα, το  έτος  451 μ.Χ.  Επειδή   η Ρώμη, παρά  τις  αρχικές  αντιδράσεις   της,   είχε   αποδεχθεί  την   Ε’   Οικουμενική   Σύνοδο   και   την καταδίκη  των   «Τριών   Κεφαλαίων»,   οι   διαφωνούντες   δυτικοί   Επίσκοποι είχαν   διακόψει  την   εκκλησιαστική  κοινωνία   τους  με   την   Ρώμη.  Ο   Άγιος Γρηγόριος προσπάθησε    επανειλημμένως  να  πείσει    τους  διαφωνούντες  Επισκόπους ότι  η   Ε’   Οικουμενική     Σύνοδος    δεν    ερχόταν   σε αντίθεση    με το    δόγμα  της   Χαλκηδόνας.   Πραγματικά  κατόρθωσε    να  μεταστρέψει    τη  γνώμη    μερικών   από  αυτούς,  αλλά  η   άρση  του  σχίσματος  έγινε  μετά  την   κοίμησή   του.
Στο μεγάλο πρόβλημα της αντιμετωπίσεως των προκλήσεων των Λομβαρδών, οι οποίοι απειλούσαν να  καταλάβουν  την  Ρώμη, ο  Γρηγόριος, παρά  τις   επανειλημμένες  εκκλήσεις του, δεν κατέστη    δυνατό να  λάβει   βοήθεια   για   αναχαίτιση   του   εχθρού   από   τον   αυτοκράτορα   της Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο και από τον Βυζαντινό έξαρχο της Ραβέννας   Πατρίκιο.   Βέβαια   ο   αυτοκράτορας   Μαυρίκιος   βρισκόταν  σε  δεινή θέση, γιατί εκτός   από   τους   Λομβαρδούς   είχε   να   αντιμετωπίσει   σε διαφορετικά   μέτωπα    τους   Πέρσες, τους  Σλάβους,  τους  Αβάρους  και  τους   Μαυρούσιους.   Έτσι   ο   Γρηγόριος   αναγκάστηκε  να   αναλάβει   ο   ίδιος  πολιτική   πρωτοβουλία και να συνάψει   συνθήκη    με    τους   Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους  ένα  μεγάλο  ποσό  χρημάτων  και   δίνοντας  σε    αυτούς  ετήσιο   φόρο   πολυτελείας.
Είναι   πράγματι  λυπηρό το  ότι  η  Βυζαντινή    αυτοκρατορία    αδυνατούσε  να   προασπίσει  αποτελεσματικά  τις  δυτικές  κτήσεις    της    στα  δύσκολα  εκείνα   χρόνια.  Αυτό    είχε    οδυνηρές   συνέπειες   τόσο   για    την  Πολιτεία  όσο  και  για την  Εκκλησία.  Οι  Λατίνοι  βυζαντινοί  υπήκοοι  σταδιακά  αποξενώθηκαν από  το  κέντρο  της  αυτοκρατορίας,  που  αδυνατούσε  να  τους βοηθήσει, οι δυτικές κτήσεις του Βυζαντινού κράτους   έπεσαν   στα   χέρια   των    βαρβαρικών   φύλων,   ενώ   ο   Επίσκοπος Ρώμης   ανέλαβε   πολιτικές   εξουσίες,   συνεργάστηκε  με   τους   ηγεμόνες   των βαρβαρικών   φύλων   και   σταδιακά   έγινε  ο  ίδιος  κοσμικός  άρχοντας.
Βέβαια   ο   Άγιος   Γρηγόριος    δεν   φέρει   καμία   ευθύνη   για    την   μετά    από αιώνες   εξέλιξη   του   παπικού   θρόνου       σε   κοσμική   εξουσία,  ούτε  για  την συνεργασία   μεταγενέστερων   παπών με τους    Φράγκους.   Ο   ίδιος   έκανε αυτό που θεωρούσε  καθήκον  και  υποχρέωσή  του    για   την    προάσπιση  του  ποιμνίου   και   της   πατρίδος  του   στους   χαλεπούς   εκείνους   καιρούς.  Ο  Άγιος Γρηγόριος μπορεί σε ορισμένα θέματα να διαφωνούσε με τον Βυζαντινό   αυτοκράτορα,  αλλά  αυτό  συνέβαινε  συχνότατα  και   με   τους  Πατριάρχες  της   Ανατολής. Όπως   όμως  φαίνεται   μέσα   από   τα   γραπτά κείμενά του,   θεωρούσε   τον   εαυτό   του   πιστό   υπήκοο  του  Βυζαντινού  κράτους.  Ουδέποτε αμφισβήτησε  την  εξουσία  του  Βυζαντινού  αυτοκράτορα  και  συμβούλευε τους   πιστούς  να  αναπέμπουν  προσευχές  γι’   αυτόν.
Ως   συγγραφέας   ο   Άγιος   Γρηγόριος   διακρίθηκε   κυρίως   στη   συγγραφή εξηγητικών   και   ηθικο   πρακτικών   έργων. Εκτός από   τον   Ποιμαντικό Κανόνα,   συνέγραψε   Υπόμνημα  εις  τον    Ιώβ   ή    Ηθικά,   σαράντα   Ομιλίες    σε ευαγγελικές  περικοπές   και  είκοσι   δύο   Ομιλίες   στον  Προφήτη   Ιεζεκιήλ, όπως  επίσης  το  έργο   Βιβλία  δ’  διαλόγων  περί  του βίου και  των  θαυμάτων   Ιταλιωτών   πατέρων   και    περί    αιωνιότητος    των    ψυχών.
Στον   Ποιμαντικό   Κανόνα   εκτίθενται υπό μορφή διαλόγου μεταξύ  του  Αγίου Γρηγορίου και του διακόνου Πέτρου βίοι Αγίων, θαύματα, εμφανίσεις   κεκοιμημένων,   για   να   αποδειχθεί  η   αθανασία   της  ψυχής   και άλλα.   Ασχολήθηκε,  επίσης,  με  τη  συγγραφή  λειτουργικών    ύμνων    και  ευχών.    Σε   αυτόν  αποδίδονται  ένα  είδος  λειτουργικού  εγχειριδίου  και  ένα  βιβλίο  με   ύμνους   της Θείας   Λειτουργίας. Ακόμη μία παράδοση αποδίδει στον Γρηγόριο τη συγγραφή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων. Σώζεται, επίσης,  μεγάλος  αριθμός  Επιστολών   του  Αγίου   Γρηγορίου,   στις    οποίες   παρουσιάζεται  τόσο   η   ευλάβεια   και   το   ήθος του   ανδρός   όσο   και   η   ακαταπόνητη    επισκοπική   δραστηριότητά   του.
Στο   όλο   γραπτό   έργο   του   Αγίου   Γρηγορίου   δύο   είναι   τα   σημεία   που παρουσιάζουν   σημαντικές   θεολογικές   αδυναμίες.   Κατ’   αρχήν   στο   έργο   Διάλογοι   αναπτύσει την  περί  καθαρτηρίου  πυρός δοξασία.   Σύμφωνα   με   αυτήν   μετά   θάνατον   οι  ψυχές   που   βαρύνονται   με συγγνωστά αμαρτήματα ή με επιτίμια που δεν   επρόφθασαν   να εκτελέσουν   όσο   βρίσκονταν  εν  σώματι,  υφίστανται  μια   δοκιμασία πρόσκαιρων  ποινών  υπό τύπον   ηθικής   καθάρσεως   και   συγχωρήσεως.    Η δοξασία  αυτή    απορρίπτεται  από    την   Ορθόδοξη    Εκκλησία.  Βέβαια   ως προς   το   θέμα  αυτό   πρέπει   να   έχουμε    υπ’  όψη   μας   τα    εξής:
α) Ο   Άγιος  Γρηγόριος   παρουσιάζει   τις   αντιλήψεις   αυτές   όχι   μέσα   στα πλαίσια μιας θεολογικής πραγματείας, αλλά μέσα σε ένα πολύ εκλαϊκευμένο βιβλίο εντυπωσιακών διηγήσεων,  θαυμάτων  και  οραμάτων. Σε τέτοιου είδους κείμενα δεν μπορούμε να αναζητούμε αυστηρή   θεολογική    ακρίβεια.
β) Η    δοξασία   για  το   καθαρτήριο πυρ έχει ερείσματα στη   λατινική χριστιανική γραμματεία  που  προηγήθηκε  του  Αγίου  Γρηγορίου.  Σχετικές   αναφορές   υπάρχουν   στις   Πράξεις   των   Αγίων   Περπέτουας   και  Φιλικητάτης,  στον  Τερτυλλιανό,   στον   Άγιο  Κυπριανό   Καρθαγένης   και στον   ιερό   Αυγουστίνο.  Μπορεί  βέβαια  οι  αναφορές   αυτές   να   μην   είναι διεξοδικές,   είναι   όμως   πολύ   πιθανό   ότι  πάνω   σε   αυτές   εστηρίχθηκε   ο  Άγιος   Γρηγόριος.
Ένα  δεύτερο  προβληματικό  σημείο στο γραπτό έργο του  Αγίου Γρηγορίου είναι η εκ μέρους του υποστήριξη της εσφαλμένης   αντιλήψεως ότι    ο   Επίσκοπος   Ρώμης   δικαιούται  στην   Οικουμενική  Εκκλησία   όχι  απλώς   πρωτείο   τιμής  αλλά   πρωτείο   εξουσίας,   αφού   κατέχει   το   θρόνο   του Αποστόλου  Πέτρου,  ο  οποίος – κατά  την  άποψη    αυτή –   ήταν   κορυφή  των   Αποστόλων   και    στον    οποίο  εμπιστεύθηκε  ο   ίδιος   ο   Χριστός  τη  φροντίδα  της Εκκλησίας Του. Σύμφωνα με τη θεωρία  αυτή   ο   Απόστολος Πέτρος  εξακολουθεί   να   ζει   στα   πρόσωπα  των   διαδόχων   του,  δηλαδή   των Επισκόπων   της   Ρώμης,   και   να  ασκεί   τη   δικαιοδοσία   του   σε  όλη   την    ανά  την  οἰικουμένη   Εκκλησία. Πρόκειται ασφαλώς για απόδοση στον Απόστολο   Πέτρο  ενός  ιστορικά  και  θεολογικά  ανυπόστατου  ρόλου,  αλλά  και  για  μια εκκλησιολογικά αδικαιολόγητη   παραδοχή   του   Πάπα Ρώμης  ως  ενσαρκωτή   και  συνεχιστή του  ρόλου  αυτού  δια  μέσου  των αιώνων.
Η  άποψη περί του πρωτείου  εξουσίας  του  Επισκόπου Ρώμης  δεν  αποτελεί επινόηση  του  Αγίου  Γρηγορίου. Την  εκληρονόμησε  από  προγενέστερούς   του  και    συγκεκριμένα   από    τους   Πάπες   Γελάσιο   Α’ (492 – 496), Λέοντα   Α’ (440 – 461)    και    Ορμίσδα   (514 – 523).  Αιώνες  μετά  από  τον  Άγιο Γρηγόριο  η θεωρία αυτή εξελίχθηκε σε μείζονα   θεολογική και   εκκλησιαστική   παρέκκλιση.
Πρέπει  να  σημειώσουμε  ότι  μετά  την    άνοδό   του  στον   παπικό   θρόνο    ο  Άγιος   Γρηγόριος   απέστειλε   προς   τους   Πατριάρχες   της   Ανατολής   την καθιερωμένη ομολογία πίστεως, αναγράφοντας τη σειρά των Πατριαρχείων,   όπως   αυτή  καθορίσθηκε   με   βάση  τα   πρεσβεία   τιμής. Δηλαδή,  έθεσε   πρώτα   το   θρόνο   της   Κωνσταντινουπόλεως   και  κατόπιν  τους θρόνους  Αλεξανδρείας,  Αντιοχείας  και  Ιεροσολύμων.   Αυτό  δηλώνει  ότι   δεχόταν  τα  πρεσβεία  τιμής  που  αποδόθηκαν  στην Κωνσταντινούπολη.
Ο  Άγιος   Γρηγόριος   ήταν   άνθρωπος   ταπεινού   φρονήματος. Παρά  το γεγονός ότι   αποδεχόταν χωρίς κριτική εξέταση τη θεωρία περί του  παπικού   πρωτείου,   ο  ίδιος  αρνιόταν  κατηγορηματικά   για  τον  εαυτό  του  τον  τίτλο του «οικουμενικού πάπα», τον οποίο του πρότεινε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας  Ευλόγιος  (579/580 – 607  μ.Χ.)  και  με  ειλικρίνεια  προτιμούσε τον  τίτλο  «δούλος του    Θεού».    Τόνιζε    μάλιστα  εμφαντικά –  και  εν  πολλοίς το   αποδείκνυε   στην  πράξη –   ότι   σεβόταν   τα  δικαιώματα και την εκκλησιαστική δικαιοδοσία των άλλων   Επισκόπων.
Ο  Άγιος   Γρηγόριος κοιμήθηκε  από    αρθριτική    νόσο,  το    έτος   604   μ.Χ.


Απολυτίκιον.   Ήχος   γ’.   Θείας   Πίστεως.  
Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεύς άριστος του θείου λόγου, ανεδείχθης Ιεράρχα Γρηγόριε· των αρετών γαρ εκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης εκφαίνεις την έλλαμψιν· Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,    δωρήσασθαι    ημίν    το    μέγα    έλεος.


Κοντάκιον.   Ήχος  πλ. δ’.  Τη   υπερμάχω.
Της  Εκκλησίας  την  κιθάραν  την   θεόπνευστον
Και  της    σοφίας    γλώσσαν    όντως  την   θεόληπτον
Τον  Διάλογον    υμνήσωμεν    επαξίως·
Αποστόλων  γαρ    τον    ζήλον   μιμησάμενος
Ηκολούθησε   σαφώς   αυτών   τοις   ίχνεσι·  
Τούτω  λέγοντες,   χαίροις   Πάτερ   Γρηγόριε.


Μεγαλυνάριον.
Νάμα θεηγόρε   ζωοποιόν, εκ πηγών αΰλων, αρυσάμενος  μυστικώς, βλύζεις εκ χειλέων, ως ύδωρ αφθαρσίας, του Πνεύματος την χάριν,   Πάτερ Γρηγόριε.

Saint Gregory the Dialogue of the Pope of Rome



Saint Gregory the Dialogue, was born around 540 AD. and lived in Rome during the times of Emperor Justinian I of the Great (527-565 AD). It was called Dialogue, because most of its works were written in an interactive way, ie with questions and responses. His father was called Gordianos and his mother Sylvia. Both his parents and his father's two sisters, Tarsila and Emiliani, were distinguished for their piety and had a beneficial effect on the formation of Gregory's personality. As a child of a rich family, Gregory received good education, especially in law. Of course he lived at a time when the cultivation of Greek language and Greek letters in Rome had gone out. Gregory probably owned only the Latin language, which did not allow him to study the rich theological secretariat of the Greek Fathers.
About 570 AD was appointed by emperor Justinian II (565-576 AD) to the post of Roman ruler of the city. But he did not stay for a long time in this post. After his father's death, he disposed of most of the property he inherited in charitable works and the founding of monks. He founded six monasteries in Sicily and around 575 AD. he converted his home to Rome to a monastery dedicated to Apostle Andrew. He became a monk of this monastery and later became his forerunner. In the monastery he lived a very ascetic life and devoted himself to the prayer and study of the Holy Bible and the Fathers.
However, he did not remain for a long time in his monastery, because he was ordained a deacon and the year 579 AD. he was sent to the Imperial Court of Constantinople as a patron, a representative of the Pope of Rome. In Constantinople Saint Gregory, along with the monks who accompanied him from Rome, lived a monastic life. But he had the opportunity to get to know the political and ecclesiastical problems of the empire closely and to get acquainted with influential factions of the imperial court, with whom he maintained correspondence after his departure from Constantinople. Among these faces was Theoctistus, the sister of Emperor Maurizio (582 - 602 AD), patrician Narsis, the physician of Emperor Theodore and others. In Constantinople, he also met Bishop Seville Leandro, who traveled to the capital of the empire at the same time, and with whom he maintained brotherly friendship and correspondence in the later years.
About 586 AD Grigorios goes to Rome. There is the view that when he returned to Rome he returned to his monastery, and then he became his master. Another view argued that after returning to Rome, Gregory did not return to the monastery but served as a deacon of the Roman Church and adviser to Pope Pelagios II. According to this view, Gregory became an abbot before his ordination to a deacon and his mission to Constantinople.
In the year 590 AD. Pope Benedict II suffered from an epidemic illness and died. Although both the clergy and the people of Rome were asking Gregory for their Bishop after the collapse of Pelag II, his reluctance to ascend to the episcopal throne was evident. His attitude stemmed from the sense of the burden of the episcopal office and from the humble conviction that his own forces were not sufficient for such a great work. When Bishop Ravenna John wrote in his letter of his reluctance, St. Gregory decided to answer him by writing a whole story about the bizarre work of the Bishop and the qualifications he must have. This was an apology by Gregory of his reluctance to take on the burden of the episcopal office.
Gregory, despite his intense personal reservations, rose to the episcopal throne of Rome as Pope Gregory I. The situation he had to deal with was very difficult. On the one hand, the epidemic was devastating the lives of the people, and on the other, a terrible flood of the River Tiber had destroyed a considerable number of properties and grain. A more significant problem was the presence of the Lombards as invaders in Italy, who held most of Northern Italy and much of southern Italy. The Lombards were a cause of constant upheaval in Italy and threatened to occupy the other territories (Rome, Ravenna, Naples, Venice, Sicily, Sardinia, Corsica) belonging to the Byzantine Empire and supervised by the Emperor Emperor who had its headquarters in Ravenna.
With the assumption of the Episcopal office, Gregory was devoted to the service of his flock and the Church as a whole. Carefully caring for the charity work in Rome and successfully attending to the Christianization of the Anglo-Saxons, sending to Britain from the monastery of the Apostle Andreou, a group of forty monks, as missionaries, headed by Augustine of Cantouria. He was also interested in the exploitation, organization of cultivation and the proper disposal of the land yields of the papal throne. It is remarkable that he insisted on instructing the local officials of the papal estates to ensure that all injustice and unjust enrichment in their management work is avoided.
The Saint invites from time to time the poorest of the city and ate with them. Sometime he ordered that twelve poor people come to Episkopi to offer them food. As they ate, the Saint saw thirteen guests, and one of them was different in appearance. He had a bright face and when he looked like old men when he was new. When the others left, he asked him who he is and he replied: "I am the Lord of Angels. I have visited you again when you were a monk and gave me alms. God wanted to try your preference and with your example to teach others. Indeed, since then I have been instructed to always be with you to protect you. Whatever you want from God to tell me and transfer it to me. "
Because Rome was the only Patriarchal throne across the West, Gregory tried to best solve the multiple problems presented by the Churches of Italy, Galatia, Spain and Britain. One of the most important problems he faced was the schism of the Bishops of Liguria, Istria and Venice, who did not accept the 5th Ecumenical Synod, which met in Constantinople, in the year 553 AD. The cause of the problem was that this Synod had condemned as Neo-Storian the "Three Chapters", namely the face and works of Theodoros Mopsuestia, the works of Theodorite Cyrus against the Cyril of Alexandria and the letter of Iva Edessis to Marin the Persian . The disagreeing Western Bishops believed that this condemnation encouraged a compromise with the Monophysites, thus negating the faith of the Fourth Ecumenical Synod, which met in Chalcedon, in AD 451 AD. Because Rome, in spite of its initial reactions, had accepted the Ecumenical Synod and the condemnation of the Three Churches, the disagreeing Western Bishops had interrupted their ecclesiastical communion with Rome. St. Gregory repeatedly tried to persuade dissident Bishops that the Ecumenical Synod did not contradict the doctrine of Chalcedon. He really managed to change the opinion of some of them, but the removal of the schism was after his death.
In the great problem of confronting the Lombard challenges that threatened to occupy Rome, despite his repeated appearances, Gregory could not help to hinder the enemy from the emperor of Constantinople Mauritius and the Byzantine Emperor of Ravenna Patrikio. Emperor Mauritius, of course, was in a bad position because apart from the Lombards he had to face the Persians, the Slavs, the Avars and the Mavrousians on different fronts. Thus, Gregory was forced to take up a political initiative and conclude a treaty with the Lombards, paying them a large sum of money and giving them an annual luxury tax.
It is indeed regrettable that the Byzantine Empire was unable to effectively defend its western possessions in those difficult times. This had painful consequences for both the State and the Church. The Latin Byzantine citizens gradually alienated from the center of the empire, unable to assist them, the western possessions of the Byzantine state fell into the hands of the barbarian sexes, while the Bishop of Rome assumed political powers, cooperated with the rulers of the barbarian sexes and gradually became the same secular lord.
Of course, Saint Gregory bears no responsibility for the centuries-old evolution of the papal throne into secular power, nor for the co-operation of subsequent Poles with the Franks. He himself did what he considered his duty and duty to defend his flock and his homeland in those poor times. Saint Gregory may, in some matters, disagree with the Byzantine emperor, but this was often the case with the Patriarchs of the East. However, as it can be seen from his writings, he considered himself a loyal citizen of the Byzantine state. He never questioned the power of the Byzantine emperor and advised the faithful to pray for him.
As a writer, Saint Gregory was distinguished mainly in the writing of explanatory and moral practical works. In addition to the Pastoral Canon, he wrote a Legend to Job or Ethics, forty talks in evangelical cuts, and twenty-two Speeches to the Prophet Ezekiel, as well as the book of Dialogues on the Life and Wonders of Italian Fathers and the Eternity of the Souls.
In the Pastoral Canon, in the form of a dialogue between St. Gregory and the Deacon Peter, the lives of Saints are displayed, miracles, appearances of the fallen, to prove the immortality of the soul and others. He also dealt with the writing of functional hymns and wishes. In it is given a kind of functional manual and a hymn book of Divine Liturgy. Yet another tradition attributes to Gregory the writing of the Presbyterian Liturgy. A large number of Letters of St. Gregory are also preserved, in which both the devotion and the ethos of the man and his irresistible episcopal activity are presented.
In all of St. Gregory's written work, two are the signs of significant theological weaknesses. In principle, in the Dialogues project, it develops the purgatory of purity. According to it, after death, souls with excuses or excuses who failed to perform as long as they were in a body undergo a test of temporary sentences in the form of moral cleansing and forgiveness. This belief is rejected by the Orthodox Church. Of course, in this respect, we must bear in mind the following:
a) St. Gregory presents these concepts not within the framework of a theological treatise, but within a very popular book of stunning narratives, miracles and visions. In such texts we can not seek strict theological accuracy.
b) The purity of the purgatory of fire has its foundations in the Latin Christian script that preceded Saint Gregory. Relevant references are found in the Acts of Saint Peperutus and Philikitatis, in Tertulliano, in Saint Cyprian Cartagena and in the sacred Augustine. Of course, these reports may not be exhaustive, but it is very likely that Saint Gregory was supported on them.
A second flawed point in St. Gregory's written work is his backing of the erroneous perception that the Bishop of Rome is entitled to the Ecumenical Church not only as a protector of honor but a power of authority, since he holds the throne of Apostle Peter, who - in his view - was the top of the Apostles and to whom Christ himself trusted the care of His Church. According to this theory, Apostle Peter still lives in the faces of his successors, namely the Bishops of Rome, and exercises his jurisdiction throughout the Church. It is certainly a rendition to Apostle Peter of a historically and theologically non-existent role, but also of an ecclesiologically unreasonable assumption by the Pope of Rome as an incarnate and continued role of this throughout the centuries.
The view of the Bishop of Rome's power of authority is not a device of Saint Gregory. He has inherited it from his predecessors, and in particular from the Pope Gerasios I (492-496), Leo I (440-461) and Ormissa (514-533). Centuries after St. Gregory this theory developed into a major theological and ecclesiastical deviation.
It should be noted that after his ascension to the papal throne, Saint Gregory sent to the Patriarchs of the East the established confession of faith, stating the order of the Patriarchates, as determined by the embassy of honor. That is, he first placed the throne of Constantinople and then the thrones of Alexandria, Antioch and Jerusalem. This indicates that they accepted the honor embassy attributed to Constantinople.
Saint Gregory was a humble guy. Despite the fact that he accepted the theory of the papal protest without a critical examination, he categorically denied himself the title of the "ecumenical pope" proposed by the Patriarch of Alexandria of Evlogios (579/580 - 607 AD) and honestly preferred the title of "servant of God". He even pointed out - and in many ways proved it in practice - that he respected the rights and ecclesiastical jurisdiction of the other Bishops.
Saint Gregory slept from arthritic disease, in the year 604 AD.


Apolyticus. Sound c '. Divine Faith.
Mighty fast-paced, utterly excellent of the divine discourse, became Hierarchy Gregory; the virtues of the outcast, the justice you show the change; Father Ossie, Christ the God begged, the great mercy was given.


Kontakion. Sound flat d '. I'm overwhelmed.
The Church guitar inspired the spirit
And language wisdom was indeed the divine
We praise the Diaalogue with pride;
Apostles for jealousy imitate
It was clearly followed in this regard;
That's what they say, sir, Father Gregory.


Majesty.
Nama has begun to feed life, from sources of immortality, secretly arrested, from the lips, as water of incorruptibility, of the Spirit of grace, Father Gregory.

Δεν υπάρχουν σχόλια: