24/3/19


Μάρκ. 2, 1-12

1 Καὶ   εἰσῆλθε   πάλιν   εἰς   Καπερναοὺμ   δι᾿   ἡμερῶν   καὶ   ἠκούσθη   ὅτι  εἰς   οἶκόν   ἐστι.
2 Καὶ  εὐθέως   συνήχθησαν   πολλοί,  ὥστε   μηκέτι   χωρεῖν   μηδὲ   τὰ   πρὸς   τὴν θύραν·  καὶ   ἐλάλει   αὐτοῖς   τὸν   λόγον.
3 Καὶ   ἔρχονται   πρὸς   αὐτὸν   παραλυτικὸν  φέροντες,   αἰρόμενον    ὑπὸ   τεσσάρων.
4 Καὶ   μὴ  δυνάμενοι   προσεγγίσαι  αὐτῷ   διὰ   τὸν   ὄχλον,   ἀπεστέγασαν   τὴν στέγην   ὅπου   ἦν,   καὶ   ἐξορύξαντες   χαλῶσι   τὸν   κράβαττον,  ἐφ᾿  ᾧ   ὁ   παραλυτικὸς   κατέκειτο.
5 Ἰδὼν   δὲ  ὁ  Ἰησοῦς   τὴν   πίστιν   αὐτῶν   λέγει   τῷ   παραλυτικῷ·  τέκνον,   ἀφέωνταί   σοι   αἱ   ἁμαρτίαι   σου.
6 Ἦσαν   δέ   τινες   τῶν   γραμματέων   ἐκεῖ   καθήμενοι   καὶ  διαλογιζόμενοι   ἐν ταῖς   καρδίαις   αὐτῶν·
7 τί  οὗτος   οὕτω  λαλεῖ   βλασφημίας;   τίς   δύναται   ἀφιέναι   ἁμαρτίας   εἰμὴ   εἷς   ὁ   Θεός;
8 Καὶ   εὐθέως   ἐπιγνοὺς   ὁ   Ἰησοῦς  τῷ   πνεύματι   αὐτοῦ   ὅτι   οὕτως   αὐτοὶ   διαλογίζονται   ἐν   ἑαυτοῖς,   εἶπεν   αὐτοῖς·   τί   ταῦτα   διαλογίζεσθε   ἐν   ταῖς καρδίαις   ὑμῶν;
9 Τί   ἐστιν   εὐκοπώτερον,   εἰπεῖν   τῷ   παραλυτικῷ,   ἀφέωνταί   σου   αἱ  ἁμαρτίαι,   ἢ   εἰπεῖν,   ἔγειρε   καὶ   ἆρον   τὸν   κράβαττόν   σου   καὶ  περιπάτει;
10 Ἵνα   δὲ     εἰδῆτε   ὅτι   ἐξουσίαν   ἔχει   ὁ  υἱὸς   τοῦ   ἀνθρώπου   ἀφιέναι   ἐπὶ  τῆς γῆς   ἁμαρτίας   λέγει   τῷ   παραλυτικῷ.
11 Σοὶ  λέγω,   ἔγειρε   καὶ   ἆρον   τὸν   κράβαττόν   σου  καὶ   ὕπαγε   εἰς   τὸν  οἶκόν σου.
12 Καὶ   ἠγέρθη   εὐθέως,   καὶ   ἄρας   τὸν   κράβαττον   ἐξῆλθεν   ἐναντίον πάντων,   ὥστε   ἐξίστασθαι  πάντας   καὶ   δοξάζειν   τὸν   Θεὸν   λέγοντας   ὅτι οὐδέποτε  οὕτως   εἴδομεν.

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Μάρκ. 2, 1-12

1 Όταν   ύστερα   από  λίγες   ημέρες   ήλθε  πάλι   στη   Καπερναούμ, διαδόθηκε   ότι   βρίσκεται   σε  κάποιο  σπίτι.
2 Και  αμέσως  μαζεύθηκαν  πολλοί,  ώστε  να  μην   τους   χωρεί  πλέον ούτε  ο  χώρος  εμπρός   στη  πόρτα,  και  τους  κήρυττε   τον   λόγο.
3 Και  έρχονται  και  του  φέρουν  ένα  παραλυτικό,   τον  οποίο   βάσταζαν τέσσερα  πρόσωπα.
4 Και  επειδή  δεν  μπορούσαν  να  τον  πλησιάσουν   εξ   αιτίας  του πλήθους,  αφήρεσαν  την  στέγη,   όπου   ευρίσκετο,   έκαναν  ένα  άνοιγμα   και   κατέβασαν   το   κρεββάτι,   όπου   ήτανε   ξαπλωμένος    ο παραλυτικός.
5 Όταν   ο  Ιησούς   είδε   την   πίστι   τους,   λέγει    στον  παραλυτικό. «Παιδί   μου,   σου   συγχωρούνται   οι  αμαρτες».
6 Κάθονταν   όμως    εκεί   και    μερικοί  από   τους   γραμματείς   και σκέπτονταν  μέσα   τους,
7 «Γιατί  λέγει   αυτός   βλασφημίες  κατ’ αυτόν   τον   τρόπο;   Ποιος μπορεί  να  συγχωρεί  αμαρτίες   παρά  μόνον  ένας,  ο   Θεός;».
8 Ο  Ιησούς  αμέσως   κατάλαβε   μέσα   του   ότι   αυτά   σκέπτονται   και   τους λέγει,   «Γιατί   κάνετε   τις   σκέψεις  αυτές   μέσα   σας;
9 Τι   είναι   ευκολώτερο    να  πω    στον  παραλυτικό,  «Σου  συγχωρούνται   οι  αμαρτίες»   ή  να   πω,   «Σήκω   επάνω   και  πάρε   το   κρεββάτι   σου   και   βάδιζε»;
10 Αλλά   για   να   μάθετε   ότι   ο   Υιός   του  ανθρώπου  έχει   εξουσία   να συγχωρεί  αμαρτίας  επί   της   γης» -  λέγει    στον   παραλυτικό,
11 «Σου  λέγω,  σήκω  επάνω   και   πάρε   το   κρεββάτι   σου   και  πήγαινε    στο σπίτι   σου».
12 Και   σηκώθηκε  αμέσως   και    αφού   σήκωσε   το   κρεββάτι   βγήκε   υπό   τα βλέμματα  όλων,   ώστε  να  εκπλαγούν     όλοι   και  να   δοξάζουν   τον   Θεό   και να  λέγουν,  «Ποτέ   δεν   είδαμε   τέτοια   πράγματα».

Ἑβρ. 1, 10-2,3


1, 10 καί·   σὺ   κατ'   ἀρχάς,   Κύριε,   τὴν   γῆν   ἐθεμελίωσας,   καὶ   ἔργα   τῶν   χειρῶν σού   εἰσιν   οἱ   οὐρανοί·
11 αὐτοὶ   ἀπολοῦνται,   σὺ   δὲ   διαμένεις·   καὶ   πάντες   ὡς   ἱμάτιον παλαιωθήσονται,
12 καὶ   ὡσεὶ   περιβόλαιον  ἑλίξεις   αὐτούς,   καὶ   ἀλλαγήσονται·   σὺ   δὲ      αὐτὸς εἶ,   καὶ   τὰ   ἔτη   σου   οὐκ   ἐκλείψουσι.
13 Πρὸς   τίνα   δὲ   τῶν   ἀγγέλων   εἴρηκέ   ποτε·   κάθου   ἐκ   δεξιῶν   μου   ἕως   ἂν θῶ   τοὺς   ἐχθρούς   σου   ὑποπόδιον   τῶν   ποδῶν   σου;
14 Οὐχὶ   πάντες   εἰσὶ   λειτουργικὰ    πνεύματα   εἰς   διακονίαν   ἀποστελλόμενα διὰ   τοὺς  μέλλοντας   κληρονομεῖν   σωτηρίαν;
2, 1 Διὰ   τοῦτο   δεῖ   περισσοτέρως   ἡμᾶς   προσέχειν   τοῖς   ἀκουσθεῖσι,   μήποτε παραρρυῶμεν.
2 Εἰ   γὰρ   ὁ   δι'   ἀγγέλων   λαληθεὶς   λόγος    ἐγένετο   βέβαιος,   καὶ   πᾶσα παράβασις   καὶ   παρακοὴ   ἔλαβεν   ἔνδικον   μισθαποδοσίαν,
3 πῶς   ἡμεῖς  ἐκφευξόμεθα   τηλικαύτης   ἀμελήσαντες   σωτηρίας;   Ἥτις   ἀρχὴν   λαβοῦσα   λαλεῖσθαι  διὰ   τοῦ   Κυρίου,   ὑπὸ   τῶν   ἀκουσάντων   εἰς   ἡμᾶς    ἐβεβαιώθη


ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΗ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Εβρ. 1, 10-2,3

1, 10 και,  Συ  Κύριε    στην   αρχή  την  γη  εθεμελίωσες  και  έργα  των χειρών   σου   είναι   οι   ουρανοί.
11 Αυτοί   θα  καταστραφούν,  αλλά   συ   παραμένεις·   όλοι  θα  παληώσουν σαν   ένδυμα,
12 σαν   μανδύα   θα  τους  τυλίξεις   και  θα  αλλαγούν.   Συ   όμως   είσαι   ο ίδιος  και  τα  έτη  σου  δεν  θα  τελειώσουν.
13 Σε  ποιόν  δε  από  τους  αγγέλους   είπε   ποτέ   ο   Θεός,   Κάθησε    στα   δεξιά μου,   έως  ότου  κάνω  τους   εχθρούς  σου   υποπόδιο  των  ποδιών   σου;
14 Δεν   είναι   όλοι   πνεύματα   που   υπηρετούν  και  αποστέλλονται   για υπηρεσία  χάριν  εκείνων,  που  μέλλουν  να  κληρονομήσουν   σωτηρία;
2, 1 Δια   τούτο  πρέπει  εμείς  να  προσέχουμε   περισσότερο  σε   όσα ακούσαμε,  μη  τυχόν  απομακρυνθούμε  απ'  αυτά.
2 Διότι   εάν   ο   λόγος,   ο    οποίος   κηρύχθηκε  δι'  αγγέλων,   είχε   κύρος   και   κάθε παράβασις  και  παρακοή  έλαβε  δικαία  ανταπόδοσι,
3 πως  θα   ξεφύγουμε  εμείς,  εάν  δείξουμε  αμέλεια  για   μία   τόσο   μεγάλη    σωτηρία;   Η  σωτηρία   αυτή  άρχισε  να   κηρύττεται  από   τον  Κύριο,  έπειτα  μας   βεβαιώθηκε  από   εκείνους  που  την  άκουσαν,

Mark. 2, 1-12

1 When he came back to Capernaum after a few days, he was spread out in a house.
2 And many were gathered together immediately, that they should no more sit before the door, and preach the word unto them.
3 And they come and carry him a paralytic, with four faces boasting.
4 And because they could not approach him because of the crowd, they took off the roof where they were, they made an opening and lowered the bed, where the paralytic was lying.
5 When Jesus saw their faith, he told the paralytic. "My child, your sins are forgiven."
6 But there sat some of the secretaries, and they thought in them,
7 "Why does this blasphemy say in this way? Who can forgive sins but one, God? "
8 Jesus immediately realized through him that they are thinking and saying, "Why do you make these thoughts within you?
9 What is easier to say to the paralytic, "Are your sins forgiven?" Or say, "Get up and take your bed and walk"?
10 But to learn that the Son of man has the power to forgive sin on earth "- says to the paralytic,
11 "I say to you, I rise up and take your bed and go to your house."
12 And he stood up immediately, and having lifted up the bed, he went out in the sight of all, that they might all be surprised and glorify God and say, "We have never seen such things."

Hep. 1, 10-2.3

1: 10 And, O Lord, in the beginning thou hast laid eyes on the earth, and the works of thy hands are the heavens.
11 These shall be destroyed, but ye shall be: ye shall all be as a garment,
12 like a mantle you will wind them and they will change. But you are the same and your years will not end.
13 To whom of the angels did God say, sit on my right hand, till I make your enemies a footsteel of your feet?
14 Are not all spirits serving and sent for service in favor of those who are going to inherit salvation?
2, 1 That is why we have to pay more attention to what we have heard, not to depart from them.
2 For if the word, which was pronounced by angels, was prestigious, and every offense and disobedience received a fair return,
3 how shall we escape if we show negligence for such a great salvation? This salvation began to be preached by the Lord, then it was assured to us by those who heard it,

Δεν υπάρχουν σχόλια: