Ψαλμός ΛΕ΄. 35
Φησίν
ο παράνομος του αμαρτάνειν εν εαυτώ, ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτού. Ότι εδόλωσεν ενώπιον αυτού,
του ευρείν την ανομίαν
αυτού και μισήσαι.
Τα ρήματα του στόματος αυτού
ανομία και δόλος,
ουκ ηβουλήθη συνιέναι του αγαθύναι.
Ανομίαν διελογίσατο επί τοις κοίτης
αυτού, παρέστη πάση οδώ ουκ αγαθή, κακία δε ου προσώχθισε. Κύριε, εν τω ουρανώ
το έλεος
σου και η αλήθεια
σου
έως νεφελών. Η δικαιοσύνη
σου ως όρη
Θεού, τα κρίματα σου άβυσσος πολλή· Ανθρώπους και κτήνη σώσεις,
Κύριε. Ως επλήθυνας
το
έλεος σου, ο Θεός. Οι δε υιοί των
ανθρώπων εν σκέπη των πτερύγων
σου ελπιούσι. Μεθυσθήσονται από πιότητος οίκου σου και
τον χειμάρρουν της τρυφής σου ποτιείς
αυτούς. Ότι παρά
σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα
φως. Παράτεινον το έλεος σου τοις γινώσκουσι σε και την δικαιοσύνην σου τοις ευθέσι τη καρδία.
Μη ελθέτω μοι πούς υπερηφανίας και χειρ αμαρτωλού μη σαλεύσαι με. Εκεί έπεσον πάντες οι εργαζόμενοι
την ανομίαν·
εξώσθησαν και ου
μη δύνωνται στήναι.
Δόξα.... Και νυν....
Αλληλούια.
Ψαλμός ΛΣΤ΄. 36
Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις, μηδέ ζήλου
τους ποιούντας την ανομίαν. Ότι ωσεί
χόρτος ταχύ αποξηρανθήσεται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται. ΄Ελπισον
επί Κύριον και ποίει
χρηστότητα και κατασκήνου την γην και ποιμανθήση επί τω πλούτω αυτής. Κατατρύφησον του Κυρίου
και δώσει σοι τα
αιτήματα της καρδίας
σου. Αποκάλυψον προς Κύριον την οδόν σου και έλπισον
επ΄ αυτόν και αυτός ποιήσει. Και εξοίσει ως φως την
δικαιοσύνην σου και το
κρίμα σου ως
μεσημβρίαν. Υποτάγηθι τω Κυρίω
και
ικέτευσον αυτόν, μη παραζήλου
εν τω κατευοδουμένω εν τη οδώ αυτού, εν ανθρώπω
ποιούντι παρανομίαν. Παύσαι από οργής και εγκατάλιπε θυμόν, μη παραζήλου ώστε
πονηρεύεσθαι. Ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον,
αυτοί κληρονομησουσι γήν. Και
έτι ολίγον και ού μη υπάρξη
ο αμαρτωλός και ζητήσεις
τον τόπον αυτού και ού μη εύρης. Οι δε πραείς
κληρονομήσουσι γήν και κατατρυφήσουσιν επί πλήθει ειρήνης. Παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τον δίκαιον
και βρύξει επ΄αυτόν τους οδόντας
αυτού. Ο δε Κύριος εκγελάσεται
αυτόν, ότι προβλέπει,
ότι
ήξει η ημέρα αυτού. Ρομφαίαν
εσπάσαντο οι αμαρτωλοί, ενέτειναν
τόξον αυτών του καταβαλείν πτωχόν και πένητα, του σφάξαι τους ευθείς
τη καρδία.
Η ρομφαία
αυτών εισέλθοι εις τας
καρδίας αυτών και τα τόξα αυτών συντριβείη. Κρείσσον ολίγον
τω δικαίω, υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν. Ότι
βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται, υποστηρίζει
δε δίκαιους
ο Κύριος.
Γινώσκει Κύριος τας οδούς των αμώμων
και η κληρονομία αυτών εις
αιώνα έσται. Ού καταισχυνθήσονται εν καιρώ πονηρώ
και
εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται. Ότι οι αμαρτωλοί
απολούνται, οι δε
εχθροί του Κυρίου, άμα τω δοξασθήναι αυτούς και υψωθήναι, εκλείποντες ωσεί καπνός εξέλιπον. Δανείζεται
ο αμαρτωλός και ουκ
αποτίσει· ο δε δίκαιος οικτείρει και δίδωσιν.
Ότι οι ευλογούντες αυτόν κληρονομήσουσι γην, οι δε
καταρώμενοι αυτόν εξολοθρευθήσονται. Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται
και την οδόν αυτού θελήσει σφόδρα. ΄Οταν πέση, ού καταρραχθήσεται· ότι Κύριος
αντιστηρίζει χείρα αυτού. Νεώτερος εγενόμην και γαρ
εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν
άρτους. ΄Ολην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος και το
σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έσται. Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν και
κατασκήνου εις αιώνα αιώνος. Ότι Κύριος αγαπά κρίσιν και ουκ εγκαταλείψει τους οσίους αυτού,
εις τον αιώνα φυλαχθήσονται. ΄Ανομοι δε
εκδιωχθήσονται και σπέρμα ασεβών εξολοθρευθήσεται. Δίκαιοι δε κληρονομήσουσι
γην και κατασκηνώσουσιν εις αιώνα
αιώνος επ΄ αυτής. Στόμα δικαίου μελετήσει
σοφίαν και η γλώσσα
αυτού λαλήσει κρίσιν.
Ο νόμος του Θεού
αυτού εν καρδία αυτού και ούχ υποσκελισθήσεται τα διαβήματα αυτού. Κατανοεί ο αμαρτωλός τον δίκαιον και ζητεί του
θανατώσαι αυτόν. Ο δε Κύριος
ου μη εγκαταλίπη
αυτόν
εις τας χείρας
αυτού, ουδέ μη καταδικάσηται
αυτόν, όταν κρίνηται αυτώ.
Υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού και
υψώσει σε του κατακληρονομήσαι γήν· εν
τω εξολοθρεύεσθαι αμαρτωλούς όψει. Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθεν
και ιδού ουκ ήν και
εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη
ο τόπος αυτού. Φύλασσε ακακίαν
και ίδε
ευθύτητα, ότι έστιν εγκατάλειμμα ανθρώπω ειρηνικώ. Οι δε παράνομοι
εξολοθρευθήσονται επί το
αυτό· τα εγκαταλείμματα
των ασεβών εξολοθρευθήσονται. Σωτηρία δε των δικαίων παρά
Κυρίου και υπερασπιστής
αυτών έστιν εν καιρώ θλίψεως.
Και βοηθήσει αυτοίς Κύριος και
ρύσεται αυτούς και εξελείται αυτους εξ αμαρτωλών και σώσει αυτούς,
ότι ήλπισαν
επ΄ αυτόν. Δόξα.... Και νυν....
Αλληλούια
Psalm ΛΕ. 35
His falsely sinning sins
are sinning in himself, not even fearing God against his eyes. That thou hast
brought before him, thou hast found his iniquity, and hast hated. The verbs of
this mouth, wickedness and deceit, were unworthy of his companions. Judgment
was given in his bed, and he was present in all flesh, and he did not blame me.
Lord, in heaven, your mercy and your truth to the clouds. Your righteousness as
gods of God, your crimes deep down a lot • People and beasts save, Lord. As
your mercy, God, is yours. And the sons of the people in your wings are
hopeful. They are drunk by the house of your house, and they are ruined by your
drink. That despite the source of life, in your light we see light. Forgive
your mercy in Yinoshishi and in your righteousness in your heart. Do not
approach pride and handsome sinners do not scare me. Where all the workers fell
upon the lawlessness, they were exiled, and I was not stoned. Glory .... And
now .... Hallelujah.
Psalm LST. 36
Do not be miserable, do
not be jealous of the poons, the lawlessness. That as grass is quickly dried up
and as grasshoppers are quickly cut off. I pray the Lord, and praise mercy, and
make the land, and the shepherd upon the riches thereof. Grab the Lord and give
to you the demands of your heart. Reveal to your Lord your way, and despise
him, and he shall bring it. And exalt as light your righteousness and your pity
as midday. Commit to the Lord, and obey him, not fornicating in this way, in
this way, in a man who is unlawful. You are out of wrath and despair of anger,
not forgiving, so that you are miserable. That the wicked are destroyed, and
the Lord, they inherit the earth. And the sinner is not yet a little, and you
ask for the place of this and that of the wicked. The inherited inheritance and
plunder of peace. The sinner is observed the righteous and plucks his tooth.
And the LORD exalts him, that he foreseeeth, that the day shall come to pass.
Rompahiah the sinners stood up, and the ark of those who paid them poor and
dying, they slaughtered their hearts. The swarms of them enter into their
hearts and their arcs are crushed. Kingson a little right, for a wealth of
sinners many. That the arms of sinners crash, and the Lord sustains the
righteous. And the LORD maketh the ways of the wilderness, and his inheritance
for ever. They are saddened in agony and in famine days they are satisfied.
That the sinners are deserted, and the enemies of the Lord, when they are
glorified, and are lifted up, as soon as the smoke escapes. The sinner is
borrowed and not paid, and the righteous cheer and give. That the blessed
ones and inherit him, and destroy him
that is destroyed. In spite of the Lord, the demons of man are directed, and
his way desires greatly. When you fall, you are crushed • that the Lord resists
his hand. The younger son of man, and I am exalted, and have not been
righteously desolate, and his semen call not bread. All the day, the righteous
man and his sons praise and lend to blessing. Being inclined from evil, and
having mercy, and having been in the age of centuries. That the Lord loves
criticizing, and not abandoning his cows, in the age are reserved. Immortals
are not being thrown out and semen of the wicked are exterminated. And they
have inheritable land, and have encamped in it for ever and ever. A man of law
study wisdom, and his tongue speaks judgment. The law of this God in his heart,
and so on, his ways are abolished. The sinner understands the law and asks him
to be killed. And my Lord hath not forsaken him in his hand, neither is he
condemned when he is judged. Resist the Lord, and keep his way, and raise up to
him the inhabited earth; in the extermination of the sinful sight. I see the
wicked high and worthy as the cedars of Lebanon. And it came to pass, and it
was not, and I sought him, and his place was not found. She saw acacia and
looked straight, that I was abandoning people peacefully. And the unlawful are
exterminated on it • the destitute of the wicked is exterminated. The salvation
of the righteous of the Lord, and the defender of them, is in a time of sorrow.
And the Lord help them, and he maketh them to them, and goeth out from the
sinners, and save them, that they have hoped on him. Glory
.... And now .... Hallelujah
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου