Η
Οσία Ματρώνα
έζησε στη Θεσσαλονίκη
και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων
αιώνων
της Εκκλησίας
μας, κατά την περίοδο
των διωγμών.
Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας
και ευγενούς Ιουδαίας,
με το όνομα Παντίλλα
ή Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά
συνόδευε την κυρία της στη
συναγωγή της πόλεως,
όπου ωστόσο
δεν πήγαινε η ίδια,
διότι
κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να
προσευχηθεί.
Μοιραία, όμως, επειδή
για πολύ καιρό
η Ματρώνα ξεγελούσε
την κυρία της, μία
λάθος
κίνηση στάθηκε αφορμή
για να αποκαλυφθεί
η ταυτότητά της. Σε μία εορτή των Ιουδαίων,
κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα,
η Ματρώνα
άργησε να
επιστρέψει από το ναό και
όταν έφθασε στην
συναγωγή γινόταν
η τελετή
των Επιτιμίων.
Ένας
από τους
δούλους της Παντίλλας
κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά
την κυρία της, φροντίζοντας κάθε
φορά που αυτή προσερχόταν
στην συναγωγή, εκείνη
να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας,
που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές,
να την κατηγορήσει
ότι είναι εχθρική
προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή
της και, αφού την
συνέλαβαν και
την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν.
Η
Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή
και ότι, άν και
η
κυρία της εξουσίαζε το σώμα
της
και την ίδια της την ζωή, ωστόσο
δεν μπορούσε να την
μεταπείσει σε όσα πίστευε.
Η Παντίλλα,
αφού την αλυσόδεσε, διέταξε
να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του
κελιού της. Έπειτα από
τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει άν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος
τραύματος και βασανισμού.
Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα
και να
την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της
κυρίας της, την ρώτησε γιατί την
βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο
την πίστη της στον
Χριστό.
Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην
μπορώντας να σταθεί
στα πόδια της, η
Ματρώνα κλείσθηκε
και πάλι στην φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η
Παντίλλα επισκέφθηκε
το κελί της
φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό
πρόσωπο, παρά
τα βασανιστήρια και την
πείνα που υπέστη
επί δεκατέσσερις ημέρες.
Τότε η κυρία
της, γεμάτη οργή, διέταξε
να δέσουν την
Ματρώνα σε δρύϊ να ξύλα και
να την βασανίσουν.
Εξαντλημένη η Αγία από τις
μαστιγώσεις και με το
σώμα της γεμάτο
σημάδια, ψέλλισε με
αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής
και παρέδωσε το πνεύμα της.
Η Παντίλλα
διέταξε τότε κάποιον με
το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει
το λείψανο της
Αγίας σεδέρμα και
στην συνέχεια να
το ρίξει έξω από τα τείχη
της πόλεως. Το ιερό λείψανό
της το παρέλαβαν
οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν
με ευλάβεια κοντά
στην Λεωφόρο, δηλαδή την
Εγνατία οδό. Μετά το
τέλος των διωγμών,
ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα
της Μάρτυρος και το μετέφερε
μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε
ναό, το απέθεσε εντός αυτού.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας,
όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό,
που καταστράφηκε κατά την διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.
Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.
Απολυτίκιον. Ήχος
γ’. Την ωραιότητα.
Γνώμην αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την ένθεον, άσυλον έσωσας, μη δουλωθείσα την ψυχήν, Εβραίων τη απηνεία· όθεν αριστεύσασα, και τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω Δεσπότη της κτίσεως. Αυτόν ούν εκτενώς εκδυσώπει, πάσης ημάς ρυσθήναι βλάβης.
Γνώμην αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την ένθεον, άσυλον έσωσας, μη δουλωθείσα την ψυχήν, Εβραίων τη απηνεία· όθεν αριστεύσασα, και τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω Δεσπότη της κτίσεως. Αυτόν ούν εκτενώς εκδυσώπει, πάσης ημάς ρυσθήναι βλάβης.
Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Φωτί νοητώ, Ματρώνα ατενίζουσα, ειρκτής την φρουράν, ως θάλαμον λελόγισαι, εξ ής Μάρτυς έδραμες, προς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τη ση Λόγε θεία στοργή, μαστίγων την πείραν, καθυπέστην φαιδρώς.
Φωτί νοητώ, Ματρώνα ατενίζουσα, ειρκτής την φρουράν, ως θάλαμον λελόγισαι, εξ ής Μάρτυς έδραμες, προς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τη ση Λόγε θεία στοργή, μαστίγων την πείραν, καθυπέστην φαιδρώς.
Μεγαλυνάριον.
Ουδόλως δεδούλωσαι την ψυχήν, αλλ’ ελευθερία, ενδιέπρεψας ευσεβεί, και αρρενωθείσα, την φρένα ω Ματρώνα, ηγώνισαι ανδρείως, κατά του όφεως.
Ουδόλως δεδούλωσαι την ψυχήν, αλλ’ ελευθερία, ενδιέπρεψας ευσεβεί, και αρρενωθείσα, την φρένα ω Ματρώνα, ηγώνισαι ανδρείως, κατά του όφεως.
The island of
Matrona or the Bailiff in Thessaloniki
Othias Matrona
lived in Thessaloniki and is among the Martyrs of the early centuries of our
Church during the period of persecution. He was the follower of a wealthy and
noble Jew, named Pantilla or Paulus, who was the wife of the military commander
of Thessaloniki. Every day she accompanied her lady to the city's synagogue,
but she did not go to herself because she secretly resorted to a Christian
temple to pray.
Fatal,
however, because for a long time Matrone was cheating on her lady, a wrong move
was the occasion to reveal her identity. At a feast of the Jews, in which they
used to eat bitter greens and non-enzymes, Matrona was late to return from the
temple, and when the congregation arrived at the congregation, the Etimites
ceremony took place. One of Pantilla's slaves complained that Matrata was a
Christian and that she deceived her lady, taking care that every time she was
coming to the synagogue, she went to the Church. This caused Pantilla's wrath,
she did not hesitate, crying out, accusing her of being hostile to her. She
immediately ordered her arrest and, having arrested her and tied her, they
began to whack her. Mattana, however, boldly declared herself a Christian and
that, although her lady ruled her body and her own life, she could not turn her
into what she believed.
Pantilla,
after chaining her, ordered her to imprison her and seal the door of her cell.
After three days, early in the morning, she went to see if Matrona lived.
Surprised she found she had been freed from her bonds and stood luminous
chanting, without having the slightest trace of torture and torture. Outraged,
Pantilla ordered her to tie the Matrona again and to scold her shamelessly.
She, surprised at her master's cruelty, asked her why she was torturing her,
but she confessed her faith in Christ. Tortured by torture and unable to stand
at her feet, Matrata was again jailed.
After three
days, when Pantilla visited the prison cell of the Saint, she saw the same
spectacle. The Witness is freed from her bonds, with the same bright face,
despite the torture and hunger she suffered for fourteen days. Then her lady,
full of anger, ordered her to tie Mattana to oak wood and torture her.
Exhausted the Holy One from the whips and with her body full of scars, she
spoke with a weak voice a few words of prayer and delivered her spirit.
Pantilla then
ordered someone named Stratonikos to wrap the relic of the Holy Squadron and
then throw it out of the city walls. Her holy relic was taken over by the
Christians and they buried it with devotion near the Avenue, the Egnatia Street.
After the end of the persecutions, Alexander the Bishop took the relic of the
Martyr and brought it to the city, and after building a temple, he placed it
inside.
At the time of
the Frankish rule, however, the relic of the saint was moved to Barcelona and
deposited in a temple that was destroyed during the Second World War.
Besides the
walls of Thessaloniki there was also a monastery dedicated to Aghia Matrona.
Apolyticus.
Sound c '. The beauty.
I am innocent,
Mattana bearing, faith in the innocence, saving asylum, not working the soul,
Jewish gentleness; that is why I excelled, and I deceived the secret creator,
secretly nursing, the Despot of Creation. He is exalting himself extensively,
all of us are failing.
Kontakion.
Sound b '. Top requests.
Light
Thinking, Mattresses Looking, Guarding the Guard, As a Wardrobe, Behind the
Martyrs Standing, To A Patchy Falling Burning; This is a Divine Affection, a
Mastiff Experience, a Stupid Beast.
Majesty.
In no way do
you please the soul, but freedom, intimidate, delight, and masculine, the
brakes as Matrona, reproach meekly, against the good.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου