Ψαλμοί του προφήτου και Βασιλέως Δαυίδ
021 - 024
Ψαλμός ΚΑ΄. 21
Ο Θεός, ο Θεός
μου, πρόσχες μοι· ίνα τί εγκατέλιπες με; μακρά από της σωτηρίας μου οι λόγοι
των παραπτωμάτων μου. Ο Θεός μου, κεκράξομαι ημέρας και ούκ εισακούση· και
νυκτός και ούκ εις άνοιαν εμοί. Συ δε εν αγίω κατοικείς, ο έπαινος του Ισραήλ.
Επί σοι ήλπισαν οι πατέρες ημών, ήλπισαν και ερρύσω αυτούς. Προς σε εκέκραξαν
και εσώθησαν, επί σοι ήλπισαν και ού κατησχύνθησαν. Εγώ δε είμι σκώληξ και ούκ
άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού. Πάντες οι θεωρούντες με
εξεμυκτήρισαν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν. ΄Ηλπισεν επί Κύριον,
ρυσάσθω αυτόν, σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν. Ότι συ ει ο εκσπάσας με εκ
γαστρός, η ελπίς μου από μαστών της μητρός μου· επί σε επερρίφην εκ μήτρας. Από
γαστρός μητρός μου Θεός μου ει συ, μη αποστής απ΄ εμού. Ότι θλίψις εγγύς, ότι
ούκ έστιν ο βοηθών μοι. Περιεκύκλωσαν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον
με. ΄Ηνοιξαν επ΄ εμέ το στόμα αυτών, ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος. Ωσεί ύδωρ
εξεχύθην και διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου· εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός
τηκόμενος εν μέσω της κοιλίας μου. Εξηράνθη ως όστρακον η ισχύς μου και η
γλώσσα μου κεκόλληται τω λάρυγγι μου και εις χούν θανάτου κατήγαγες με. Ότι
εκύκλωσαν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με. ΄Ωρυξαν χείρας
μου και πόδας μου· εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου· αυτοί δε κατενόησαν και
επείδον με. Διεμερίσαντο τα ιμάτια μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον
κλήρον. Συ δε, Κύριε, μη μακρύνης την βοήθειαν σου απ΄ εμού, εις την αντίληψην
μου πρόσχες. Ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν μου και εκ χειρός κυνός την μονογενή
μου. Σώσον με εκ στόματος λεόντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσιν
μου. Διηγήσομαι το όνομα σου τοις αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε. Οι
φοβούμενοι τον Κύριον αινέσατε αυτόν, άπαν το σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αυτόν.
Φοβηθήτω δη απ΄ αυτού άπαν το σπέρμα Ισραήλ. Ότι ούκ εξουδένωσεν, ουδέ
προσώχθισε τη δεήσει του πτωχού, ουδέ απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ΄ εμού· και
εν τω κεκραγέναι με προς αυτόν εισήκουσε με. Παρά σου ο έπαινος μου· εν
εκκλησία μεγάλη εξομολογήσομαι σοι· τας ευχάς μου αποδώσω ενώπιον των
φοβουμένων σε. Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι Κύριον οι
εκζητούντες αυτόν· ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος. Μνησθήσονται και
επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης και προσκυνήσουσιν ενώπιον
αυτού πάσαι αι πατριαί των εθνών. Ότι του Κυρίου η βασιλεία και αυτός δεσπόζει
των εθνών. ΄Εφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γης· ενώπιον αυτού
προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις γην. Και η ψυχή μου αυτώ ζη και το
σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ. Αναγγελήσεται τω Κυρίω γενεά η ερχομένη και
αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τω τεχθησομένω, όν εποίησεν ο Κύριος.
Ψαλμός ΚΒ΄. 22
Κύριος
ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει. Εις τόπον χλόης, εκεί με κατεσκήνωσεν, επί
ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψε με. Την ψυχήν μου επέστρεψεν, ωδήγησε με επί τρίβους
δικαιοσύνης, ένεκεν του ονόματος αυτού. Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς
θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού ει. Η ράβδος σου και η βακτηρία
σου αύται με παρεκάλεσαν. Ητοίμασας ενώπιον μου τράπεζαν, εξεναντίας των
θλιβόντων με. Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου και το ποτήριον σου μεθύσκον με
ωσεί κράτιστον. Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου
και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών.
Ψαλμός ΚΓ΄. 23
Του
Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν
αυτή. Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν. Τίς
αναβήσεται εις το όρος του Κυρίου, ή τίς στήσεται εν τόπω αγίω αυτού; Αθώος
χερσί και καθαρός τη καρδία, ός ούκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού και ούκ
ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού. Ούτος λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου και
ελεημοσύνην παρά Θεού σωτήρος αυτού. Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον,
ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ. 'Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών· και
επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Τίς έστιν ούτος ο
βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω.
'Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών· και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο
βασιλεύς της δόξης. Τίς έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος των δυνάμεων
αυτός έστιν ο βασιλεύς της δόξης.
Δόξα.... Και
νυν.... Αλληλούϊα.
Ψαλμός ΚΔ΄. 24
Προς σε, Κύριε,
ήρα την ψυχήν μου. Ο Θεός μου, επί σοι πέποιθα· μη καταισχυνθείην εις τον
αιώνα, μηδέ καταγελασάτωσαν με οι εχθροί μου. Και γαρ πάντες οι υπομένοντες σε
ου μη καταισχυνθώσιν. Αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής.Τας οδούς σου,
Κύριε, γνώρισον μοι και τας τρίβους σου δίδαξον με. Οδήγησον με επί την
αλήθειαν σου και δίδαξον με, ότι συ εί ο Θεός ο σωτήρ μου· και σε υπέμεινα όλην
την ημέραν. Μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε και τα ελέη σου, ότι από του
αιώνος είσιν. Αμαρτίας νεότητος μου και αγνοίας μου μη μνησθής, κατά το έλεος
σου μνήσθητι μου, συ, ένεκεν της χρηστότητος σου, Κύριε. Χρηστός και ευθύς ο
Κύριος· δια τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. Οδηγήσει πραείς εν κρίσει,
διδάξει πραείς οδούς αυτού. Πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια, τοις
εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού. ΄Ενεκεν του ονόματος σου,
Κύριε και ιλάσθητι τη αμαρτία μου· πολλή γαρ έστι. Τίς έστιν άνθρωπος ο
φοβούμενος τον Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, ή ηρετίσατο. Η ψυχή αυτού εν
αγαθοίς αυλισθήσεται και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γην. Κραταίωμα Κύριος των
φοβουμένων αυτόν και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. Οι οφθαλμοί μου δια παντός
προς τον Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου. Επίβλεψον επ΄εμέ
και ελέησον με· ότι μονογενής και πτωχός είμι εγώ. Αι θλίψεις της καρδίας μου
επληθύνθησαν· εκ των αναγκών μου εξάγαγε με. ΄Ιδε την ταπείνωσιν μου και τον
κόπον μου· και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. ΄Ιδε τους εχθρούς μου, ότι
επληθύνθησαν και μίσος άδικον εμίσησαν με. Φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαι με·
μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σε. ΄Ακακοι και ευθείς εκολλώντο μοι, ότι
υπέμεινα σε, Κύριε. Λύτρωσαι, ο Θεός, τον Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού.
Psalm QA. 21
God, my God, have
you informed me what happened to me? long from my salvation the reasons for my
misconduct. My God, I am going to day and night, listening to night and yoke to
my dementia. Behold, holy ones, the praise of Israel. Our fathers have hoped
for you, hoping and burying them. To you they have plucked and licked you, they
have escaped you, and they have been defeated. I am a wicked man and a man of
mankind, a reproach of men and an exuberance of the people. Everyone who
thought they were taking me on, they spoke to me, they were headed. I am full
of the Lord, I praise him, save him, that he wills him. That it is the exorcist
with my stomach, my hope of my mother's breasts "on a quill of a womb.
From my breastless mother, my God, I am not insulting from me. That affection
is close, that it is my helper. They circled with calves, many bulls pounding
with me. They opened their mouths on them, like a loud glutton and roaring. As
my water dripped and my bones were always scattered, my heart was born as a wax
melting in the midst of my abdomen. My power was exhausted as a trumpet, and my
tongue engages in my larynx, and in death you fall with me. That they
circulated with many dogs, a conclave of slanders contacted with me. They
punched my hand and my legs • They always exalted my bones • They did not
understand and urgently with me. He wore my garments, and on my clothing he put
a lot. Therefore, Lord, do not long for your help from me, in my perception you
have. I swear by my sword and by hand my only one. Slowly with lemon and
honeysuckle my humiliation. I tell your name to my brothers, in the midst of a
church I praise you. The fearing of the Lord made him afraid, all the seed of
Jacob you glorified him. I am afraid of all this of the semen of Israel. That
he did not exalt, nor did he cause the poor to bear, nor did he turn away his
face from me, and in his reckoning with him he became acquainted with me.
Despite my praise • in a church I greatly confess to • my wishes I give in
front of the afraid to. They are frowned and intrigued and rejoiced by the Lord
who sought it; their hearts lived for centuries. They are being remembered and
returned to the Lord forever the ends of the earth and worshiping before them
the patrons of the nations. That the kingdom is the kingdom, and that dominates
the nations. All the pins of the earth were eaten and worshiped; before them
all descend to earth. And my soul is lying and my semen works. The Lord
generates the coming and announces his righteousness, that I have done, when
the Lord made it.
Psalm KB. 22
Master rules with me
and no one lags me. In a turf place, where I was captivated, on resting water
he lit me. My soul returned to me, led me on rigs of righteousness, in the name
of it. If I walk in the midst of a shadow of death, I am afraid of evil, that I
will. Your rod and your backyard have given me a call. You have prepared before
me a bank, because of the sorrows with me. Let me light my head and drink your
glass with ashes. And your mercy endureth for all the days of my life, and
dwell in the house of the LORD for a long time.
Psalm KG. 23
To the Lord the
earth and its creature, the world, and all who dwell therein. He on the seas
set it up and on rivers he prepared it. Which is revived in the mount of the
LORD, or is it set up in the place of his holy place? Innocent and pure of
heart, he has taken over his soul, and he has been bending over his neighbor.
This is the glory of the Lord, and the salvation of God is his salvation. This
generation asks the Lord to ask the face of God Jacob. Your gatekeepers have
gates, and the eternal gates are erected, and the king of gladness enters. Who
is this the king of glory? Lord strong and mighty, Lord strong in war. Your
gatekeepers have gates, and the eternal gates are erected, and the king of
gladness enters. Who is this the king of glory? The master of these powers is
the king of glory.
Glory .... And now
.... Alleluia.
Psalm CC. 24
To you, Lord, I
heard my soul. My God, on you shall not be troubled in the ages, nor defiled my
enemies. And for all those who are persuaded not to be disgraced. The unspoken
intercession has been diminished. Your ways, Lord, meet me and your trimmings,
teach me. Take the truth to me and teach me that God is my savior, and I have
endured all the day. Remember thy lovingkindness, O LORD, and thy mercies, that
thou hast been of the age. The sin of my youth, and my ignorance, unmindful, at
thy mercy, remember me, thou, be of thy mercy, O LORD. Blessed and straightway
the Lord • For this purpose, he regulates sinning in vain. Drive righteousness,
teach good ways. Thou art the ways of the Lord merciful and true, seek thy
covenant, and his martyrdom. Instead of your name, Lord, and I have sinned my
sin; Who is this man feared the Lord? legislate in the middle, or calm. His
soul in goodness is tilted, and his seed inherits the earth. Genuine the Lord
of those afraid, and his covenant, declared these. My eyes all the way to the
Lord, that he frets my feet against my feet. Supervise and praise • that I am
single and poor. The sorrows of my heart were attributed to my needs. Here is
my humiliation and my labor; and thou hast forgiven all my sins. Here my
enemies, that they were hated and hated unfairly impressed with me. Keep my
soul safe and do not worry, I hope for you. Acacious and straightforward to me,
that I endured, Lord. You are redeemed, God, Israel, out of all his sorrows.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου