Ψαλμός ΛΖ΄. 37
Κύριε,
μη τω θυμώ
σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με.
Ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι και
επεστήριξας επ΄ εμέ την χείρα σου. Ουκ
έστιν ίασις εν
τη σαρκί μου από
προσώπου της οργής σου· ουκ
έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου
των αμαρτιών μου. Ότι αι ανομίαι
μου υπερήραν την κεφαλήν
μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν
επ΄εμέ. Προσώζεσαν και εσάπησαν
οι μώλωπες μου από προσώπου της αφροσύνης μου. Εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους·
όλην την ημέραν
σκυθρωπάζων επορευόμην.
Ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν
εμπαιγμάτων και ουκ έστιν ίασις
εν τη σαρκί μου. Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην
από στεναγμού της καρδίας
μου. Κύριε,
εναντίον σου πάσα
η
επιθυμία μου και ο στεναγμός
μου από σου ουκ απεκρύβη.
Η καρδία μου εταράχθη,
εγκατέλιπε με η ισχύς μου και το φως
των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ΄ εμού. Οι
φίλοι
μου και οι
πλησίον μου εξ΄ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν και οι έγγιστα
μου από μακρόθεν έστησαν. Και
εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου και
οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν
ματαιότητας και δολιότητας όλην την
ημέραν εμελέτησαν. Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον
και ωσεί άλαλος
ουκ ανοίγων το στόμα
αυτού. Και εγενόμην
ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και
ουκ έχων εν τω στόματι
αυτού ελεγμούς. Ότι επί
σοι, Κύριε, ήλπισα·
συ εισακούση, Κύριε, ο Θεός μου.
Ότι είπον· Μήποτε επιχαρώσι μοι οι εχθροί
μου και εν τω σαλευθήναι πόδας μου, επ΄ εμέ
εμεγαλορρημόνησαν. Ότι
εγώ εις μάστιγας έτοιμος και η αλγηδών μου ενώπιον μου έστι διαπαντός. Ότι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ
και μεριμνήσω υπέρ της
αμαρτίας μου. Οι δε εχθροί μου ζώσι και
κεκραταίωνται υπέρ εμέ και επληθύνθησαν οι μισούντες
με αδίκως. Οι ανταποδιδόντες
μοι κακά αντί
αγαθών ενδιέβαλλον με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. Μη εγκαταλίπης με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ΄ εμού.
Πρόσχες
εις την βοήθειαν μου,
Κύριε της σωτηρίας
μου.
Ψαλμός ΛΗ΄. 38
Είπα·
Φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τω στόματι μου φυλακήν εν τω
συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. Εκωφώθην και εταπεινώθην
και εσίγησα εξ αγαθών και το άλγημα μου ανεκαινίσθη.
Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ· ελάλησα
εν γλώσση μου. Γνώρισον
μοι, Κύριε,
το πέρας μου και
τον αριθμόν των ημερών μου, τις έστιν,
ίνα γνω τι υστερώ εγώ. Ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου και
η υπόστασις μου ωσεί
ουδέν ενώπιον σου· πλήν τα
σύμπαντα ματαιότης, πας άνθρωπος ζων. Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος,
πλήν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει και ού γινώσκει
τίνι συνάξει αυτά. Και νυν, τις η υπομονή
μου; ουχί ο Κύριος; και η υπόστασις μου
παρά σου έστιν. Από πασών των ανομιών μου ρύσαι με· όνειδος άφρονι, έδωκας με.
Εκωφώθην και ήνοιξα το στόμα μου, ότι
συ εποίησας. Απόστησον απ΄ εμού
τας μάστιγας σου· από γαρ της
ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον. Εν ελεγμοίς
υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον
και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού· πλήν μάτην ταράσσεται πας άνθρωπος.
Εισάκουσον της προσευχής μου, Κύριε και
της δεήσεως μου· ενώτισαι
των δακρύων
μου. Μη παρασιωπήσης, ότι
παροικος εγώ είμι παρά σοι και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου.
Άνες μου, ίνα αναψύξω
προ του με
απελθείν και ουκέτι
ου μη υπάρξω.
Psalm LZ. 37
Lord, do not be angry with
me, not with your wrath. That your arrows are acting to me and you keep on your
hand. Whatever you are in my flesh in the face of your wrath, do not you have
peace in my selves from the face of my sins. That my iniquities overwhelmed my
head, as a heavy burden was burdened. My bruises were fastened and thrown off
my face of my frown. I stood up and hung up to the end of the day with a
sourdog commodity. That my spirits have been filled with mockery and not a true
healing in my flesh. He was stepped down and humbled to a harsh, harsh temper
of my heart. Lord, against all my desire and my sighing from you did not
obliterate. My heart was transplanted, my power and the light of my eyes drove
away, and that was not the case with me. My friends and my neighbors came to me
and they set me up and my stepmothers from afar set up. And the seekers of my
soul were scourged, and those who asked for evil spoke futility and malice all
day, they studied. I have no deaf, and I have not spoken the mouth of him. And
behold, a man did not hear, and had no control in his mouth. That you, O Lord,
have hoped, I pray you, O Lord, my God. That they said: • My enemies are not
catching up, and on my feet, they have gone to me. That I am in a scourge
ready, and my algae before me all the time. That I declare my iniquity, and
take care of my sin. My enemies live and live in my favor, and the haters are
wronged with me. Recipients of bad things instead of goods are in the middle of
doing good. Do not forsake me, Lord my God, not cruel to me. I pray to my help,
Lord of my salvation.
Psalm LH. 38
I said • I keep my ways
not sin against me in my tongue; I say to my mouth that I am in prison, I
recommend the sinner against me. I was deafened and humbled, and I was full of
goods, and my nose unappreciated. My heart warmed within me and my study burned
fire; • I spoke in my own language. Know me, Lord, my end and the number of my
days, the truth, I know that I am after. Behold worship of my day, and my
substance is none before thee, beside the universe of vanity, thou art a living
man. An imminent man passes through the image, without a jolt • treasure, and
then he gets together. And now, my patience? not the Lord? and my standing
rather than yours. For all my iniquities I have a repentance, I have given you.
I was surprised and opened my mouth, that I did. Behold, from me your scourges,
from the strength of your hand, I have fallen. In the control of a lawless
trapped man, and manifesting his soul as a weapon, • all mankind is disturbed.
Inserting my prayer, Lord and my devotion • Joining my tears. Do not be
paranoid, that you are a stranger and an idiot, as all my fathers are. And
mine, I will freeze before him, and I will not be gone.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου