Ψαλμός ΙΖ΄. 17
Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος
στερέωμα μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου, βοηθός μου και ελπιώ
επ΄ αυτόν· υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου. Αινών
επικαλέσομαι τον Κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. Περιέσχον με ωδίνες
θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξαν με. Ωδίνες άδου περιεκύκλωσαν με,
προέφθασαν με παγίδες θανάτου. Και εν τω θλίβεσθαι με επεκαλεσάμην τον Κύριον
και προς τον Θεόν μου εκέκραξα. ΄Ηκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου και η
κραυγή μου ενώπιον αυτου εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού. Και εσαλεύθη και
έντρομος εγενήθη η γη και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν, ότι
ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. Ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πυρ από προσώπου αυτού
κατεφλόγισεν, άνθρακες ανήφθησαν απ΄ αυτού. Και έκλινεν ουρανούς και κατέβη και
γνόφος υπό τους πόδας αυτού. Και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη· επετάσθη επί
πτερύγων ανέμων. Και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού, κύκλω αυτού η σκηνή αυτού,
σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. Από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι
διήλθον, χάλαζα και άνθρακες πυρός. Και εβρόντησεν εξ ουρανού ο Κύριος και ο
΄Υψιστος έδωκε φωνήν αυτού. Εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς
επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς. Και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων και ανεκαλύφθη
τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεως σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος
οργής σου. Εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβε με· προσελάβετο με εξ υδάτων πολλών.
Ρύσεται με εξ εχθρών μου δυνατών και εκ των μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ
εμέ. Προέφθασαν με εν ημέρα κακώσεως μου· και εγένετο Κύριος αντιστήριγμα μου.
Και εξήγαγε με εις πλατυσμόν· ρύσεται με, ότι ηθέλησε με. Και ανταποδώσει μοι
Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου
ανταποδώσει μοι. Ότι εφύλαξα τας οδούς Κυρίου και ουκ ησέβησα από του Θεού μου.
Ότι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιον μου και τα δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν
απ΄ εμού. Και έσομαι άμωμος μετ΄ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου. Και
ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των
χειρών μου, ενώπιον των οφθαλμών αυτού. Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός
αθώου αθώος έση· και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση· και μετά στρεβλού διαστρέψεις.
Ότι συ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. Ότι σύ
φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκοτος μου. Ότι εν σοι
ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Ο Θεός μου,
άμωμος η οδός αυτού· τα λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής έστι πάντων των
ελπιζόντων επ΄ αυτόν. Ότι τίς Θεός πάρεξ του Κυρίου; ή τίς Θεός πλην του Θεού
ημών; Ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου.
Καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με. Διδάσκων
χείρας μου εις πόλεμον· και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονας μου. Και έδωκας
μοι υπερασπισμόν σωτηρίας και η δεξιά σου αντελάβετο μου. Και η παιδεία σου
ανώρθωσε με εις τέλος και η παιδεία σου αυτή με διδάξει. Επλάτυνας τα διαβήματα
μου υποκάτω μου και ουκ ησθένησαν τα ίχνη μου. Καταδιώξω τους εχθρούς μου και
καταλήψομαι αυτούς και ουκ αποστραφήσομαι, έως άν εκλίπωσιν. Εκθλίψω αυτούς και
ου μη δύνωνται στήναι· πεσούνται υπό τους πόδας μου. Και περιέζωσας με δύναμιν
εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ΄ εμέ υποκάτω μου. Και
τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον και τους μισούντας με εξωλόθρευσας. Εκέκραξαν
και ουκ ην ο σώζων, προς Κύριον και ουκ εισήκουσεν αυτών. Και λεπτυνώ αυτούς
ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. Ρύση με εξ
αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. Λαός, όν ουκ έγνων,
εδούλευσε μοι· εις ακοήν ωτίου υπήκουσε μου. Υιοί αλλότριοι εψεύσαντο μοι· υιοί
αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών. Ζή Κύριος και
ευλογητός ο Θεός μου και υψωθήτω ο Θεός της σωτηρίας μου. Ο Θεός, ο διδούς
εκδικήσεις εμοί και υποτάξας λαούς υπ΄ εμέ· ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων.
Από των επανισταμένων επ΄ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύση με. Δια τούτο
εξομολογήσομαι σοι εν έθνεσι, Κύριε και τω ονόματι σου ψαλώ. Μεγαλύνων τας
σωτηρίας του βασιλέως αυτού και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού, τω Δαυίδ και τω
σπέρματι αυτού έως αιώνος.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.
Ψαλμός ΙΗ΄. 18
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν
δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα. Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και
νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. Ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι
φωναί αυτών. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της
οικουμένης τα ρήματα αυτών. Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού· και αυτός ως
νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν
αυτού· απ΄ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού και το κατάντημα αυτού έως άκρου
του ουρανού· και ουκ έστιν ος αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού. Ο νόμος Κυρίου
άμωμος, επιστρέφων ψυχάς· η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. Τα
δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή Κυρίου τηλαυγής,
φωτίζουσα οφθαλμούς. Ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος· τα
κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί το αυτό. Επιθυμητά υπέρ χρυσίον και
λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον. Και γαρ ο δούλος σου
φυλάσσει αυτά· εν τω φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. Παραπτώματα τις συνήσει;
εκ των κρυφίων μου καθάρισον με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου. Εάν μη
μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης.
Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματος μου και η μελέτη της καρδίας μου
ενώπιον σου δια παντός. Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου.
Ψαλμός ΙΘ΄. 19
Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως·
υπερασπίσαι σου το όνομα του Θεού Ιακώβ. Εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και
εκ Σιών αντιλάβοιτο σου. Μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμα σου
πιανάτω. Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι.
Αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου και εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών
μεγαλυνθησόμεθα. Πληρώσαι Κύριος πάντα τα αιτήματα σου· νυν έγνων, ότι έσωσε
Κύριος τον χριστόν αυτού. Επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού· εν
δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις·
ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Αυτοί συνεποδίσθησαν και
έπεσαν· ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν. Κύριε, σώσον τον Βασιλέα και
επάκουσον ημών, εν ή αν ημέρα επικαλεσώμεθα σε.
Ψαλμός Κ΄. 20
Κύριε, εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο
βασιλεύς και επί τω σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα· Την επιθυμίαν της καρδίας
αυτού έδωκας αυτώ και την θέλησιν των χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν. Ότι
προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος· έθηκας επί την κεφαλήν αυτού
στέφανον εκ λίθου τιμίου. Ζωήν ητήσατο σε και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις
αιώνα αιώνος. Μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν
επιθήσεις επ΄ αυτόν. Ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος· ευφρανείς αυτόν
εν χαρά μετά του προσώπου σου. Ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον και εν τω
ελέει του Υψίστου ου μη σαλευθή. Ευρεθείη η χειρ σου πάσι τοις εχθροίς σου· η
δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντας σε. Ότι θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός
εις καιρόν του προσώπου σου· Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και
καταφάγεται αυτούς πυρ. Τον καρπόν αυτών από της γης απολείς και το σπέρμα
αυτών από υιών ανθρώπων. Ότι έκλιναν εις σε κακά, διελογίσαντο βουλάς, αις ου
μη δύνωνται στήναι. Ότι θήσεις αυτούς νώτον· εν τοις περιλοίποις σου ετοιμάσεις
το πρόσωπον αυτών. Υψώθητι, Κύριε, εν τη δυνάμει σου· άσομεν και ψαλούμεν τας
δυναστείας σου.
Psalm Q. 17
I love you, Lord, my power. My chief
stubbornness and my refuge and my dictator. My God, my assistant, and I hope
for him; my defender and my horn of salvation and my perception. I call upon
the Lord and my enemies to salvation. Contained death deaths and torrents of
lawlessness with me. The horns of the horns circled with, they were trapped
with death traps. And in the saddenedness of the Lord, and to God, I departed.
He heard the voice of my holy voice from my holy voice, and my cry before him
is coming into his ears. And the earth was exalted and terrified, and the
foundations of the mountains were transported and exalted, that God was angry.
He raised up smoke in his wrath, and fire from his face was consumed, and coal
was taken away from him. And he lifted up heavens, and a man came down under
his feet. And he drove upon Cherubim, and he was sent on winds. And he set
darkness in his darkness, and his tent therein, dark water in the gallows. From
the confession in front of him the clouds passed, I broke and fire coals. And
the LORD rebuked the heavens, and the Highest gave him a voice. He shoved
arrows and scoured them, and the lightning drew up and shook them. And the
springs of the waters were poured out, and the foundations of the world were
revealed from your reckoning, O Lord, by the inspiration of your spirit of
wrath. He was sent out of height and received with a multitude of water. She
resolves with my enemies strong and hateful with me, that they grew in favor of
me. They made it to me on my day of wickedness, and my Master stood up. And he
exported me in a blush • he sets me, he wants me. And the Lord reprove me in my
righteousness, and in the cleansing of my hands reprove me. That I have kept
the ways of the LORD, and have not come from my God. That all the
transgressions of this before me, and the rights of it, were not dispensed with
me. And I am blushing with him, and I keep my iniquity. And the Lord reprove me
in my righteousness, and in the cleanness of my hands, before his eyes. After a
holy and middle man, innocent, innocent, middle, and then selected, elected,
and then twisted distortions. That he has lowly saved and budding pride of
humble humiliation. That my fiery lights are glowing, Lord my God, you shine
upon my darkness. That in you I am raving against a pirate, and in my God I
overwhelm a wall. My God, his way is blighted; the words of the Lord despised,
a defender of all the hopeless of him. That God has given up the Lord? or God,
save our God? God is the one who is in the power and the sun is shining my way.
Drawing my legs as a deer and on the high tissue with me. I teach my hand in
war, and bow down my bow. And you gave me a defense of salvation, and your
right was mine. And your education was upgraded to you, and your education has
taught me. I made my demises under my feet and did not trace my traces. I persecute
my enemies, and I come to them, and I do not despair, until they are unleashed.
I will expel them and they will not die • they will fall under my feet. And you
conquered with power in war, co-opting all the rebels on me under me. And my
enemies gave me my soul and hated them with exorcism. And the unsaved have
mercy on the Lord, and he hath not known them. And I shall thin them so that
they shall blow against the face of the wind, as a plague of plains; Saying
against the people, you have made me a head of nations. People, if not, have
served me in a hearing ear, obey me. Sons of other people drank for me; the
sons of other people stood up and left their trimmings. God liveth and my God
blessed, and I lift up the God of my salvation. God, the one who gives you and
you subdue peoples under me • my destroyer of my enemies. Of the reminiscent
heights with me, by a man of iniquity. That is why I confess to the nation,
Lord, and I call on you my name. And the mercy of his king, and the mercy of
him, David, and his semen, even unto the age.
Glory .... And now ....
Hallelujah.
Psalm RH. 18
The heavens tell the glory of God, and the sound
of his hands proclaims the firmament. A verb is heard day and night overnight
announces knowledge. Do not enter into words, nor do they hear their voices. In
all the earth their voice came out, and in the ends of their foundations. In
the eldest time his relic came, and he was like a bridegroom coming out of his
passion. It feels like a giant dragon's way from the end of the sky to the exit
of it and its reaching to the end of the sky, and it is not even hidden from
its warmth. The law of the Lord is sober, return to the soul; the testimony of
the Lord, a wise infant. The rights of the Lord straight, cheerful heart • the
command of the Lord of the Lord, illuminating eyes. The fear of the Lord, pure,
living in the age of a century, • the Lord's sins truly, unjustly justified.
Desirable for gold and stone honestly and more sweetly for honey and wax. And
your servant keeps these things • in this guard a lot of retaliation. Crimes do
it? from my hiding places I will cleanse you with and from your other servants'
sakes. If I do not acquit me, then I am despised and cleansed of great sin. And
the words of my mouth and the study of my heart in front of you all for
granted. Lord, help me and redeem me.
Psalm S. 19
Yahweh, in a day of affliction, meet you; defend
your name the name of Jacob. Departed for help from the saint, and out of Zion,
you are dealt with. Remember all your sacrifice, and your holocaust, I am
crying. Provide to the Lord in your heart and all your blessing you are filled.
We are clothed in your salvation, and in the name of the Lord our God we are
magnified. Thou hast fulfilled the Lord always with thy requests, that thou
hast saved the Lord his Christ. He meets him from the sky of his saint, • the
might of his right hand. These are the ones who are caring for us in the same
race, in the name of the Lord our God, we are magnified. They fell together and
fell • we did not rise and recover. Lord, save the King and hear us, whether or
not we invoke the day.
Psalm K. 20
O Lord, in your power the king rejoiceth, and he
saves his salvation greatly. The desire of his heart has given him, and the
will of his lips, did not escape him. That he proceeded to be blessed with a
blessing on his head, crowning a stone of honor. Life was brought to you, and
it gave them long days for centuries. Great glory to him in your salvation,
glory and majesty suffer him. That thou givest blessing unto thee for a
century; thou glad him with joy to thy face. That the king is hopeful of the
Lord, and that he does not escape in the Most High's sovereignty. Find your
hand all your enemies • your right ranges all over you hating them. That thou
shalt burn them in a fire-furnace in the time of thine own face: The LORD in
his wrath trembles, and smiteth them with fire. Their fruit from the earth is
poured out, and their seed from the sons of men. That they were shedding in
evil, transcended, that they are not sore. That thou shalt suffer these first;
in thy remnant prepare thine face. Exalted, O Lord, in your might, and call
your dynasties.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου