Λουκ. 23, 1-31,
33,44-56
Ο Ιησούς
Χριστός ενώπιον του Ρωμαίου ηγεμόνος Πιλάτου
1 Καὶ ἀναστὰν
ἅπαν τὸ πλῆθος
αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.
2 Ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν
αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον
εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους
διδόναι, λέγοντα
ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.
3 Ὁ δὲ
Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ
εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν
Ἰουδαίων; ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη·
σὺ
λέγεις.
4 Ὁ δὲ
Πιλᾶτος εἶπε πρὸς
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν
εὑρίσκω αἴτιον
ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
5 Οἱ
δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι
ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ὅλης τῆς
Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.
Ο Ιησούς
Χριστός ενώπιον
του Ηρώδη
6 Πιλᾶτος
δὲ ἀκούσας
Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ
ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
7 καὶ ἐπιγνοὺς
ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας
Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν
αὐτὸν πρὸς
Ἡρῴδην, ὄντα καὶ
αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις
ταῖς ἡμέραις.
8 Ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν
ἐχάρη λίαν· ἦν
γὰρ ἐξ
ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ
τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ
περὶ αὐτοῦ, καὶ
ἤλπιζέ τι σημεῖον
ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον.
9 Ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν
ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ
οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ.
10 Εἱστήκεισαν δὲ
οἱ γραμματεῖς καὶ
οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
11 Ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν
ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν
αὐτὸν ἐσθῆτα
λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
12 Ἐγένοντο δὲ
φίλοι ὅτε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος
ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿
ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ
ἐν ἔχθρᾳ ὄντες
πρὸς ἑαυτούς.
Πιλάτος, Βαραββάς
και Ιησούς
13 Πιλᾶτος δὲ
συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ τοὺς
ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν
14 εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον
ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν
τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ
αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ ᾿ αὐτοῦ.
15 Ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ
ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ
ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου
ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ.
16 Παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.
17 Ἀνάγκην δὲ
εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα.
18 Ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον,
ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν
Βαραββᾶν·
19 ὅστις ἦν διὰ στάσιν
τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ
φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν.
20 Πάλιν οὖν
ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε,
θέλων ἀπολῦσαι τὸν
Ἰησοῦν.
21 Οἱ
δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον
αὐτόν.
22 Ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς
αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; Οὐδὲν ἄξιον
θανάτου εὗρον
ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.
23 Οἱ δὲ ἐπέκειντο
φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ
κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ
τῶν ἀρχιερέων.
24 Ὁ
δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι
τὸ αἴτημα αὐτῶν,
25 ἀπέλυσε δὲ
αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν, ὃν
ᾐτοῦντο, τὸν δὲ
Ἰησοῦν παρέδωκε
τῷ θελήματι αὐτῶν.
Η σταύρωσις του
Χριστού
26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν,
ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου
ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ
τὸν σταυρὸν φέρειν
ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
27 Ἠκολούθει δὲ
αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν,
αἳ καὶ ἐκόπτοντο
καὶ
ἐθρήνουν αὐτόν.
28 Στραφεὶς δὲ
πρὸς αὐτὰς ὁ
Ἰησοῦς εἶπε· θυγατέρες
Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε
ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿
ἑαυτὰς κλαίετε
καὶ ἐπὶ
τὰ τέκνα ὑμῶν.
29 Ὅτι ἰδοὺ
ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς
ἐροῦσι· μακάριαι αἱ
στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ
ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ
ἐθήλασαν.
30 Τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς
ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿
ἡμᾶς, καὶ
τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς·
31 ὅτι εἰ
ἐν τῷ ὑγρῷ
ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ
τί γένηται;
33 Καὶ
ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ
τὸν τόπον τὸν
καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ
ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ
τοὺς κακούργους, ὅν
μὲν ἐκ δεξιῶν ὅν δὲ ἐξ
ἀριστερῶν.
44 Ἦν
δὲ ὡσεὶ
ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο
ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης,
τοῦ ἡλίου
ἐκλείποντος,
45 καὶ ἐσχίσθη τὸ
καταπέτασμα τοῦ ναοῦ
μέσον·
46 καὶ
φωνήσας φωνῇ
μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χεῖράς σου
παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά
μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν
ἐξέπνευσεν.
47 Ἰδὼν δὲ ὁ
ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον
ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως
ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος
ἦν.
48 Καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι
ἐπὶ τὴν θεωρίαν
ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα,
τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ
στήθη ὑπέστρεφον.
49 Εἱστήκεισαν δὲ
πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες
αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ
ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας,
ὁρῶσαι ταῦτα.
Ενταφιασμός του Χριστού
50 Καὶ ἰδοὺ
ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς
ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς
καὶ δίκαιος,
51 οὗτος οὐκ
ἦν συγκατατεθειμένος τῇ
βουλῇ καὶ τῇ
πράξει αὐτῶν, ἀπὸ
Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν
Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ
αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
52 οὗτος προσελθὼν τῷ
Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ,
53 καὶ
καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε
σινδόνι καὶ ἔθηκεν
αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ, οὗ
οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος·
54 καὶ ἡμέρα
ἦν παρασκευή,
σάββατον ἐπέφωσκε.
55 Κατακολουθήσασαι δὲ
αἱ γυναῖκες, αἵτινες
ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ
ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο
τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα
αὐτοῦ,
56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.
56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκ. 23, 1-31, 33, 44-56
Ο Ιησούς
Χριστός ενώπιον του
Ρωμαίου ηγεμόνος Πιλάτου
1 Τότε
σηκώθηκαν όλα τα
μέλη του συνεδρίου
και τον έφεραν
στον Πιλάτο.
2 Και
άρχισαν να τον κατηγορούν λέγοντες, «Βρήκαμε αυτόν
τον άνθρωπο να διαστρέφει
το έθνος μας, να
εμποδίζει νὰ δίνωμεν φόρους στον Καίσαρα
και να λέγει
για τον εαυτό του
ότι είναι ο
Χριστός, ο βασιλεύς».
3 Τότε
ο Πιλάτος τον ρώτησε, «Συ
είσαι ο βασιλεύς
των Ιουδαίων;»
4 Εκείνος
όμως του απεκρίθη,
«Συ το λέγεις».
Ο Πιλάτος είπε
τότε στους αρχιερείς και
στα πλήθη, «Δεν βρίσκω
καμμία αιτία
κατηγορίας στον άνθρωπον
αυτόν».
5 Αλλ’ εκείνοι επέμεναν
και έλεγαν ότι
αναταράσσει τον λαό
και διδάσκει σε όλη
την Ιουδαία· αφού άρχισε από
την Γαλιλαία ήλθε
έως εδώ».
Ο Ιησούς
Χριστός ενώπιον του Ηρώδη
6 Όταν
ο Πιλάτος άκουσε «Γαλιλαία»,
ερώτησε εάν ο
άνθρωπος είναι Γαλιλαίος
7 και
όταν έμαθε ότι
είναι από το μέρος που
υπάγεται στην εξουσία
του Ηρώδη,
τον έστειλε σ’
αυτό, διότι ευρίσκετο
και ο Ηρώδης
στα Ιεροσόλυμα κατά τις
ημέρες εκείνες.
8 Όταν
ο Ηρώδης είδε
τον Ιησού, χάρηκε
πολύ, διότι επί
αρκετό καιρό
ήθελε να τον
ιδεί, επειδή είχε
ακούσει πολλά γι’ αυτό
και ήλπιζε να τον ιδεί να
κάνει κανένα θαύμα.
9 Του
υπέβαλλε πολλές ερωτήσεις,
αυτός όμως δεν
του έδωκε καμμίαν απόκρισιν.
10 Αλλ’ εστέκοντο εκεί
οι αρχιερείς και
οι γραμματείς,
οι οποίοι δριμύτατα τον κατηγορούσαν.
11 Τότε
ο Ηρώδης μαζί με
τους στρατιώτες του
τον εξευτέλισε και
τον ενέπαιξε· ύστερα του
φόρεσε ένα λαμπρό
μανδύα και
τον έστειλε πάλι στον
Πιλάτο.
12 Την
ημέρα αυτή ο
Ηρώδης και ο
Πιλάτος έγιναν φίλοι
μεταξύ τους· προηγουμένως ήσαν
σε έχθρα.
Πιλάτος, Βαραββάς
και Ιησούς
13 Ο
Πιλάτος συνεκάλεσε τοὺς αρχιερείς, τους
άρχοντες και τον
λαό,
14 και
τους είπε, «Μου
φέρατε τον άνθρωπο
αυτό σαν ταραξία
του λαού αλλά εγώ,
αφού τον ανέκρινα ενώπιόν
σας, δεν βρήκα
σ’ αυτόν τίποτε απ’
όσα τον κατηγορείτε.
15 Αλλ’
ούτε και ο
Ηρώδης, διότι τον παρέπεμψε
σ’ εμάς. Δεν
έχει κάνει τίποτε άξιον θανάτου.
16 Αφού λοιπόν
τον τιμωρήσω, θα
τον αφήσω ελεύθερο».
17 [Είχε
υποχρέωσι να τους
ελευθερώσει ένα κατά
την εορτή].
18 Αλλ’
όλο το πλήθος εφώναξε,
«Θανάτωσε τούτο, και
ελευθέρωσέ μας τον Βαραββά»,
19 ο
οποίος ήταν φυλακισμένος
για στάσι που έγινε
στην πόλι και
για φόνο.
20 Ο
Πιλάτος, επειδή ήθελε
να απολύσει τον
Ιησού, τους μίλησε
και πάλιν.
21 Αλλ’
αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν,
«Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ
τον».
22 Για
τρίτη φορά τους
είπε, «Τί κακόν εκανε;»
Δεν βρήκα σ’
αυτόν τίποτε άξιον θανάτου·
αφού λοιπόν τον
τιμωρήσω, θα τον απολύσω».
23 Αλλ’
αυτοί επέμεναν με
δυνατές φωνές και
ζητούσαν να σταυρωθεί, και οι φωνὲς οι δικές
τους και των
αρχιερέων υπερίσχυσαν.
24 Και
ο Πιλάτος απεφάσισε
να γίνει το
αίτημά τους.
25 Απέλυσε
για χάρι τους
τον Βαραββά που
ζητούσαν και ο
οποίος ήταν φυλακισμένος για
στάσι και φόνο,
τον δε Ιησού
παρέδωκε στην διάθεσίν τους.
Η σταύρωσις
του Ιησού
26 Και
καθώς τον πήγαιναν,
έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον,
ο οποίος ερχότανε από την
ύπαιθρο και
έβαλαν επάνω του
τον σταυρό για να
τον βαστάζει οπίσω
από τον Ιησού.
27 Τον
ακολουθούσε δε πολύς κόσμος
και γυναίκες, που
κτυπούσαν τα στήθη τους
και τον θρηνολογούσαν.
28 Ο
Ιησούς εστράφη προς αυτές και
είπε, «Θυγατέρες της
Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για
μένα, να κλαίτε μάλλον
για τον εαυτόν
σας και για τα
παιδιά σας.
29 Διότι
θα έλθουν ημέρες
που θα λέγουν,
«Ευτυχείς οι
στείρες και οι κοιλίες,
που δεν εγέννησαν,
και μαστοί, που
δεν θήλασαν».
30 Τότε
θα αρχίσουν να
λέγουν στα βουνά,
«Πέστε επάνω μας»,
και στους λόφους, «Σκεπάστε μας»,
31 διότι
εάν κάνουν αυτά
στο χλωρό δένδρο,
τι θα συμβεί
στο ξερό;»
33 Και
όταν ήλθαν στο
τόπο που ωνομάζετο Κρανίον,
εκεί εσταύρωσαν αυτόν
και τους κακούργους,
έναν στα δεξιά
και τον άλλο
στα αριστερά.
44 Ήταν
ήδη περίπου έκτη
ώρα και έγινε σκοτάδι
σ’ όλη
την γη έως
την ενάτη ώρα,
45 και
ο ήλιος δεν
φαινόταν και σχίσθηκε
το παραπέτασμα του
ναού στο μέσον.
46 Τότε
ο Ιησούς φώναξε
με δυνατή φωνή
και είπε, «Πατέρα,
στα χέρια σου παραδίδω
το πνεύμα μου».
Και όταν είπε
αυτό, εξέπνευσε.
47 Όταν
ο εκατόνταρχος είδε τι έγινε,
δόξασε τον Θεό
και είπε, «Πραγματικά αυτός
ο άνθρωπος ήταν
αθώος».
48 Και όλος
ο κόσμος που
είχε έλθει για να ιδεί
το θέαμα αυτό,
όταν είδε όσα συνέβησαν,
επέστρεφαν και
κτυπούσαν τα στήθη τους.
49 Όλοι
οι γνωστοί του
και οι γυναίκες που
τον είχαν ακολουθήσει
από την Γαλιλαία εστέκοντο
και έβλεπαν αυτά
από μακρυά.
Ενταφιασμός του Χριστού
50 Υπήρχε
κάποιος, ονομαζόμενος Ιωσήφ,
βουλευτής και
άνθρωπος αγαθός και δίκαιος,
51 ο
οποίος δεν ήταν σύμφωνος
με την απόφασι
και την πράξι
τους. Ήταν από
την Αριμαθαία, πόλι
της Ιουδαίας, και περίμενε
και
αυτός την βασιλεία του
Θεού.
52 Αυτός
ήλθε στον Πιλάτο
και ζήτησε το
σώμα του Ιησού,
και αφού το κατέβασε,
53 το
τύλιξε με σινδόνι
και το έβαλε
σε λαξευμένο μνήμα,
στο οποίο κανείς
ποτέ δεν είχε
ενταφιασθεί.
54 Και
ήτο ημέρα της Παρασκευής και
πλησίαζε το Σάββατο.
55 Οι
γυναίκες, που είχαν έλθει μαζί
του από την
Γαλιλαία, παρακολούθησαν και είδαν
το μνήμα και
πως ενταφιάσθηκε το σώμά
του·
56 ύστερα επέστρεψαν σπίτι τους και ετοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το μεν Σάββατο ησύχασαν σύμφωνα με την εντολή.
56 ύστερα επέστρεψαν σπίτι τους και ετοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το μεν Σάββατο ησύχασαν σύμφωνα με την εντολή.
Ἰούδα
11-25
11 Οὐαὶ αὐτοῖς,
ὅτι τῇ ὁδῷ
τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ
τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ
μισθοῦ
ἐξεχύθησαν, καὶ
τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ
Κορὲ ἀπώλοντο.
12 Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν
σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως,
ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι
ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δίς
ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα,
13 κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα
τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας,
ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ
ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν
αἰῶνα τετήρηται.
14 Προεφήτευσε δὲ
καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἐνὼχ λέγων·
ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ,
15 ποιῆσαι κρίσιν κατὰ
πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς
ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων τῶν
ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν
ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ
πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ᾿ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ
ἀσεβεῖς.
16 Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι,
κατὰ τὰς
ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ
τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ
ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν.
17 Ὑμεῖς δέ,
ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ρημάτων
τῶν προειρημένων ὑπὸ
τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ,
18 ὅτι ἔλεγον
ὑμῖν ὅτι ἐν
ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται
κατὰ τὰς ἑαυτῶν
ἐπιθυμίας πορευόμενοι
τῶν ἀσεβιῶν.
19 Οὗτοί
εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ
ἔχοντες.
20 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ
ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει
ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ
προσευχόμενοι,
21 ἑαυτοὺς ἐν
ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ
ἔλεος τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον.
22 Καὶ
οὓς μὲν ἐλεεῖτε
διακρινόμενοι,
23 οὓς δὲ
ἐν φόβῳ
σῴζετε, ἐκ τοῦ
πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες
καὶ τὸν ἀπὸ τῆς
σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα.
24 Τῷ δὲ
δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς
ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ
ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει,
25 μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
25 μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιούδα
11-25
11 Αλοίμονο στους εαυτούς
σας, διότι βάδισαν
τον δρόμο του Κάϊν,
εκτροχιάσθησαν στη
πλάνη του Βαρλαάμ χάριν
χρημάτων και κατεστράφησαν
στασιάσαντες όπως
ο Κορέ.
12 Αυτοί
είναι κηλίδες κατά
τις αγάπες σας,
καθώς τρώγουν μαζί σας
χωρίς σεβασμό, βοσκοί
που φροντίζουν μόνο
για τον εαυτό τους σύννεφα
χωρίς νερό που παρασύρονται
από τους ανέμους, δένδρα φθινοπωρινά
και άκαρπα, δυο
φορές πεθαμένα, ξερριζωμένα,
13 άγρια κύματα της θαλάσσης που βγάζουν σαν
αφρό τα αίσχη
τους, αστέρια που
περιπλανώνται, για τους οποίους
είναι
φυλαγμένο για πάντα το βαθύ
σκοτάδι.
14 Ο
Ενώχ, ο έβδομος απόγονος από τον Αδάμ, προφήτευσε
και γι’ αυτούς,
όταν είπε, «Ιδού, ήλθε
ο Κύριος με τις αγίες
του μυριάδες,
15 για να
κάνει κρίσι εναντίον
όλων και να
ελέγξει όλους τους ασεβείς για όλα
τα
εργα ΄της ασεβείας τους,
τα οποία ασεβώς
έκαναν και για όλα τα
σκληρά λόγια τα
οποία είπαν εναντίον
του αμαρτωλοί ασεβείς».
16 Οι
άνθρωποι αυτοί γογγύζουν, είναι μεμψίμοιροι,
βαδίζουν κατά της επιθυμίας των και το στόμα
τους μιλά υπερήφανα, κολακεύουν πρόσωπα για
να ωφεληθούν.
17 Σεις όμως, αγαπητοί, θυμηθήτε όσα προείπαν
οι απόστολοι του Κυρίου
μας Ιησού Χριστού.
18 Σας
έλεγαν ότι, «Κατά τον
έσχατο καιρό θα εμφανισθούν;
χλευαστές, οι οποίοι θα βαδίζουν κατά
τας δικάς των
ασεβείς επιθυμίας».
19 Αυτοί
είναι που προκαλούν διαιρέσεις, κοσμικοί
άνθρωποι, που δεν έχουν
Πνεύμα.
20 Σεις
όμως, αγαπητοί, εποικοδομείτε
τον εαυτό σας
στην αγιωτάτη πίστι σας, προσεύχεσθε
εν
Πνεύματι Αγίῳ, φυλάξτε
τον εαυτό σας
στην αγάπη του
Θεού,
21 περιμένοντες το
έλεος του Κυρίου
μας Ιησού
Χριστού στη ζωή
την αιώνιο.
22 Μερικοί
να ελεήτε με διάκρισι, άλλους
με φόβο να
τους σώζετε, αρπάζοντες αυτούς από την φωτιά,
23 να
μισήτε όμως και
το ένδυμά τους
που είναι μολυσμένο
από τη σάρκα.
24 Σ’
εκείνον που δεν
έχει τη δύναμι
να σας φυλάξει
ώστε να μη πέσετε
και να
σας στήσει ενώπιον
της δόξης του αμώμους
με αγαλλίασι,
25 στον μόνο σοφό Θεό, τον Σωτήρά μας, ανήκει η δόξα και η μεγαλωσύνη, η δύναμις και η εξουσία και τώρα και σε όλους τους αιώνες. Αμήν.
25 στον μόνο σοφό Θεό, τον Σωτήρά μας, ανήκει η δόξα και η μεγαλωσύνη, η δύναμις και η εξουσία και τώρα και σε όλους τους αιώνες. Αμήν.
Luke 23, 1-31, 33, 44-56
Jesus Christ before the Roman ruler of Pilate
1 Then all the members of the conference got up and
brought him to Pilate.
2 And they began to blame him, saying, "We have
found this man to distort our nation, to prevent us from giving taxes to
Caesar, and to say for himself that he is Christ, the King."
3 Then Pilate asked him, "Are you the king of the
Jews?"
4 But he answered him, "Thou sayest it."
Pilate then told the chief priests and crowds, "I find no cause of this
man's charge."
5 But they persisted and said that it stirred the
people, and taught all Judaea, since it began from Galilee to come here. "
Jesus Christ before Herod
6 When Pilate heard "Galilee," he asked
whether the man was Galilean
7 And when he learned that he was from the part of
Herod's power, he sent him to him, because Herod was at Jerusalem in those
days.
8 When Herod saw Jesus, he was very pleased, because
he wanted to see him for a long time, because he had heard a lot about it and
hoped to see him do no miracles.
9 He asked him many questions, but he did not give him
any response.
10 But there were the chief priests and the
secretaries, who accused him very much.
11 Then Herod and his soldiers smote him and smitten
him; and then he put on a bright mantle and sent him back to Pilate.
12 On this day Herod and Pilate became friends with
one another; they were formerly in a hatred.
Pilate, Varavas and Jesus
13 Pilate summoned the chief priests, the rulers and
the people,
14 And he said unto them, Thou hast brought this man
to thee as a tribulation of the people: but I, when I have inquired of him,
have found nothing in him that thou hast accused him.
15 But neither Herod, for he has sent him to us. He
has done nothing worth dying.
16 So when I punish him, I will let him go free.
"
17 [He had an obligation to free them one on the
feast].
18 But all the multitude cried, "Kill this, and
deliver us to Barabbas,"
19 who was imprisoned for a post in the city and for
murder.
20 Pilate, because he wanted to dismiss Jesus, spoke
to them again.
21 But they continued shouting, "Crucify him,
crucify him."
22 For the third time he said to them, "What bad
did he do?" I did not find in him anything worthy of death; since I will
punish him, I will deliver him away. "
23 But they persisted in strong voices, and sought to
be crucified, and the voices of their own and of the high priests prevailed.
24 And Pilate decided to make their request.
25 He gave thanks for their sake to the Barabbas, who
was in prison, and who was imprisoned for killing and murder, and Jesus gave
them away.
The crucifixion of Jesus
26 And as they went out, they took a Simone the
Cyrenaeon, who came out of the country, and laid upon him the cross to bear him
by Jesus.
27 He was followed by many people and women, who beat
their breasts and mourned him.
28 Jesus turned to them and said, "Daughters of
Jerusalem, do not cry for me, cry rather for yourself and your children.
29 For there will come days to say, "Happy are
the sterile and the vines, which have not brought forth, and the breasts that
have not eaten."
30 Then they will begin to say in the mountains,
"Say to us", and in the hills, "Cover us"
31 For if they do these things in the tree, what will
happen to the dry? "
33 And it came to pass, when they came to the place
that called Cranion, that they crucified him and the evil-doers, one on the
right hand, and the other on the left.
44 It was about six o'clock and it was dark all over
the earth until the ninth hour,
45 and the sun did not appear and the temple curtain
was torn in the middle.
46 Then Jesus cried out with a loud voice and said,
"Father, in my hand I deliver my spirit." And when he said this, he was out.
47 When the centurion saw
what happened, he glorified God and said, "That man really was
innocent."
48 And all the people who
had come to see this spectacle, when they saw what had happened, came back and
beat their breasts.
49 All his acquaintances
and women who had followed him from Galilee were escorting and seeing them from
afar.
Baptism of Christ
50 There was someone,
called Joseph, a deputy, and a good and just man,
51 who was not in
agreement with their decision and deed. It was from Arimaoth, the city of
Judah, and he also waited for the kingdom of God.
52 He came to Pilate and
called for the body of Jesus, and having brought it down,
53 he wrapped it with a
cloth and put it in a carved memorial, in which no one had ever been buried.
54 And it was Friday's
day, and approached the Sabbath.
55 The women, who had come
with him from Galilee, watched and saw the memory, and how his body was buried;
56.Then they returned home
and prepared perfumes and myrrh. And on Saturday they were quiet in accordance
with the command.
Judah 11-25
11 Wailing to yourself,
because they marched the way of Cain, they drove away in the vilification of
Barlaam for money, and they destroyed stares like Kore.
12 These are stains in
your love as they eat with you without respect, shepherds who care for
themselves only clouds without water drifting by the winds, trees autumn and
fruitless, twice dead, rooted,
13 wild waves of the sea
that blow out their shame as stars, wandering stars, for whom deep darkness is
forever guarded.
14 Enoch, the seventh
descendant of Adam, prophesied also to them when he said, "Behold, the
Lord came with his holy myriads,
15 to criticize all, and
to control all the ungodly for all the works of their wickedness, which they
wickedly did, and for all the harsh words which sinners have said against them.
"
16 These people are
wailing, they are embarrassed, they walk against their desire and their mouth
speaks proudly, flatters faces to profit.
17 But, dear ones,
remember what the apostles of our Lord Jesus Christ have preached.
18 You were told that,
"In the latter days will they appear? mockers, who will walk according to
their own desires. "
19 These are causing
divisions, secular people, who have no Spirit.
20 But you, dear ones,
build yourselves in your holy faith, pray in the Holy Spirit, save yourself in
the love of God,
21 waiting for the mercy
of our Lord Jesus Christ in eternal life.
22 Some of you have
discretion, others with fear to save them, grabbing them from the fire,
But to hate their garments
that are contaminated by the flesh.
24 To him that hath not
the power to keep you, lest you fall and set you before the glory of the sons
of joy,
25 the only wise God, our
Savior, belongs to glory and majesty, power and power, and now and throughout
the ages. Amen.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου