«Μακάριοι
οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» λέει ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία.
Και
τα λόγια του
αυτά βρίσκουν πλήρη την εφαρμογή τους στο υπεράξιο τέκνο της Κύπρου μας, τον Άγιο Ιωάννη τον
Ελεήμονα, τον Αρχιεπίσκοπο της μεγάλης
πόλεως Αλεξανδρείας.
Φυσικά η
φιλανθρωπία είναι χαρακτηριστικό
γνώρισμα όλων των αγίων.
Γιατί,
η αρετή αυτή,
η αγάπη προς
τους άλλους ανθρώπους είναι και η πιο
τρανή πιστοποίηση της αγάπης μας προς τον μεγάλο μας Πατέρα, τον Θεό, όπως ξεκάθαρα
τονίζει και ο ιερός Ευαγγελιστής.
Ο
Άγιος Ιωάννης όμως την φιλανθρωπία την έκαμε κύριο μέλημα της ζωής του, ώστε
η Εκκλησία μας να του δώσει και το
τιμητικό προσωνύμιο του Ελεήμονος.
Την
ζωή του μεγάλου
αυτού φιλανθρώπου, μια ζωή αληθινά χαριτωμένη και ρωμαλέα, θα εκθέσουμε
στις γραμμές που ακολουθούν.
Είναι
τόσο διδακτική, μα και τόσο ενδιαφέρουσα
ειδικά για την εποχή μας, που είναι
μία εποχή άκρατου
ατομισμού.
Ο
Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Αμαθούντα. Η Αμαθούς, ήταν η σημερινὴ Παλαιά Λεμεσός. Η τωρινή
πόλη της Λεμεσού
λεγόταν τότε Νεάπολις.
Με τον καιρό η Νεάπολις έγινε η κύρια πόλη της περιοχής, η γνωστή
Λεμεσός, ενώ η αρχαία Αμαθούς
έμεινε στις ημέρες μας ένας όμορφος
αρχαιολογικός χώρος. Όταν ο Ιωάννης πέρασε το κατώφλι της εφηβικής ηλικίας και μπήκε στη
νεανική, οι γονείς του, μετά από
αρκετές πιέσεις, τον έπεισαν, παρά τον βαθύ του πόθο να αφιερωθεί σε έργα υψηλότερα,
έργα υπηρεσίας της Εκκλησίας, να δεχθεί και
να αναλάβει τον ζυγό της οικογενειακής
ζωής.
Οι γονείς του Επιφάνιος
και Ευκοσμία είχαν μεγάλη
κοινωνική θέση και ήταν άνθρωποι ενάρετοι. Ο πατέρας του
ήταν ο φημισμένος κυβερνήτης της νήσου
και είχε μεγάλα διοικητικά
χαρίσματα. Γι’ αυτό και ο λαός του πολύ
τον εκτιμούσε και τον
αγαπούσε και τον σεβόταν. Η μητέρα του
πάλι διακρινόταν όχι μόνο για
τα σωματικά της χαρίσματα, αλλά και για τα
ψυχικά. Κοντά σ’ αυτούς και σ’ ένα
περιβάλλον πλούσια χριστιανικό είδε το
φως της ζωής
και μεγάλωσε το ευτυχισμένο παιδί.
Αμφότεροι
οι γονείς ποτισμένοι με τα νάματα της
πίστης του Χριστού, φρόντισαν με ιδιαίτερη επιμέλεια
απ’ την πρώτη στιγμή να αναθρέψουν τον Ιωάννη τους
«εν παιδεία και νουθεσία
Κυρίου». Και το πέτυχαν.
Οι τόσες φροντίδες
τους γι’ αυτόν είχαν και τους ανάλογους καρπούς.
Άλλωστε το «ό εάν σπείρει άνθρωπος, τούτο και θερίσει» είναι του Κυρίου μας διαβεβαίωση. Και οι καλοί γονείς
έσπειραν στην ψυχή του παιδιού τους με προσοχή και προσευχή τα σπέρματα της
ευσέβειας. Δικαιολογημένα στον κατάλληλο καιρό καμαρώνουν τους όμορφους καρπούς των κόπων τους.
Ευσεβείς και ενάρετοι οι γονείς. Θαυμαστός και τιμημένος ο καρπός,
το παιδί τους.
Ο
Ιωάννης κοντά στους γονείς του απέκτησε μία μόρφωση αληθινά αξιόλογη. Από τα μαθήματά του πιο
πολύ αγαπούσε και μελετούσε
τα ιερά γράμματα. Μέσα στις
σελίδες των ιερών
βιβλίων εντρυφούσε για ώρες κάθε μέρα.
Μέσα σ’ αυτές βρήκε τον «πολύτιμον μαργαρίτην». Και για τον
μαργαρίτη αυτόν δεν δίστασε να θυσιάσει
τα πάντα, για να τον κάμει κτήμά του
αναφαίρετο. Και τον έκαμε. Η συνέχεια της περιγραφής της ζωής
του θα μας το δείξει.
Η υποχώρησή του αυτή δεν υπήρξε πράξη αδυναμίας. Τουναντίον υπήρξε
μία πράξη δυνάμεως. Ήταν μία θυσία του εαυτού του για τη
χαρά εκείνων που τον έφεραν στον κόσμο.
Για την αγάπη των γονιών του.
Η
οικογενειακή ζωή του Αγίου μας υπήρξε πρότυπος. Η ειρήνη του Θεού «η
υπερέχουσα πάντα νουν» είχε θρονιαστεί στο σπίτι τους. Δυο αγγελούδια με την σειρά, δώρα
του Θεού και
αυτά ήρθαν να αυξήσουν την χαρά στην
ευλογημένη οικογένεια.
Η ανέφελη όμως ζωή δεν έχει κάτι το μόνιμο στον
κόσμο αυτό. Ο γαλανός ουρανός της οικογενειακής ευτυχίας συννέφιασε κάποια ημέρα. Πρώτα
η σύζυγος και ύστερα τα
δυο παιδιά αρπάχτηκαν από το δρεπάνι του θανάτου και έφυγαν σε μικρό
χρονικό διάστημα. Στο σπίτι που βασίλευε το γέλιο και η χαρά,
έχει στήσει τώρα
το σκιάχτρο του ο πόνος
και ο σπαραγμός. Στο κτύπημα
αυτό το βαρύ
και ασήκωτο για πολλούς, ο Ιωάννης έδειξε
όλο το ψυχικό του μεγαλείο. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ «ο Κύριος
έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο... είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» στριφογυρίζουν συνέχεια στο νου
του. Και παρηγορείται. Και δοξολογεί
τον Θεό. Και
παίρνει την απόφαση σταθερά και ηρωικά
να αφιερωθεί πια αποκλειστικά στην
διακονία του θελήματος του Θεού και των αδελφών του Χριστού. Και η
απόφαση έγινε έργο. Η
αγάπη και το ενδιαφέρον του στην
σύντροφό του και
τα σαρκικά του παιδιά
διοχετεύονται τώρα πλούσια
στη μεγάλη «οικογένεια
του Θεού», την Εκκλησία. Οι πονεμένοι και οι βασανισμένοι, οι χήρες και τα
ορφανά, οι φτωχοί και απόκληροι της ζωής
γίνονται πια οι προστατευόμενοι του μεγάλου φιλάνθρωπου. Η φήμη
του διαδίδεται παντού. Το παράδειγμά του φωτίζει τις καρδιές. Και η αγάπη του,
η ανιδιοτελής και πλούσια αγάπη του, διδάσκει
και συγκινεί μικρούς και μεγάλους.
Οι χριστιανοί καμαρώνουν. Και οι ειδωλολάτρες
θαυμάζουν και ζητούν να τον γνωρίσουν και να τον ακούσουν.
Ο λύχνος όμως πρέπει
να τεθεί και στον ανάλογο
λυχνοστάτη. Είναι ανάγκη ν’ απλώσει και να σκορπίσει το
φως του πλατύτερα. Και η ευκαιρία δόθηκε.
Τον
καιρό εκείνο ο πατριαρχικός
θρόνος της Αλεξανδρείας είχε χηρέψει. Πρόκριτοι και λαός
με μία φωνή καλούν στην ιστορική θέση τον Ιωάννη. Ο πατρίκιος Νικήτας, έπαρχος της Αιγύπτου και εξάδελφος του αυτοκράτορος
Ηρακλείου, μεταφέρει σ’ αυτόν την λαϊκή παράκληση. Ο αυτοκράτορας συγκατατίθεται, αλλά και κατατοπίζεται, πως για να πεισθεί ο Ιωάννης να
αποδεχθεί την προσφερόμενη θέση, πρέπει να
αντιληφθεί, πως ο βασιλιάς
στην περίπτωση αυτή ερμηνεύει του Θεού το
θέλημα. Οι μικροί
μόνο, βλέπετε, επιδιώκουν και κυνηγούν τα αξιώματα.
Οι μεγάλοι, και όταν
τους προσφέρονται, τα αφήνουν και φεύγουν. Αυτό ίσχυσε και στην
περίπτωση του Ιωάννου. Ο αυτοκράτορας
όμως είναι κατατοπισμένος
και αποφασισμένος «και άκοντα προς τον θρόνον
αναγαγείν τον Ιωάννην». Και το έκαμε.
Κάλεσε
τον Ιωάννη και
του ανήγγειλε την επιθυμία
του. Και ακόμη
τον πιέζει ν’ αποδεχθεί το υψηλό αξίωμα και υπούργημα. Ο Ιωάννης αντιστέκεται. Το ιερό έργο με
τις τόσες ευθύνες
τον συνέχει. Προβάλλει διάφορες αντιρρήσεις για να ξεφύγει. Τελικά όμως υποχωρεί. Και υποχωρεί
γιατί αισθάνεται, πως η απαίτηση
του βασιλιά και η θέληση του
λαού δεν είναι
κάτι το ανθρώπινο. Τα βλέπει σαν ένα μήνυμα
του ουρανού προς αυτόν. Κλίνει τον
αυχένα με ταπείνωση και παραδίδεται άνευ όρων στην
τιμητική κλήση που
του γίνεται. Στην κλήση του Θεού. Υποτάσσεται στο
μήνυμα του Ουρανού και αναδεικνύεται για την πόλη του Αλεξάνδρου, μα και για
ολόκληρη την Αίγυπτο ένας άλλος Νείλος. Ένας
Νείλος πνευματικός. Ένας Νείλος που ξεχύνει
το ρεύμα της αγάπης του
πλούσια παντού, για να ποτίσει
και να δροσίσει
τις φλογισμένες από τη φτώχεια καρδιές. Κάτι
περισσότερο. Ο ποταμός
ο Νείλος αρδεύει μόνο την γη της Αιγύπτου. Ο πατριάρχης Ιωάννης ξεχύνει άφθονα
τα ελέη της φιλανθρωπίας του και πέραν
από τη χώρα της Αιγύπτου. Γίνεται ποταμός που μεταδίδει την αγάπη σεκάθε ύπαρξη, όπου και άν
βρίσκεται.
Το φιλανθρωπικό έργο του
Αγίου ιεράρχου μπορεί να
γεμίσει πολλές – πολλές σελίδες. Δεν υπάρχει πτυχή ανέχειας και δυστυχίας
που να μην αντιμετωπίστηκε με ανιδιοτελή και φλογερή
αγάπη. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο, η πρώτη του πράξη ήταν να συγκαλέσει σε
σύσκεψη τους οικονόμους της Εκκλησίας
και τους άλλους κληρικούς
και αφού τους μίλησε με τον ίδιο τρόπο, που ένας στοργικός πατέρας μιλάει στα
παιδιά του, τους ζήτησε, τι νομίζετε; Να γυρίσουν όλη την πόλη και να
καταγράψουν με το όνομά τους «όλους τους κυρίους και δεσπότας του». Κύριοι και δεσπόται
του Πατριάρχου ποιοι νομίζετε πως ήταν; Την εξήγηση δίνει ο
ίδιος.
—
Εκείνους που σεις έχετε τη
συνήθεια να τους ονομάζετε φτωχούς και
ζητιάνους, αυτοί για μένα είναι «οι κύριοι και δεσπόται» μου. Γιατί αυτοί είναι που
θα μας βοηθήσουν να κληρονομήσουμε την βασιλεία των ουρανών.
Έτσι
ο πονόψυχος ιεράρχης ξεκινά για το
μεγάλο έργο του. Με τη βοήθεια των αφοσιωμένων συνεργατών του, κληρικών και
λαϊκών, μελετώνται προσεκτικά τα διάφορα προβλήματα. Ύστερα προγραμματίζεται η
εργασία. Ανοίγουν οι καρδιές. Ανοίγουν τα χέρια. Ανοίγουν τα ταμεία. Τα σχέδια
υλοποιούνται. Και σε λίγο καιρό η Αλεξάνδρεια γίνεται αγνώριστη. Νοσοκομεία,
πτωχοκομεία, ξενώνες για τους περαστικούς, μαιευτήρια για τις άπορες μητέρες, ορφανοτροφεία για τα ορφανά
και απροστάτευτα παιδιά, συσσίτια για τους
φτωχούς και ένα σωρό άλλα έργα αγάπης
προβάλλονται παντού. Η φιλανθρωπία
οργανώνεται υποδειγματικά. Οι βοηθοί του Πατριάρχου δεν είναι υπάλληλοι που
πάνε να μοιράσουν «βοηθήματα» για να ξεφορτωθούν κάποιους οχληρούς επισκέπτες.
Με την φωτισμένη και εμπνευσμένη καθοδήγησή του, είναι ένας στρατός, ένας ειρηνικός στρατός – στρατός αγάπης – που αυθόρμητα και
εθελοντικά δίνει κάθε μέρα την μάχη ενάντια
στον πόνο και την δυστυχία. Και του στρατού αυτού κινητήριος μοχλός,
πρωτοστάτης και καθοδηγητής ο ποιμήν ο
καλός. Ο ποιμήν που ξέρει να θυσιάζει καθημερινά και χρήμα και κόπο και ανάπαυση για
το ποίμνιό του, τους χριστιανούς του. Ο
ποιμήν που τίποτα άλλο δεν βλέπει
μπροστά του παρά την σωτηρία των ψυχών «υπέρ ών Χριστός απέθανε». Γι’ αυτό
και περίπατός του, ξεκούρασμά
του, ψυχαγωγία του είναι οι επισκέψεις
του στα πονεμένα
παιδιά του και η παρουσία του εκεί που «εφιλοσοφείτο
ο πόνος» και η αγάπη
του είχε στήσει
τρανό το βασίλειό
της.
Καινούργιοι
ναοί.
Οργάνωση του κηρύγματος.
Οι φροντίδες του καλού και φλογερού ποιμένος δεν περιορίστηκαν μόνο στην
ανακούφιση της φτώχειας και της δυστυχίας. Πιο επικίνδυνος
εχθρός από την ανέχεια γιατον άνθρωπο
είναι «ο λιμός του ακούσαι λόγον Κυρίου»
με όλα τα επακόλουθά του. Για την θεραπεία και αυτής της ανάγκης μεριμνά ο στοργικός
πατέρας. Κτίζει ναούς. Όταν
ανέλαβε στα χέρια το πηδάλιο της
Εκκλησίας των Αλεξανδρέων υπήρχαν μόνον επτά ναοί. Σε λίγο χρονικό διάστημα ο
φλογερός ιεράρχης τους δεκαπλασίασε. Εβδομήντα
ορθόδοξοι ναοί έχουν υψωθεί σε διάφορα
μέρη της ξακουστής πόλεως, αληθινά στολίδια και λιμάνια παρηγοριάς και σωτηρίας ψυχών. Οι
ναοί επανδρώνονται ανάλογα. Ευλαβείς και αφοσιωμένοι ιερείς αναλαμβάνουν την
διδασκαλία και καθοδήγηση των πιστών. Η
διαφώτιση προσφέρεται με ζήλο. Τα ζιζάνια του κακού,
των αιρέσεων και της
αμαρτίας ξεριζώνονται το ένα μετά
το άλλο. Η
αδικία των δυνατών
της ημέρας καταπολεμείται. Τα πάντα διατίθενται με
σύστημα και προσοχή για τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας στην οποία να βασιλεύει
το θέλημα του
Χριστού.
Για
τη δημιουργία αυτής της κοινωνίας ο φλογερός Πατριάρχης προσφέρει τα πάντα.
«Όλα για τους άλλους». Να το σύνθημα της ζωής του. Για τον εαυτό του δεν ξέρει να
κρατήσει, παρά ό,τι του ήταν απαραίτητο για μία ζωή πολύ απλή και φτωχική.
Ασκητικό το κελί του. Φτωχικό το φαγητό του.
Πρόχειρο το στρώμα του. Κοινά τα
σκεπάσματά του. Τριμμένο το ράσο του. Ό,τι καλό και
φανταχτερό το μοιράζει στους άλλους.
Κάποτε
ένας πλούσιος που τον
είχε επισκεφθεί και είδε
την φτώχεια που επικρατούσε στο κελί του
φιλάνθρωπου Επισκόπου, έσπευσε να αγοράσει πολύτιμο πάπλωμα και του το πήγε με
την παράκληση να το κρατήσει και να προσεύχεται γι’ αυτόν κάθε φορά, που θα το
χρησιμοποιούσε. Η λεπτή ψυχή του Πατριάρχου συγκινήθηκε από την ευγενική και πλούσια
προσφορά. Να το στείλει πίσω, δεν το θέλει. Η καλοκάγαθη ψυχή του δεν δέχεται
να λυπήσει τον πονετικό εκείνον άνθρωπο. Το κρατά.
Το βράδυ δοκιμάζει να το χρησιμοποιήσει.
Ξάπλωσε και το έριξε
επάνω του. Η ζεστασιά που του
προσφέρει δεν τον αφήνει να κλείσει
μάτι. Η σκέψη
του στρέφεται συνέχεια στους φτωχούς του. Μπροστά του
παρελαύνουν όλες οι πονεμένες μορφές. Άγρυπνος σχεδόν όλη
τη νύχτα στριφογυρίζει στο κρεβάτι του. Το πρωί
χωρίς να χάσει
καιρό, παίρνει το πάπλωμα
και το στέλλει
στην αγορά για να πουληθεί. Κατά μία
αγαθή σύμπτωση, από το κατάστημα που ήταν
εκτεθειμένο το πάπλωμα για πώληση, πέρασε ο καλός δωρητής. Το είδε και το αναγνώρισε. Αντελήφθηκε τον σκοπό του πονόψυχου πνευματικού πατέρα.
Αγοράζει και πάλι το σκέπασμα και το ξαναστέλνει στον Άγιο. Και
αυτός πρόθυμα το δέχεται τούτη την φορά. Όχι για να το κρατήσει και το χρησιμοποιήσει. Αλλά για να το πουλήσει και τα
χρήματα να τα διαθέσει για τους φτωχούς του.
Την
άλλη μέρα το
πολύτιμο πάπλωμα στάλθηκε και πάλι στην αγορά. Ο πλούσιος δωρητής το βλέπει, το αγοράζει και το ξαναστέλνει για
τρίτη φορά στον Πατριάρχη
με την βαθιά παράκληση να το κρατήσει
για να μην κρυώνει τη νύχτα. Και ο
καλοκάγαθος ιεράρχης τότε του απαντά με την γνωστή χαριτωμένη
διάθεσή του:
—
«Για να δούμε, αδελφέ μου, ποιος
από τους δυό
μας θα κουρασθεί
και θα παραιτηθεί πρώτος. Συ να τ’ αγοράζεις και να μου το στέλνεις ή εγώ να το παίρνω και
να το πουλώ».
Το ψυχικό μεγαλείο
του Αγίου μας το βλέπουμε σ’ όλα τα κατορθώματα της ηρωικής
αγάπης του. Μα η περίπτωση της αλώσεως της πόλεως των Ιεροσολύμων από τους
Πέρσες προβάλλει κατά ένα μοναδικό τρόπο τον πλούτο της καλοσύνης της υπέροχης ψυχής του και
την απίστευτη ικανότητά του να
αντιμετωπίζει και να λύει κατά τον πιο φυσικό τρόπο και
τα δυσκολότερα φιλανθρωπικά προβλήματα
και έργα.
Στις
αρχές του 7ου αιώνα (614 μ.Χ.) ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης με
πολύ στρατό πέρασε τον Ευφράτη, κατέλαβε πόλεις και
χωριά και έφτασε μπροστά στην Αγία Πόλη. Από όπου περνούν τα στρατεύματά
του σκορπούν παντού την
ερήμωση και την καταστροφή. Εκεί όμως που η μανία
τους ξέσπασε ασυγκράτητη ήταν στην Ιερουσαλήμ. Η
πόλη του Θεού παραδόθηκε χωρίς έλεος στην φωτιά και το μαχαίρι. Η εβραϊκή κακία
και αναλγησία συμπλήρωσε το έργο του εξολοθρεμού.
Χιλιάδες πιστοί φονεύθηκαν. Σαράντα τέσσερις μοναχοί της ιστορικής μονής του
Αγίου Σάββα, «οι Αγιοσαββίτες» σφάχτηκαν σαν αρνιά. Ο τάφος του Κυρίου
και ο περίπυστος ναός της Αναστάσεως λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στη φωτιά. Τα
ιερά σκεύη μαζί με
τον Τίμιο Σταυρό αρπάχτηκαν από τα βέβηλα χέρια. Και ο Πατριάρχης
Ζαχαρίας αιχμάλωτος σέρνεται στην εξορία.
Τα
απομεινάρια της θλιβερής καταστροφής με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους παίρνουν τον
δρόμο της προσφυγιάς με σύντροφο το δάκρυ και το κλάμα. Ποιος θα φροντίσει γι’
αυτούς; Ποιος θα αναλάβει την περίθαλψη και την φιλοξενία τους;
Ο ελεήμων Πατριάρχης. Ο στοργικός πατέρας. Χωρίς να χάσει
καιρό πνίγει τον ασήκωτο
πόνο και ρίχνεται μ’ όλη την δύναμη της ψυχής του
στο έργο. Οργανώνει συνεργεία και κατά ένα τρόπο
εκπληκτικό δέχεται τους πρόσφυγες, τους παρηγορεί, τους ενισχύει,
τους τακτοποιεί. Κοντά του οι ναυαγοί αυτοί της ζωής βρήκαν
περίθαλψη, αγάπη, λιμάνι στοργής.
Ο
μεγάλος μας ιστορικός και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος για την δραστηριότητα αυτή του
Αγίου μας τονίζει: «Περιέθαλψε τους πρόσφυγας κατά τρόπον μοναδικόν,
άγνωστον μέχρι τότε εις
την ιστορίαν».
Θαυμαστή
υπήρξε ολόκληρη η ζωή του αγωνιστού Πατριάρχη. Υπάκουος στην εντολή του Κυρίου
απαρνήθηκε τα πάντα στον κόσμο αυτό, για να Τον υπηρετήσει. Όσο καιρό ζούσε στη γη, η ματιά του
ήταν προσηλωμένη στον ουρανό και γι’ αυτόν κτυπούσε συνέχεια η
καρδιά του. Κίνητρό του σε όλα είχε την βαθιά αγάπη
του στον Θεό και τα παιδιά του
Θεού. Με την
αγάπη άρχισε την αρχιερατεία του. Με
την αγάπη την
φλογερή και αγία, συμπληρώνει την ζωή του και παραδίδει την ψυχή
του στον Θεό στον τόπο που γεννήθηκε και είδε το φως για πρώτη φορά, στην
Αμαθούντα της Κύπρου.
Ύστερα
από πολλές παρακλήσεις του πατρικίου Νικήτα, εξάδελφου του αυτοκράτορος, ο Άγιός μας δέχτηκε να τον συνοδεύσει ως την Πόλη, για να προσφέρει τις ευλογίες του στον αυτοκράτορα που πολυ
τις ζητούσε. Με δάκρυα αποχαιρέτησε τ’ αγαπημένα παιδιά του, μπήκε στο πλοίο
και ξεκίνησε. Όταν έφτασαν στην Ρόδο, ένα
όραμα τον καλεί
στην Κύπρο. «Έλα, μην αργείς, του είπε ένας
μεγαλόπρεπος και φωτεινός άνδρας. Έλα! Ο βασιλεύς
των βασιλέων σε προσκαλεί».
Ο
Άγιος αντιλήφθηκε. Δεν ήταν ανάγκη να πολυβασανίσει το μυαλό του.
Τον καλούσε ο Κύριος. Φώναξε τον άρχοντα και
του φανέρωσε το όραμα:
«Άρχοντά
μου, του είπε. Συ θέλησες την αναξιότητά
μου να παρουσιάσεις στον βασιλιά της γης. Ο Βασιλιάς του Ουρανού όμως δεν το
θέλει. Με προσκαλεί κοντά του».
Με
βαθιά συγκίνηση ο άρχοντας αποχαιρέτησε τον πνευματικό του πατέρα. Με τιμές τον
προπέμπει στην Κύπρο. Έξω από την σημερινή Λεμεσό έγραψε την διαθήκη του. Το κείμενό της είναι
σύντομο, μα πολύ περιεκτικό. Σ’ αυτήν
μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Σ’
ευχαριστώ, Κύριε και
Θεέ μου, γιατί με αξίωσες, τα δώρα που
Συ μου έδωσες, να σου τα προσφέρω πίσω.
Σ’ ευχαριστώ, ακόμη που άκουσες την προσευχή μου και στην
κατοχή μου τώρα
που πεθαίνω δεν έμεινε
παρά «ένα τρίτον νομίσματος», το οποίον προστάζω να
δοθεί στους φτωχούς αδελφούς μου. Όταν με την χάρη του Θεού έγινα επίσκοπος της Αλεξανδρείας, βρήκα στα ταμεία της επισκοπής
μου οκτώ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσού.
Με τις γενναιόδωρες προσφορές φιλοχρίστων
ανθρώπων, κατόρθωσα να συγκεντρώσω αμύθητα ποσά. Τα ποσά αυτά, επειδή
ήξερα, πως είναι δώρα του βασιλιά
των όλων, Χριστού, τα επέστρεψα
με επιμέλεια και προσοχή
στον Θεό, στον οποίο και ανήκουν. Σ’
Αυτόν παραδίδω τώρα και την ψυχή μου».
Υπέροχα
λόγια αληθινού Αγίου. Σε λίγο έκλεισε
τα μάτια και έφυγε για την αιωνιότητα. Οι χριστιανοί της
Αμαθούντος κήδεψαν το άγιο
λείψανο με δάκρυα και τιμές
στον ιερό ναό
του Αγίου Τύχωνος.
Να
τι πέτυχε μία αγνή χριστιανική καρδιά. Τα χρόνια θα εναλλάσσονται,
μα το παράδειγμα του Αγίου Ιωάννου
του Ελεήμονος θα μείνει πάντα
ολοζώντανο και φωτεινό,
για να διαλαλεί
ανά τους αιώνες τι μπορεί να πετύχει στη ζωή ένας
και μόνον άνθρωπος, όταν αυτός είναι γνήσιος χριστιανός «θείω ζήλω πεπυρωμένος».
Στην εποχή αυτή του υλισμού και ατομισμού θερμή άς αναβαίνει καθημερινά από κάθε χριστιανική καρδιά η προσευχή. Το παράδειγμα του φλογερού επισκόπου να βρεί και σήμερα μιμητές. Πολλούς της ελεημοσύνης εργάτες και του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος γνήσιους μιμητές.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ.
δ’.
Εν τη υπομονή σου εκτήσω τον μισθόν σου Πάτερ Όσιε, ταις προσευχαίς αδιαλείπτως εγκαρτερήσας, τους πτωχούς αγαπήσας, και τούτοις επαρκέσας. Αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Ιωάννη Ελεήμον μακάριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Εν τη υπομονή σου εκτήσω τον μισθόν σου Πάτερ Όσιε, ταις προσευχαίς αδιαλείπτως εγκαρτερήσας, τους πτωχούς αγαπήσας, και τούτοις επαρκέσας. Αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Ιωάννη Ελεήμον μακάριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον.
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Τον πλούτον τον σον, εσκόρπισας τοις πένησι, και των ουρανών, τον πλούτον νυν απείληφας, Ιωάννη πάνσοφε· δια τούτο πάντες σε γεραίρομεν, εκτελούντες την μνήμην σου, της ελεημοσύνης ω επώνυμε.
Τον πλούτον τον σον, εσκόρπισας τοις πένησι, και των ουρανών, τον πλούτον νυν απείληφας, Ιωάννη πάνσοφε· δια τούτο πάντες σε γεραίρομεν, εκτελούντες την μνήμην σου, της ελεημοσύνης ω επώνυμε.
Μεγαλυνάριον.
Ελεημοσύνης ο ποταμός, ο της ευσπλαγχνίας, διανέμων επιρροάς, και καταπιαίνων, απόρων τας καρδίας, ο μέγας Ιωάννης, υμνολογείσθω μοι.
Ελεημοσύνης ο ποταμός, ο της ευσπλαγχνίας, διανέμων επιρροάς, και καταπιαίνων, απόρων τας καρδίας, ο μέγας Ιωάννης, υμνολογείσθω μοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου