Λουκᾶ
20,9-18
Η
παραβολή του αμπελιού
9 Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγειν
τὴν
παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα, καὶ ἐξέδοτο
αὐτὸν
γεωργοῖς καὶ απεδήμησε χρόνους
ἱκανούς.
10 Καὶ ἐν τῷ
καιρῷ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον ἵνα ἀπὸ τοῦ καρποῦ
τοῦ ἀμπελῶνος δώσωσιν αὐτῷ· οἱ δὲ γεωργοὶ δείραντες αὐτὸν ἐξαπέστειλαν κενόν.
11 Καὶ προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. Οἱ
δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες
ἐξαπέστειλαν κενόν.
12 Καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον.
Οἱ δὲ καὶ τοῦτον
τραυματίσαντες ἐξέβαλον.
13 Εἶπε δὲ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; Πέμψω τὸν
υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται.
14 Ἰδόντες δὲ αὐτὸν οἱ γεωργοὶ διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος·
δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ
κληρονομία.
15 Καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος;
16 Ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει
τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. ἀκούσαντες δὲ εἶπον· μὴ γένοιτο.
17 Ὁ δὲ ἐμβλέψας αὐτοῖς εἶπε· τί οὖν ἐστι τὸ γεγραμμένον τοῦτο, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;
18 Πᾶς ὁ πεσὼν ἐπ᾿ ἐκεῖνον
τὸν λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκά 20,9-18
Η
παραβολή του αμπελιού
9 Άρχισε δε
να λέγει εις τον
λαόν την παραβολήν
αυτήν: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε
ένα αμπέλι, το ενοικίασε
εις γεωργούς και
έφυγε εις ξένην χώραν δια
πολλά χρόνια.
10 Τον κατάλληλον
καιρόν έστειλε προς τους
γεωργούς ένα δούλον, δια
να του δώσουν από
τους καρπούς του
αμπελιού. Οι γεωργοί όμως
τον έδιωξαν με
αδειανά χέρια, αφού τον
έδειραν.
11 Τους
έστειλε πάλι άλλο
δούλο, αλλά και
αυτόν αφού τον έδειραν και
τον έβρισαν, τον έδιωξαν με
αδειανά χέρια.
12 Και
έστειλε πάλιν τρίτον.
Αλλ’ αυτοί και
τούτον ετραυμάτισαν και τον
έδιωξαν.
13 Είπε τότε ο κύριος του
αμπελιού, «Τι να κάνω; Θα στείλω τον υιόν
μου τον αγαπητόν, ίσως
όταν δουν αυτόν
θα τον σεβαστούν».
14 Όταν όμως
τον είδαν οι
γεωργοί, συζητούσαν μαζί τους
και έλεγαν, «Αυτός είναι
ο κληρονόμος· εμπρός,
άς τον σκοτώσωμεν, δια να γίνει
δική μας η κληρονομία».
15 Και
αφού τον έβγαλαν έξω από
το αμπέλι, τον εσκότωσαν.
Τί θα
κάνει λοιπόν εις αυτούς ο κύριος
του αμπελιού;
16 Θα
έλθει και θα
εξολοθρεύσει τους γεωργούς αυτούς και
θα δώσει το αμπέλι
σε άλλους».
17 Όταν
το άκουσαν, είπαν, «Μη γένοιτο».
Αυτός τους κύτταξε εις τα μάτια και
είπε, «Τί σημαίνει
αυτό που είναι
γραμμένο, Ο λίθος που απέρριψαν
οι
οικοδόμοι, έγινε ακρογωνιαίος λίθος;
18 Όποιος
πέσει επάνω σ’ εκείνη την πέτρα
θα συντριβεί· εις όποιον
δε πέσει θα τον
κάνει
κομμάτια».
Α΄ Τιμοθέου 6,17-21
17 Τοῖς
πλουσίοις ἐν τῷ νῦν
αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ
πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ' ἐν τῷ
Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι
ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν,
18 ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς,
19 ἀποθησαυρίζοντας ἑαυτοῖς θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον,
ἵνα ἐπιλάβωνται τῆς αἰωνίου ζωῆς.
20 Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην
φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως,
21 ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν
ἠστόχησαν.
Ἡ χάρις μετὰ σοῦ· ἀμήν.
Ἡ χάρις μετὰ σοῦ· ἀμήν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Α΄ Τιμοθέου 6,17-21
17 Εις τους πλουσίους του κόσμου τούτου, παράγγελε να μην
είναι υπερήφανοι ούτε να έχουν
την
ελπίδα τους εις την αβεβαιότητα του πλούτου, αλλ’ εις
τον Θεόν τον ζωντανόν,
ο οποίος μας παρέχει
όλα πλούσια προς απόλαυσιν·
18 να
κάνουν το καλόν,
να πλουτίζουν
με έργα καλά, πρόθυμοι
να μεταδίδουν,
γενναιόδωροι,
19 και
έτσι να αποταμιεύσουν δια
τον εαυτόν τους ένα καλό θεμέλιο
δια το μέλλον,
δια να λάβουν
την
αιώνιο ζωή.
20 Ω
Τιμόθεε, φύλαξε
εκείνο
που σου είναι
εμπιστευμένο και απόφευγε τα βέβηλα
και κούφια λόγια και τις
αντιλογίες της ψευδώς ονομαζομένης γνώσεως,
21 την οποία μερικοί που αξιούν ότι την κατέχουν, έχουν αστοχήσει ως προς την πίστιν.
Η χάρις να είναι μαζί σου. Αμήν.
21 την οποία μερικοί που αξιούν ότι την κατέχουν, έχουν αστοχήσει ως προς την πίστιν.
Η χάρις να είναι μαζί σου. Αμήν.
Luke 20: 9-18
The parade of the vine
9 And he began to say to
the people this parable: "A man planted a vineyard, hired it to farmers,
and departed to a stranger for many years.
10 At the proper time he
sent a servant to the farmers, to give him the fruit of the vine. Farmers,
however, drove him with empty hands, after they were beaten.
11 He sent them another
slave again, but also after he had beaten him and they found him, they sent him
away with empty hands.
12 And he sent another
third. But they and that, they turned and drove him away.
13 Then the master of the
vineyard said, "What shall I do? I will send my son my dear, perhaps when
they see him they will respect him. "
14 But when the farmers
saw him, they talked with them, saying, "This is the heir; let us kill
him, that our inheritance may be ours."
15 And when they had taken
him out of the vine, they slew him. What then shall the vineyard do unto them?
16 He will come and
exterminate these farmers and give the vine to others. "
17 When they heard it,
they said, "Do not be disgraced." He crippled them to the eyes and
said, "What does it mean to be written, The stone that the builders
rejected, became a cornerstone?
18 Whosoever shall fall
upon that stone shall be cut off: whosoever shall not fall shall make pieces
thereof.
A Timotheus 6.17-21
17 To the riches of this
world, he commanded not to be proud nor to have their hope in the uncertainty
of wealth, but to the living God who gives us all that is rich for pleasure;
18 to do the good, to
enrich with works well, willing to impart, generous,
19 and thus to save for
themselves a good foundation for the future, in order to receive eternal life.
20 Oh, Timothy, keep the
one you trust and avoid the profane and hollow words and the oppositions of the
falsely called knowledge,
21 which some claim to
possess, have failed in faith.
Thanks for being with you.
Amen.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου