26/11/18

Ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης


Ήταν  από  την  Αδριανούπολη  της  Παφλαγονίας  και  έζησε  τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν θα γεννιόταν ο  Αλύπιος, η μητέρα του είδε σε όνειρο  να  κρατάει  ένα  λευκό αρνί που στα  κέρατά του  ήταν  τρεις  αναμμένες  λαμπάδες, που  σήμαινε τις αρετές που θα είχε  το  παιδί  που θα  γεννιόταν.
Οι γονείς του έδωσαν στον Αλύπιο χριστιανική ανατροφή, που στο πρόσωπό του επέφερε καρπούς εκατονταπλασίονας. Είχε μεγάλη περιουσία, την οποία δαπάνησε στους φτωχούς και πάσχοντες της περιοχής του. Διότι ευχαρίστησή του  ήταν  να  εκπληρώνει  το  νόμο  του Θεού,  που  προτρέπει  τους  χριστιανούς να είναι «συμπαθείς, φιλάδελφοι, εύσπλαχνοι, φιλόφρονες». Δηλαδή να συμπαθούν και να συμμετέχουν  στις λύπες των  αδελφών  τους,  να  αγαπούν  σαν αδελφούς τους συνανθρώπους τους, να έχουν πονετική και  τρυφερή καρδιά   και   να  είναι  περιποιητικοί  και  ευγενείς.
Ο Αλύπιος, αφού έμεινε πάμφτωχος, αποσύρθηκε στην έρημο, όπου  έκανε ασκητική ζωή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι έμεινε πάνω σ’ ένα στύλο 50 (κατ’ άλλους 53) χρόνια για λόγους άσκησης και κάτω από διάφορες καιρικές  συνθήκες.
Η φήμη της αρετής του έφερε κοντά στον Αλύπιο και  άλλες   ψυχές,  που ζητούσαν ειρηνικό καταφύγιο. Στους ανθρώπους αυτούς υπήρξε φιλόστοργος πνευματικός πατέρας, και τους καθοδηγούσε με τις συμβουλές του και τους στήριζε με το παράδειγμά του.
Πέθανε ειρηνικά το έτος  608, αφού  έζησε  100  χρόνια,  κατ’ άλλους  120. Τελείται  δε  η Σύναξις  αυτού  εν  τη  μονή  αυτού  τη  ούση  πλησίον  του Ιπποδρομίου,  κατά  τον  Παρισινό   Κώδικα  1594.


Απολυτίκιον.  Ήχος   α’. Τον  τάφον  σου Σωτήρ.
Δοξάζων  ο  Θεός, την  σην γέννησιν  Πάτερ,  προέγραψε  σαφώς, της ζωής σου την χάριν· αυτώ γαρ ευηρέστησας, αρετών  τελειότητι·  όθεν  ήστραψας, από  του  κίονος  πάσι,  των  αγώνων σου, τας  αληθείς  αντιδόσεις,  Αλύπιε  Όσιε.


Κοντάκιον. Ήχος   πλ. δ’. Τη   υπερμάχω.
Επί   του   Κίονος  εκλαμψας   ώσπερ   ήλιος
Την  οικουμένην εσελάγησας  τοις  έργοις   σου
Ως   υιός   και  κληρονόμος  της  αφθαρσίας.
Αλλά   δίωξον νοός  μου  την  σκοτόμαιναν
Και  των  φώτων  τω  Πατρί  με προσοικείωσαι,       
Ίνα   κράζω   σοι,   χαίροις   Πάτερ  Αλύπιε.


Μεγαλυνάριον.
Λιπών  χαμαιζήλους  διατριβάς,  ώφθης ουρανόφρων, εν  τω  κίονι  υψωθείς· όθεν  έξω  κόσμου,  Αλύπιε  βιώσας,  υπερκοσμίου  δόξης,  έτυχες Όσιε.


Saint Alypios the Kionitis

It was from the Adrianople of Paphlagonia and lived in the 6th century AD. Tradition says that when Alypios was born, his mother saw in his dream a white lamb, which in his horns was three lit candles, meaning the virtues of the child to be born.
His parents gave Alypio Christian upbringing, which in his face brought hundreds of thousands of fruits. He had a great fortune, spent on the poor and sufferers of his region. For his pleasure was to fulfill the law of God, which urges Christians to be "sympathetic, cousinous, affluent, compassionate." That is, to like and participate in the sorrows of their siblings, to love their fellow-brothers as brothers, to have a passionate and tender heart and to be attentive and noble.
Alypios, after he stayed abominable, retired to the desert, where he had an ascetic life. Information says they stayed on a 50-pole (53-year-old) for exercise purposes and under various weather conditions.
The reputation of his virtue brought near Alypio and other souls, seeking a peaceful refuge. To these people he was a philosophical spiritual father, and guided them with his advice and supported them with his example.
He died peacefully in the year 608, after lived 100 years, over 120 others. His Synaxis arrives in this monastery near the Horse Racing, according to the Paris Code of 1594.


Apolyticus. Sound a '. Your tomb Sotir.
Glorifying God, the birth of Father, clearly outlined your life for the sake of that glorious, virtuous excellence: from thither, from the pentathlon, from your struggles, the true adversities, Alypius Osi.


Kontakion. Sounds flat d '. I'm overwhelmed.
On the Pionus, he glowed in the sun
The elderly you have observed in your work
As a son and heir of impurity.
But my persuasive mind was killing me
And of the lights of Patri,
I'm barking, you joy Father Alypee.


Majesty.
Fat smelly in the midst of the sky, in the pillar raised, out of the world, Alypius, thou hast exceedingly glorious, thou hast made Oyshe.

Δεν υπάρχουν σχόλια: