1/1/20

Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας ο Καππαδόκης

Η  Μακρίνα  ήταν  μαθήτρια  του  Γρηγορίου  του  Θαυματουργού  και διετέλεσε   η   πρώτη   στην  πίστη  διδάσκαλος  του  εγγονού   της Βασιλείου.
Η  μητέρα   του   Μεγάλου  Βασιλείου  ονομαζόταν  Εμμέλεια,  καταγόταν  από   την   Καππαδοκία,   ήταν   θυγατέρα   Μάρτυρος, ευλαβέστατη   και πολύ    φιλάνθρωπη. Από   τον   γάμο   της   με   τον  Βασίλειο   γεννήθηκαν   εννέα  παιδιά,  από    τα    οποία   τα    τέσσερα  ήταν  αγόρια.  Το  πρωτότοκο  παιδί  τους  ήταν  η   Μακρίνα,   η   οποία   μετά τον   θάνατο   του   μνηστήρα της, επιδόθηκε στην άσκηση. Από  τα τέσσερα   αγόρια,   τρεις   έγιναν   Επίσκοποι,  ο  Βασίλειος  στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος στη Νύσσα και ο Πέτρος στη   Σεβαστεία.   Ο  Ναυκράτιος  πέθανε  νέος,  σε  ηλικία 27   ετών.  Προ  του  Πέτρου γεννήθηκε   η   Θεοσεβία.
Ο  Μέγας   Βασίλειος   έλαβε   την   πρώτη   χριστιανική   διαπαιδαγώγησή του  από  τη    μητέρα  και  τη  γιαγιά  του  και  διδάχθηκε  τα  πρώτα  γράμματα  από  τον πατέρα  του  στην πατρίδα  του.  Σπούδασε  στις  σχολές  της Καισαρείας  της Καππαδοκίας και του Βυζαντίου, όπου «ηυδοκίμει   σοφιστών   τε  και   φιλοσόφων   τοις   τελειοτάτοις»,   και τέλος   «εις   τας   χρυσάς   Αθήνας», που  τότε   ήταν  το   κέντρο   της ρητορικής   και   στην    οποία ήκμαζαν οι σοφιστές Ιμέριος,  Προαιρέσιος  και    άλλοι   και  όπου   συνέρρεαν   από  παντού  μαθητές, μεταξύ  των  οποίων  και  ο  μετέπειτα  αυτοκράτορας  Ιουλιανός,  τον  οποίον  ο υπέρμετρος  θαυμασμός του προς την  εθνική  σοφία  παρέσυρε  στον  πόλεμο  κατά   της   Ορθοδοξίας. Εκεί   βρισκόταν  ήδη   και   ο   Άγιος Γρηγόριος    ο    Ναζιανζηνός,   μετά   του   οποίου    συνδέθηκε   με   στενή φιλία.   Είναι   χαρακτηριστικοί   οι   λόγοι  του   Αγίου    Γρηγορίου   για τον  ιερό  του  σύνδεσμο με τον Μέγα Βασίλειο:  «Τα  πάντα  ήμεν  αλλήλοις,  ομόστεγοι,  ομοδίαιτοι, συμφυείς…  ίσαι  μεν  ελπίδες  ήγον  ημάς,  πράγματος  επιφθωνοτάτου   του   λόγου,   φθόνος   δε  απήν,  ζήλος  δε  εσπουδάζετο,  αγών δ’ αμφοτέροις,  ούχ   όστις αυτός το  πρωτείον  έχοι, αλλ’  όπως  τω  ετέρῳ   τούτου   παραχωρήσειεν.  Μία   μεν αμφοτέρους  εδόκει  ψυχή,  δυο  σώματα  φέρουσα,  εν  δ’  αμφοτέροις έργον:  η αρετή  και  το   ζήν   προς  τας    μελλούσας  ελπίδας,  προς  ό  βλέποντες   και    βίον   και   πράξιν   άπασαν  απηυθύνομεν».
Ο  Βασίλειος   διδάχθηκε  στην   Αθήνα   ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία  και   ιατρική.   Επέστρεψε   στον   Πόντο,   περί   το  356   μ.Χ., και βαπτίσθηκε  Χριστιανός  υπό  του  Επισκόπου Καισαρείας   Διανίου.
Στην συνέχεια μετέβη στην Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη και  Συρία, για   να   γνωρίσει   τους   ασκητές   και  καθηγητές   της  ερήμου. Τότε,   αφού  διένειμε και   αυτός   τα   υπάρχοντά  του   στους  πτωχούς, μόνασε  στον    Πόντο,   κοντά    στον   Ίρι   ποταμό,  ασκούμενος  στη μελέτη    και   την   προσευχή.
Αργότερα  το  362  μ.Χ.,  χειροτονήθηκε  πρεσβύτερος    από   τον  Επίσκοπο  Καισαρείας  Ευσέβιο, αλλά  μετά  από   λίγο   αναγκάστηκε   να φύγει στον Πόντο, λόγω του φθόνου του Επισκόπου Ευσεβίου. Ο  Γρηγόριος  συμβίβασε τα   πράγματα  μεταξύ  των  δυο  ανδρών  και  ο  Μέγας   Βασίλειος  επέστρεψε  το 365  μ.Χ., για  να  βοηθήσει  τον  Επίσκοπο  Ευσέβιο στον  αγώνα του   κατά  των  Αρειανών.   Έγινε  έτσι «σύμβουλος  αγαθός, παραστάτης  δεξιός,  των  θείων εξηγητής, των πρακτέων    καθηγητής,   γήρως   βακτηρία,   πίστεως    έρεισμα».
Το  έτος  370 μ.Χ., μετά το θάνατο  του   Ευσεβίου,  εξελέγη    Επίσκοπος Καισαρείας,  παρά  τις   σφοδρές  αντιδράσεις   των   Αρειανών.   Σε  καιρό  λιμού  προσέφερε  στους   πάσχοντες  κάθε   είδους   βοήθεια.   Αγκάλιασε τους  γέροντες,   τα   παιδιά,   τις   γυναίκες   και   τους   άνδρες,  τους ασθενείς   και  φρόντιζε καθημερινά  για   την   τροφή   τους.   Οικοδόμησε κοντά   στην   Καισάρεια   ένα συγκρότημα πτωχοκομείου και νοσοκομείου,   τη   Βασιλειάδα,  που  έγινε  το    ταμείο  της  ευσέβειας  και  της  αγάπης.
Κατά  τα χρόνια  της   επισκοπικής  του  διακονίας  είχε  να  αντιπαλέψει  κατά πολλών  δυσχερειών. Ο αυτοκράτορας Ουάλης  αποφάσισε να εισάγει  με την βία στην Καππαδοκία   τον   Αρειανισμό.  Γι’ αυτό,   το   372  μ.Χ.,  έστειλε  τον   έπαρχο    Μόδεστο,   για   να   πείσει   τον    Άγιο    να  δεχθεί    τις    κακοδοξίες   των   αιρετικών.   Μάταια   προσπάθησε   να πείσει τον Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο:  δήμευση  της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ο  Βασίλειος σε απάντηση δήλωσε,  ότι  δεν  φοβάται αφού περιουσία  δεν   είχε,  παρά  μόνο   λίγα παλαιά  ενδύματα  και   λίγα   βιβλία,  εξορία  δεν  φοβάται,  διότι  η  γη  που  κατοικεί  δεν  είναι  ιδιοκτησία  του και στον  κόσμο   αυτό   είναι πάροικος και παρεπίδημος, τα  βασανιστήρια  δεν τον πτοούν, διότι  το  ασθενικό  του  σώμα  δεν   μπορεί  να  αντέξει  σε  αυτά,  το   δε   θάνατο θεωρεί   ως   ευεργέτη,    διότι   αυτός   θα   τον   οδηγήσει   νωρίτερα  κοντά στον  Θεό.  Ο  Μόδεστος  εξεπλάγη  από  την Πνευματική  γενναιοψυχία του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος. Ακόμη και ο ίδιος  ο  αυτοκράτορας  Ουάλης, όταν ήλθε στην    Καισάρεια  και  αντιλήφθηκε   το   μεγαλείο  του   Βασιλείου,   τον   άφησε   ανενόχλητο  στον  επισκοπικό  του  θρόνο.  Στο   σημείο  αυτό  αξίζει  να  αναφέρουμε  την μαρτυρία του   Αγίου Γρηγορίου του   Θεολόγου   για   τον   Μέγα Βασίλειο:  Ήταν   ημέρα   των   Θεοφανείων.  Πέλαγος  λαού    γέμιζε   τον ναό. Η   ψαλμῳδία   και   η   ευκοσμία   του  βήματος   ήταν  αγγελική μάλλον, παρά  ανθρώπινη.   Και   ο   Μέγας   Βασίλειος   προτεταγμένος του  λαού,  όρθιος, ακλινής  κατά  το  σώμα  και  την  όψη  και  την διάνοια,   «εστλωμένος  τω  Θεώ και  τω   βήματι».  Και   ο    αυτοκράτορας  Ουάλης   μπροστά   στο    θέαμα    αυτό  και στο  άκουσμα «κατεβροντήθη».
Με  τον   ανεκτίμητο  αυτό  πλούτο  των αρετών του καθοδήγησε το ποίμνιο  του   Χριστού  και  κοσμημένος  με  αυτές  εξεδήμησε  προς  Κύριον,  το  378 μ.Χ., λίγο  μετά  τον  θάνατο  του  αυτοκράτορα  Ουάλεντος,   σε   ηλικία   48   ετών.
Όταν πλησίαζε  η ώρα  να   παραδώσει  την   αγία   του   ψυχή    στον   Θεό, προσήλθαν   στην   κλίνη  του   όλοι    σχεδόν  οι  Χριστιανοί  της  πόλεως.  Εκείνος  τους  δίδασκε  και  τους  ευλογούσε. Προσευχόμενος  στον   Κύριο   είπε:  «Εις   χείρας   Σου   Κύριε, παραθήσομαι   το   πνεύμα μου»,  και  κοιμήθηκε. Στην   εξόδιο   ακολουθία   συμμετείχαν   μυριάδες λαού   και   τόσος   ήταν   ο   συνωστισμός,   ώστε  πολλοί   πέθαναν   «εκ της  του  ωθισμού  βίας   και   συγκλονήσεως».   Η     Σύναξη  του  Μεγάλου  Βασιλείου  ετελείτο στο ναό  της Αγίας Σοφίας (Μεγάλη  Εκκλησία). Ναός   αφιερωμένος   στον    Άγιο  Βασίλειο υπήρχε  στο  παλάτι  των  Βυζαντινών  αυτοκρατόρων κατά τον  10ο  αιώνα  και σε αυτόν εκκλησιαζόταν ο αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου μέχρι της απολύσεως  του   Ευαγγελίου.   Ο   αδελφός  του   Μεγάλου   Βασιλείου, Άγιος  Γρηγόριος   ο   Νύσσης, παραβάλλει   αυτόν   προς   τα  πρόσωπα της  Αγίας Γραφής,  τον   Προφήτη    Ηλία  και τον Σαμουήλ, τον  Απόστολο   Παύλο   και   τον  Ιωάννη    τον   Πρόδρομο.
Ο  Μέγας Βασίλειος  κατέλιπε πλήθος   σπουδαιοτάτων  συγγραμμάτων, από  τα  οποία,   ευτυχώς,   τα   περισσότερα   διασώθηκαν   μέχρι   σήμερα.  Για   την   Ορθόδοξη   Ανατολική   Εκκλησία   το  μεγαλύτερο έργο   του   Μεγάλου  Βασιλείου   είναι   η   Θεία  Λειτουργία   αυτού,  που τελείται   και   σήμερα  σε  καθορισμένες    ημέρες   του  λειτουργικού έτους:   την   ημέρα   της   μνήμης   του   Μεγάλου Βασιλείου, τις παραμονές των τριών μεγάλων Δεσποτικών εορτών, Χριστουγέννων, Θεοφανείων και Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τις πέντε Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τη Μεγάλη Πέμπτη. Κατά παλαιότερη διάταξη,   η   Θεία   Λειτουργία   του   Μεγάλου   Βασιλείου   ετελείτο   και κατά   την   εορτή   της   Πεντηκοστής   και   κατά   την   εορτή   της Υψώσεως   του  Τιμίου  Σταυρού.    
Το πρώτο  δογματικό  έργο,  το   οποίο   συνέγραψε   ο   Άγιος,   έχει   τον τίτλο «Ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου». Περίφημα είναι  και τα ασκητικά, τα δογματικά, τα παιδαγωγικά συγγράμματα   του   Μεγάλου   Βασιλείου,  ως   και   τα   κηρύγματα,   οι ομιλίες   και   οι   επιστολές   αυτού.   Μέσα   από    αυτά   καταδεικνύεται ότι ο Μέγας Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα οργανωτής της κοινωνικής   και  ηθικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, στηρίζοντας την ηθική  δεοντολογία  του,  κυρίως  στην   Αγία   Γραφή    και   ειδικότερα στην   Παλαιά  Διαθήκη.   Η    Αγία  Γραφή    για   τον   Μέγα    Βασίλειο ήταν το υπέρτατο δογματικό κριτήριο και αποτελούσε καθ’ εαυτήν μυστήριο  θείας  οικονομίας  και  ανθρώπινης  σωτηρίας. Γι’ αυτό  και θεωρούσε  την   Αγία Γραφή   ως   θεόπνευστο   βιβλίο,   προερχόμενο   εκ του   Αγίου  Πνεύματος  και  κατά  συνέπεια  θεωρούσε  απαραίτητο για την  ορθή κατανόηση του περιεχομένου αυτής το χάρισμα της πνευματικής διακρίσεως. Η   μελέτη της Αγίας Γραφής, κατά τον Μέγα Βασίλειο,   πρέπει   να   γίνεται   με   βαθειά  πίστη  και   μέσα   στην κοινότητα των πιστών. Η ερμηνεία δε  αυτής απέβλεπε κυρίως στην οικοδομή  των  πιστών  και   τη   σωτηρία   αυτών.   Γι’ αυτό   η  παράδοση της πίστεως, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Αποστόλους, ήταν απαραίτητος   οδηγός   στην  ερμηνεία  και   μελέτη  της   Αγίας   Γραφής.


Απολυτίκιο. Ήχος   α’.    
Εις πάσαν την γην    εξήλθεν  ο   φθόγγος   σου,   ως   δεξαμένην  τον  λόγον  σου· δι' ού  θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των  ανθρώπων  ήθη   κατεκόσμησας.  Βασίλειον  ιεράτευμα,  Πάτερ  Όσιε·  πρέσβευε  Χριστώ  τω    Θεώ,  σωθήναι  τας   ψυχάς   ημών.


Κοντάκιον. Ήχος   δ’.  Επεφάνης   σήμερον.           
Ώφθης  βάσις   άσειστος  τη  Εκκλησίᾳ,  νέμων  πάσιν  άσυλον,  την κυριότητα βροτοίς,  επισφραγίζων σοις δόγμασιν,  Ουρανοφάντορ  Βασίλειε  Όσιε.


Μεγαλυνάριον.
Τον  ουρανοφάντορα  του  Χριστού,   μύστην   του   Δεσπότου,  τον φωστήρα  τον  φαεινόν,  τον  εκ   Καισαρείας,  και   Καππαδόκων   χώρας, Βασίλειον   τον   μέγαν,   πάντες  τιμήσωμεν.






Saint Basil the Great of Cappadocia


Basil the Great, one of the largest figures of the Church, was born around 330 AD. in Caesarea, Cappadocia. Basil's father was an orator, settled in the Neocesarea of ​​Pontus and was a son of Makrin, who suffered much after her husband during the persecution of Maximinus for their faith in Christ.
Makrina was a disciple of Gregory the Wonderworker and was the first faithful teacher of the grandson of Basil.
The mother of the Great Basil was called Emmelia, she came from Cappadocia, she was a daughter of a Witness, a reverend and very charitable. From her marriage to the Kingdom nine children were born, four of whom were boys. Their first child was Makrina, who, after the death of her fiancée, took up the exercise. Of the four boys, three became Bishops, Basil in Caesarea, Gregory in Nyssa and Peter in Sebastia. Nafratio died young at the age of 27. Peter was born before Peter.
Basil the Great received his first Christian education from his mother and grandmother and learned the first letters from his father in his home country. He studied in the schools of Caesarea of ​​Cappadocia and Byzantium, where he "taught sophists and philosophers to the fullest", and finally "in the golden Athens", which was then the center of rhetoric, where the Prophets and Sufis flourished. where students came from everywhere, including the later Emperor Julian, whose overwhelming admiration for national wisdom drew him into the war against Orthodoxy. Saint Gregory of Nazianzen was already there, with whom he was closely associated. St. Gregory's reasons for his sacred association with the Great Kingdom are typical: “Everything was interconnected, homosexual, like-minded, natural… you are our hopes, something abominable in speech, you have no envy, no zeal; Both of them have not been given this primacy, but as they have been granted. One endows both souls, two bodies bearing, in both works: virtue and living to future hope, to viewers, and to life and virtue they have devotedly addressed. "
Basil was taught in Athens rhetoric, philosophy, astronomy, geometry and medicine. He returned to Pontus around 356 AD and was baptized a Christian by the Bishop of Caesarea Dianos.
He then traveled to Egypt, Mesopotamia, Palestine and Syria to meet desert practitioners and teachers. Then, after distributing his belongings to the poor, he set out on Pontus, near the river Erie, practicing prayer and study.
Later in 362 AD, he was ordained a senior by the Bishop of Caesarea Eusebius, but was soon forced to flee to Pontus because of the envy of Bishop Eusebius. Gregory reconciled the two men, and Basil returned in 365 AD to assist Bishop Eusebius in his battle against the Arians. He thus became "a good counselor, a righteous representative, a divine explainer, a practicing professor, an old bacterium, a loyal pedestal."
In the year 370 AD, after the death of Eusebius, he was elected Bishop of Caesarea, despite fierce reactions from the Arians. In times of famine, he offered all kinds of help to sufferers. He embraced the elderly, the children, the women and the men, the patients, and took care of their food daily. He built near the Caesarea a hospice and hospital complex, Basileiada, which became the fund of piety and love.
During the years of his bishopric he had to contend with many difficulties. Emperor Wallis decided to force Arianism into Cappadocia. Therefore, in 372 AD, he sent the governor of Modesto to persuade the saint to accept the heresies of the heretics. In vain he tried to persuade the United Kingdom by using every means: confiscation of property, exile, torture, death. Basil in reply said that he was not afraid because he had no wealth but only a few old clothes and a few books, exile was not afraid, because the land he inhabits is not his property and in this world it is impoverished and tortured, torture does not kill him because his weak body cannot withstand them, and death considers him a benefactor, because he will lead him closer to God. Modestus was stunned by the Saint's Spiritual generosity and returned to work. Even Emperor Wallis himself, when he came to Caesarea and realized the majesty of the kingdom, left him untouched in his bishop's throne. At this point it is worth mentioning the testimony of St. Gregory the Theologian about the Great Kingdom: It was Epiphany day. A sea of ​​people was filling the temple. The chanting and the sweetness of the pitch were angelic rather than human. And the Great Basil the protector of the people, upright, inclining in body and face and intellect, "sent by God and step". And the Emperor Wallace in front of this spectacle and in the hearing was "blown away".
With this priceless wealth of his virtues he led the flock of Christ and adorned with them, he went out to the Lord in 378 AD shortly after the death of Emperor Walentus at the age of 48.
As the time came to surrender his holy spirit to God, almost all Christians in the city came to his bed. He taught them and blessed them. Praying to the Lord he said, "In Your hand, Lord, let me keep my spirit," and slept. Thousands of people participated in the outpouring and were so overwhelmed that many died "as a result of the instigation of violence and shock". The Synod of the Great Basil was held in the church of Hagia Sophia (Great Church). A church dedicated to the Holy Kingdom existed in the Byzantine emperor's palace in the 10th century and was consecrated by the emperor on January 1 until the Gospel was dismissed. The brother of the Great King, Saint Gregory of Nyssa, compares him to the figures of the Bible, the Prophet Elias and Samuel, the Apostle Paul and John the Baptist.
The Great Basil has overwhelmed a large number of important texts, most of which, fortunately, have survived to this day. For the Eastern Orthodox Church the greatest work of the Great Basil is the Divine Liturgy of it, which is still performed today on designated days of the liturgical year: the day of the Great Basil, the eve of the three Great Lenten festivals, Christmas, Easter and Easter (Easter). Holy Saturday), the five Sundays of the Great Forty-fifth and the Holy Thursday. According to an earlier order, the Divine Liturgy of the Great Kingdom was performed both on Pentecost and the Feast of the Holy Cross.
The first doctrinal work, written by the Saint, is entitled "Subversive of his apostate apostate". Also famous are the ascetic, dogmatic, pedagogical texts of the Great Kingdom, as well as its sermons, speeches and letters. Through these it is shown that Basil the Great was in fact the organizer of the Church's social and moral teaching, supporting his moral ethics, notably in the Bible and in particular in the Old Testament. The Bible for the United Kingdom was the ultimate dogmatic criterion and was in itself a mystery of divine economy and human salvation. That is why he considered the Bible to be a divinely inspired book from the Holy Spirit and therefore considered the gift of spiritual discernment necessary for a proper understanding of it. The study of the Bible, according to the Great Kingdom, must be done with deep faith and within the community of believers. Its interpretation was mainly intended for the building of the faithful and their salvation. That is why the tradition of faith, as delivered by the Apostles, was a necessary guide in the interpretation and study of the Bible.


Introit. Sound a '.
On the earth your voice has gone forth, as a reservoir of your word; • by divinely blasphemous, the nature of the beastly, the morals of the people. Basil Priestess, Father Hosea • Christ has been God, save our souls.


It's close. Sound d. Impressive today.
A strong base unbearable for the Church, young asylum-seekers, lord of the barbarians, sealants of doctrine, Ouranfador Basil Osier.


Magnificent.
The skyscraper of Christ, the Lord of the Despot, the enlightener of Phaenus, of Caesarea, and of Cappadocian coun

Δεν υπάρχουν σχόλια: