Ἰω. 9, 1-38
Η θεραπεία του
εκ γενετής τυφλού
1 Καὶ
παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν
ἐκ γενετῆς.
2 Καὶ
ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες·
ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος
ἢ οἱ γονεῖς
αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς
γεννηθῇ;
3 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς·
οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε
οἱ γονεῖς αὐτοῦ,
ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ
Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
4 Ἐμὲ
δεῖ ἐργάζεσθαι
τὰ ἔργα τοῦ
πέμψαντός με ἕως ἡμέρα
ἐστίν· ἔρχεται νὺξ
ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.
5 Ὅταν ἐν
τῷ κόσμῳ ᾦ,
φῶς εἰμι τοῦ
κόσμου.
6 Ταῦτα
εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ
καὶ ἐποίησε πηλὸν
ἐκ τοῦ πτύσματος,
καὶ ἐπέχρισε τὸν
πηλὸν ἐπὶ τοὺς
ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ
7 καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς
τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ,
ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν
καὶ ἐνίψατο, καὶ
ἦλθε βλέπων.
8 Οἱ
οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες
αὐτὸν τὸ
πρότερον ὅτι τυφλὸς
ἦν, ἔλεγον· οὐχ
οὗτός ἐστιν ὁ
καθήμενος καὶ προσαιτῶν;
9 Ἄλλοι ἔλεγον
ὅτι οὗτός ἐστιν·
ἄλλοι δὲ ὅτι
ὅμοιος αὐτῷ
ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι
ἐγώ εἰμι.
10 Ἔλεγον οὖν
αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν
σου οἱ ὀφθαλμοί;
11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ
εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε
καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς
ὀφθαλμοὺς καὶ
εἶπέ μοι· ὕπαγε
εἰς τὴν κολυμβήθραν
τοῦ Σιλωὰμ καὶ
νίψαι· ἀπελθὼν
δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.
12 Εἶπον
οὖν αὐτῷ· ποῦ
ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει·
οὐκ οἶδα.
13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν.
13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν.
14 Ἦν δὲ
σάββατον ὅτε τὸν
πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς
ὀφθαλμούς.
15 Πάλιν
οὖν ἠρώτων αὐτὸν
καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς
ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ
εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ
τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην,
καὶ βλέπω.
16 Ἔλεγον οὖν
ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος
οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ,
ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται
ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;
Καὶ σχίσμα
ἦν ἐν αὐτοῖς.
17 Λέγουσι τῷ
τυφλῷ πάλιν· σὺ τί
λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι
ἤνοιξέ σου τοὺς
ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης
ἐστίν.
18 Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ
᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς
ἦν καὶ ἀνέβλεψεν,
ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς
αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος
19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός
ἐστιν ὁ υἱὸς
ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν
ἄρτι βλέπει;
20 Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ
εἶπον· οἴδαμεν ὅτι
οὗτός ἐστιν ὁ
υἱὸς ἡμῶν καὶ
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·
21 πῶς δὲ
νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν,
ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν·
αὐτὸς ἡλικίαν
ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε,
αὐτὸς περὶ
ἑαυτοῦ λαλήσει.
22 Ταῦτα
εἶπον οἱ
γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι
ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ
Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν
ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος
γένηται.
23 Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς
αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν
ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου
τὸν ἄνθρωπον ὃς
ἦν τυφλός, καὶ εἶπον
αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ
Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν
ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος
ἁμαρτωλός ἐστιν.
25 Ἀπεκρίθη οὖν
ἐκεῖνος καὶ εἶπεν·
εἰ
ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν
ἄρτι βλέπω.
26 Εἶπον δὲ
αὐτῷ πάλιν· τί
ἐποίησέ σοι; Πῶς
ἤνοιξέ σου τοὺς
ὀφθαλμούς;
27 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς·
εἶπον ὑμῖν
ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ
καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;
28 Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ
εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς
ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ
Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί.
29 Ἡμεῖς οἴδαμεν
ὅτι Μωυσεῖ
λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ
οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
30 Ἀπεκρίθη ὁ
ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν,
ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.
31 Οἴδαμεν δὲ
ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς
οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις
θεοσεβὴς ᾖ
καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου
ἀκούει.
32 Ἐκ τοῦ
αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη
ὅτι ἤνοιξέ τις
ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου.
33 Εἰ μὴ ἦν οὗτος
παρὰ Θεοῦ, οὐκ
ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
34 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.
34 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.
35 Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω,
καὶ
εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ
πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν
τοῦ
Θεοῦ;
36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος
καὶ εἶπε· καὶ
τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω
εἰς αὐτόν;
37 Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας
αὐτὸν
καὶ ὁ λαλῶν μετὰ
σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.
38 Ὁ δὲ
ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ
προσεκύνησεν αὐτῷ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω.
9, 1-38
Η θεραπεία
του
εκ γενετής τυφλού
1 Καθώς
βάδιζε, είδε άνθρωπο
γεννημένο τυφλό και
τον ερώτησαν οι μαθητές του,
2 «Ραββί,
ποιος αμάρτησε, αυτός
ή οι γονείς
του για να γεννηθεί
τυφλός;».
3 Απεκρίθη ο
Ιησούς, «Ούτε αυτός
αμάρτησε ούτε οι
γονείς του, αλλά
για να φανερωθούν εξ
αφορμής του τα
έργα του Θεού.
4 Εγώ
πρέπει να κάνω
τα έργα εκείνου
που με έστειλε
εν όσω είναι
ημέρα· θα έλθει νύχτα,
όταν κανείς δεν
θα μπορεί να
εργασθεί.
5 Όσο
καιρό είμαι στον
κόσμο, είμαι το
φως του κόσμου».
6 Όταν
είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε
πηλό με το
φτύσιμο και άλειψε τον
πηλό επάνω στα
μάτια του τυφλού
7 και
του είπε, «Πήγαινε,
πλύσου στη κολυμβήθρα
του Σιλωάμ», το οποίον
μεταφράζεται Απεσταλμένος. Έφυγε
λοιπόν και πλύθηκε
και επέστρεψε βλέπων.
8 Οι
γείτωνες και εκείνοι
που προηγουμένως
τον έβλεπαν ότι
ήτο τυφλός, έλεγαν, «Δεν
είναι αυτός που
καθότανε και ζητιάνευε;».
9 Μερικοί
έλεγαν ότι αυτός
είναι και άλλοι
ότι είναι κάποιος
που του μοιάζει.
10 Εκείνος έλεγε,
«Εγώ είμαι». Του
είπαν τότε, «Πως
άνοιξαν τα μάτια
σου;».
11 Απεκρίθη εκείνος,
Ένας άνθρωπος που
ονομάζεται Ιησούς έκανε
πηλό και μου
άλειψε τα μάτια
και μου είπε,
«Πήγαινε στη κολυμβήθρα
του Σιλωάμ και
πλύσου». Όταν πήγα
και πλύθηκα, απέκτησα το φως
μου».
12 Τότε
τον ερώτησαν, «Που
είναι εκείνος;» και
αυτός απεκρίθη, «Δεν ξέρω».
13 Οδηγούν αυτόν,
τον άλλοτε τυφλό,
στους Φαρισαίους.
14 Ήτο
όμως Σάββατο, όταν
έκανε ο
Ιησούς τον πηλό
και άνοιξε τα μάτια
του.
15 Τότε
οι Φαρισαίοι πάλι
τον ρώτησαν πως
απέκτησε το φως
του, αυτός δε είπε,
«Μου έβαλε πηλό
στα μάτια και
πλύθηκα και βλέπω».
16 Μερικοί
από τους Φαρισαίους
είπαν, «Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον
Θεό, διότι δεν
τηρεί το Σάββατο».
Άλλοι έλεγαν, «Πως μπορεί
άνθρωπος αμαρτωλός να
κάνει τέτοια θαύματα;».
Και έγινε διχασμός μεταξύ τους.
17 Λέγουν
πάλι στο τυφλό,
«Συ τι λες
γι’ αυτόν αφού σου άνοιξε τα μάτια;».
Αυτός είπε, «Είναι προφήτης».
18 Οι
Ιουδαίοι δεν ήθελαν
να πιστέψουν ότι
ήτανε τυφλός και
απέκτησε το φως του,
έως ότου φώναξαν
τους γονείς του
19 και τους
ρώτησαν, «Αυτός είναι
ο υιός σας,
για τον οποίο λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;
Πως λοιπόν τώρα βλέπει;».
20 Απεκρίθησαν σ’
αυτούς οι γονείς
του, «Ξέρουμε ότι αυτός
είναι ο υιός μας
και ότι γεννήθηκε τυφλός.
21 Πως
όμως τώρα βλέπει,
δεν γνωρίζουμε, ούτε
ξέρουμε ποιος άνοιξε
τα μάτια του. Αυτός
ηλικία έχει, ερωτήσατέ
τον· θα μιλήσει
για τον εαυτό του».
22 Αυτά
είπαν οι γονείς,
του διότι εφοβούντο
τους Ιουδαίους, επειδή
οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει να
γίνει αποσυναγωγός όποιος ομολογήσει ότι
αυτός είναι ο Χριστός.
23 Γι’
αυτό οι γονείς
του είπαν, «Ηλικίαν
έχει, ερωτήσατέ τον».
24 Φώναξαν
τότε για δεύτερη φορά τον άνθρωπο
που ήτανε τυφλός και του
είπαν, «Δόξασε τον
Θεό. Εμείς ξέρουμε
ότι ο άνθρωπος
αυτός είναι αμαρτωλός».
25 Εκείνος απεκρίθη,
«Εάν είναι
αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα
πράγμα ξέρω, ότι
ενώ ήμουν τυφλός,
τώρα βλέπω».
26 Τότε
πάλι τον ρώτησαν, «Τι
σου έκαμε; Πως
σου άνοιξε τα μάτια;».
27 Αυτός
τους απεκρίθη, «Σας
είπα ήδη και
δεν δώσατε προσοχή·
γιατί θέλετε πάλι
να το
ακούσετε; Μήπως θέλετε
και σεις να
γίνετε μαθητές του;».
28 Τότε
τον έβρισαν και
του είπαν, «Συ
είσαι μαθητής εκείνου,
εμείς είμεθα μαθητές του Μωϋσέως.
29 Εμείς
ξέρουμε ότι στον Μωϋσή
μίλησε ο Θεός,
αλλά γι’ αυτόν δεν ξέρουμε,
από που είναι».
30 Ο
άνθρωπος τους απεκρίθη,
«Αυτό ακριβώς είναι
το εκπληκτικό, ότι σεις
δεν ξέρετε από που
είναι, και όμως
μου άνοιξε τα μάτια.
31 Ξέρουμε
όμως ότι τους
αμαρτωλούς ο Θεός
δεν τους ακούει,
αλλ’ εάν κανείς είναι θεοσεβής και κάνει το
θέλημά του, εκείνον
ακούει.
32 Ποτέ
πριν δεν ακούσθηκε
ότι άνοιξε κάποιος
τα μάτια τυφλού
εκ γενετής.
33 Εάν
ο άνθρωπος αυτός
δεν ήτο από
τον Θεό, δεν
θα μπορούσε να κάνει
τίποτε».
34 Εκείνοι
του απεκρίθησαν, «Συ γεννήθηκες
ολόκληρος μέσα στην αμαρτία
και μας διδάσκεις;».
Και τον έβγαλαν
έξω.
35 Άκουσε
ο Ιησούς ότι
τον έβγαλαν έξω
και όταν τον
βρήκε του είπε, «Πιστεύεις συ
στον Υιό του
Θεού;».
36 Απεκρίθη εκείνος,
«Και ποιος είναι,
Κύριε, για να
πιστέψω σ’ αυτόν;».
37 Ο
Ιησούς του είπε,
«Τον έχεις ιδή·
είναι μάλιστα αυτός
που ομιλεί μαζί σου».
38 «Πιστεύω, Κύριε»,
είπε εκείνος και
τον προσκύνησε.
Πράξ. 16, 16-34
16 Ἐγένετο δὲ
πορευομένων ἡμῶν εἰς
προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν
πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν,
ἥτις ἐργασίαν
πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις
αὐτῆς μαντευομένη.
17 Αὕτη
κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ
καὶ τῷ
Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι
οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι
τοῦ Θεοῦ τοῦ
ὑψίστου εἰσίν,
οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν
ὁδὸν σωτηρίας.
18 Τοῦτο
δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας.
διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας
τῷ πνεύματι εἶπε·
παραγγέλλω σοι ἐν τῷ
ὀνόματι Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿
αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν
αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
Φυλάκισις και απελευθέρωσις του
Παύλου και του
Σίλα
19 Ἰδόντες δὲ
οἱ κύριοι αὐτῆς
ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν,
ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν
ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας,
20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι
οἱ
ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν
τὴν πόλιν
Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες.
21 Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ
οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι
οὐδὲ
ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι.
22 Καὶ
συνεπέστη ὁ ὄχλος
κατ᾿ αὐτῶν.
καὶ οἱ στρατηγοὶ
περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια
ἐκέλευον ραβδίζειν,
23 πολλάς τε
ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς
ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ
δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς·
24 ὃς παραγγελίαν τοιαύτην
εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν
φυλακὴν καὶ
τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο
εἰς τὸ ξύλον.
25 Κατὰ
δὲ τὸ μεσονύκτιον
Παῦλος καὶ Σίλας
προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ
δέσμιοι.
26 Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας,
ὥστε σαλευθῆναι τὰ
θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν
τε παραχρῆμα
αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ
δεσμὰ ἀνέθη.
27 Ἔξυπνος δὲ
γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ
ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς
φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν
ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους.
28 Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ
ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ
κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν
ἐνθάδε.
29 Αἰτήσας
δὲ φῶτα εἰσεπήδησε,
καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ
Παύλῳ καὶ τῷ
Σίλᾳ,
30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν
ἵνα σωθῶ;
31 Οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ
οἶκός σου.
32 Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ
αὐτοῦ.
33 Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς
ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς
νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ
τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη
αὐτὸς καὶ οἱ
αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα,
34 ἀναγαγών τε
αὐτοὺς εἰς τὸν
οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε
τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο
πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ
Θεῷ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ. 16, 16-34
16 Καθώς
πηγαίναμε στο τόπο
της προσευχής μας
συνήντησε κάποια υπηρέτρια που
είχε πνεύμα μαντικό,
και με την μαντεία έφερνε πολλά κέρδη
στους κυρίους της.
17 Αυτή
ακολουθούσε τον Παύλο και εμάς
και φώναζε, «Αυτοί
οι άνθρωποι είναι δούλοι
του Θεού του
Υψίστου, και σας
αναγγέλουν το δρόμο της σωτηρίας». Αυτό
το έκανε πολλές
ημέρες.
18 Ο
Παύλος ήτο πολύ αγανακτισμένος και
στραφείς είπε στο πνεύμα, «Σε
διατάσσω στο όνομα του
Ιησού Χριστού να
βγείς από αυτή».
Και εκείνη την στιγμή
βγήκε.
Φυλάκισις και απελευθέρωσις του
Παύλου και του Σίλα
19 Όταν
όμως οι κύριοί
της είδαν ότι
χάθηκε η ελπίδα
των κερδών τους, έπιασαν τον
Παύλο και τον
Σίλα και τους
έσυραν στην αγορά
προς τις αρχές,
20 και
όταν τους έφεραν
στους στρατηγούς είπαν,
«Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι
είναι Ιουδαίοι, δημιουργούν
ταραχή στη πόλι μας·
21 κηρύσσουν διδασκαλίες,
τις οποίες εμείς
που είμεθα Ρωμαίοι
δεν επιτρέπεται να τις
παραδεχθούμε ή να τις εφαρμόσουμε».
22 Ξεσηκώθηκε και
ο όχλος εναντίον
τους, οι δε
στρατηγοί τους εξέσχισαν τα
ενδύματα και διέταξαν
να τους ραβδίσουν.
23 Αφού
τους έδωκαν πολλά
ραβδίσματα, τους έριξαν
στην φυλακή και
παρήγγειλαν στον δεσμοφύλακα
να τους φυλάττει καλά.
24 Αυτός,
αφού έλαβε τέτοια
παραγγελία, τους έβαλε στην
πιο βαθειά φυλακή και έδεσε
τα
πόδια τους στο
ξύλο προς ασφάλεια.
25 Κατά
τα μεσάνυχτα ο
Παύλος και ο Σίλας
προσηύχοντο και
έψαλλαν ύμνους στον Θεό, και
οι άλλοι φυλακισμένοι τους
άκουαν.
26 Έξαφνα
έγινε σεισμός μεγάλος,
ώστε εσαλεύθησαν τα θεμέλια
της φυλακής, και
αμέσως άνοιξαν όλες
οι πόρτες και
όλων τα δεσμά
λύθηκαν.
27 Όταν
ξύπνησε ο δεσμοφύλαξ
και είδε ανοικτές
τις πόρτες της φυλακής,
έσυρε το μαχαίρι
του και επρόκειτο
ν’ αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι
οι φυλακισμένοι είχαν φύγει.
28 Αλλ’
ο Παύλος του
φώναξε δυνατά, «Μη
κάνεις κανένα κακό
στον εαυτό σου, διότι
όλοι είμεθα εδώ».
29 Αφού
ζήτησε φῶτα, πήδησε
μέσα και, τρομαγμένος,
έπεσε στα πόδια του
Παύλου και του
Σίλα.
30 Ύστερα
τους ωδήγησε έξω
και είπε, «Κύριοι,
τί πρέπει να
κάνω για να σωθώ;».
31 Εκείνοι δε
είπαν, «Πίστεψε στον
Κύριο Ιησού Χριστό
και θα σωθείς συ
και οι οικιακοί
σου».
32 Και
κήρυξαν τον λόγο
του Κυρίου σ’
αυτόν και σε
όλους που ήσαν
στο σπίτι του.
33 Εκείνη
την νυχτερινή ώρα
τους πήρε και
έπλυνε τις πληγές
τους και αμέσως κατόπιν
βαπτίσθηκε και αυτός
και όλοι οι
δικοί του.
34 Τους
έφερε στο σπίτι
του, τους έδωσε
φαγητό και εχαίρετο
με όλους τους δικούς
του για την
πίστι του στο
Θεό.
John 9: 1-38
The treatment of
congenital blind
1 As he walked, he saw a
man born blind and his disciples asked him,
2 "Rabbi, who has
sinned, he or his parents to be born blind?"
3 Jesus answered,
"Neither did he sin nor his parents, but that the works of God be revealed
on account of him.
4 I have to do the works
of the one who sent me as long as it is day; it will come night when no one can
work.
5 As long as I am in the
world, I am the light of the world. "
6 When he said these
things, he spat, and made clay with the spitting, and anointed the clay in the
eyes of the blind
7 And he said unto him,
Go, wash in the bush of Shiloh, which is translated as the sent. So he left and
was washed and returned sight.
8 The neighbors and those
who previously saw him as blind were saying, "Is not he that sat and
begged?"
9 Some said that he is
someone else who is like him.
10 He said, "I
am". They then told him, "How did your eyes open?"
11 He answered, A man
called Jesus made clay, and anointed my eyes, and said to me, "Go to the
bush of Silaam, and wash." When I went and washed, I got my light. "
12 Then they asked him,
"Where is he?" And he answered, "I do not know."
13 They lead the blind man
to the Pharisees.
14 But it was Saturday,
when Jesus made the clay, and opened his eyes.
15 Then the Pharisees
asked him that he had gained his light, and he said, "He put clay on my
eyes, and I washed and saw."
16 Some of the Pharisees
said, "This man is not of God because he does not keep his Sabbath."
Others said, "How can a sinful man do such miracles?" And it became a
division between them.
17 They say again to the
blind, "Why do you say to him after he has opened your eyes?" He
said, "He is a prophet."
18 The Jews did not want
to believe that he was blind and gained his light until they cried his parents
19 And they asked,
"Is this your son, whom you say is born blind? So how does he now see?
"
20 Their parents said to
them, "We know that he is our son and that he was born blind.
21 But as he now sees, we
do not know, nor do we know who opened his eyes. That age he has, ask him, he
will speak for himself. "
22 This is what his
parents said, because they were frightened of the Jews because the Jews had
already agreed to become a disciple who confessed that he was the Christ.
23 That's why his parents
said, "He's old, ask him."
24 Then they cried out for
the second time to the man who was blind and said to him, "Bless God. We
know that this man is a sinner. "
25 He answered, "If
he is a sinner, I do not know. One thing I know, while I was blind, now I see.
"
26 Then they asked him
again, "What have we done to you? How did your eyes open? "
27 He said to them,
"I told you already and you did not pay attention; why do you want to hear
it again? Do you also want to become his disciples? "
28 Then they found him,
and said unto him, Thou art a disciple of him, we are disciples of Moses.
29 We know that Moses
spoke to God, but for him we do not know where he is ".
30 Their man replied,
"That's amazing, that you do not know where it is, but it opened my eyes.
31 But we know that
sinners God does not listen to them, but if anyone is a theos and does his
will, he hears.
32 Never before did anyone
hear the blind eye from birth.
33 If this man was not
from God, he could not do anything. "
34 They answered,
"Have you been born in sin and taught us?" And they pulled him out.
35 Jesus heard that they
had taken him out and when he found him he said, "Do you believe in the
Son of God?"
36 He answered, "Who
is it, Lord, that I may believe in him?"
37 Jesus said unto him,
Thou knowest him; he is he that speaketh with thee.
38 "I believe,
Lord," he said, and worshiped him.
Acts. 16, 16-34
16 As we went to the place
of our prayer, we met a servant who had a spirit of divination, and by
divination brought many profits to her masters.
17 She followed Paul and
us, and cried, "These people are slaves of God of the Most High, and they
announce the way of salvation." This has been done for many days.
18 Paul was very
indignant, and he said to the spirit, "I command you in the name of Jesus
Christ to get out of it." And at that moment it came out.
Prison and release of Paul
and Silas
19 But when the gentlemen
saw that the hope of their gains was lost, they caught Paul and Silas and
dragged them to the market,
20 And when they brought
them to the generals, they said, "These people, who are Jews, create
turmoil in our city;
21 preach teachings that
we Romans are not allowed to admit or apply to them. "
22 And the mob came up
against them, and their generals lifted up their garments, and commanded them
to strike.
23 After they had given
them many whips, they threw them to prison and ordered the jailer to keep them
well.
24 He, having received
such an order, put them in the deepest prison and tied their feet to the wood
for safety.
25 At midnight Paul and
Silah came to praise and sing hymns to God, and the other prisoners heard them.
26 A great earthquake was
made, so that the foundations of the prison were emptied, and immediately all
the doors were opened, and all the bonds were resolved.
27 When the jailer woke up
and saw the prison doors open, he drew his knife and was about to commit
suicide because he thought the prisoners were gone.
28 But Paul cried out
loud, "Do not do any harm to yourself, for we are all here."
29 After asking for
flashes, he jumped in and, terrified, fell on Paul's and Sila's feet.
30 Then he led them out
and said, "Dear ones, what should I do to save myself?"
31 And they said,
"Believe in the Lord Jesus Christ, and you shall be saved, and your
households."
32 And they preached the
word of the LORD unto him, and to all that were in his house.
33 At that night they took
and washed their wounds, and then he and all of them were immediately baptized.
34 He brought them to his
house and gave them food and service with all his own for his faith in God.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου