Ο Όσιος Διονύσιος, κατά κόσμον Δημήτριος, εγεννήθηκε,
πιθανόν το
1362, στα προάστια της πόλεως Βολογκντά
της Ρωσίας. Από μικρή ηλικία αγαπούσε
το μοναχικό βίο. Για το λόγο αυτό
άφησε την πατρική οικία και εισήλθε, το 1386/87, στη μονή
Σπασοκαμένσκϊυ. Ηγούμενος ήταν ο Διονύσιος
ο Έλλην,
μετέπειτα Επίσκοπος Ροστώβ
(† 1425). Ο νεαρός Δημήτριος με δάκρυα στα μάτια παρεκάλεσε τον ηγούμενο να τον κάνει μοναχό. Ο
ηγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τον ένθεο ζήλο του, προχώρησε
στη μοναχική κουρά και του έδωσε το όνομα Διονύσιος, ενώ τον εμπιστεύθηκε στην
πνευματική καθοδήγηση κάποιου εκ των αδελφών της
μονής. Εκεί έζησε
για εννέα χρόνια με υπακοή,
νηστεία και αδιάλειπτη
προσευχή, χωρίς να μειώσει
ποτέ την
άσκηση μέχρι το τέλος
της ζωής του.
Η ταπεινοφροσύνη, η άσκηση στην
αγάπη και η εργατικότητά του
έκαναν τον Όσιο Διονύσιο πολύ αγαπητό
μεταξύ των μοναχών, που
τον εθεωρούσαν άνθρωπο με μεγάλο
πνευματικό βάρος.
Από
τη μονή έφυγε,
μαζί με το μοναχό
Παχώμιο, μετά από
ευλογία του ηγουμένου, με
προορισμό την ξεχασμένη κοινοβιακή
μονή του Αγίου Λουκά αναζητώντας την ησυχία.
Ο άγιος βίος
και η πνευματική
σοφία του Οσίου Διονυσίου
προσείλκυσαν πολύ
κόσμο. Ο Όσιος συμπεριφερόταν
προς όλους ως πραγματικός πατέρας. Κατείχε, επίσης,
το χάρισμα του αγιογράφου, ενώ
παράλληλα εργαζόταν ως μαραγκός και σιδηρουργός
για τις
ανάγκες της μονής. Δεν επερνούσε λεπτό χωρίς ασχολία
και έτρωγε μόνο ελάχιστη
τροφή, όταν εξαντλούσε όλες του τις δυνάμεις.
Το 1396, ο Όσιος Διονύσιος χειροτονήθηκε
διάκονος και πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο
του Ροστώβ
Γρηγόριο († 1416).
Όμως
ο
μοναχός Παχώμιος δεν άντεξε τη σκληρή άσκηση
και γι’
αυτό αναγκάσθηκε και ο Όσιος Διονύσιος
να εγκαταλείψει
το μέρος εκείνο
μαζί του.
Επήγε ανατολικά, στη λίμνη Κουμπενσκόε,
15 χιλιόμετρα από την όχθη
του
ποταμού Γκλουσίκα. Εγκαταστάθηκε σε ένα απομακρυσμένο μέρος το οποίο περιέβαλαν
δένδρα. Στον τόπο αυτό ύψωσε το σταυρό που μετέφερε
από τον
Άγιο Λουκά και αφού κατασκεύασε ένα
κελί, εξεκίνησε απομονωμένος τη σκληρή
ζωή του ερημίτου.
Με τον ερχομό ενός στάρετς
και μερικών άλλων αδελφών, οι οποίοι επιθυμούσαν να μείνουν μαζί του, περί το 1400,
δημιούργησε μία μικρή μοναχική αδελφότητα. Καλλιεργήθηκε έτσι η σκέψη να
κτιστεί ένα μοναστήρι. Με τη βοήθεια του πρίγκιπος
της περιοχής,
ο
οποίος ήταν ο πατέρας του πρίγκιπος
Ιωάσαφ, που έγινε και αυτός μοναχός, εστάλησαν εργάτες
και ξεκίνησε η οικοδόμηση του
μοναστηριού. Το 1402, ο Όσιος
Διονύσιος πήγε στο Ροστώβ προκειμένου να
πάρει την άδεια του Επισκόπου
Γρηγορίου για
την ανέγερση
της νέας μονής. Ο Επίσκοπος συμβούλευσε
τον Όσιο να ιδρύσει
κοινόβια μονή,
για να μην έχουν προσωπική περιουσία οι μοναχοί
και να ζουν με κοινοκτημοσύνη κατά το πρότυπο των Αποστόλων. Το 1403, τελείωσε ο
ξύλινος ναός του μοναστηριού, ο οποίος
ήταν αφιερωμένος
στη Κυρία Θεοτόκο.
Την εποχή εκείνη οι πατέρες
της μονής ήταν περί τους 15 και μόναζαν σύμφωνα με τους αυστηρούς
κοινοβιακούς κανόνες του Αγίου Όρους. Καθώς αυξανόταν
σταδιακά
ο
αριθμός των αδελφών της μονής, το 1412, κτίσθηκε
μία
καινούργια εκκλησία,
και αυτή αφιερωμένη στην Παναγία.
Η αγάπη για την
ερημική ζωή ήταν ριζωμένη στην καρδιά του Οσίου Διονυσίου και τον προκαλούσε να εγκατασταθεί σε ένα απομακρυσμένο
και κρυφό τόπο. Έτσι απεφάσισε να
μεταβεί 4 χιλιόμετρα μακριά από τη
μονή
στις όχθες του ποταμού Γλουσίκα, περιοχή
που αργότερα ονομάστηκε Σονσοβέτς. Εκεί διέμενε σε άγνοια των μοναχών, προσευχόμενος
και νηστεύοντας αυστηρά. Μετά από μεγάλες πιέσεις των άλλων μοναχών ο Όσιος Διονύσιος επέστρεψε
στο μοναστήρι, αλλά αποφάσισε
να κτίσει μικρά ασκηταριά στην περιοχή του
Σονσοβέτς για τους μοναχούς εκείνους που επιθυμούσαν
να αποσυρθούν στην έρημο. Το 1419, πήγε εκ νέου στο
Ροστώβ προκειμένου
να πάρει την ευλογία
του Επισκόπου
για το νέο μοναστήρι.
Ο Επίσκοπος, αφού του έδωσε
την ευλογία του, του προσέφερε μία εικόνα της Παναγίας της
Βρεφοκρατούσας και διάφορα άλλα σκεύη για το ναό. Έτσι στο
Σονσοβέτς κτίστηκε, το 1420, μία εκκλησία
αφιερωμένη στον
Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Για την ανέγερση του μοναστηριού, ο Όσιος
Δ ιονύσιος κατάφερε
να εξασφαλίσει την οικονομική βοήθεια
του πρίγκιπος Γεωργίου, του οποίου
διασώζονται τρεις επιστολές περι των
δωρεών του. Περί το 1422, ο Όσιος Διονύσιος εγκατέλειψε το μοναστήρι του Γλουσίκα
και την ηγουμενία, για να
ζήσει
ακόμη πιο ασκητικά
με μερικούς μοναχούς στο Σονσοβέτς.
Η αγάπη προς
τους πτωχούς και η
ελεημοσύνη ήταν ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της πνευματικότητος του
Οσίου Διονυσίου. Σε περιόδους πείνας πολλοί ήσαν
εκείνοι που κατέφευγαν
στο μοναστήρι, για να πάρουν λίγο ψωμί και ό,τι άλλο μπορούσε να
τους διαθέσει. Διέθετε ακόμη και το δικό του φαγητό στους ενδεείς. Οι
αδελφοί της μονής κάποιες φορές δεν
κατανοούσαν αυτή τη γενναιοδωρία του
Οσίου Διονυσίου, η οποία κάποιες φορές
απειλούσε να εξαντλήσει ακόμη
και τις λιγοστές
προμήθειες της μονής.
Στη
βιογραφία του Οσίου Διονυσίου καταγράφεται το παρακάτω περιστατικό: «Ένας
νέος μεταμφιέσθηκε σε ζητιάνο με την καθοδήγηση των μοναχών. Αυτός πήγε στην πόρτα του μοναστηριού
και ζήτησε βοήθεια από τον Όσιο Διονύσιο. Εκείνος του έδωσε
χρήματα, αλλά το ίδιο βράδυ οι μοναχοί
απεκάλυψαν στον Όσιο τι είχαν
κάνει
δίδοντάς του πίσω τα χρήματα που είχε δώσει στο νέο. Ο Όσιος, χωρίς να θυμώσει, τους είπε ότι εφ’ όσον είναι εντολή
του Κυρίου να κάνουμε
το καλό θα πρέπει να σταματήσουν
να του υποδεικνύουν να πάψει να είναι ελεήμων.
Κατηχώντας τους άλλους
μοναχούς, έλεγε: «Παιδιά
μου, μη φοβάσθε
τους κόπους
που έχει η έρημος
και μην αφήνετε
την άσκηση. Μέσα από πολλές
δοκιμασίες θα φθάσουμε
στη Βασιλεία των Ουρανών. Ελευθερωθείτε με τη νηστεία
από κάθε χοϊκό και φθαρτό πράγμα. Η
προσευχή μας πρέπει να πηγάζει
από την καθαρή καρδιά μας και θα πρέπει να είμαστε ταπεινοί.
Σχετικά με την ελεημοσύνη σας υπενθυμίζω τα λόγια του Κυρίου:
«Μακάριοι οι
ελεήμονες». Άς είμαστε
ελεήμονες απέναντι σε όλους και ο Κύριος θα δείξει
έλεος και σε εμάς,
διότι αγαπά τον Θεό μόνον όποιος
αγαπά τον αδελφό του».
Επτά
χρόνια πριν την
κοίμησή του ο
Όσιος έσκαψε τον τάφο
του και κάθε
ημέρα τον επισκεπτόταν.
Με αυτό
τον τρόπο καλλιεργούσε στην καρδιά
του τη μνήμη του θανάτου.
Ο Όσιος Διονύσιος κοιμήθηκε με ειρήνη, το 1437, σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών.
Ο Όσιος Διονύσιος κοιμήθηκε με ειρήνη, το 1437, σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών.
Saint Dionysius the
Glüssetsk miracle worker
Saint Dionysius, a
Demetrius world, was born, probably in 1362, on the outskirts of the city of
Vologda, Russia. From an early age he loved lonely life. For this reason he
left his father's house and entered, in 1386/87, in the Spasokamenskii
monastery. Abbot was Dionysius the Greek, later Bishop Rostov († 1425). Young
Demetrius, with tears in his eyes, instructed the abbot to make him a monk.
Abbot Dionysios, seeing his intimate zeal, proceeded to the lonely tiredness
and gave him the name Dionysius, while trusting him in the spiritual guidance
of one of the monks' sisters. There he lived for nine years with obedience,
fasting and uninterrupted prayer, never reducing his exercise until the end of
his life.
Humility, exercise in
love, and diligence have made Othon Dionysius very dear to the monks, who
considered him a man of great spiritual weight.
From the monastery he
left, along with the monk Pachomio, after the blessing of the abbot, to the
forgotten monastery of Agios Loukas, seeking for peace. The saintly life and
spiritual wisdom of St. Dionysios attracted many people. The Savior behaved to
all as a true father. He also held the charisma of the hagiographer while
working as a carpenter and blacksmith for the needs of the monastery. It did
not work a minute without worrying and ate only minimal food when it exhausted
all its forces. In 1396, Saint Dionysius was ordained deacon and eldest by
Archbishop of Rostov Gregory († 1416).
But the monk Pachomios did
not endure the harsh exercise and that is why the Holy Dionysius had to leave
that part with him. He headed east to Lake Koumbensko, 15 km from the river
Glucika. It was installed in a remote place surrounded by trees. In this place
he raised the cross from St. Luke and after he built a cell, he isolated the
hard life of the hermit. With the arrival of a star and some other brothers who
wished to stay with him around 1400, he created a small lonely brotherhood. The
thought of building a monastery was cultivated. With the help of the prince of
the region, who was his father, Prince Ioasaf, who became a monk, workers were
sent and the monastery was built. In 1402, Saint Dionysios went to Rostov in
order to obtain the permission of Bishop Grigorios for the erection of the new
monastery. The Bishop advised Osios to establish a monastic monastery, so that
the monks would not have personal property and live with communal property in
the style of the Apostles. In 1403, the wooden temple of the monastery, which
was dedicated to the Virgin Mary, ended.
At that time, the fathers
of the monastery were about 15 and they were monks according to the strict
rules of the Mount Athos. As the number of the monks' brothers grew gradually,
in 1412, a new church was built, and it was dedicated to the Virgin Mary.
Love for deserted life was
rooted in the heart of Saint Dionysios and caused him to settle in a remote and
hidden place. So he decided to go 4 kilometers away from the monastery on the
banks of the river Glushika, a region later named Sovovets. There he lived in
the ignorance of the monks, praying and fasting fast. After great pressure from
the other monks, Saint Dionysius returned to the monastery, but decided to
build small ascetics in the area of Sonsovets for those monks who wished to retire
in the desert. In 1419, he went back to Rostov in order to get the blessing of
the Bishop for the new monastery. The Bishop, after giving him his blessing,
offered him an icon of the Virgin Mary of the Virgin and various other vessels
for the temple. Thus in Synovetz was built, in 1420, a church dedicated to St.
John the Baptist. For the erection of the monastery, Saint Dionysios managed to
secure the financial support of Prince George, who rescues three letters of his
donations. About 1422, Saint Dionysios left the monastery of Glusika and the
ruler, to live even more ascetically with some monks in Synovec.
Love to the poor and
charity was a special feature of the spirituality of Saint Dionysios. In times
of hunger, many were the ones who fled to the monastery to get some bread and
whatever else he could give them. He even gave his own food to the needy.
Sometimes the brothers of the monastery did not understand this generosity of
Saint Dionysios, which at times threatened to exhaust even the few supplies of
the monastery.
In the biography of Saint
Dionysios the following incident is recorded: "A young man was disguised
as a beggar under the guidance of the monks. He went to the door of the monastery
and asked for help from Osio Dionysios. He gave him money, but the same night
the monks revealed to Osios what they had done by giving him back the money he
had given to the new one. The Saint, without being annoyed, told them that as
long as the Lord is commanded to do the good, they should stop telling him to
cease to be merciful. Conquering the other monks, he said: "My children,
do not fear the trouble of the desert and do not let exercise. Through many
trials we will reach the Kingdom of Heaven. Free up with fasting from every
peculiar and perishable thing. Our prayer must spring from our pure heart and
we must be humble. Concerning your alms, I remind you of the words of the Lord:
"Blessed be merciful." Let us be merciful to all, and the Lord will show
mercy to us, because he loves God only who loves his brother. "
Seven years before his
death Osios dug his grave and visited him every day. In this way he cultivated
in his heart the memory of death.
Saint Dionysios slept in
peace in 1437 at the age of seventy-five.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου