Λουκᾶ
3,19-22
19 Ὁ
δὲ Ἡρῴδης ὁ
τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ᾿
αὐτοῦ περὶ Ἡρῳδιάδος
τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ καὶ περὶ
πάντων ὧν ἐποίησε
πονηρῶν ὁ Ἡρῴδης,
20 προσέθηκε καὶ τοῦτο
ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε
τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ.
Η βάπτισις του Ιησού Χριστού
21 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα
τὸν λαὸν
καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν
22 καὶ
καταβῆναι τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ
περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν,
καὶ φωνὴν
ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι
λέγουσαν· σὺ ε ἶ ὁ
υἱός μου ὁ
ἀγαπητός, ἐν σοὶ
εὐδόκησα.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λουκά
3,19-22
19 Ο
δὲ Ηρώδης ο τετράρχης, επειδή
κατηγορείτο από αυτόν
δια την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του
αδελφού του, και
δι’ όλα τα κακά
που είχε κάνει
ο Ηρώδης,
20 προσέθεσε σ’ όλα
αυτά και τούτο: έκλεισε
τον Ιωάννη στην
φυλακή.
Η βάπτισις
του Ιησού Χριστού
21 Όταν όλος
ο λαός είχε βαπτισθεί
και ο Ιησούς επίσης είχε βαπτισθεί
και προσευχότανε,
22 άνοιξε
ο ουρανός και κατέβηκε
το Πνεύμα το
Ἅγιο επάνω του υπό
σωματική μορφή σαν
περιστερά και ήλθε
φωνή από τον ουρανό, «Συ είσαι
ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα
ευαρεστούμαι».
Ἰακ.
4,7-5,9
7 Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ.
Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ
φεύξεται ἀφ' ὑμῶν·
8 ἐγγίσατε τῷ
Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ
ὑμῖν. καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοὶ καὶ ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι.
9 Ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ
γέλως ὑμῶν εἰς
πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ
εἰς κατήφειαν.
10 Ταπεινώθητε ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου,
καὶ ὑψώσει
ὑμᾶς.
11 Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί. ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτής.
11 Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί. ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτής.
12 Εἷς
ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ὁ
δυνάμενος σῶσαι καὶ
ἀπολέσαι· σὺ
δὲ τίς εἶ ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον;
Εναντίον της
υπερηφανείας των πλουσίων
13 Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον καὶ
αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ
ποιήσομεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν·
14 οἵτινες
οὐκ ἐπίστασθε τὸ
τῆς αὔριον· ποία γὰρ
ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς
γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη,
ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη·
15 ἀντὶ τοῦ
λέγειν ὑμᾶς, ἐὰν ὁ
Κύριος θελήσῃ, καὶ
ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ
ἐκεῖνο.
16 Νῦν
δὲ καυχᾶσθε ἐν
ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν·
πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν.
17 Εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν.
17 Εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν.
Εναντίον της εξάσκησης τῆς
πίεσης υπό των πλουσίων
1 Ἄγε
νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς
ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις·
2 ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ
τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα
γέγονεν,
3 ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ
ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς
μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. Ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις.
4 Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς
χώρας ὑμῶν ὁ
ἀπεστερημένος ἀφ' ὑμῶν
κράζει, καὶ
αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου
Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν.
5 Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας
ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ
σφαγῆς.
6 Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον·
οὐκ ἀντιτάσσεται
ὑμῖν.
Προτροπή
προς υπομονήν
7 Μακροθυμήσατε οὖν,
ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας
τοῦ Κυρίου.
Ἰδοὺ ὁ γεωργὸς
ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς,
μακροθυμῶν ἐπ' αὐτῷ ἕως
λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον.
8 Μακροθυμήσατε καὶ
ὑμεῖς, στηρίξατε
τὰς καρδίας
ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ
Κυρίου ἤγγικε.
9 Μὴ
στενάζετε κατ' ἀλλήλων,
ἀδελφοί, ἵνα μὴ
κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς
πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιακ.
4,7-5,9
7 Υποταχθήτε λοιπόν
στον Θεόν· αντισταθήτε
στον διάβολο και θα
φύγει από σας.
8 Πλησιάστε προς
τον Θεό και
θα σας πλησιάσει
και αυτός. Καθαρίσατε τα
χέρια σας, ω
αμαρτωλοί, και άς
είναι αγνές οι
καρδιές σας, ω δίγνωμοι.
9 Λυπηθήτε, πενθήσατε
και κλαύσατε. Το
γέλοιο σας άς μεταβληθεί σε πένθος
και η χαρά
σας σε κατήφειαν.
10 Ταπεινωθήτε ενώπιον
του Κυρίου και
αυτός θα σας
υψώσει.
11 Μη
κακολογήτε ο ένας
τον άλλον, αδελφοί.
Εκείνος που κακολογεί αδελφὸ και
κρίνει αδελφό του,
κακολογεί τον νόμο
και κρίνει τον νόμον.
Αλλ’ εάν κρίνεις
τον νόμο, τότε
δεν είσαι εκτελεστής
του νόμου αλλά κριτής του.
12 Ένας νομοθέτης
και κριτής, εκείνος
που μπορεί να
σώσει και να καταστρέψει. Ποιος
είσαι εσύ που
κρίνεις τον άλλον;
Εναντίον της
υπερηφανείας των πλουσίων
13 Ελάτε
τώρα σεις που λέγετε,
«Σήμερα
ή αύριο θα
πάμε σ’ αυτήν την
πόλιν και θα
μείνωμε εκεί ένα
χρόνο· θα εμπορευθούμε
και θα κερδίσωμε χρήματα».
14 Σεις
που δεν ξέρετε
τι
θα συμβεί αύριο.
Ποια είναι η ζωή σας;
Είσθε σαν τον ατμό,
που φαίνεται για
λίγο διάστημα και
έπειτα εξαφανίζεται.
15 Να
λέγετε μάλλον, «Εάν ο
Κύριος
θελήσει, θα ζήσωμεν
και θα κάνωμεν τούτο
ή εκείνο».
16 Τώρα
όμως καυχάσθε με
τις αλαζονείες σας,
αλλά κάθε τέτοια καύχησις είναι κακή.
17 Εκείνος που ξέρει τι καλό πρέπει να κάνει και δεν το κάνει, αμαρτάνει.
17 Εκείνος που ξέρει τι καλό πρέπει να κάνει και δεν το κάνει, αμαρτάνει.
Εναντίον της
εξασκήσεως πιέσεως υπό των
πλουσίων
1 Ελάτε
τώρα, σεις οι πλούσιοι,
κλαύσατε και θρηνήσατε
για τις συμφορές
που σας έρχονται.
2 Ο πλούτός σας
έχει σαπίσει και
τα ενδύματά σας
είναι φαγωμένα από τον
σκόρο,
3 το
χρυσάφι σας και
το ασήμι σας έχουν
σκουριάσει και
η σκουριά τους θα
είναι μία μαρτυρία
εναντίον σας, και θα φάγει
τις σάρκες σας
σαν φωτιά. Εθησαυρίσατε για
τις έσχατες ημέρες.
4 Τα
ημερομίσθια των εργατών
που θέρισαν τα
χωράφια σας, και
σεις τους τα στερήσατε,
φωνάζουν, και οι
βοές των θεριστών
έχουν φτάσει στα
αυτιά του Κυρίου Σαβαώθ.
5 Ζήσατε
στην γην με πολυτέλεια και
απολαύσεις, παχύνατε σαν τα
ζώα για
την ημέρα που
θα τα σφάξουν.
6 Κατεδικάσατε, σκοτώσατε
τον αθώο· όμως
σας φέρει αντίστασιν.
Προτροπή προς
υπομονήν
7 Φανήτε
λοιπόν υπομονητικοί, αδελφοί,
μέχρι της ελεύσεως
του Κυρίου. Ο γεωργός
περιμένει τον πολύτιμον
καρπόν της γης
με υπομονή, έως ότου
πέσει η πρώϊμη
και όψιμη βροχή.
8 Φανήτε
και σεις υπομονητικοί, δυναμώστε
τις καρδιές σας,
διότι η έλευσις του
Κυρίου πλησιάζει.
9 Μη
στενάζετε ο ένας
εναντίον του άλλου,
αδελφοί, για να μη
κατακριθήτε. Ιδού, ο
δικαστής στέκεται στην
είσοδον.
Luke 3: 19-22
19 The son of Herod, the queen, because he was accused
by him of Herodias, his brother's wife, and of all the evil that Herod had
done,
20 He added to all these things: He closed John in
jail.
The Baptism of Jesus Christ
21 When all the people were baptized, and Jesus also
was baptized and prayed,
22 the sky was opened, and the Spirit came upon it in
a corpse like a dove, and there came a voice from heaven, "Thou art my Son
my beloved, I delight in thee."
Iak. 4.7-5.9
7 Defeat therefore unto God; resist the devil, and he
shall depart from you.
8 Come near to God, and He will come near you. You
have cleansed your hands, O sinners, and your hearts are pure, as you are.
9 Rejoice, mourn and you have. Let your laugh change
into mourning and your joy in disarray.
10 Be humbled in the sight of the Lord, and he will
raise you up.
11 Do not abuse one another, brethren. The one who
blames a brother and judges his brother, maligns the law and judges the law.
But if you judge the law, then you are not an executor of the law but a judge.
12 A legislator and judge, the one who can save and
destroy. Who are you judging the other?
Against the pride of the rich
13 Come now, what do you say, "Today or tomorrow
we will go to this city and stay there for a year; we will sell and we will
make money."
14 You do not know what will happen tomorrow. What is
your life? You are like the steam, which looks for a while and then disappears.
15 You may say, "If the Lord wills, we will live
and do this or that".
16 But now ye boast with your arrogance, but every
such wickedness is evil.
17 He who knows what good he must do and does not do
so, he sinn.
Against exerting pressure on the rich
1 Come now, thou art the rich, thou hast lusted, and
mourned for the afflictions that are come upon thee.
2 Your wealth is rotten, and your garments are eaten
by the moth,
3 Your gold and silver have rust, and their rust will
be a testimony against you, and it will eat your flesh like fire. You rejoiced
for the last days.
4 The wages of the laborers that have destroyed your
fields, and ye have forsaken them, cry, and the harvest beasts have come to the
ears of the Lord Sabbath.
5 You lived in the land with luxury and pleasure; you
were as thick as the animals for the day that they would slaughter them.
6 Thou hast stolen, thou hast killed the innocent, but
it bears thee.
Prompt for patience
7 Be ye therefore patient, brethren, until the coming
of the Lord. The farmer is waiting for the precious fruit of the earth with
patience until the early and late rain falls.
8 Thou shalt also be patient, strengthen thy hearts:
for the coming of the Lord is near.
9 Do not strait against one another, brethren, lest
you condemn yourself. Behold, the judge stands in the
entrance.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου