Ο Όσιος Μάξιμος
ο Ομολογητής καταγόταν από επιφανή
οικογένεια και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το
έτος 580 μ.Χ.
Έλαβε τη συνήθη
εγκυκλοπαιδική μόρφωση και επιδόθηκε ιδιαίτερα στη σπουδή
της φιλοσοφίας. Υπό του αυτοκράτορος Ηρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) προσελήφθη ως αρχιγραμματεύς αυτού. Παρέμεινε στη θέση αυτή για λίγα
μόνο χρόνια, αλλά
διατήρησε τις σχέσεις του και αλληλογραφία
με πρόσωπα του δημόσιου βίου.
Αφού
παραιτήθηκε, το 614 μ.Χ., από το
αξίωμα
του αρχιγραμματέως, εγκατέλειψε τον κόσμο και ακολούθησε τον
μοναχικό βίο. Ασκήτεψε
σε μονή της Χρυσουπόλεως, που βρισκόταν έναντι της Κωνσταντινουπόλεως και διετέλεσε
ηγούμενος αυτής.
Εκεί απέκτησε ως μαθητή τον Αναστάσιο, ο οποίος τον
ακολούθησε σε όλη
του τη ζωή.
Σύμφωνα
με την διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου η
εργασία των εντολών του Θεού
και η συμμόρφωση
του βίου του ανθρώπου
προς την
Θεία διδασκαλία αποτελούν βάση
στερεά, επί της οποίας
θα οικοδομηθεί η πνευματική ανύψωση του νου. Πρώτο βήμα για
τον σκοπό
αυτό αποτελεί η απόδυση από το νου
όλων των παθών που τον
ενοχλούν, τα οποία έχουν την
βάση και την
αφορμή τους στο
σώμα. Καλείται δηλαδή
ο άνθρωπος να μην ακολουθήσει
την κίνηση των αισθητών,
να μην
γίνει δούλος των φυσικών του ορμών και παθών, αλλά να ακολουθήσει τα υπέρ φύσιν. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ανάλογα προς την
εκλογή. Εκείνος που ακολουθεί την κίνηση των αισθητών
υφίσταται και την φυσική φθορά
αυτών και συναλλοιώνεται με
αυτά, ενώ ο αναστάς
«της εμπαθούς περί τα φαινόμενα διαθέσεως, την των φαινομένων έθυσε κίνησιν
και την πρακτικήν κατορθώσας
έφαγεν αρετήν». Η πράξη της αρετής
είναι έργο της
ανθρώπινης και της θείας δυνάμεως. Κανένα χάρισμα
δεν μπορεί να
αποκτήσει ο άνθρωπος μόνο
με την φυσική του δύναμη.
Η επιμονή του
Αγίου Μαξίμου στο
σημείο αυτό είναι φανερή
σε όλη
του τη διδασκαλία, διότι φοβάται
μήπως ο άνθρωπος
περιπέσει στο πάθος της υπερηφάνειας.
Ο Θεός, παρατηρεί, έδωσε στον άνθρωπο
δύναμη, για να πράττει
τις αρετές.
Έτσι,
λοιπόν, ασκήτευε ο μακάριος Ομολογητής. Αλλά η
περσική απειλή, που είχε δημιουργήσει για την
Βυζαντινή Αυτοκρατορία κρίσιμη κατάσταση, έσπασε την ησυχία του και τον αγώνα
του για την κατάκτηση των αρετών
από τον τόπο της
ασκήσεώς του. Για
πολλά χρόνια οι
Πέρσες εμφανίζονταν στην ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Φαίνετε δε, ότι κατά την διάρκεια μιας εισβολής τους στη Χρυσούπολη, το
624 μ.Χ., ο Άγιος Μάξιμος
αναγκάστηκε να αποσυρθεί με τους μαθητές του νοτιότερα, στην Κύζικο.
Εκεί
διέμεινε για δύο
περίπου χρόνια στή
μονή του Αγίου Γεωργίου
και συναναστρεφόταν με τον
Επίσκοπο Ιωάννη μετά του οποίου
αντήλλαξε αργότερα επιστολές. Ίσως να είχε
αρχίσει νωρίτερα την συγγραφική
του
δράση, αλλά ήδη
από την εποχή αυτή επιδίδεται εντατικά στο έργο της συγγραφής.
Λόγω
συνεχίσεως των Περσικών
καταδρομών ο Άγιος
υποχρεώνεται
να φύγει, το
626 μ.Χ., και
από την Κύζικο.
Έρχεται για λίγο
στην Κρήτη και στην συνέχεια μεταβαίνει στην
Αφρική. Θεωρείται δε πιθανό να
πέρασε και από
την Κύπρο. Στην Καρχηδόνα εμφανίζεται
την Πεντηκοστή του έτους
632 μ.Χ., αλλά
είχε φθάσει εκεί
νωρίτερα. Κατά τα
χρόνια αυτά συγγράφει δύο από
τα σπουδαιότερα έργα
του, το «Προς Θαλάσσιον»
και «Περί Αποριών».
Εγκαταβίωσε
στην μονή Ευκρατά της Καρχηδόνας, όπου ήταν εγκατεστημένος και άλλος φυγάς, από την Παλαιστίνη,
ο
Σωφρόνιος. Εκεί έμαθε
τις ενέργειες του νέου Πατριάρχη Αλεξανδρείας
Κύρου, οι οποίες απέληξαν το 633 μ.Χ. στην ενωτική
συμφωνία που διαμόρφωσε
την αίρεση του Μονοενεργητισμού. Ο
Σωφρόνιος τάχθηκε αμέσως
εναντίων της νέας
αυτής μορφής της χριστολογικής αιρέσεως.
Στην θέση του
αυτή τον ακολούθησε ο Άγιος
Μάξιμος. Έτσι συμμετείχε
στη σύνοδο του Λατερανού,
η οποία συγκλήθηκε το έτος 649 μ.Χ. επί Πάπα Ρώμης Μαρτίνου Α’, όπου καταδικάσθηκε ο
Μονοθελητισμός και
αναθεματίσθηκαν εκείνοι που ανοήτως
δογμάτιζαν ότι ο
Χριστός έχει μία μόνο θέληση, τη
θεία, σε αντίθεση προς την Ορθόδοξη διδασκαλία,
κατά την οποία
ο Χριστός έχει
δυο θελήσεις, τη
θεία και την ανθρώπινη,
ως Θεάνθρωπος. Στην ίδια Σύνοδο αποδοκιμάσθηκε διάταγμα του τότε
αυτοκράτορα Κώνσταντος,
δια του οποίου
δεν επιτρεπόταν η συζήτηση
περί
Μονοθελητισμού.
Ο αυτοκράτορας Κώνστας (641 – 668 μ.Χ.) οργίσθηκε γι’ αυτό.
Ο
Άγιος συνελήφθη από τον έξαρχο
και βασιλικό επίτροπο της
Ιταλίας Θεοδόσιο και οδηγήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους
δύο φίλους του Αναστασίους.
Ο
αυτοκράτορας εξόρισε τον
Άγιο Μάξιμο,
το 655 μ.Χ. στη
Βιζύη, μέσα στο
Ρήγιο
και στην συνέχεια
στην πόλη Πέρβερα.
Μετά από έξι χρόνια ανακλήθηκε
και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, όπως
και οι συμμοναστές του, για μία Τρίτη προσπάθεια προσεταιρισμού του. Ο Άγιος
αρνήθηκε. Αναθεματίσθηκε, κακοποιήθηκε και
διαπομπεύθηκε. Η κακοποίηση
του Αγίου έδωσε αφορμή για τη διαμόρφωση παραδόσεως περί αποκοπής της γλώσσας
και της δεξιάς χειρός
αυτού. Μετά από
αυτά εξορίσθηκε
στη Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις, όπου και
κοιμήθηκε οσίως στις 13 Αυγούστου του έτους 662 μ.Χ.
Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του.
Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του.
Θείου
Πνεύματος, τη επομβρία, ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων
πανεύφημε· θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν,
ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ
Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.
Ορθοδοξίας οδηγέ, ευσεβείας Διδάσκαλε και σεμνότητος, της Εκκλησίας ο φωστήρ, των Μοναζόντων θεόπνευστον εγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταις διδαχαίς σου πάντας εφώτισας, λύρα του Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ορθοδοξίας οδηγέ, ευσεβείας Διδάσκαλε και σεμνότητος, της Εκκλησίας ο φωστήρ, των Μοναζόντων θεόπνευστον εγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταις διδαχαίς σου πάντας εφώτισας, λύρα του Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ήχος
πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Ως της Τριάδος εραστής
και μύστης ένθεος
Ορθοδοξίας εκδιδάσκεις
την ακρίβειαν
Δια λόγου
τε και βίου ηκριβωμένου·
Τον
Χριστόν γαρ εν δυσί τελείαις
φύσεσιν, Ενεργείαις και θελήσεσιν
εκήρυξας
Τοις βοώσί σοι, χαίροις μέγιστε Μάξιμε.
Τοις βοώσί σοι, χαίροις μέγιστε Μάξιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ευσεβείας στήλη λαμπρά, και θεολογίας, επιστήμων θεοειδής· χαίροις ορθοδόξων δογμάτων μυστογράφε, Μάξιμε θεηγόρε, σοφίας τρόφιμε.
Χαίροις ευσεβείας στήλη λαμπρά, και θεολογίας, επιστήμων θεοειδής· χαίροις ορθοδόξων δογμάτων μυστογράφε, Μάξιμε θεηγόρε, σοφίας τρόφιμε.
The Holy Maximus the
Confessor
The Holy Maximus the
Confessor came from an eminent family and was born in Constantinople in the
year 580 AD. He received the usual encyclopedic education and was particularly
involved in the study of philosophy. Under the emperor of Heraklion (610 - 641
AD) he was recruited as its chief architects. He remained in this position for
only a few years, but maintained his relations and correspondence with faces of
public life.
After he resigned, in 614
AD, from the post of chief architect, he abandoned the world and followed the
lonely life. He practiced in a monastery in Chrysopolis, which was against
Constantinople and was his abbot. Here Anastasios became a student, who
followed him throughout his life.
According to the teaching
of St. Maximus, the work of God's commandments and the compliance of man's life
with Divine teaching are a solid foundation upon which the spiritual uplifting
of the mind will be built. The first step for this purpose is the debauchery of
the minds of all the annoying ones, which have their basis and cause in the
body. It is called that man should not follow the movement of the senses, not
become a servant of his natural bumps and passions, but to follow the
pro-nature. The results are presented according to the election. The one who
follows the movement of the senses suffers their physical weariness and
interacts with them, while the anastasis "of the passionate about the
phenomena of mood, the phenomenon of motion and the practice of possessed
enigmatic virtue". The act of virtue is a work of human and divine power.
No man can gain a gift with his physical strength alone. The persistence of St.
Maximus at this point is evident in all of his teaching because he is afraid
that man will fall into the passion of pride. God, he observes, has given man
power to do the virtues.
Thus, the blessed
Confessor exercised. But the Persian threat that he had created for the
Byzantine Empire a critical situation broke his quietness and struggle to
conquer virtues from his place of exercise. For many years, the Persians
appeared on the coast across from Constantinople. You can see that during their
invasion of Chrysoupolis, in 624 AD, Saint Maximus was forced to retire with
his students to the south, at Cyzicus. There he stayed for about two years in
the monastery of St. George and he was engaged with Bishop John, after whom he
later exchanged letters. Perhaps he had begun earlier his writing, but since
that time he has been intensely involved in writing.
Because of the persistence
of Persian cruises, the Saint is obliged to leave, in 626 AD, and Cyzicus. He
arrives for a while in Crete and then goes to Africa. It is also thought to
have passed from Cyprus. In Carthage the Pentecost of the year 632 AD appeared,
but it had arrived there earlier. Over the years, he wrote two of his greatest
works, "To the Sea" and "To Care".
He settled in the Eukratus
monastery in Carthage, where another fugitive from Palestine, Sophronios, was
established. There he learned the actions of the new Patriarch of Alexandria of
Cyrus, which ended in 633 AD. in the unifying agreement that formed the heresy
of Mono-activism. Sophronios immediately stood against this new form of
Christ's heresy. St. Maximus followed him in his place. So he participated in
the Lateran meeting, which was convened in the year 649 AD. on Pope of Rome
Martine I, where Monothelitism was condemned, and those who grudgingly conceded
that Christ has only one will, the aunt, contrary to the Orthodox teaching, in
which Christ has two wishes, aunt and human, as the Godfather. The same Synod
was condemned by a decree of the then Emperor Konstantos, by which the
Monotheism debate was not allowed.
Emperor Constas (641-668
AD) was angry about it. The Saint was arrested by the ex-royal and royal
commissioner of Italy Theodosius and led to Constantinople along with his two
Anastasios friends. The Emperor exiled Saint Maximus in 655 AD. in Vizia, in
Rigi and then in the city of Pervera. After six years he was again taken back
to Constantinople, as did his comrades, for a third attempt to join him. The
Saint refused. It was annoyed, abused and intertwined. The abuse of the Saint
gave rise to the formation of a tradition of cutting off his tongue and right
hand. After that, he was exiled to the Lazio of Pontus, in the Shimarris
fortress, where he slept on August 13, 662 AD.
His honest relic was
buried in the monastery of Saint Arsenios, in the country of Lazos. From his
tomb came light every night and enlightened the area, which testified to his
holiness.
Apolyticus. Sound c '.
Divine Faith.
The Holy Spirit, the
Epiphany, the wailing kennel, the Church, and the supernatural doctrines we
have; the theologians of the Word, the hymn, the bondage, the blessing of the
Lord. Father Maximus, Christ the God begged, the gift of mercy was given.
Another Apolitikion.
Sounds flat d '.
Orthodoxy guide, pious
Teacher and Majesty, the Church the Light, the Monasians, the God-inspired
gesture, the Wise Wise, your all-enunciated teachings, the lyre of the Spirit.
Christ was God, save our souls.
Kontakion. Sounds flat d
'. I'm overwhelmed.
As the Trinity lover and
intimate bow
Orthodoxy you make the
precision
By virtue of the fact that
it is time-honored;
Christ in a dying nature,
acting and willing to pronounce
Your beggars, cheerful
ones, Maxime.
Majesty.
Happy joyful column of
brilliant, and theology, theologian scholars; good-hearted orthodox doctrines,
mystifying, Maximize lie, wisdom we eat.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου