Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και
έζησε περί τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. Ο πατέρας
του
ονομαζόταν Ευτρόπιος και
ήταν συγκλητικός. Η μητέρα
του
ονομαζόταν Θεοδώρα.
Ο
Ιωάννης από πολύ μικρή ηλικία αγάπησε τον μοναχικό βίο και φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στον κοσμικό
στρόβιλο, έχανε το ηθικό του και τη
σωτηρία της ψυχής του, έφυγε από την
πατρική οικία και ήλθε στη Μονή των Ακοιμήτων, όπου εκάρη μοναχός. Αλλά,
με τον καιρό, η αγάπη των γονέων
του τον έβαλε στον πειρασμό της
επιστροφής στην πατρική οικία. Ο πειρασμός έγινε ακόμα
μεγαλύτερος, όταν πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του ήταν
απαρηγόρητη για την εξαφάνισή του, ο δε πατέρας του ζούσε
βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τα πλούτη του σε
ματαιότητες και φαντασίες. Επιθύμησε λοιπόν να τους δει, όχι μόνο για να αναπαύσει με την
παρουσία του την ψυχή τους, αλλά και για να παρηγορήσει
τη μητέρα του και να συντελέσει
στη μετάνοια του πατέρα του. Θα ήταν
όμως αυτό δυνατό,
εάν παρουσιαζόταν ως υιός τους και τους απηύθυνε τις συμβουλές
και τις παρακλήσεις του;
Σχετικά,
λοιπόν, με το πρόβλημά του πληροφόρησε τον ηγούμενο της Μονής και του ζήτησε να
επιτρέψει να πάει στους γονείς του. Ο ηγούμενος, πράγματι, έδωσε την ευλογία
του να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Έτσι ο Όσιος, ενδύθηκε με παλαιά
και τριμμένα ράσα και με την πτωχική αυτή
εμφάνιση, έφθασε έξω από το σπίτι των γονιών του. Τους παρουσιάσθηκε ως
μοναχός, χωρίς να τους πει ποιος είναι. Η ευγένεια της φυσιογνωμίας του και η φρόνηση των λόγων του έκαναν την μητέρα του
να τον παρακαλέσει να έρχεται καθημερινὰ στο σπίτι. Αλλά και ο
πατέρας του τον συμπάθησε για την ευεργετική επιρροή που
εξάσκησε στην καρδιά της συζύγου
του.
Κατασκεύασε,
λοιπόν, έξω, στην αυλή του σπιτιού, μια πολύ μικρή καλύβα όπου και
έμενε, χωρίς κανείς να γνωρίζει
ποιος ήταν. Μετά τρία χρόνια οι
προσπάθειές του, με τη θεία Χάρη, άρχισαν
να
αποφέρουν καρπούς. Ο πατέρας του άρχισε να
ζει Χριστιανική ζωή
και η μητέρα
του είχε ελευθερωθεί
από το ζόφο της επιθυμίας. Και
τότε ο Ιωάννης
σκέφθηκε, ότι πλησίαζε η ώρα που θα μπορούσε να φανερωθεί.
Αλλά ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, η όντως ζωή, του γνώρισε με μυστικό τρόπο, ότι ήταν η ώρα να τον καλέσει πλησίον Του. Τότε ο Όσιος κάλεσε κοντά του τους γονείς του, τους έδειξε το χρυσόδετο Ευαγγέλιο, το οποίο είχαν φτιάξει προς χάρη του και με τον τρόπο αυτό τους φανέρωσε τον εαυτό του. Με γαλήνη τους απηύθυνε λόγους παρηγοριάς και εγκαρδιώσεως και τους παρακάλεσε να μείνουν αφιερωμένοι στον Θεό και τον πλησίον, αφιερώνοντας τα πλούτη τους στους πτωχούς και ενδεείς των οποίων η ζωή φθείρεται και η αξιοπρέπεια κινδυνεύει από τις έσχατες στερήσεις. Ακολούθως, παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Αλλά ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, η όντως ζωή, του γνώρισε με μυστικό τρόπο, ότι ήταν η ώρα να τον καλέσει πλησίον Του. Τότε ο Όσιος κάλεσε κοντά του τους γονείς του, τους έδειξε το χρυσόδετο Ευαγγέλιο, το οποίο είχαν φτιάξει προς χάρη του και με τον τρόπο αυτό τους φανέρωσε τον εαυτό του. Με γαλήνη τους απηύθυνε λόγους παρηγοριάς και εγκαρδιώσεως και τους παρακάλεσε να μείνουν αφιερωμένοι στον Θεό και τον πλησίον, αφιερώνοντας τα πλούτη τους στους πτωχούς και ενδεείς των οποίων η ζωή φθείρεται και η αξιοπρέπεια κινδυνεύει από τις έσχατες στερήσεις. Ακολούθως, παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Εκ βρέφους τον Κύριον, επιποθήσας θερμώς, τον κόσμον κατέλιπες, και τα εν κόσμω τερπνά, και ήσκησας άριστα· έπηξας την καλύβην, προ πυλών σων γονέων· έθραυσας τας ενέδρας, των δαιμόνων παμμάκαρ· διο σε Ιωάννη ο Χριστός, αξίως εδόξασε.
Εκ βρέφους τον Κύριον, επιποθήσας θερμώς, τον κόσμον κατέλιπες, και τα εν κόσμω τερπνά, και ήσκησας άριστα· έπηξας την καλύβην, προ πυλών σων γονέων· έθραυσας τας ενέδρας, των δαιμόνων παμμάκαρ· διο σε Ιωάννη ο Χριστός, αξίως εδόξασε.
Κοντάκιον. Ήχος β’.
Τα άνω ζητών.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων των σων, τον πλούτον εγκατέλιπες, και το Ευαγγέλιον, ταις χερσί σου κρατών ηκολούθησας, Ιωάννη Χριστώ τω Θεώ, πρεσβεύων απαύστως υπὲρ πάντων ημών.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων των σων, τον πλούτον εγκατέλιπες, και το Ευαγγέλιον, ταις χερσί σου κρατών ηκολούθησας, Ιωάννη Χριστώ τω Θεώ, πρεσβεύων απαύστως υπὲρ πάντων ημών.
Μεγαλυνάριον.
Πλούτον απανθοῦντα καταλιπών, εν πτωχεία πλούτου, πλούτος ώφθης πνευματικός· και αντί καλύβης, φωτοφανή παστάδα, ο Λόγος Ιωάννη, λαμπρώς σοι δέδωκε.
Πλούτον απανθοῦντα καταλιπών, εν πτωχεία πλούτου, πλούτος ώφθης πνευματικός· και αντί καλύβης, φωτοφανή παστάδα, ο Λόγος Ιωάννη, λαμπρώς σοι δέδωκε.
Saint John the Kaliwite
the poor Christ
Saint John was born in
Constantinople and lived around the middle of the 5th century AD. His father
was called Eutropius and was a senator. His mother was called Theodora.
John, from a very early
age, loved the lonely life, and fearing that, by breaking into the cosmic
turbine, he would lose his morale and the salvation of his soul, departed from
his father's house and came to the Monastery of the Acimites, where he was a
monk. But, over time, the love of his parents tempered him to return to his
father's home. The temptation grew even bigger when he learned that his mother
was indiscriminate for his disappearance, and that his father lived a life of
cosmic life, spending his riches on vanities and fantasies. He wished to see
them, not only to rest with their presence their soul, but also to comfort his
mother and to contribute to the repentance of his father. But would that be
possible if it were presented as their son and addressed to them his advice and
requests?
So, with his problem, he
informed the Abbot of the Monastery and asked him to allow him to go to his
parents. The abbot, indeed, gave his blessing to fulfill his desire. So the
Saint, dressed with old and grated garments, and with this poor appearance, he
came out of his parents' house. He presented them as a monk, without telling
them who he is. The courtesy of his physiognomy and the wisdom of his words
made his mother ask him to come home daily. But his father also liked him for
the beneficial influence he exerted on his wife's heart.
So he built, outside, in
the yard of the house, a very small hut where he stayed, without anyone knowing
who he was. After three years his efforts, with Aunt Harris, began to bear
fruit. His father began to live Christian life and his mother had been freed
from the despondency of desire. And then John thought, that the time was coming
that could be revealed.
But the Lord of life and
death, indeed life, knew him in a secret way, that it was time to call him
close to Him. Then the Ossios called his parents near him, showed them the
golden-gospel gospel they had made for his sake, and in this way he revealed
them to himself. In peace, he gave them comfort and cordiality, and begged them
to remain dedicated to God and the neighbor by dedicating their riches to the
poor and needy whose lives are worn out and dignity threatened by endless
deprivation. Then he delivered his spirit into the hands of God.
Apolyticus. Sound d '.
Fast anticipated.
Be of the infant Yahweh,
have you lifted up the heat, the world has been laid waste, and all the worlds,
and thou hast excelled; thou hast covered it by the pillars of thy fathers;
thou hast broken the ambush, the demons, and the son of John,
Kontakion. Sound b '. Top
requests.
Popey wise, poor
Christians, your parents, wealthy departed, and the Gospel, the land of yours
that followed you, John Christ of God, our ambassadors all over us.
Majesty.
Wealthy repentance, poor
wealth, rich spirituality; and instead of a hut, a pale litter, the Word of
John, you brilliantly surrendered.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου