17/1/19

Ο Όσιος Αντώνιος ο Μέγας


Ο  Μέγας   Αντώνιος   γεννήθηκε   περί   το   251   μ.Χ.   στην   πόλη   Κομά της Ἄνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς ευλαβείς  και  εύπορους.   Έζησε στα   χρόνια   των   αυτοκρατόρων   Διοκλητιανού   (284 – 305 μ.Χ.) και  Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς   αυτοκράτορος    Κωνσταντίνου  και  των   παιδιών   του.
Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης,   «μόνοις   δε οίς  εύρισκεν ηρκείτο   και   πλέον   ουδέν   εζήτει». Σε   νεαρή   ηλικία, περίπου   20   ετών,  έχασε  τους γονείς του. Έξι μήνες μετά   την   κοίμηση των   γονέων του, άκουσε   στην   εκκλησία   την   Ευαγγελική   περικοπή του πλουσίου   νεανίσκου,   στην   οποία   αναφέρεται,   ότι   ο Χριστός   είπε   στον   πλούσιο   νέο:   «πώλησον   τα   υπάρχοντά σου και δος  πτωχοίς». Τόση μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή   στην   ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως διένειμε τα υπάρχοντά   του   στους   πτωχούς   και  ενδεείς, αφού φύλαξε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση αυτού  και  της μικρής του αδελφής, την οποία φρόντισε να παραδώσει σε Χριστιανές νέες παρθένους  που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά   τους   θα   είναι    κατά    πάντα   ασφαλής.
Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα   και   υποβαλλόμενος   σε   αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα   και   τρώγοντας    ελάχιστα.
Στη συνέχεια   απήλθε σε τόπο έρημο και  μακρινό όπου  υπήρχαν μνήματα  και αφού εισήλθε σε ένα από αυτά έκλεισε τη θύρα. Η τροφή του ήταν ελάχιστη και του την πήγαινε σε καθορισμένες ημέρες ένας συνασκητής του. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε   σε  σπήλαιο χωρίς  να τον βλέπει  κανένας και χωρίς να δέχεται  κανένα παρά μόνο έναν γνωστό του, ο  οποίος   του    έφερνε κάθε   έξι   μήνες  ψωμί  για   ολόκληρο   το   εξάμηνο.
Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής   τελειώσεως,   εμφανίσθηκε στον κόσμο και  τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό.   Μαρτυρείται ότι, ενώ ο   Άγιος   βρισκόταν ακόμα στη  ζωή, έβλεπε τις  ψυχές   των   ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που  τις οδηγούσαν. Το γεγονός  αυτό  είναι πολύ  θαυμαστό, αφού μία   τέτοια   δυνατότητα  είναι   γνώρισμα μόνο   νοερής    και    ασώματης  φύσεως.
Το   έτος   311  μ.Χ.,   κατά   τον   διωγμό   του   αυτοκράτορα   Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.),   κατήλθε  στην Αλεξάνδρεια, για να ενθαρρύνει   και   να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν   ενοχλημένος από   την   παρουσία  πολλών,  που   πήγαιναν για να τον συναντήσουν, έφυγε  από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε όρος ψηλό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Και εκεί  όμως προσέρχονταν πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να   διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευσε δε τους ασθενείς «ου προστάζων,   αλλ’   ευχόμενος  και  τον   Χριστόν  ονομάζων».
Η φήμη του   Οσίου   Αντωνίου   έφθασε   μέχρι   τους   βασιλείς, τόσο ώστε   ο   Μέγας Κωνσταντίνος  και  οι υιοί του, Κωνστάντιος και  Κώνστας, έγραφαν  σε αυτόν, σαν  να  ήταν πατέρας τους και  τον παρακαλούσαν  να  τους    απαντήσει.
Κατά   την   διάρκεια  του   ασκητικού  του   βίου   ποτέ   δεν άλλαξε ένδυμα  και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή   τα   πόδια   του με νερό. Ο   Όσιος, άν και  αγράμματος   στην   ανθρώπινη σοφία, ήταν  σοφός   κατά   Θεόν. Είχε λόγο   «ηρτυμένον τω θείω  άλατι και  χαρίεντα». Δίδασκε στους μαθητές του  να  μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την  αγάπη του Χριστού και  να  μη νομίζουν ότι, επειδή  απέχουν από  τα κοσμικά  αγαθά,   στερούνται  κάτι αξιόλογο. Το να αφήνει  κανείς τα επίγεια αγαθά είναι   σαν   να   καταφρονεί μία δραχμή από χαλκό, για να κερδίσει εκατό χρυσές. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο  ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα.   Γι’ αυτό   δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων  αγαθών,   τα  οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, δηλαδή  της φρονήσεως, της δικαιοσύνης,   της   σωφροσύνης, της ανδρείας, της  συνέσεως, της  αγάπης.
Ο  Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε οσίως το 356 μ.Χ.   Άν   και,   όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από  τις τελευταίες επιθυμίες του  Οσίου Αντωνίου  ήταν να μείνει κρυφός  ο  τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που  μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το  ιερό  λείψανό του, το οποίο  επί  Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην  Αλεξάνδρεια  και  από  εκεί  αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η  Σύναξή   του    ετελείτο  στη  Μεγάλη  Εκκλησία.


Απολυτίκιον.   Ήχος   δ'.            
Τον  ζηλωτήν  Ηλίαν  τοις τρόποις  μιμούμενος, τω  Βαπτιστή  ευθείαις  ταις τρίβοις  επόμενος,  Πάτερ  Αντώνιε, της ερήμου γέγονας   οικιστής,  και  την   οικουμένην  εστήριξας  ευχαίς  σου.  Διο  πρέσβευε   Χριστώ    τω  θεώ,  σωθήναι   τας    ψυχάς   ημών.


Κοντάκιον.  Ήχος  β’. Τα  άνω  ζητών.          
Τους βιωτικούς, θορύβους απωσάμενος, ησυχαστικώς, τον βίον εξετέλεσας, τον  Βαπτιστήν   μιμούμενος,  κατά  πάντα  τρόπον  Οσιώτατε.  Συν  αυτώ ούν   σε  γεραίρομεν,  Αντώνιε  Πάτερ,  των Πατέρων  κρηπίς.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   των   Οσίων   ο αρχηγός, και της ισαγγέλου, πολιτείας καθηγητής· χαίροις  της  ερήμου, στυλοειδής  νεφέλη,   Αντώνιε παμμάκαρ,   Πατέρων   καύχημα.

Saint Anthony the Great

The Great Anthony was born around 251 AD. in the city of Koma in Egypt, near Memphis, from pious and affluent parents. He lived in the years of the emperors Diocletian (284-305 AD) and Maximianus (285-305 AD) until the time of the pious Emperor Constantine and his children.
From his childhood he was unselfish and self-sufficient, "lonely people found himself heard and no longer sought." At a young age, about 20 years old, he lost his parents. Six months after his parents died, he heard in the church the Evangelical cut of the wealthy young man, saying that Christ said to the rich new: "Sell your possessions and the poor." This great impression was caused by the Evangelical incitement to the soul of Anthony, so that he immediately distributed his possessions to the poor and needy, keeping all the necessities necessary for the maintenance of this and his little sister, which he had taken care to deliver to Christians new virgins who had devoted to Christian virtue, confident that close to them will always be safe.
Since then, Saint Anthony has begun to live an ascetic life, working constantly and subjected to strict fasting, to overcome the temptations of the flesh, waking up all night and eating little.
Then it came to a desert and distant place where there were memorials and after entering one of them closed the door. His food was minimal and his competitor went to a certain day. There he overcame, with the grace of God, new temptations. Later he walked near the ruins of a fortress and dwelt in a cave without anyone seeing him and accepting none but one of his own, who brought him every six months bread for the entire semester.
After twenty whole years of practice and after having reached a height of spiritual finality, he appeared in the world and then began to flock to him many who admired him as an ascetic and miraculous. It is testified that while the saint was still alive, he saw the souls of the people leaving their bodies, as well as the demons that led them. This fact is very miraculous, since such a possibility is a trait only of a non-verbal and intangible nature.
In the year of AD 311, during the persecution of Emperor Maximian (307 - 313 AD), he descended to Alexandria to encourage and assist the faithful, the Confessors and the Witnesses. When the persecution ceased, Osios returned to the desert, but because he felt annoyed by the presence of many who went to meet him, he departed from there and came to a desert place, which was on a mountain high, near the Red Sea. But there came many to receive his blessing, to be taught and healed. He healed the patients "of the guard, but also of the name of Christ".
Saint Anthony's reputation reached up to the kings, so that Grand Constantine and his sons, Constantius and Konstas, wrote to him as if they were their father and begged him to answer them.
During his ascetic life he never changed his garment and never healed his body or feet with water. The Savior, albeit anathema to human wisdom, was wise against God. He had a reason to "betray salt and charity". He taught his disciples to regard nothing higher than the love of Christ, and not to think that, because they abstain from secular goods, they lack something remarkable. Leaving terrestrial goods is like penalizing a drachma of copper to win a hundred gold. It should not, he said, be forgotten that human life is temporary, compared to the future century. That is why we must not be tempted to acquire temporary goods, which we can not take with us but for the acquisition of eternal goods, that is, of conscience, of justice, of wisdom, of bravery, of consistency, of love.
After lived for one hundred and five years, the Great Anthony fell asleep in 356 AD. Although, as Saint Athanasios says, one of the last wishes of Saint Anthony was to keep his burial place hidden, the monks who monastery near him were saying that they held his holy relic, which on Justinian (561 AD .) was deposited at the Church of St. John the Baptist in Alexandria and from there later, in 635 AD, moved to Constantinople.
His Synaxis was in the Great Church.


Apolyticus. Sound d '.
The jealous Elijah in the way imitated, the Baptist you lay on the next ribbon, Father Anthony, the deserted leafy settler, and your eternal supportive pleasure. It is God who honors Christ, and save our souls.


Kontakion. Sound b '. Top requests.
The living, noisy, haphazardly, the violin performer, the Baptist imitating, in all manner Overseas. And these are we, Genesis, Anthony of Pater, of the Fathers of the Caper.


Majesty.
Hears of the Oosians the chief, and the Isabellus, the professor of the state; the pleasure of the desert, the pylon of clouds, Anthony of the Almighty, the Fathers of God.

Δεν υπάρχουν σχόλια: