15/11/15

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος

Υπήρξε  ένας  από  τους  δώδεκα.  Και  μάλιστα  επίλεκτο μέλος της αγίας αυτής ομάδος.
Την  πρώτη  γνωριμία  του  με  τον Χριστό μας  την  παρουσιάζει  ο  Ευαγγελιστής Ιωάννης  με  τούτα  τα  λόγια:  «Τη  επαύριον  ηθέλησεν  ο Ιησούς  εξελθείν  εις  την Γαλιλαίαν·  και  ευρίσκει  Φίλιππον  και  λέγει  αυτώ·  ακολούθει  μοι»  (Ιωαν. α’ 44).
Βρισκόταν  στην  Ιουδαία  ο  Κύριος.
Ύστερα  από  το  βάπτισμά  Του  και  την  τεσσαρακονθήμερη  νηστεία  Του  στην  έρημο και  τους  πειρασμούς Του  από  τον  διάβολο,  νικητής  αποφασίζει  να  αναχωρήσει  από  την  Ιουδαία  στην  Γαλιλαία  για  την  έναρξη  του  έργου  του.
Εκεί,  σαν  έφθασε,  βρήκε  μεταξύ  των πρώτων τον Φίλιππο, που  ήταν  από  τη Βηθσαϊδά, την  ίδια  πόλη  από  την  οποία  καταγόντουσαν  και  οι  άλλοι δύο Απόστολοι  και  αδελφοί,  Ανδρέας  και  Πέτρος.
Η  μικρή  αυτή  πόλη  βρισκόταν στις ανατολικές  όχθες  της  λίμνης Τιβεριάδος  και αξιώθηκε  να  προσφέρει  στον  Κύριο  ένα  σημαντικό  αριθμό  από  τους  Αποστόλους Του.  Πτωχοί  και  απλοϊκοί  άνθρωποι  ήσαν  όλοι  αυτοί.
Όμως  ο Κύριος τέτοιους εργάτες κατά κανόνα διαλέγει για τη διακονία Του. Ανθρώπους  ταπεινούς  και  καλοδιάθετους.
Και  αυτούς,  «τα  μωρά του  κόσμου... και  εξουθενωμένα»  κατά  τον  θείο  Απόστολο Παύλο, δηλαδή  τους ανθρώπους αυτούς που ο κόσμος θεωρεί μωρούς και περιφρονημένους,  μ’ αυτούς  ο  Κύριος  καταντροπιάζει  εκεί  νους,  που,  ο κόσμος πάλι,  θεωρεί  σοφούς  και  μεγάλους  και  δυνατούς.
Την αγνή  και πρόθυμη  διάθεση  είδε  ο  Κύριος  στα  βάθη  της  ψυχής  του  Φιλίππου και  αυτήν  εξετίμησε  και  έσπευσε  να  του  μιλήσει  και  να  του  απευθύνει  την τιμητική  πρόσκληση:  «Ακολούθει μοι», ακολούθησέ με. Πόσο διαφορετικά  αλήθεια είναι τα ανθρώπινα κριτήρια από τα κριτήρια του πανσόφου Θεού. Οι άνθρωποι συνήθως κρίνουμε «κατ’ όψιν». Γι’ αυτό και  ο  Κύριος ελέγχει τον  τρόπο  αυτό  της κρίσεως με το  «μη  κατ’ όψιν  κρίνετε  παράνομοι». Ο  πάνσοφος  Θεός  κρίνει  από  τις διαθέσεις  που  κρύβουμε  ο  καθένας  στην  ψυχή  μας.  Και  για  τούτο  η  κρίση  του είναι  πάντα  ορθή  και  ασφαλισμένη.
Την  αξία  αυτής  της κρίσεως την βλέπουμε αμέσως στον τρόπο με τον οποίο ο Φίλιππος έσπευσε να ανταποκριθεί  στην ιερή  πρόσκληση του  Ιησού, χωρίς  κανένα ενδοιασμό, αλλά  με ενθουσιασμό και ζηλευτή προθυμία αφήνει τα πάντα και ακολουθεί  τον  Κύριο.  Αφήνει  εργασία,  γονείς,  φίλους  και  γνωστούς,  σπίτι,  μικρή έστω  περιουσία  και  σπεύδει να γίνει ένας ακόλουθος της  συντροφιάς  του  Ιησού. Κάπως  παράξενη  η  σπουδή του  να  ακολουθήσει  τον  Κύριο, θα σκεφθεί  ίσως κάποιος. Παράξενη μπορεί  να φαίνεται. Άν  θελήσουμε  όμως  να  προσέξουμε  και  να εμβαθύνουμε  λίγο  στα λόγια του Ευαγγελιστή  Ιωάννη, η απορία αυτή  θα διασκεβασθεί αμέσως.  «Ήν δε  ο  Φίλιππος  από  Βηθσαϊδά,  εκ της  πόλεως  Ανδρέου και  Πέτρου». (Ιωάν. α’ 45). Ο  Φίλιππος δηλαδή  καταγόταν από  τη  Βηθσαϊδά,  από  την πατρίδα  του  Ανδρέα  και  του  Πέτρου.  Ιδού  το  μυστικό  της  προθυμίας  του  Φιλίππου να  ακολουθήσει  τον  Κύριο. Ήταν  συμπολίτης  του  Ανδρέα.  Και  ο  Ανδρέας  ήταν  μία  από  τις  ευγενικές  εκείνες  καρδιές   που  με  λαχτάρα  περίμενε  τον  Μεσσία.  Ο πόθος του  αυτός  τον  έσπρωξε να γίνει και μαθητής  του  Ιωάννη  του  Βαπτιστή.  Και αυτά  που  άκουε  από  την  φωνή  «του  βοώντος  εν τη ερήμω», φρόντιζε να τα μεταφέρει συχνά  και να τα κάμνει γνωστά και  στους άλλους. Πόση  καλοσύνη  και ευγένεια  ψυχής  δεν  φανερώνει τούτο  το  παράδειγμα!  Μα  και  πόσο  ιεραποστολικό ζήλο  για  την  ευτυχία  και  την  σωτηρία  των  άλλων!
Υπάρχει  στις  δικές μας  καρδιές,  αλήθεια,  αυτό  το  ενδιαφέρον  και  αυτός  ο  πόθος, η χαρά  και  η  ευτυχία  μας  να  γίνει  και  των  γνωστών  και  των  χωριανών  μας  κτήμα; Το  παράδειγμα του  ζηλωτή  ψαρά, του  Ανδρέα,  αυτό  μας  συνιστά.  Και  την  σύσταση αυτή  αξίζει  όχι  μονάχα  να  την  προσέξουμε  οι  χριστιανοί  του  εικοστού  αιώνα,  μα και  να  την  κάνουμε  το  ταχύτερο  στη  ζωή  μας.
Ο  καθένας  από  μας, σύμφωνα  με  τα  λόγια  του  Χριστού  μας,  είμαστε  αλάτι  και φως  για  τους  γύρω μας.  Πρέπει να είμαστε τέτοιοι.  «Υμείς εστε το  άλας  της γης... Υμείς  εστε το  φως του  κόσμου...»  (Ματθ. ε’ 13 – 14). Το  αλάτι  νοστιμίζει  τα  φαγητά. Το  αλάτι  ακόμη  προλαμβάνει  την  σήψη.  Σαν  το  αλάτι  οι  πραγματικοί  χριστιανοί  με  τα  λόγια τους  και  το  παράδειγμά  τους  νοστιμίζουν  την  ζωή  των  ανθρώπων  που  είναι  γύρω τους, αλλά  και  εμποδίζουν  την  ηθική  σαπίλα  από  του  να εξαπλωθεί  και  να διαλύσει τα πάντα. Οι  χριστιανοί  είναι  ακόμη  και  φως. Φως  που φωτίζει  και  θερμαίνει  και  ζωογονεί  και  ομορφαίνει  τον  κόσμο. Και  αυτοί  με τα λόγια  τους  και  προ  πάντων  τα  έργα τους καλούνται να είναι φως μέσα στην κοινωνία. Ένα φως πνευματικό, που να φωτίζει, να θερμαίνει και να ζωογονεί την κοινωνία. Είναι  καιρός  οι  αληθινοί  μαθητές  του  Κυρίου  και  γνήσιοι  ακόλουθοί  Του να προβάλλουν παντού  αυτή τους την ιδιότητα. Το  απαιτούν  οι  δύσκολοι  καιροί  που περνούμε.  Το  ζητά  από  όλους  ο  φλογερός  Απόστολος, που  μελετούμε.  Ναι!  αυτό έκαμε  ο  Φίλιππος.  Αυτό  έκαμε  πρωτύτερα  και  ο  Ανδρέας.
Όταν  ο  τελευταίος μαζί  με τον Ιωάννη τον  ευαγγελιστή  γνώρισε  τον  Κύριο  και κλήθηκε πρώτος να γίνει μαθητής Του, φρόντισε αμέσως την χαρά του να την μοιρασθεί  με τον αδελφό  του  Πέτρο.  Αδελφέ  μου, του  είπε, «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ναι! Βρήκαμε Εκείνον, που περιμέναμε. Βρήκαμε τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύεται  στα  Ελληνικά  η  λέξη  Μεσσίας.
Το  παράδειγμα  του  Ανδρέα  επαναλαμβάνει  και  ο  Φίλιππος. Μόλις  και  αυτός κλήθηκε  να  ακολουθήσει  τον  Ιησού,  σπεύδει  και  αυτός  να  κάμει  κοινωνό  της χαράς  του  τον  φίλο  του  Ναθαναήλ.  Πόσο  απλά  μας   εκθέτει  ο  θείος  ευαγγελιστής την χειρονομία αυτή  του Φιλίππου! «Ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και  λέγει αυτώ·  όν έγραψε  Μωυσής  εν τω  νόμω  και  οι  προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του  Ιωσήφ  τον  από  Ναζαρέτ» (Ιωάν. α’ 46).  Ναθαναήλ  φίλε  μου,  βρήκαμε  αυτόν  για τον  οποίον  έγραψαν  ο  Μωϋσής  και  οι  Προφήτες.  Είναι  ο  Ιησούς,  ο  γιος  του   Ιωσήφ από τη  Ναζαρέτ. Όταν  στα παλιά  τα χρόνια ο  αρχαίος εκείνος σοφός, ο Αρχιμήδης, ανεκάλυψε, σαν  ελούετο, τον  περίφημο  εκείνο  νόμο της  Φυσικής, που είναι  γνωστός  σαν  αρχή  του  Αρχιμήδους, πετάχτηκε  έξω  από  το  λουτρό  και  τρελός  απ’ την  χαρά του άρχισε να τρέχει γυμνός  μέσα  στην  πόλη  και  να  φωνάζει «Εύρηκα.  Εύρηκα». Μεγάλη  η  ανακάλυψή  του.  Αυτό  όμως που  βρήκε  ο  Φίλιππος ήταν  κάτι  το  ασύγκριτα  πιο  μεγάλο  και  πολυτιμότερο. Ο  Ιησούς  είναι  ο  θησαυρός των  θησαυρών. Είναι  η  πηγή  της  ζωής. Γι’ αυτό  και  το  «ευρήκαμεν», που  είπε  στον αδελφικό του φίλο Ναθαναήλ  ο  Φίλιππος, φανερώνει  χαρά  πολύ  πιο  μεγάλη.  Χαρά ανέκφραστη. Χαρά, που  μόνο  εκείνοι  που  ήλθαν  σε  προσωπική  επαφή  με  τον Χριστό,  μπορούν  να  δοκιμάζουν  και  να  γνωρίζουν.
Και  δεν  ήταν  μόνο  μια  έκφραση  χαράς  τα  λόγια  του  Φιλίππου  «Ευρήκαμεν».  Ήταν  και  κάτι  άλλο. Ήταν  μία  πρόσκληση.  Πρόσκληση  να  γνωρίσει  και  ο  φίλος του  την  χαρά  του  και  να την  δοκιμάσει. Κι όταν πάλι ο φίλος του Ναθαναήλ με κάποια  επιφύλαξη  του  πρόβαλε το  γνωστό:  «Εκ  Ναζαρέτ  δύναται  τι  αγαθόν  είναι;», «μα  από  τη  Ναζαρέτ, την  πόλη  της  αμαρτίας  και  της  διαφθοράς, είναι  δυνατό  να βγει  κάτι  το  καλό;»  ο  Φίλιππος  δεν τα χάνει.  Με  απόλυτη  βεβαιότητα  σε  ότι  λέγει, του  απαντά:  «Έρχου και  ίδε».  Φίλε μου, έλα κι εσύ  να  δεις  με τα  μάτια  σου  και  να αντιληφθείς  μοναχός σου αυτό  που  σου λέω. Να βεβαιωθείς δηλαδή και να πιστοποιήσεις  και  σε άλλους, ότι ο  Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι αυτός που περιμέναμε, ο  Μεσσίας, ο Σωτήρας  των  ανθρώπων.  Πλησίασε  τον  Χριστό  και  σε λίγο  διαπίστωνε  και  ο  ίδιος  και  ομολογούσε  με  την  περίφημη  φράση  «ραββί, συ  εί ο  υιός του  Θεού, συ  εί  ο  βασιλεύς του  Ισραήλ»  το  πιστεύω  του.  Δηλαδή,  Διδάσκαλε, στ’ αλήθεια, συ  είσαι  ο  γιος  του  Θεού,  συ  είσαι  ο  βασιλιάς  του  Ισραήλ, που  με οδηγό  τις προφητείες περιμέναμε. Και δεν ομολογεί μονάχα τον Ιησού σαν τον άνθρωπο των προφητειών, μα και  τον ακολουθεί  και  γίνεται  ένας  από  τους  δώδεκα μαθητές  Του,  ο  γνωστός  και  με  το  άλλο  όνομα  Βαρθολομαίος.
Τρία  χρόνια  παρακολούθησε  ο Φίλιππος τον Κύριο. Τρία χρόνια ακούει την διδασκαλία  Του και παρακολουθεί τα θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται την ευεργετική  Του  επίδραση  και  ενισχύεται  στο  έργο  που  τον  περιμένει.
Μερικά  περιστατικά  από τη ζωή του κοντά  στον  Ιησού,  μας  δείχνουν  τον  ζήλο  του, αλλά  και  τις  αδυναμίες  του. Μας  δείχνουν  ακόμη  και  την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η προσωπικότητά του στον κύκλο των δώδεκα. Τα περιστατικά αυτά θεωρήσαμε  σκόπιμο  να παραθέσουμε πιο  κάτω, για να τα μελετήσουμε. Μας  λένε τόσα  πολλά.
Στις  παραμονές  των  Παθών  του  Κυρίου,  ως  προσκυνητές  ήλθαν  στα  Ιεροσόλυμα και  πολλοί  Έλληνες  προσήλυτοι  στον  ιουδαϊσμό.  Αυτοί  με  όσα  είχαν  ακούσει  για τον  Κύριο, ένοιωσαν  στην  καρδιά  τους  βαθύ τον πόθο για να τον γνωρίσουν καλύτερα και  να έχουν μαζί Του μια ιδιαίτερη συνομιλία. Στην περίπτωση αυτή το όνομα  του  Φιλίππου,  όνομα  ελληνικό, τους  έδωκε  το   θάρρος  να τον  πλησιάσουν και  να  του  φανερώσουν την επιθυμία  τους:  «Κύριε, του  είπαν, θέλομεν τον  Ιησούν ιδείν». Κύριε, θέλουμε να  ιδούμε τον Ιησού. Να  η  παράκληση  που  του  απηύθυναν. Παράκληση  και  επιθυμία  ζηλευτή  και  αξιοπρόσεκτη. Και  ο  Φίλιππος, που  ήθελε την  χαρά, που  ένοιωθε αυτός με το να ακολουθεί  τον  Κύριο  και  να  ακούει  τα  θεία λόγια Του, να την δοκιμάζουν και  άλλοι, έσπευσε να συνεννοηθεί σχετικά  με τον αγαπητό του Ανδρέα και  ύστερα  μαζί  να  οδηγήσουν  τους  Έλληνες  στον  Ιησού.  Τι θέματα  κουβέντιασαν οι πρόγονοί μας με τον Κύριο κατά  τη  συνάντησή  τους  εκείνη δεν γνωρίζουμε. Αυτό  που γνωρίζουμε είναι  πως  ο  Κύριος  σαν  είδε  τους  Έλληνες  να πλησιάζουν είπε τα τιμητικά και θαυμαστά εκείνα  λόγια:  «Ελήλυθεν η  ώρα,  ίνα δοξασθή  ο  υιός  του  ανθρώπου»  (Ιωάν. ιβ’ 23).  Έφτασε  δηλαδή  η  ορισμένη  από  τον Θεό  ώρα, για να  δοξασθεί  ο  Υιός  του  ανθρώπου. Να  δοξασθεί  με  τη  Σταύρωση  και την  Ανάληψή  Του  και  να  αναγνωρισθεί  ως Μεσσίας και  Λυτρωτής από  τους Έλληνες, που την στιγμή αυτή αντιπροσωπεύουν και όλο τον εθνικό κόσμο. Ευλογημένη  και  μεγάλη  η  ημέρα  εκείνη. Ναι!  Πολύ  μεγάλη.  Γιατί  αν  η προσέλευση  των  εθνών  στον  Χριστό  και  την  διδασκαλία  Του  αποτελεί  μία  νίκη  και  ένα  θρίαμβο  του  Χριστού  και  του  έργου  Του, ο ερχομός  των  Ελλήνων  στην πίστη  την  χριστιανική  έχει κάτι το  πολύ  ανώτερο. Αυτοί, οι  Έλληνες, έδωσαν  στον Κύριο  όχι  μόνο  την  γλώσσα  τους,  αλλά  και  τους πιο πολλούς  ζηλωτές ιεραποστόλους  για  την  εξάπλωση  του  χριστιανικού  κηρύγματος  στον  κόσμο.
Ως  άνθρωπο  με  χαρακτήρα  πολύ  πρακτικό  μας  παρουσιάζουν τον  Φίλιππο  δύο άλλα  περιστατικά, που  μας  διέσωσε  ο  Ευαγγελιστής  Ιωάννης.
Το  ένα  περιστατικό  συνέβη  έξω  στην  ερημιά. Είχε  μεταβεί  εκεί  ο  Διδάσκαλος  ένα πρωί  με τους  μαθητές  του για λίγη ξεκούραση. Μα οι  κάτοικοι των γειτονικών πόλεων, που σαν διψασμένα  ελάφια  Τον  κυνηγούσαν,  για  να   ακούσουν τα  λόγια Του  και  να  απολαύσουν τις  δωρεές  Του,  όταν  αντελήφθησαν το μέρος που βρισκόταν έσπευσαν προς Αυτόν. Και  ο Κύριος, ικανοποιώντας τον ζήλο και  την προθυμία  τους, πέρασε την  ημέρα  μαζί  τους  διδάσκοντάς τους  και  θεραπεύοντας τους αρρώστους που  είχαν φέρει. Πλάκωσε σχεδόν η νύχτα και κανένας δεν είχε διάθεση  να  σηκωθεί  και  να φύγει. Όμως  ο  κόσμος  εκείνος  έπρεπε  κάτι  να  φάγει. Ήταν νηστικός όλη μέρα. Γι’ αυτό και  ο  Κύριος στην περίπτωση αυτή  κάλεσε τον Φίλιππο  κοντά  του,  που  διακρινόταν  για  το  πρακτικό  του  μυαλό  και  τον  ρώτησε:
«Πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν αυτοί;». Από  ποιο μέρος, Φίλιππε, θα αγοράσουμε  ψωμιά  για  να  φάγουν  όλοι  αυτοί  οι  άνθρωποι;»
Στο  ερώτημα αυτό του Κυρίου, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής, ο Φίλιππος απήντησε:  «Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη». Ψωμιά  αξίας  διακοσίων  δηναρίων  δεν  φτάνουν σ’ αυτούς, όχι  για  να  χορτάσουν, αλλά  για να πάρει ο  καθένας  από  ένα  μικρό  κομμάτι.  Φυσικά  ο  Κύριος  υπέβαλε την ερώτηση  αυτή  στον  Φίλιππο,  όχι  γιατί  Αυτός  δεν  ήξερε  τι  να  κάμει. Το  Θαύμα το  είχε  αποφασίσει  στην  καρδιά  Του. Το  ερώτημα  το  υπέβαλε  απλώς  για  να  δείξει σ’ αυτόν, όσο  και  στους  άλλους  μαθητές,  μα  και  σ’ όλες  τις  γενεές  των  ανθρώπων, ότι και  τα πιο αδύνατα στα μάτια των ανθρώπων πράγματα, μπορούν να γίνουν δυνατά, άν οι άνθρωποι στις περιπτώσεις αυτές αγκαλιάσουν με την καρδιά τους τον παντοδύναμο  παράγοντα, που λέγεται πίστη ζωντανή  στον  Χριστό.  Με  την  πίστη και  τα πιο αδύνατα γίνονται  δυνατά. Άν  οι  άνθρωποι  αφήσουμε  να  αναπτυχθεί στην καρδιά μας πίστη ίση με τον κόκκο του σιναπιού, μπορούμε μ’ αυτήν να μετακινήσουμε  ακόμη  και  βουνά.
Θα  ερωτήσει  ίσως  κάποιος. Μήπως  ο  Φίλιππος  με  το  πρακτικό  του  μυαλό  πείσθηκε  απόλυτα για την δύναμη αυτού του παράγοντα, που λέγεται πίστη, με το θαύμα του χορτασμού εκείνου του πλήθους με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε; Δυστυχώς,  όχι  απόλυτα  και  αμέσως. Αυτό  μας  το  βεβαιώνει  το  δεύτερο  επεισόδιο. Και  σ’ αυτό,  το  ίδιο  πρακτικό  μυαλό  εκδηλώθηκε  και  πάλι.
Ήταν  η  νύχτα  του  Μυστικού  Δείπνου. Για τελευταία φορά  προ  του  Πάθους  Του δειπνεί  ο  Κύριος  με  τους  μαθητές Του. Γύρω  από  το  πασχαλινό  τραπέζι  κάθονται όλοι.  Με τις  ομιλίες  Του  και  τις  διδαχές Του ο  Κύριος προσπαθεί να προπαρασκευάσει  τους μαθητές  Του  για  τα  όσα  έμελλαν  σε  λίγο  να ακολουθήσουν. Η όλη  ατμόσφαιρα παίρνει τον  χαρακτήρα  μιας  αποχαιρετιστήριας τελετής. Μιας  τελετής  κατά  την οποία ο  Κύριος  αποκαλύπτει  στους  μαθητές  του ουράνιες αλήθειες. Τους λέγει πως προτού ξημερώσει κάποιος μαθητής θα Τον προδώσει, οι  άλλοι θα  Τον εγκαταλείψουν  και  αυτός  ο  Πέτρος,  που  Του  υποσχόταν αγάπη  μέχρι  θανάτου,  και  αυτός  θα  Τον  αρνιόταν.
Ο  Κύριος όμως ποτέ δεν θα τους εγκατέλειπε. «Δεν θα σας αφήσω, τους είπε, ορφανούς.  Γι’ αυτό  μη  ταράσσεσθε.  Θα  δοκιμάσετε  βαθιά  λύπη  με  την  φυγή  μου από  κοντά σας, όμως  σύντομα  η  λύπη  σας  θα  μετατραπεί  σε  χαρά.  Φεύγω  για  τον Πατέρα  μου.  Πάω  στο  σπίτι  μου.  Πάω  να  ετοιμάσω  εκεί  τόπο  και για σας. Το μέρος  στο οποίο  πηγαίνω  τώρα, το  ξέρετε  και  εσείς.  Ξέρετε  ακόμη  και  τον  δρόμο που  οδηγεί  εκεί».
Σε  τούτο το  σημείο  ο  Θωμάς  τον  διέκοψε  για  να  του  πει:  «Κύριε,  δεν  ξέρουμε  που πηγαίνεις  και  πως  είναι  δυνατό  να  ξέρουμε  τον δρόμο;» Την  στιγμή  αυτή  ο Φίλιππος, που  παρακολουθούσε  με  ενδιαφέρον την όλη συζήτηση, σπεύδει να διακόψει  λέγοντας; «Κύριε, δείξον  ημῖίν  τον  Πατέρα  και  αρκεί  ημίν»  (Ιωάν. ιδ’ 8). Κύριε,  είπες, πως  θα  πας  στον  Πατέρα  σου.  Δείξε  μας με μια  αποκαλυπτική οπτασία  τον Πατέρα Σου και  την  δόξα  Του,  ώστε  να  Τον  δούμε  και  εμείς  όπως παλιά  τον  είδαν ο  Μωϋσής κι ο  Ησαΐας και  μας είναι  αρκετό  αυτό.  Δεν  θέλουμε περισσότερα. Το  πρακτικό  μυαλό  του  Φιλίππου  αυτό  ζητούσε.
Βαθιά  ευγνωμοσύνη  όμως πρέπει να νοιώθει κάθε  καρδιά  στον  ζηλωτή  Απόστολο, γιατί με την απλότητά του, έδωσε την ευκαιρία στον Κύριο να διακηρύξει για το πρόσωπό Του:  «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα, και  πως συ  λέγεις,  δείξον  ημίν  τον  Πατέρα;». (Ιωάν. ιδ’ 9). Τόσο καιρό  είμαι  μαζί  σας, Φίλιππε, και  ακόμη  δεν με  γνώρισες;  Δεν  γνώρισες δηλαδή  ότι  είμαι  ο  Υιός  του  Θεού,  Θεός  όπως  ο  Πατέρας;   Εκείνος  που  είδε  εμένα και  εξετίμησε όπως πρέπει την  αλήθεια της  διδασκαλίας  μου  και  την  αγιότητα  της ζωής  μου και  την  δράση μου τη  θαυματουργική, είδε  και  τον  Πατέρα. Και  πως  συ λέγεις:  Δείξε  μας  τον  Πατέρα;
Να  οι  αδυναμίες  του  πρακτικού  πνεύματος.  Οι  άνθρωποι  δυστυχώς, που σκέπτονται μ’ αυτόν τον τρόπο, απαιτούν  συνήθως  υλικές  αποδείξεις  και  ζητούν  να ικανοποιήσουν τις αισθήσεις τους για όλα τα θέματα. Η παραγνώριση όμως του πνευματικού  παράγοντα  οδηγεί  πάντα  σε  λανθασμένα  συμπεράσματα.
Τα  πιο  πάνω  λόγια  του  Κυρίου προς τον Φίλιππο αποτελούν  φυσικά  ένα  λεπτό έλεγχο  προς  τον ζηλωτή μαθητή. Περιλαμβάνουν όμως δογματική διδασκαλία, υψίστης  στ’ αλήθεια  σημασίας.  Τρία  χρόνια  κοντά  στον  Κύριο,  και  ύστερα  από  τα όσα  είδε  και  άκουσε  δεν  επετρέπετο  σ’ αυτόν  να  υποβάλει  τέτοιες  ερωτήσεις.  Άς το  δεχθούμε  όμως και  αυτό,  σαν  μία  παραχώρηση  του  Θεού, για  να δοθεί  η ευκαιρία  στον  Κύριο  να  αποκαλύψει  τις αλήθειες αυτές, που όσο και  άν πολεμήθηκαν  από  πλείστους  αιρετικούς  δεν  παύουν  να  παραμένουν  και  σήμερα και  σ’ όλους τους αιώνες ο ακρογωνιαίος λίθος και  το ασάλευτο θεμέλιο της Ορθοδοξίας  μας.  Ο  Χριστός είναι το  δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την  δική  μας  την  σωτηρία  αφήκε  την  δόξα  του ουρανού  και  κατέβηκε  στην  γη  σαν  άνθρωπος  και  έγινε  «υπέρ  ημών  κατάρα»,  για να  μας  εξαγοράσει  από  την  κατάρα  της  αμαρτίας  και  να μας ανεβάσει  στον ουρανό.
Με  την  επιφοίτηση  του  Αγίου Πνεύματος κατά  την  ημέρα  της  Πεντηκοστής  όλες αυτές  φυσικά  οι  αδυναμίες  των  μαθητών  πέρασαν. Μαζί με τους άλλους Αποστόλους  και  ο  Φίλιππος  ξεκίνησε  για  να  μεταφέρει  το  μήνυμα  της  σωτηρίας εκεί  που  η αγάπη του  Θεού  τον  κάλεσε. Με πίστη  και  ενθουσιασμό  και  πυρωμένη καρδιά  ο  πνευματέμφορος  αυτός  εργάτης  της  νέας  πίστεως  συνοδευόμενος  πάντα και  από  τον φίλο του Βαρθολομαίο  και  την  αδελφή  του  Μαριάμνη  προχώρησε  και κήρυξε το  Ευαγγέλιο  του  Χριστού  σε   διάφορες  πόλεις της Λυδίας, της  Μυσίας  και της  Παρθίας.  Λυδία και  Μυσία. Επαρχίες της  Μ. Ασίας. Η Λυδία  βρισκόταν προς τα Ν.Δ. και η Μυσία στα βόρειά της Μ. Ασίας. Η Παρθία ήταν ορεινή χώρα στα νοτιανατολικά  της  Κασπίας  θάλασσας. Οι  κάτοικοι  Πάρθοι.
Παρά  τις  αφάνταστες δυσκολίες που συναντούσαν  όπου  πήγαιναν  και  τα  εμπόδια  που ο διάβολος  παρενέβαλλε  στο  έργο  τους,  εν  τούτοις  οι  Απόστολοι  νικούσαν  στο  τέλος  και το έργο του Κυρίου προχωρούσε μέρα με την ημέρα. Πολύ συνέβαλαν  στην  προσπάθειά τους και τα πολλά θαύματα με τα οποία τους  χαρίτωσε  ο  Κύριος.  Θαύματα  θεραπείας διαφόρων ασθενειών, αλλά και αναστάσεως νεκρών. Ένα τέτοιο θαύμα είναι  και  τούτο:
Βρισκόταν ο Απόστολος με την συνοδεία του στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Εκεί ο μισόκαλος διάβολος βλέποντας τον εαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικούς να συλλάβουν τον  Απόστολο  και  να  τον  βασανίσουν. Δεμένο  τον  οδήγησαν  πρώτα  στο δικαστικό βουλευτήριο. Εκεί ο έπαρχος Αρίσταρχος σαν τον είδε  εφρύαξε  κυριολεκτικά. Νομίζεις, του λέγει,  πως  μπορείς  να  τρομάξεις  και  εμένα με τις μαγικές σου  πράξεις;
Και  χωρίς  άλλο  λόγο  τον  άρπαξε από  τα  μαλλιά  και  άρχισε να  τον  σέρνει  εδώ  και  εκεί και να τον βασανίζει. Στην ενέργεια αυτή του ασεβή έπαρχου ο Απόστολος δεν κρατήθηκε. Για να τον σωφρονίσει, αλλά και για να δώσει ένα μάθημα και στους άλλους  που  παρακολουθούσαν  τον  βασανισμό  του,  φώναξε  δυνατά  κι  είπε:
– Κύριε, γνωρίζω  την  ευσπλαγχνία σου.  Όχι  για  να  ικανοποιηθώ για  την  αδικία ποὺ  μου γίνεται,  αλλά  για  να  σωφρονισθεί  ο  σκληρός  αυτός  άρχοντας για ότι μου κάμνει, μα  και να γνωρίσουν και οι άλλοι την δύναμή Σου και να ιδούν, ότι δεν είσαι μόνο αγάπη,  αλλά και  τιμωρός των  κακών,  δώσε να παραλύσει τούτο το χέρι, που κτυπά  στην κεφαλή,  που συ  ευλόγησες.
Μόλις τέλειωσε τον λόγο του ο θείος Απόστολος το θαύμα έγινε. Βαριά τιμωρία κτύπησε τον αναιδή  και  άδικο  άρχοντα. Το  χέρι  ξεράθηκε. Και  ακόμη το  ένα  μάτι  του τυφλώθηκε και τα αυτιά του κουφάθηκαν. Στο θέαμα αυτό οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν και με συντριβή  ψυχής άρχισαν να παρακαλούν τον Απόστολο να τον σπλαγχνιστεί και να τον ξανακάμει καλά. Στην παράκλησή τους ο ανεξίκακος  μαθητής τόνισε:
 – Ο άρχοντας μπορεί να γίνει  καλά,  αρκεί τόσο αυτός, όσο και  εσείς  να  πιστέψετε  στον αληθινό  Θεό  και  στον  Ιησού  Χριστό  που  έστειλε  και  έπαθε  για  μας.
Μια νεκρική πομπή, που περνούσε την ώρα εκείνη από το μέρος εκείνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, που συνόδευαν τον νεκρό και έτυχε να είναι φίλοι  κι  ομοϊδεάτες  του  άρχοντα, στράφηκαν με διάθεση  εκδικήσεως  στον  Απόστολο και  του  είπαν  ειρωνικά:
 — Άν  ο  Θεός  σου  μπορεί  να  αναστήσει  τούτο τον νεκρό, που παίρνουμε να θάψουμε, τότε να  Τον  πιστέψουμε  και  εμείς  και  ο   Αρίσταρχος, ο  άρχοντάς  μας.
Συγκλονισμένος ο  Απόστολος  από  την  πρότασή τους, σήκωσε  τα  μάτια  στον  ουρανό  και αφού έκαμψε τα γόνατα, ανέπεμψε μυστικά μια  ολόθερμη προσευχή. Ύστερα, αφού στράφηκε  προς  τον νεκρό  που βρισκόταν στο φέρετρο, τον κάλεσε με  το  όνομά  του  και του  είπε:
- Θεόφιλε, ο Παντοδύναμος Θεός σε διατάζει να σηκωθείς και ελεύθερα να πεις  ότι θέλεις.
Ευλογητός  ο  Θεός! Το  θαύμα  έγινε στην στιγμή. Ο  νεκρός  σηκώθηκε  από  το  φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, και αφού γονάτισε μπροστά στον Απόστολο του είπε μ’ έναν αναστεναγμό  βαθιάς  ανακουφίσεως.
Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου  άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ,  άγιε  του  Θεού, για την σωτηρία  που μου χάρισες. Μερικοί μαύροι  και  απαίσιοι  με  έσερναν  από  τα  χέρια, για να με  ρίξουν στην Κόλαση. Η παρέμβασή σου με γλίτωσε. Θα έφευγα από τούτο τον κόσμο αμαρτωλός, χωρίς να ξέρω  την  αλήθεια. Και  η  αλήθεια  είναι μία. Ο  Ιησούς  Χριστός  που κηρύττεις  είναι ο  αληθινός  Θεός. Πιστεύω  και  εγώ  στον  Χριστό  με  όλη  μου  την  ψυχή.
Το θαύμα συντάραξε τα πλήθη. Το κάλεσμα του νεκρού με το όνομά του και η ανάστασή του συνεκίνησε όσους βρίσκονταν εκεί, που χωρίς κανένα δισταγμό  πίστεψαν στον  Χριστό  και  αναφώνησαν:
 – Άνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πως ο Θεός, τον  οποίο Σὺ κηρύττεις, είναι ο αληθινός  Θεός. Τώρα, βοήθησέ  μας  να  σωθούμε  και  συγχώρησε  και  τον  άρχοντα.
Τότε  ο   Απόστολος, αφού  κατάπαυσε με το χέρι του  τον θόρυβο, παρήγγειλε  σ’ έναν  από τους  άρχοντες που  συνόδευαν  τον  νεκρό  να  κάμει το  σημείο  του  σταυρού  πάνω  στον Αρίσταρχο και να ζητήσει την βοήθεια της  Αγίας Τριάδος. Ο άρχοντας έκαμε ότι του είπε ο Απόστολος και η θεραπεία ακολούθησε. Ο Αρίσταρχος έγινε αμέσως τελείως καλά. Το ἀποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοί ζήτησαν και βαπτίσθηκαν την ίδια ώρα. Πρώτος ο πατέρας του αναστηθέντος νεκρού, που λεγόταν  Πρέφικτος  και ήταν και αυτός ένας από τους άρχοντες της πόλεως. Μετά την βάπτισή του ο αναγεννημένος  πια άνθρωπος  έδωσε στον  Απόστολο  τους  δώδεκα  χρυσούς  θεούς που  είχε  στο  σπίτι  του μαζί με τα άλλα υπάρχοντά του, για να τα διαμοιράσει στους φτωχούς και να τα χρησιμοποιήσει,  όπως  αυτός  έκρινε  καλύτερα.
Πόσο αλλάζει ο άνθρωπος, όταν αφήσει  ελεύθερη  την  καρδιά  του  να την  καταυγάσει το φως και η χάρη του Χριστού! Γι’ αυτές τις περιπτώσεις  είναι  που  εφαρμόζεται  απόλυτα  ο  λόγος  του  ψαλμωδού:  «Αυτή η  αλλοίωσις της δεξιάς του  Υψίστου». (Ψαλμ. ος’ (οζ’) 11). Ναι! Αυτή η αλλοίωση και μεταβολή  που γίνεται στην καρδιά του ανθρώπου,  είναι  έργο της  δυνάμεως  του  Θεού.
Για χρόνια  πολλά συνέχισε η ευλογημένη  αυτή  ομάδα το ανορθωτικό  και  σωστικό  έργο της στις διάφορες πόλεις των επαρχιών που αναφέραμε. Τα αποτελέσματα,  στ’ αλήθεια, θαυμαστά.  Όπου  «επλεόνασεν  η  αμαρτία  υπερεπερίσσευσεν η  χάρις» (Ρωμ. ε’ 20).  Εκεί που πληθύνθηκε η   αμαρτία, δόθηκε  πολύ πιο  άφθονη  η χάρη.  Εκεί  που  η  αμαρτία  είχε σχεδόν αποκτηνώσει τα θύματά της, ένας καινούργιος  κόσμος  αναγεννάται.  Ο  κόσμος της καλοσύνης και της αγάπης. Ο  κόσμος ο όμορφος, ο αγγελικά  πλασμένος. Ο  κόσμος της  αρετής. Η  άλλοτε  χριστιανική  Μ.  Ασία.
Έφτασε  όμως  ο καιρός  να  επικυρώσει  ο  θείος  Απόστολος  τα  όσα  δίδασκε  και με την θυσία  της  ζωής του.  Ήρθε ο καιρός να μαρτυρήσει.  Εκεί  στην  Ιεράπολη  της  Φρυγίας μία ημέρα που δίδασκε, μερικοί  φανατικοί  ειδωλολάτρες  τον  συνέλαβαν  και  αφού  τον βασάνισαν σκληρά, τον οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη κατέληξε στην απόφαση ο Απόστολος να θανατωθεί. Οι δήμιοι, που περίμεναν, άρπαξαν  τον  Φίλιππο, του  έδεσαν  τους  αστραγάλους  και  τον  κρέμασαν  σ’ ένα  δένδρο  με  το  κεφάλι  προς  τα κάτω. Ύστερα πήραν και τον Βαρθολομαίο και αφού τον βασάνισαν και αυτόν, τον κρέμασαν. Τον Απόστολο  Φίλιππο τον  σταύρωσαν. Η  αδελφή του Μαριάμνη με πόνο ψυχής παρακολουθεί το μαρτύριο του αδελφού της και  του  άλλου  Αποστόλου  και προσεύχεται  να  τους  δώσει  ο  Θεός  δύναμη  και  υπομονή.  Ένας  σεισμός  που  έγινε  την ώρα εκείνη έδειξε την αγάπη του Θεού στους εργάτες του Ευαγγελίου. Οι αλλεπάλληλες δονήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την χώρα κατατρόμαξαν τα πλήθη που έτρεξαν με δάκρυα  να ζητήσουν συγχώρηση  από  τους  Αποστόλους. Ο  Κύριος  στις παρακλήσεις  των  εργατών  του  σταμάτησε  το  σεισμό  και  μέ μία  θαυμαστὴ  οπτασία  τους έδωκε μία  ακόμη  απόδειξη  της θείας του δυνάμεως. Μια σκάλα  παρουσιάστηκε  εκεί  να ενώνει  την γη  με  τον  Ουρανό. Τα  πλήθη  έτρεξαν και κατέβασαν το  Βαρθολομαίο  από εκεί  που  ήταν  κρεμασμένος.  Όταν  θέλησαν  να  κατεβάσουν  και  τον  Φίλιππο  από τον Σταυρό,  αυτός  δεν  δέχθηκε,  αλλά συνέχισε να διδάσκει  τα πλήθη που  ήσαν  γύρω  και  να τα προτρέπει να μετανοήσουν και να  βαπτισθούν. Διδάσκοντας  άφησε την αγία του ψυχή να πετάξει στον ουρανό, στη χώρα της αιωνιότητας.  Ο  Απόστολος  Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη πήραν το τίμιο λείψανο και το έθαψαν μαζί  με  εκείνους  που  πίστεψαν και βαφτίστηκαν, με σεβασμό και  ευλάβεια  ραίνοντάς το με τα  δάκρυα  της αγάπης τους. Το σεπτό σκήνωμα του  Αποστόλου  για  πολλά  χρόνια  στόλισε  τον  ιερό ναό  που είχε κτισθεί στην Ιεράπολη  προς τιμήν του  Αγίου.  Η  δε  αγία  κάρα  του  τιμήθηκε  από διάφορους αυτοκράτορες, όπως τον Θεοδόσιο, τον Ηράκλειο  και άλλους με τις βασιλικές  σφραγίδες  τους.
Μετά  την  άλωση της  Βασιλίδος  των πόλεων από  τους Λατίνους  κατά  το  1204  το  σεπτό λείψανο μεταφέρθηκε στην Κύπρο και για πολλά χρόνια φυλασσόταν στο χωριό  Άρσος, το χωριό  αυτό  λέγεται  επίσημα  και  Αρσινόη της  Πάφου, στον ιερό ναό που κτίστηκε  εκεί προς τιμή του Αποστόλου. Αργότερα ένα μέρος των λειψάνων για  ευλογία  διανεμήθηκε σε διάφορα μέρη. Η  θήκη δε με την ιερή  κάρα  προ  του  1788  για  μεγαλύτερη,  τάχατες, ασφάλεια μετακομίσθηκε στην Ιερά Μονή  του  Σταυρού  στο  Όμοδος. Εκεί  φυλάσσεται μέχρι  σήμερα.
Σε χρόνια περασμένα, που  το  νησί  μας  μέσα  στα  τόσα  άλλα  το  έδερνε και  επιδημία ακρίδων, οι πατέρες μας μετέφεραν την θήκη  με την αγία κάρα  μέχρι  τη  Μεσαορία  και έκαμναν αγιασμό, και εράντιζαν τα σπαρτά και τα δένδρα, για να  τα  απαλλάξουν  από την  αληθινή  αυτή  μάστιγα.
Θαύματα  πολλά γίνονται και στις ημέρες  μας  σε  όλους  εκείνους  που  με  βαθιά  πίστη καταφεύγουν στον Κύριο και  με  ευλάβεια  εκζητούν τη  μεσιτεία  του  πνευματέμφορου Αποστόλου.
Σε κείνους που για οποιονδήποτε λόγο δυσκολεύονται ν’ αποδεχθούν τούτη την αλήθεια και προτιμούν να ζουν με τις αμφιβολίες και τις επιφυλάξεις, τους υπενθυμίζουμε  με  αγάπη  μία  υπόδειξη  πολύ  αποτελεσματική, που  έκαμε κάποτε  ο φλογερός  Απόστολός  μας  στον φίλο του  Ναθαναήλ. Στην δυσκολία του ν’ αποδεχθεί και  αυτός  την  πληροφορία  του  ερχομού  του Μεσσία, που με λαχτάρα  περίμεναν  όλες οι ευλαβείς ψυχές, ο Φίλιππος με απλότητα υπέδειξε το «έρχου και ίδε». Την ίδια  αυτή υπόδειξη  απευθύνει και   σήμερα  στον  καθένα  μας  ο  πρακτικός  Απόστολος. Είναι μία συμβουλή για ένα θετικό πειραματισμό. Είναι και μία πρόσκληση συγχρόνως να δοκιμάσει  ο  κάθε  άνθρωπος  τη  χριστιανική  διδασκαλία  και  ζωή.
«Έρχου και ίδε». Τρεις λέξεις με υπέροχη σημασία. «Έρχου». Άνθρωπε, διψάς να γνωρίσεις  την  αλήθεια;  Έλα. Πλησίασε.  Ο  Χριστός είναι η  αλήθεια. «Εγώ ειμί η  οδός και η  αλήθεια  και  η ζωή». (Ιωάν. ιδ’ 6),  διακηρύττει  ο  ίδιος.  Η προσωπική  γνωριμία σου  με τον Χριστό θα σε πείσει απόλυτα ότι η  διδασκαλία  Του  είναι  η  μοναδική  αλήθεια  που λύει όλα τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου και του ξεκουράζει την  ψυχή.  Τον  ήλιο δεν τον χαίρεται ποτέ κάποιος σαν μένει ερμητικά κλειστός σ’ ένα δωμάτιο. Είναι ανάγκη να ανοίξει το παράθυρο. Και τον Χριστό δεν μπορεί  κανένας  να Τον  καταλάβει από μακριά. Πρέπει να πλησιάσει. Και να δει και να γνωρίσει. Πρέπει  να  λουσθεί  στις ζωογόνες Του ακτίνες. Κάτι περισσότερο. Πρέπει να  ζήσει  τον  Χριστό  και  να  υποτάξει τον εαυτό του  και το θέλημά του  στο  θέλημα  του  Χριστού.  Πρέπει  να  μπορεί νὰ λέγει σαν  τον  Παύλο: «Ζω δε  ουκέτι  εγώ,  ζή  δε  εν  εμοί  Χριστός».
Έλα, λοιπόν, αδελφέ μου, και «ίδε». Όταν με τέτοιες διαθέσεις πλησιάσουμε τον  Χριστό, τότε θα δούμε και  εμείς με τα  μάτια  μας  και  θα  διακηρύξουμε  με  όλη  την  δύναμη  των πνευμόνων μας αυτό που διακήρυξε και  ο  αγνός  στην  ψυχή  Ναθαναήλ:  «ραββί,  συ εί  ο υιός του  Θεού,  συ εί  ο  βασιλεύς του  Ισραήλ» (Ιωάν. α’ 50). Διδάσκαλε, στ’ αλήθεια, συ  είσαι  ο  Υιός  του  Θεού,  συ είσαι  ο  βασιλιάς  του  Ισραήλ.
Όσο πιο   γρήγορα  ο  καθένας  μας  σπεύσει  να  αποδεχθεί  τούτη  τη  σωστική  αλήθεια  και να  πλησιάσει  τον  Χριστό  και  να  τον  πιστεύσει  για  Θεό  και  Σωτήρα  του,  τόσο  και  πιο γρήγορα υπάρχει ελπίδα να βγούμε από τον λαβύρινθο στον οποίο οι ίδιοι  κλειστήκαμε. Να βγούμε, για να ξαναδούμε  το  φως της ζωής, και να γευτούμε την  χαρά και να λυτρωθούμε από το άγχος που μας δέρνει, μα και τον φόβο μιάς  ολοκληρωτικής αυτοκαταστροφής.
Η χάρις του Τριαδικού θεού, δια των πρεσβειών του αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου, του  οποίου η  θήκη  των  λειψάνων  χρόνια  τώρα  αγιάζει  το  ευλογημένο  νησί μας, να χαρίσει στην Κύπρο μας το ταχύτερο την ποθητή ελευθερία. Ναι! την ελευθερία. Και μαζί μ’ αυτήν στους αγνοούμενούς μας  την  επιστροφή  στις  οικογένειές τους, στους πρόσφυγές μας την χαρά του γυρισμού στα  σπίτια  τους  και  τα  χωριά  τους και  στον  φιλόθρησκο  λαό μας  πλούσιες  τις  δωρεές  και  ευλογίες  Του.  Αμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείαν ἔλλαμψιν, τοῦ Παρακλήτου, εἰσδεξάμενος, πυρὸς ἐν εἴδει, παγκοσμίως ὡς ἀστὴρ ἀνατέταλκας, καὶ τῆς ἀγνοίας τὸν ζόφον διέλυσας, τῇ θείᾳ αἴγλῃ Ἀπόστολε Φίλιππε. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δεόμεθα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.          
Ὁ μαθητὴς καὶ φίλος σου, καὶ μιμητὴς τοῦ πάθους σου, τῇ οἰκουμένῃ Θεόν σε ἐκήρυξεν, ὁ θεηγόρος Φίλιππος. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, ἐξ ἐχθρῶν παρανόμων τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου συντήρησον Πολυέλεε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐν τῷ Υἱῷ τῷ Πατρικῷ φωτὶ ἑώρακας
Πατρὸς τὴν δόξαν ὡς τοῦ Πνεύματος κειμήλιον
Καθὰ ᾔτησας Ἀπόστολε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς Χριστοῦ συγκαταβάσεως
Πολύτροπον συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις ἔνδοξε Φίλιππε.




Μεγαλυνάριον.
Φίλος καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής, τοῦ καὶ μέχρι δούλου, κενωθέντος ἀναδειχθείς, Φίλιππε θεόπτα, ἐκήρυξας ἐν κόσμῳ, τὴν τούτου ὑπὲρ λόγον, ἄρρητον κένωσιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: