13/2/15

Ο Όσιος Ευλόγιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας

Ο Όσιος Ευλόγιος έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας των αυτοκρατόρων Τιβερίου Α’ του Θρακός (578 – 582 μ.Χ.), Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.) και Φωκά (602 – 610 μ.Χ.). Καταγόταν από την Συρία και διακόνησε ως Πρεσβύτερος στην Αντιόχεια. Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (579 – 607 μ.Χ.) λίγο πριν από τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα (609 – 620 μ.Χ.) και διήλθε την αρχιερατική του διακονία με ευσέβεια και φόβο Θεού. Εργάσθηκε με θέρμη υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως και  κατά των αιρετικών που ταλάνιζαν την Εκκλησία. Έτσι έγραψε κατ’ αυτών. Το δε 588 μ.Χ. συγκρότησε τοπική  Σύνοδο  κατά  των αιρετικών  Σαμαρειτών. Ήταν  στενός  φίλος  του  Πάπα  Ρώμης Γρηγορίου  Α’ (590 – 604 μ.Χ.) και  συνέπραξε με αυτόν σε πολλές ενέργειες, οι οποίες απέβλεπαν στην καταπολέμηση των αιρετικών δοξασιών του Νεστορίου και του Ευτυχούς, κατά των οποίων αποφάσισαν, η  Γ’ Οικουμενική  Σύνοδος  που  συνήλθε  στην  Έφεσο  το 431 μ.Χ.  και  η  Δ’ Οικουμενική  Σύνοδος που  συνήλθε  στη  Χαλκηδόνα  το  451.
Σύμφωνα  με  το  Συναξάρι, όταν  ο  Άγιος Ευλόγιος διάβασε την περίφημη επιστολή, με την οποία ο Πάπας Λέων Α’, το έτος 449 μ.Χ., διατύπωσε ορθοδόξως τη διδασκαλία της Εκκλησίας για  τις δύο φύσεις του  Χριστού, τη θεία  και  την ανθρώπινη  και  την  οποία  είχε  αποστείλει προς τον Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως  Φλαβιανό (446 – 449 μ.Χ.), όχι  μόνο  την  επαίνεσε και την αποδέχθηκε, αλλά και διακήρυξε το περιεχόμενό της προς όλους. Ο  Θεός, λοιπόν, θέλοντας  να τιμήσει  και  τους  δύο  αυτούς  θεράποντες, τον  Λέοντα  και  τον  Ευλόγιο, έστειλε έναν άγγελό του στον Ευλόγιο, με την μορφή του αρχιδιακόνου  του  Λέοντος, ο  οποίος  ευχαριστούσε  τον  Άγιο  Ευλόγιο που αγωνίσθηκε για την εφαρμογή και τήρηση της δογματικής διδασκαλίας της επιστολής του Λέοντος.
Ο  Άγιος  Ευλόγιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  607 μ.Χ. Σῴζονται επτά  κεφάλαια  από  το  δογματικό  έργο  αυτού  «Περί  των  δύο  φύσεων του  Κυρίου  και  Θεού  και  Σωτήρος  ημών  Ιησού Χριστού», αποσπάσματα από λόγο «Περί τριάδος και της Θείας Οικονομίας». Σῴζεται, επίσης, λόγος «Εις  τα  Βαΐα  και  εις τον πώλον», αμφιβόλου όμως  γνησιότητας.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Τῶν χαρίτων τὴν αἴγλην οὐρανόθεν δεξάμενος, τῆς Ἀλεξανδρείας προέστης, Ἱεράρχα Εὐλόγιε, θυσίας ἀναιμάκτους τῷ Θεῷ, προσάγων αἰς ἀνάπλασιν ψυχῶν, καὶ οἰκείωσιν θεόφρον τῷ Λυτρωτῇ, τῶν πίστει προσιόντων σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν. 
Ποιμάνας καλῶς, λαὸν τὸν περιόσιον, ὡς μύστης Χριστοῦ, καὶ μιμητὴς πανάριστος, οὐρανίου λήξεως, κληρονόμος ἐδείχθης Εὐλόγιε, λειτουργῶν τῇ Τριάδι ἀεί, ἐν ἀδύτῳ φωτί.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος φωστήρ, καὶ Ἀλεξανδρείας, ὁ σοφώτατος ὁδηγός· χαίροις μυροθήκη, τῶν θείων χαρισμάτων, Εὐλόγιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: