3/1/20

Ο Άγιος Γόρδιος


Ο  Μάρτυς   Γόρδιος   καταγόταν   από   την   Καισάρεια   της Καππαδοκίας  και   έζησε  στην  εποχή  του   βασιλέως   Λικινίου   (307-323 μ.Χ.).   Ήταν   αξιωματούχος   της    αυτοκρατορικής   αυλής.
Ο  Γόρδιος,   επειδή   δεν   ανεχόταν   να   ακούει   τις   δυσσεβείς διδασκαλίες  και   τις    ύβρεις   κατά   του   Κυρίου,   έφυγε   και   πήγε   στα  όρει  και   κατοικούσε   μαζί   με   τα   θηρία.   Εκεί   στον   έρημο   τόπο  αναθερμάνθηκε   ο   πόθος   του   για    τον   Χριστό    και   πήρε θάρρος  να   κτυπήσει   την   πλάνη   της   ειδωλολατρείας.   Έτσι   κατέβηκε  από   την   έρημο   στην   πόλη    και   ζητούσε   να   συναντήσει  τον   προστάτη   της   πλάνης.   Εισήλθε   λοιπόν   στο    θέατρο   και   με όλη   την   δύναμη  της φωνής του είπε  λόγους   υμνηστικούς   για   τον Χριστό.   Με  την   ηρωϊκή  αυτή μαρτυρία  του   ο   Γόρδιος    έστρεψε   την προσοχή  του  πλήθους   προς   τον   εαυτό   του.   Η    παρρησία   του   όμως    αυτή   εξέπληξε   και   εξόργισε   τον   ειδωλολάτρη   άρχοντα·   γι’ αυτό   και   διέταξε   να   τον   θανατώσουν.   
Ο   Άγιος Γόρδιος   δέχθηκε  χαρούμενος  τον  δια   ξίφους   μαρτυρικόν θάνατο    και    εισήλθε    στην    χαρά   του   Κυρίου   του.


Απολυτίκιο.  Ήχος  δ’. Ταχύ  προκατάλαβε.           
Τω   ζήλω   της    πίστεως,  πυρποληθείς  την ψυχήν,  αυτόκλητος  ώρμησας,  εν  τω σταδίω  σοφέ, και χαίρων ηγώνισαι·  όθεν  τοις  εξ αυχένος,   οχετοίς   των   αιμάτων,   έσβεσας   Αθλοφόρε,  της   κακίας   την    φλόγα·   διο    σε    ο   Ζωοδότης,   Γόρδιε    εδόξασε.


Κοντάκιον.  Ήχος  πλ. δ.  Ως   απαρχάς   της   φύσεως.  
Οι   σοι   ιδρώτες  ένδοξε,  την  πάσαν  γην κατήρδευσαν,   και   τοις   τιμίοις  σου αίμασι  Γόρδιε,  τον   κόσμον  άπαντα  εύφρανας·  ταις  ευχαίς  σου   θεόφρον,   σώσον  πάντας τους πίστει σε αναμέλποντας, και τιμώντας   αξίως,   πανεύφημε   ως   πολύαθλον.


Μεγαλυνάριον
Έλιπες   στρατείαν   την   υλικήν,    και   τη  ουρανίω,  πανοπλία  οχυρωθείς, τας   αντικειμένας, καθείλες  παρατάξεις,  ως  του  Χριστού  οπλίτης,   ένδοξε   Γόρδιε.



Saint Gordios

Martyr Gordios came from Caesarea of ​​Cappadocia and lived in the reign of King Licinius (307-323 AD). He was an official of the imperial court.
Gordius, because he could not tolerate the evil teachings and insults against the Lord, left and went to the mountains and lived with the beasts. There, in the wilderness, his desire for Christ was renewed and he took courage to beat the fallacy of idolatry. So he went down from the desert to the city and asked to meet the protector of the fallacy. So he entered the theater and with all the power of his voice said memorable words about Christ. With this heroic testimony, Gordios turned the crowd's attention to himself. But his boldness surprised and angered the pagan lord; so he ordered that he be executed.
Saint Gordius was glad to receive the sword-martyred death and entered into the joy of his Lord.


Introit. Sound d. Fast forward.
I envy the faith, burn my soul, unswervingly rush, be wise in the stage, and gladly sing;


It's close. Sound d. As the beginning of nature.
Your sweats have glorified, they have beaten it all over the earth, and your honors, bloody Gordie, the world is all very sincere;


Magnificent
Inexplicably they ruled the material, and the heavenly, armor fortified, the objects, straight lines, as Christ's lord, glorified Gordie.

Δεν υπάρχουν σχόλια: